Το Γεροντικόν: Ο άγιος Αββάς Αντώνιος ο Μέγας.

Μπορείτε να διαβάσετε και υπόλοιπα κεφάλαια του βιβλίου εδώ: Είπε Γέρων…Το Γεροντικόν σε νεοελληνική απόδοση.


Περί του Αββά Αντωνίου


α΄. Ο άγιος Αββάς Αντώνιος, διαμένοντας κάποτε στην έρημο, βρέθηκε σε ακηδία και σε πολύ σκοτείνιασμα των λογισμών του. Έλεγε λοιπόν στον Θεό:

– «Κύριε, θέλω να σωθώ, αλλά δεν με αφήνουν οι λογισμοί μου. Τι να κάνω μέσα σ’ αυτή τη θλίψη μου; Πώς να σωθώ;».

Βγαίνει λοιπόν για λίγο έξω από το κελλί του. Και βλέπει κάποιον σαν τον εαυτό του. Εκείνος ο άνθρωπος καθόταν και εργαζόταν. Ύστερα άφηνε το εργόχειρο του, σηκωνόταν και προσευχόταν. Και πάλι καθόταν και έφτιαχνε πλεξούδες. Κατόπιν δε, ξανασηκωνόταν για να προσευχηθεί. Και ήταν Άγγελος Κυρίου, σταλμένος για να διορθώσει και να ασφαλίσει τον Αντώνιο. Άκουσε λοιπόν τον Άγγελο να του λέει:

– «Έτσι κάνε και θα σωθείς». Ακούγοντας δε αυτά τα λόγια, πολλή χαρά πήρε και θάρρος. Και έτσι κάνοντας, σωζόταν.


β΄. Ο ίδιος ο Αββάς Αντώνιος, ατενίζοντας στο βάθος των κρίσεων του Θεού, ρώτησε:

– «Κύριε, πως συμβαίνει, μερικοί να ζουν λίγο στη γη και άλλοι να φθάνουν σε βαθιά γηρατειά; Και γιατί άλλοι να βρίσκονται μέσα σε πενία και άλλοι να είναι πλούσιοι; Και πως οι άδικοι μεν πλουταίνουν, ενώ οι δίκαιοι πένονται;».

Και άκουσε φωνή να του λέει:

– «Αντώνιε, κοίτα τον εαυτό σου. Αυτά τα κανονίζει ο Θεός κατά την κρίση του και δεν συμφέρει να τα μάθεις».


γ΄. Ρώτησε κάποιος τον Αββά Αντώνιο, λέγοντας:

– «Τι να τηρήσω, για να είμαι αρεστός στον Θεό;».

Και του αποκρίθηκε ο γέροντας και του είπε:

«Να τηρείς όσα σου εντέλλομαι. Και όπου και αν πηγαίνεις, τον Θεό να έχεις πάντα μπροστά στα μάτια σου. Και ότι κάνεις ή λες, ας είναι σύμφωνο με την Αγία Γραφή. Και σε όποιο τόπο μένεις, μη φεύγεις γρήγορα από εκεί. Αυτά τα τρία να φυλάς και σώζεσαι».


δ΄. Είπε ο Αββάς Αντώνιος στον Αββά Ποιμένα: «Να τι είναι το μεγάλο έργο του ανθρώπου: Να αναλαμβάνει, μπροστά στον Θεό, την ευθύνη των σφαλμάτων του και να περιμένει πειρασμούς έως τη στερνή του πνοή».


ε΄. Ο ίδιος είπε: «Κανείς δεν μπορεί να εισέλθει στη βασιλεία των ουρανών, χωρίς να δοκιμάσει πειρασμούς. Βγάλε από τη μέση τους πειρασμούς και τότε κανείς δεν θα υπάρχει όπου να σώζεται».


στ΄. Ρώτησε ο Αββάς Παμβώ τον Αββά Αντώνιο: «Τι να κάνω;».

Και του λέει ο γέροντας: «Να μη έχεις πεποίθηση στην αρετή σου. Μήτε να μεταμελείσαι για πράγμα όπου πέρασε πια. Και να κυριαρχείς στη γλώσσα σου και στην κοιλιά σου».


ζ΄. Είπε ο Αββάς Αντώνιος: «Είδα όλες τις παγίδες του εχθρού (δηλαδή του διαβόλου) απλωμένες πάνω στη γη. Και στέναξα και είπα: Ποιος άρα θα τις προσπεράσει χωρίς να τον πιάσουν; Και άκουσα φωνή να μου λέει: Η ταπεινοφροσύνη».


η΄. Είπε πάλι: «Είναι μερικοί που έλειωσαν τα σώματα τους με την άσκηση, επειδή όμως τους έλειπε η διάκριση, μακριά από τον Θεό βρέθηκαν».


θ΄. Είπε πάλι: «Από τον πλησίον μας εξαρτάται η ζωή και ο θάνατος. Αν κερδίσουμε τον αδελφό μας, τον Θεό κερδίζουμε. Αν σκανδαλίσουμε τον αδελφό μας, στον Χριστό αμαρτάνουμε».


ι΄. Είπε πάλι: «Καθώς τα ψάρια, αν χρονοτριβήσουν στη στεριά, πεθαίνουν, έτσι και οι μοναχοί, χρονοτριβώντας έξω από το κελλί τους ή με λαϊκούς περνώντας την ώρα τους, χάνουν τη δύναμη του ησυχασμού τους. Πρέπει λοιπόν, όπως έχει το ψάρι ανάγκη να ξαναβρεθεί γρήγορα στη θάλασσα, έτσι και εμείς να σπεύδουμε να γυρίσουμε στο κελλί. Γιατί, καθυστερώντας έξω, μπορεί να λησμονήσουμε τη εσωτερική ζωή».


ια΄. Είπε πάλι: «Όποιος κάθεται στην έρημο και ησυχάζει, από τρεις πολέμους είναι απαλλαγμένος: της ακοής, της ομιλίας και της δράσεως. Και ένα μόνο πόλεμο έχει: τον πόλεμο της καρδιάς».


ιβ΄. Μερικοί αδελφοί πήγαν στον Αββά Αντώνιο για να του αναγγείλουν φαντασίες όπου έβλεπαν και να μάθουν απ’ αυτόν αν ήταν αληθινές, ή προέρχονταν από δαίμονες. Είχαν δε και έναν όνο, όπου τους ψόφησε στον δρόμο.

Μόλις λοιπόν έφθασαν στον γέροντα, τους πρόλαβε και τους είπε: «Πώς ψόφησε το γαϊδουράκι στον δρόμο;».

Του λένε: «Πού το ξέρεις, Αββά;».

Και εκείνος τους λέει: «Οι δαίμονες μου το φανέρωσαν».

Και του απαντούν: «Εμείς γι’ αυτό ήλθαμε να σε ρωτήσουμε, γιατί βλέπουμε φαντασίες και πολλές φορές γίνονται αληθινές, μήπως πλανιόμαστε».

Και τους πληροφόρησε ο γέροντας, με την απόδειξη όπου πήρε από τον όνο, ότι από δαίμονες προέρχονταν οι φαντασίες τους.


ιγ΄. Κάποιος όπου κυνηγούσε στην έρημο άγρια ζώα, είδε τον Αββά Αντώνιο να αστειεύεται με τους αδελφούς και σκανδαλίσθηκε. Θέλοντας δε ο γέροντας να τον διδάξει ότι είναι ανάγκη που και που να συγκαταβαίνει κάποιος στους αδελφούς, του λέει: «Βάλε μια σαΐτα στο τόξο σου και τέντωσε το». Το έκανε εκείνος.

Του λέει: «Τέντωσε το πιο πολύ». Και το τέντωσε.

Και πάλι του λέει: «Ακόμη πιο πολύ». Του απαντά τότε ο κυνηγός: «Αν το τεντώσω υπερβολικά, θα σπάσει το τόξο».

Και ο γέροντας του λέει: «Έτσι και στο έργο του Θεού. Αν τεντώσουμε υπερβολικά τη συμπεριφορά μας απέναντι στους αδελφούς, θα σπάσουν και αυτοί. Πρέπει λοιπόν που και του να συγκαταβαίνουμε στους αδελφούς».

Ακούγοντας τα αυτά ο κυνηγός, ένοιωσε κατάνυξη. Και έφυγε πολύ ωφελημένος από τον γέροντα. Οι δε αδελφοί, στηριγμένοι, έφυγαν και πήγαν στον τόπο τους.


ιδ΄. Άκουσε ο Αββάς Αντώνιος για κάποιον νεώτερο μοναχό, ότι έκανε θαύμα στον δρόμο. Δηλαδή είχε δει κάποιους γέροντες να οδοιπορούν και να κουράζονται στον δρόμο. Και πρόσταξε ονάγρους να έλθουν και να βαστάξουν τους γέροντες ώσπου να φθάσουν στον Αντώνιο. Οι γέροντες λοιπόν τα ανακοίνωσαν αυτά στον Αντώνιο.

Και τους λέει : «Μου φαίνεται ότι ο μοναχός αυτός είναι πλοίο γεμάτο από αγαθά, αλλά δεν ξέρω αν θα φθάσει στο λιμάνι».

Και ύστερα από καιρό, αρχίζει ξαφνικά ο Αββάς Αντώνιος να κλαίει και να μαδά τις τρίχες του και να οδύρεται.

Του λένε λέγουν οι μαθητές του: «Γιατί κλαις;».

Και είπε ο γέροντας: «Μεγάλος στύλος της Εκκλησίας έπεσε πριν από λίγο*, (μιλούσε δε για νεώτερο μοναχό). Αλλά πηγαίνετε, λέει, έως αυτόν και θα δείτε τι συνέβη».

* Κλίμαξ 15, 27.

Πηγαίνουν λοιπόν οι μαθητές και βρίσκουν τον μοναχό να κάθεται σε ψαθί και να κλαίει την αμαρτία οπού είχε κάνει. Βλέποντας δε τους μαθητές του γέροντα, λέει: «Πείτε στον γέροντα να παρακαλέσει τον Θεό, δέκα μόνο μέρες να μου παραχωρήσει και ελπίζω να απολογηθώ».

Και μέσα σε πέντε μέρες, τελεύτησε.


ιε΄. Κάποιος μοναχός επαινέθηκε από τους αδελφούς στον Αββά Αντώνιο. Ο γέροντας, όταν εκείνος ήλθε σ’ αυτόν, τον δοκίμασε αν υπομένει εξευτελισμό. Και διαπιστώνοντας ότι δεν αντέχει, του είπε: «Μοιάζεις με χωριό όπου μπροστά είναι περιποιημένο και στολισμένο, από πίσω δε, το λεηλατούν ληστές».


ιστ΄. Ένας αδελφός είπε στον Αββά Αντώνιο: Προσευχήσου για μένα».

Του λέει ο γέροντας: «Ούτε εγώ σε σπλαχνίζομαι ούτε ο Θεός, αν ο ίδιος δεν σπεύσεις να παρακαλέσεις τον Θεό».


[Αββάς Ιωσήφ]

ιζ΄. Πήγαν κάποτε μερικοί γέροντες στον Αββά Αντώνιο και ήταν ο Αββάς Ιωσήφ μαζί τους. Και θέλοντας ο γέροντας να τους δοκιμάσει, τους πρόβαλε ένα ρητό της Γραφής και άρχισε, από τους πιο νέους, να τους ρωτά για το νόημα του. Και καθένας απαντούσε, κατά τη δύναμή του.

Ο δε γέροντας έλεγε στον καθένα: «Δεν το βρήκες».

Ύστερα από όλους, λέει στον Αββά Ιωσήφ: Συ τι έχεις να πεις πάνω σ’ αυτό το ρητό;» Αποκρίνεται εκείνος: «Δεν ξέρω».

Λέει λοιπόν ο Αββάς Αντώνιος: «Πάντως ο Αββάς Ιωσήφ βρήκε τον δρόμο, γιατί είπε δεν ξέρω».


ιη΄. Κάποιοι αδελφοί ξεκίνησαν από μια Σκήτη να πάνε στον Αββά Αντώνιο. Μπήκαν λοιπόν σ’ ένα καΐκι για να έλθουν σ’ αυτόν. Βρίσκουν τότε κάποιον γέροντα, άγνωστο τους, όπου ήθελε και αυτός να πάει εκεί. Καθισμένοι λοιπόν στο πλοίο, έλεγαν μεταξύ τους λόγια πατέρων και από τη Γραφή και πάλι για τα εργόχειρα τους. Ο δε γέροντας σιωπούσε.

Όταν το πλοίο άραξε, διεπίστωσαν ότι και ο γέροντας πήγαινε στον Αββά Αντώνιο. Και όταν ήλθαν σ’ αυτόν, τους λέει: «Καλή συνοδεία βρήκατε αυτόν εδώ τον γέροντα».

Λέει δε και στον γέροντα: Καλούς αδελφούς είχες μαζί σου, Αββά».

Και ο γέροντας αποκρίνεται: «Καλοί βέβαια είναι. Αλλά η αυλή τους δεν έχει πόρτα και όποιος θέλει μπαίνει στον σταύλο και λύνει τον όνο». Και αυτό το είπε γιατί έλεγαν ότι τους ερχόταν στο στόμα.


ιθ΄. Πήγαν κάποιοι αδελφοί στον Αββά Αντώνιο και του λένε: «Πες μας κάτι, πως να σωθούμε».

Τους αποκρίνεται ο γέροντας: «Ακούσατε τη Γραφή; Σας αρκεί αυτή».

Εκείνοι δε του λένε: «Και από σένα θέλουμε να ακούσουμε κάτι, πάτερ».

Τους λέει τότε ο γέροντας: «Το Ευαγγέλιο λέει: ‘‘Εάν κάποιος σε ραπίσει στην δεξιά σιαγόνα, στρέψε του και την άλλη’’» (Ματθ. 5, 39).

Του λένε: «Δεν μπορούμε να το κάνουμε αυτό».

Τους αποκρίνεται ο γέροντας: Αν δεν μπορείτε να στρέψετε και την άλλη, τουλάχιστο ας υπομείνετε το ράπισμα στη μια».

Του λένε: «Ούτε αυτό μπορούμε».

Λέει ο γέροντας: «Αν και αυτό δεν το μπορείτε, μην ανταποδώσετε το χτύπημα».

Και του είπαν: «Ούτε αυτό το μπορούμε».

Τότε λέει ο γέροντας στον μαθητή του: Κάνε τους λίγο κουρκούτι, γιατί είναι ανήμποροι».

Και τους λέει: «Αν αυτό δεν το μπορείτε και εκείνο δεν το θέλετε, τι να σας κάνω; Προσευχή χρειάζεται».


κ΄. Ένας αδελφός απαρνήθηκε τα του κόσμου. Μοίρασε την περιουσία του στους φτωχούς. Κράτησε δε μόνο κάτι λιγοστά για τον εαυτό του. Όταν έφθασε στον Αββά Αντώνιο και τα έμαθε αυτά ο γέροντας, του λέει: Πήγαινε στο τάδε κεφαλοχώρι, αγόρασε κρέας, τύλιξε μ’ αυτό το κρέας το σώμα σου γυμνό και έτσι έλα εδώ».

Το έκανε αυτό ο αδελφός, οπότε τα σκυλιά και τα πουλιά του καταξέσχιζαν το σώμα. Μόλις τον αντίκρυσε ο γέροντας, τον ρώτησε αν έκανε ότι τον συμβούλευσε. Και όταν εκείνος του έδειξε το σώμα του καταξεσχισμένο, του λέει ο άγιος Αντώνιος: «Όσοι απαρνήθηκαν τον κόσμο και θέλουν να έχουν υλικά αγαθά, έτσι καταξεσχίζονται από τους δαίμονες όπου τους πολεμούν».


κα΄. Σ’ έναν αδελφό κάποτε συνέβη πειρασμός, στο Κοινόβιο του Αββά Ηλία. Και διωγμένος από εκεί, έφυγε για την ορεινή περιοχή, στον Αββά Αντώνιο. Αφού λοιπόν έμεινε ο αδελφός κοντά του ένα χρονικό διάστημα, ο γέροντας τον έστειλε στο Κοινόβιο από όπου προερχόταν. Αλλά μόλις πήγε εκεί, τον ξανάδιωξαν.

Γύρισε έτσι στον Αββά Αντώνιο, λέγοντας: «Δεν θέλησαν να με δεχθούν, πάτερ».

Τον ξανάστειλε λοιπόν ο γέροντας, λέγοντας: «Ένα πλοίο ναυάγησε στο πέλαγος. Έχασε το φορτίο του. Και με πολύ κόπο σώθηκε στη στεριά. Και σεις, όποιον σώθηκε πάνω στη στεριά, θέλετε να τον καταποντίσετε;». Και εκείνοι, μαθαίνοντας ότι τον είχε στείλει ο Αββάς Αντώνιος, ευθύς τον δέχθηκαν.


κβ΄. Είπε ο Αββάς Αντώνιος: «Σκέφτομαι ότι το σώμα έχει μια φυσική κίνηση, όπου είναι συνυφασμένη με αυτό. Αλλά δεν ενεργεί, όταν δεν θέλει η ψυχή. Και είναι σαν μια απαθής κίνηση στο σώμα.

Υπάρχει δε και μια άλλη κίνηση. Αυτή προέρχεται από το ότι τρέφεται και θάλπεται το σώμα, τρώγοντας και πίνοντας. Εξ αιτίας αυτού, το ζεστό αίμα οιστρηλατεί το σώμα προς ενέργεια. Γι’ αυτό και έλεγε ο απόστολος: ‘‘μὴ μεθύσκεσθε οἴνῳ, ἐν ᾧ ἐστιν ἀσωτία” (Εφεσ. 5, 18). Και πάλι ο Κύριος στο Ευαγγέλιο, εντελλόμενος στους μαθητές του, είπε: ‘‘Βλέπετε μήπως βαρυνθῶσιν σας αἱ καρδίαι ἐν κραιπάλῃ καὶ μέθῃ” (Λουκ. 21, 34).

Υπάρχει δε και μια ακόμη κίνηση σε όσους αγωνίζονται, όπου συμβαίνει με αιτία την επιβουλή και τον φθόνο δαιμόνων.

Έτσι, πρέπει να ξέρουμε, ότι τρεις σωματικές κινήσεις υπάρχουν: Μια, φυσική. Άλλη, όπου προέρχεται από την απροσεξία στη διατροφή μας. Και τρίτη, από τους δαίμονες


κγ΄. Είπε πάλι: «Ο Θεός δεν επιτρέπει τους πειρασμούς σ’ αυτήν εδώ τη γενεά, όπως συνέβαινε στις παλαιές γενεές. Γιατί γνωρίζει ότι οι άνθρωποι, τώρα, είναι αδύνατοι και δεν αντέχουν».


κδ΄. Στον Αββά Αντώνιο, ενώ βρισκόταν στην έρημο, φανερώθηκε το εξής: «Στην πόλη υπάρχει κάποιος όμοιος σου, γιατρός στο επάγγελμα, όπου ότι του περισσεύει το δίνει σε όσους έχουν ανάγκη και όλη τη μέρα ψάλλει τον τρισάγιο ύμνο μαζί με τους Αγγέλους».


κε΄. Είπε ο Αββάς Αντώνιος: «Έρχεται καιρός όπου οι άνθρωποι θα παραλογίζονται. Και αν δουν κάποιον να μη παραλογίζεται, θα ξεσηκωθούν εναντίον του, λέγοντας: “ Συ είσαι παράλογος”. Και αυτό θα συμβεί, γιατί δεν θα είναι όμοιος τους».


[Αββάς Αμμωνάς]

κστ΄. Κάποιοι αδελφοί πήγαν στον Αββά Αντώνιο και του ανέφεραν ένα ρητό από το Λευϊτικό. Βγήκε λοιπόν ο γέροντας στην έρημο και τον ακολούθησε ο Αββάς Αμμωνάς κρυφά, γνωρίζοντας τη συνήθεια του.

Ο γέροντας απομακρύνθηκε πολύ, στάθηκε για προσευχή και φώναξε δυνατά: «Θεέ μου, στείλε μου τον Μωυσή να μου εξηγήσει αυτό το ρητό». Και ακούσθηκε φωνή, όπου μιλούσε μαζί του. Είπε λοιπόν ο Αββάς Αμμωνάς: «Τη φωνή όπου μιλούσε μαζί του, την άκουσα. Αλλά το νόημα του λόγου δεν το έμαθα».


κζ΄. Τρεις από τους πατέρες είχαν τη συνήθεια να πηγαίνουν κάθε χρονιά στον μακάριο Αντώνιο. Και οι μεν δυο τον ρωτούσαν σχετικά με τους λογισμούς και τη σωτηρία της ψυχής. Ο άλλος όμως σιωπούσε πάντα, μη ρωτώντας τίποτε. Μετά λοιπόν από πολύ καιρό, του λέει ο Αββάς Αντώνιος: «Τόσο καιρό έρχεσαι εδώ και τίποτε δεν με ρωτάς».

Και εκείνος του αποκρίνεται και του λέει: «Μου αρκεί μόνο να σε βλέπω, πάτερ».


κη΄. Έλεγαν, ότι κάποιος από τους γέροντες ζήτησε τη χάρη από τον Θεό να δει τους πατέρες. Και τους είδε, χωρίς τον Αββά Αντώνιο. Λέει λοιπόν στον Άγγελο όπου τους έδειχνε: Πού είναι ο Αββάς Αντώνιος;».

Και εκείνος του αποκρίνεται: «Στον τόπο όπου βρίσκεται ο Θεός, εκεί είναι».


[Αββάς Παφνούτιος ο Κεφαλάς]

κθ΄. Συκοφαντήθηκε κάποιος αδελφός σε Κοινόβιο για σαρκικό αμάρτημα. Σηκώθηκε λοιπόν και πήγε στον Αββά Αντώνιο. Και ήλθαν οι αδελφοί από το Κοινόβιο, να τον συνεφέρουν και να τον παραλάβουν. Και άρχισαν να τον κατηγορούν, λέγοντας ότι έτσι είχε πράξει. Εκείνος όμως απαντούσε απολογούμενος και έλεγε: «Δεν έκανα τέτοιο πράγμα».

Έτυχε δε εκεί και ο Αββάς Παφνούτιος ο Κεφαλάς και είπε την εξής παραβολή: «Είδα στην ακροποταμιά έναν άνθρωπο χωμένο στη λάσπη έως τα γόνατα του. Και σαν ήλθαν μερικοί να του δώσουν χέρι, τον βούλιαξαν έως τον λαιμό».

Και τους λέει ο Αββάς Αντώνιος για τον Αββά Παφνούτιο: «Να άνθρωπος αληθινός, όπου μπορεί να γιατρέψει και να σώσει ψυχές».

Τότε εκείνοι κατανύχθηκαν με τα λόγια των γερόντων και έβαλαν μετάνοια στον αδελφό. Και στηριγμένοι από τους πατέρες, πήραν τον αδελφό στο Κοινόβιο.


λ΄. Έλεγαν μερικοί για τον Αββά Αντώνιο, ότι τον φώτιζε σε όλα το Άγιο Πνεύμα, αλλά δεν ήθελε να μιλά, εξ αιτίας των ανθρώπων. Γιατί και όσα γίνονταν στον κόσμο και όσα έμελλαν να συμβούν, τα γνώριζε.


[Αββάς Παύλος]

λα΄. Κάποτε ο Αββάς Αντώνιος έλαβε γράμμα του βασιλέως Κωνσταντίνου, όπου τον καλούσε να πάει στην Κωνσταντινούπολη. Σκεφτόταν λοιπόν τι να κάνει. Και λέει στον Αββά Παύλο, τον μαθητή του: «Τι λες, να πάω;».

Και εκείνος του αποκρίνεται: «Αν πας, θα λέγεσαι Αντώνιος. Αν δεν πας, Αββάς Αντώνιος».


λβ΄. Είπε ο Αββάς Αντώνιος: «Εγώ δεν φοβάμαι πια τον Θεό, αλλά τον αγαπώ. Γιατί, καθώς λέει η Γραφή, “η αγάπη έξω εκβάλλει τον φόβο”».


λγ΄. Ο ίδιος είπε: «Να έχεις μπροστά στα μάτια σου τον φόβο του Θεού. Να θυμάσαι Αυτόν όπου θανατώνει και ζωογονεί. Μισήστε τον κόσμο και όλα όσα ανήκουν σ’ αυτόν. Μισήστε κάθε σαρκική ανάπαυση. Απαρνηθείτε αυτήν εδώ τη ζωή, για να ζήσετε με τον Θεό. Να θυμάστε τι υποσχεθήκατε στον Θεό. Γιατί, κατά τη μέρα της κρίσεως, θα σας το ζητήσει. Περάστε τον βίο σας με πείνα, με δίψα, με γύμνια, με αγρυπνίες, με πένθος, με κλάμμα, με στεναγμούς μέσ’ από τα βάθη της καρδιάς. Δοκιμάστε να δείτε αν είστε άξιοι του Θεού. Περιφρονήστε τη σάρκα, για να σώσετε τις ψυχές σας».


[Αββάς Αμμούν]

λδ΄. Πήγε κάποτε ο Αββάς Αντώνιος στον Αββά Αμμούν, στο όρος της Νιτρίας. Και όταν συναντήθηκαν, του λέει ο Αββάς Αμμούν: «Επειδή, με τις δικές σου ευχές, πληθύνθηκαν οι αδελφοί και θέλουν μερικοί απ’ αυτούς να χτίσουν κελλιά σε μακρινό μέρος, για να ησυχάζουν, τι διάστημα προστάζεις να απέχουν τα νέα κελλιά από τα εδώ;».

Και εκείνος είπε: «Ας βάλουμε κάτι στο στόμα μας κατά την ενάτη ώρα και βγαίνοντας, ας διασχίσουμε την έρημο και ας εξετάσουμε τον τόπο».

Και αφού βάδισαν στην έρημο έως το ηλιοβασίλεμα, του λέει ο Αββάς Αντώνιος: «Ας κάμουμε προσευχή και ας στήσουμε εδώ ένα σταυρό, ώστε εδώ να χτίσουν όσοι θέλουν να χτίσουν. Λοιπόν, οι από εκεί, όσοι έρχονται σ’ αυτούς εδώ, αφού γευθούν τη λιγοστή τροφή τους κατά την ενάτη ώρα, έτσι να έρχονται. Και όσοι από εδώ φεύγουν, κάνοντας το ίδιο, θα είναι απερίσπαστοι όταν συναντιούνται». Είναι δε αυτό το διάστημα δώδεκα οδομετρικές στήλες.


λε΄. Είπε ο Αββάς Αντώνιος: Αυτός όπου χτυπά το αναμμένο σίδερο, πρώτα βάζει με τον νου του τι πρόκειται να φτιάξει, δρεπάνι, μαχαίρι, τσεκούρι. Έτσι και εμείς. Οφείλουμε να σκεφθούμε ποια αρετή επιδιώκουμε, για να μη κοπιάζουμε άσκοπα».


λστ΄. Είπε πάλι: «Η υποταγή, συνδυασμένη με την εγκράτεια, δαμάζει θηρία».


λζ΄. Είπε πάλι: «Γνωρίζω μοναχούς, όπου ύστερα από πολλούς κόπους έπεσαν και τους σάλεψαν τα λογικά, επειδή στήριξαν ελπίδες στον εαυτό τους και δεν λογάριασαν τη θεία εντολή, όπου λέει: ‘‘Επερώτησον τον πατέρα σου και αναγγέλλει σοι’’».


λη΄. Είπε πάλι: «Άμποτε να ήταν δυνατόν, όσα βήματα κάνει ο μοναχός ή όσες σταγόνες πίνει στο κελλί του, τόσες φορές να έχει θάρρος και εμπιστοσύνη στους γέροντες. Φυσικά, αν δεν φταίει απέναντι τους».


Είπε Γέρων…Το Γεροντικόν σε νεοελληνική απόδοση.

υπό Βασιλείου Πέντζα
εκδ. Αστήρ, Αθήνα 1999


Σχολιάστε

Σχολιάστε