Ο όσιος Διονύσιος ο ησυχαστής, στο βουνό Μπουζάου (14ος αιώνας).

Μπορείτε να διαβάσετε και υπόλοιπα κεφάλαια του βιβλίου εδώ: Ρουμάνικο Γεροντικό.


Ο όσιος Διονύσιος ο ησυχαστής, στο βουνό Μπουζάου (14ος αιώνας)

Ο όσιος Διονύσιος ο ησυχαστής ήταν ένας από τους ονομαστούς ησυχαστές της ησυχαστικής σκήτης Φουντατούρα. Ασκήτευσε εδώ το δεύτερο μισό του 14ου αιώνα. Η παράδοση τον ονομάζει «Τορκάτορα», επειδή ασχολήθηκε με την κατεργασία του λινού, από το οποίο ο ίδιος κέρδιζε τα προς το ζην, που ήταν συνηθισμένη απασχόληση στους περισσοτέρους ησυχαστές του βουνού Μπουζάου.

Φθάνοντας με την χάρη του Θεού στα μέτρα της απαθείας, σκάλισε μια σπηλιά, σ’ ένα απρόσιτο βράχο, τέσσερα μέτρα υψηλότερα από το έδαφος. Στην σπηλιά ο όσιος έφτιαξε ένα μικρό παρεκκλήσιο, όπου ακατάπαυστα δόξαζε τον Θεό. Εδώ ασκήτευσε ο όσιος Διονύσιος περισσότερα από 30 χρόνια, υπομένοντας με γενναιότητα το κρύο του χειμώνα, την υγρασία, την πείνα και προπαντός τους φοβερούς πειρασμούς του διαβόλου. Και τόσο πολύ προόδευσε μεταξύ των ησυχαστών σ’ εκείνο τον τόπο, ώστε έδιωχνε τα ακάθαρτα πνεύματα από τους ανθρώπους και προγνώριζε τα μέλλοντα. Γι’ αυτό πολλοί τον τιμούσαν και του ζητούσαν λόγους πνευματικούς.

Η άσκηση του οσίου Διονυσίου του ησυχαστή ήταν η εξής: Όλη την εβδομάδα αγωνιζόταν μόνος του στην σπηλιά, με αγρυπνία, προσευχή, νηστεία, φυλακή του νου και με στοχασμούς των μελλόντων αγαθών. Κάθε εβδομάδα, την Κυριακή κατέβαινε από την σπηλιά και μεταλάμβανε του Σώματος και του Αίματος του Χριστού στην εκκλησία της σκήτης Φουντατούρα. Κατόπιν πάλι ανέβαινε στην σπηλιά, τραβώντας την σκάλα στο κελλί του και έτσι συνέχιζε την αγία του άσκηση. Ο τόπος όπου στήριζε την σκάλα του φαίνεται μέχρι σήμερα. Ο μεγάλος ησυχαστής Διονύσιος ο Τορκάτορας απέκτησε πολλούς μαθητές, οι οποίοι έγιναν και αυτοί σπουδαίοι ησυχαστές και τον ακολούθησαν σ’ όλα στην άσκηση του. Έτσι, το κελλί του μπορούσε να θεωρηθεί σαν ένα ερημητικό ησυχαστήριο, που συνέβαλε πολύ στην ανάπτυξη της ησυχαστικής ζωής στο βουνό Μπουζάου.


Ρουμάνικο Γεροντικό. εκδ. Ορθόδοξος κυψέλη, Θεσσαλονίκη 1985.


Σχολιάστε

Σχολιάστε