Άγιος Ιωάννης ο Δαμασκηνός: Β΄ Λόγος. Στην ξηρανθείσα συκή και την παραβολή του αμπελώνος.

Β΄. ΛΟΓΟΣ ΣΤΗΝ ΞΗΡΑΝΘΕΙΣΑ ΣΥΚΗ ΚΑΙ ΣΤΗΝ ΠΑΡΑΒΟΛΗ ΤΟΥ ΑΜΠΕΛΩΝΟΣ

Με ωθεί να μιλήσω ο ενυπόστατος Λόγος του Θεού Πατέρα, αυτός που δεν απομακρύνθηκε από τους πατρικούς κόλπους και κυοφορήθηκε ανεξήγητα στα σπλάγχνα της Παρθένου. Αυτός που έγινε για μένα ότι εγώ είμαι, αυτός που είναι απαθής ως προς τη θεότητα του και περιβλήθηκε ωστόσο ομοιοπαθές με εμένα σώμα· αυτός που εποχείται πάνω στα χερουβικά άρματα και πάνω στη γη καβαλικεύει σε πουλάρι (Ματθ. 11, 7-9).

Ο βασιλιάς της δόξας, αυτός που μαζί με τον Πατέρα και το Πνεύμα ευφημείται από τα Σεραφίμ ως άγιος και δέχεται τα ψελλίσματα των παιδιών από την άκακη γλώσσα τους· αυτός που είναι Θεός και έχει τη μορφή δούλου και που έλαβε τη μορφή του δούλου, αυτός που είναι άυλος και αόρατος Θεός και δέχτηκε να λάβει ορατό και ψηλαφητό σώμα, αυτός που βάδισε ακούσια στο πάθος, για να μου χαρίσει την απάθεια.

Επειδή δηλαδή είδε τον άνθρωπο, το πλάσμα των χεριών του, να έχει δελεαστεί από την απάτη του φιδιού, τον άνθρωπο που έπλασε σύμφωνα με την εικόνα του και την ομοίωση του, να έχει όμως πέσει στην παράβαση της εντολής του και να έχει γίνει υποχείριος της φθοράς και υπόλογος θανάτου, δεν άντεξε ο γεμάτος συμπάθεια τη στέρηση εκείνου που ποθούσε, αλλά τον κάλεσε με πολλούς τρόπους σε επιστροφή και μετάνοια, αφού τον παίδεψε σαν αχάριστο δούλο, σαν γιο με μυαλό νηπίου πολυμερώς και πολυτρόπως και μηχανεύτηκε κάθε μέσο, για ν’ αποτινάξει τη δουλεία του τυράννου και να επανέλθει στον πλάστη του.

Όμως ήταν αδύνατη η επιστροφή του, αφού μια για πάντα είχε καταδουλωθεί στην αμαρτία κι είχε συζευχθεί θεληματικά με την επιθυμία των γήινων. Γι’ αυτό ο υπεράγαθος Κύριος αναλαμβάνει τη φύση μας, επειδή είδε ότι αυτή είχε εξασθενήσει.

Βλέποντας δηλαδή τον άνθρωπο να μην υπακούει στο λόγο και τις εντολές και τα προστάγματα της σωτηρίας, τι λέει; Πρέπει να παιδαγωγήσω με έργα αυτόν που έχει άγνοια. Πρέπει να τον κατευθύνω στις αρετές, για να τις συνηθίσει και να τις επιτελέσει ο ίδιος. Πρέπει να με δουν κι έτσι να θεραπεύσω τον άρρωστο. Πρέπει να γυρίσω κοντά μου το πλανώμενο πρόβατο και να το οδηγήσω στην αρχική του διαμονή στον παράδεισο. Πώς όμως θα το επιστρέψω χωρίς να με βλέπει; Πώς θα οδηγήσω αυτόν που δε βλέπει τα ίχνη μου;

Γι’ αυτό έγινε άνθρωπος, ώστε, με όσα έπραξε και έπαθε, να διδάξει με τα έργα αυτόν που αγνοούσε πως να πράξει την αρετή, και βλέποντας τον να κατεβαίνει κατ’ οικονομία για χάρη μας στη γη από τους πατρικούς κόλπους, ν’ ανεβούμε κι εμείς με τη θέληση μας προς αυτόν από τη μητέρα μας γη, και για να δείξει τον ανυπέρβλητο πλούτο της αγάπης του προς εμάς. Γιατί μεγαλύτερη αγάπη δεν μπορεί να δείξει κανένας, παρά μόνο αν θυσιάσει την ψυχή του για χάρη των φίλων του (Ιω. 15, 13). Και πως όποιος δεν έχει ψυχή θα δείξει την αγάπη του;

Γι’ αυτό αναλαμβάνει τη σάρκα, για να τον δούμε στη γη και να ζήσει ανάμεσα στους ανθρώπους (Βαρούχ 3, 38). Γι’ αυτό αναλαμβάνει ψυχή, για να θυσιάσει την ψυχή του για χάρη των φίλων του. Και φίλους δεν εννοώ αυτούς που τον αγαπούν, αλλά αυτούς που ποθεί εκείνος. Γιατί εμείς τον μισήσαμε και του στρέψαμε την πλάτη και γίναμε δούλοι σε άλλον, ενώ αυτός στάθηκε έχοντας αμετάβλητη την αγάπη του σ’ εμάς.

Για τούτο έτρεξε πίσω μας. Ήρθε σ’ εμάς που τον μισήσαμε, προσπάθησε να προλάβει εμάς που φεύγαμε κι όταν μας έφτασε, δε μας έλεγξε με σκληρότητα, δε μας γύρισε κοντά του με το μαστίγιο, αλλά σαν άριστος γιατρός που τον υβρίζει κάποιος μανιακός, που τον φτύνει και του δίνει ραπίσματα, αυτός πρόσφερε τη θεραπευτική του υπηρεσία. Σε ένδειξη του μεγέθους της θεραπείας του πρόσφερε στην ανθρώπινη φύση την ίδια του τη θεότητα ως φάρμακο, φάρμακο πολύ δραστικό, φάρμακο παντοδύναμο. Αυτή απέδειξε το ασθενικό μας σαρκίο πιο ισχυρό από τις αόρατες δυνάμεις.

Όπως δηλαδή ο σίδηρος όταν ενωθεί με τη φωτιά είναι αδύνατο ν’ αγγιχτεί, έτσι και το χόρτο της δικής μας φύσης, αφού ενώθηκε με τη φωτιά της θεότητας, έγινε απλησίαστο από το διάβολο. Κι επειδή ένα πάθος θεραπεύεται με τα αντίθετα του, όπως λένε κι οι μαθητές των γιατρών, καταβάλλει τα πάθη με τα αντίθετα τους την ηδονή με τους μόχθους, την υπερηφάνεια με την ταπείνωση. Δεν ταπείνωσε δηλαδή μόνο τον εαυτό του με το να γίνει άνθρωπος, ενώ ήταν πλούσιος στη θεότητα, αλλά ταπεινώθηκε και ανάμεσα στους ανθρώπους (Φιλ. 2, 6-8).

Πράγματι ποιος από τους ανθρώπους υπήρξε τόσο ταπεινός; «Δεν έχει που να κλίνει την κεφαλή του» (Ματθ. 8, 20). Δεν είχε υποζύγιο, δεν είχε διπλό πουκάμισο, δεν είχε άλλο ρούχο. «Δεχόμενος προσβολές, δεν ανταπέδιδε σ’ αυτές· δεν απειλούσε όταν του έκαναν κάποιο κακό» (Α΄ Πετρ. 2,23). Οδηγούνταν σαν αρνί άκακο στη θυσία, χωρίς να διαμαρτύρεται, χωρίς να φωνάζει (Ησ. 53,7)· τον ράπιζαν κι έδινε πρόθυμα τη σιαγόνα του σ’ εκείνον που τον χτυπούσε· δεν έστρεψε το πρόσωπο του για ν’ αποφύγει τα αισχρά φτυσίματα. Ενώ τον αποκαλούσαν Σαμαρείτη και δαιμονισμένο (Ιω. 8, 48) και ενώ τον καταδίωκαν, δείχνει υπομονή σ’ αυτά, για ν’ ακολουθήσουμε κι εμείς τα ίχνη του. Τα έκανε όλα αυτά για να ευχαριστήσει τον Πατέρα του. Όντας δηλαδή δικός του Υιός μονογενής και ομοούσιος, μας γνώρισε την πατρική αγάπη του προς εμάς.

Γιατί τόσο πολύ μας αγάπησε ο Θεός και Πατέρας, ώστε έδωσε ως λύτρο για χάρη μας τον μονογενή Υιό του. Ω αγάπη ανυπέρβλητη! Έδωσε τον μονογενή Υιό του, που ήταν συμβασιλέας του, για χάρη δούλων που παράκουσαν, για χάρη εχθρών που τον βλασφημούσαν και λάτρευαν τον εχθρό και τον αναγόρευαν θεό. Ω βάθος πλούτου της αγαθότητας του Θεού (Ρωμ. 11, 33). Δεν αντιστάθηκε όμως ο μονογενής Υιός, δεν αθέτησε τη βουλή του Πατέρα. Γιατί ήταν αυτός η βουλή και η βούληση του Πατέρα. Γι’ αυτό λοιπόν, επειδή ήταν μέτοχος και κοινωνός της φύσης του (γιατί είναι μία η φύση του Πατέρα και του Υιού), εκτελεί δικό του θέλημα, γίνεται άνθρωπος και υπήκοος του Πατέρα μέχρι θανάτου, και μάλιστα θανάτου σταυρικού (Φιλ. 2, 8), θεραπεύοντας τη δική μου παρακοή.

Επείγεται λοιπόν προς το πάθος και βιάζεται να πιει το ποτήρι του θανάτου, το σωτήριο για όλο τον κόσμο. Έρχεται πεινασμένος για τη σωτηρία της ανθρωπότητας, και δε βρίσκει σ’ αυτήν καρπό, γιατί αυτήν υπαινίσσεται μεταφορικά η συκιά. Ποιος δηλαδή τρώει το πρωί; Ο βασιλιάς, ο Κύριος, ο Δάσκαλος. Πεινώντας το πρωί, δεν εμποδίζει την επιθυμία του φαγητού. Δεν συγκρατεί τη φύση του, αλλά, σαν κάποιος ακρατής κι ακόλαστος, ορμά ανόητα στο φαγητό, σε ακατάλληλη ώρα. Πώς τότε παιδαγωγεί τους μαθητές του να μην τους νικά το πάθος της επιθυμίας;

Δεν είναι έτσι το πράγμα· αλλά όπως μιλούσε διδάσκοντας με παραβολικούς λόγους, έτσι εκτελεί και τις παραβολές με έργο. Πλησίασε στη συκιά πεινώντας (Ματθ. 11, 19). Η συκιά υποδήλωνε τη φύση της ανθρωπότητας. Ο καρπός της συκιάς είναι γλυκύς, τα φύλλα της τραχιά κι άχρηστα τα έτοιμα για τη φωτιά. Αλλά και η φύση της ανθρωπότητας είχε γλυκύτατο τον καρπό της αρετής, έχοντας από τον Θεό την εντολή να την καρποφορεί, εξαιτίας όμως της ακαρπίας της στην αρετή έβγαλε τα τραχιά φύλλα.

Πράγματι τι υπάρχει τραχύτερο από τις βιοτικές μέριμνες (Γεν. 2, 25); Ήταν κάποτε γυμνοί ο Αδάμ και η Εύα και δεν ένιωθαν ντροπή γυμνοί στην απλότητα και την αφρόντιστη ζωή τους. Ούτε τέχνη είχαν, ούτε βιοτικές μέριμνες· δεν επινοούσαν τρόπους πως να σκεπάσουν τη γύμνια του σώματός τους· δεν ντρέπονταν για την ακτημοσύνη τους ούτε για τη λιτότητα της ζωής τους, αλλά, αν και ήταν γυμνοί στο σώμα, τους σκέπαζε η θεία χάρη. Δεν είχαν σωματικό φόρεμα, αλλά φορούσαν ένδυμα αφθαρσίας.

Όταν όμως παράκουσαν, βρέθηκαν μακριά από τη χάρη που τους σκέπαζε. Απογυμνώθηκαν από την έκσταση τους προς τον Θεό και τη θεωρία του, είδαν τη γύμνωση του σώματος τους (Γεν. 3, 7), πόθησαν τα ευχάριστα της ζωής, βρέθηκαν μέσα στη φτωχική και στερημένη ζωή, έραψαν φόρεμα από φύλλα συκιάς κι έκαναν περιζώματα, έκαναν πολλούς λογισμούς και βρήκαν την τραχιά και γεμάτη μέριμνες και πόνους ζωή. «Με τον ιδρώτα του προσώπου σου θα φας το ψωμί σου. Καταραμένη θα είναι για τα έργα σου η γη, θα βγάλει για σένα αγκάθια και τριβόλια και θα καταλήξεις στη γη» (Γεν. 3, 17).

Απόκτησες γήινα φρονήματα, γι’ αυτό η στροφή σου θα γίνει προς τη γη. Έζησες δίπλα-δίπλα με τα άλογα ζώα· γιατί δεν κατάλαβες ότι είχες τιμητική θέση (Ψαλμ. 48). Ήσουν στους κόλπους του Θεού και δεν κατάλαβες την καρποφόρο αρετή προτίμησες την απόλαυση των γήινων κι αγάπησες τη ζωή των αλόγων ζώων. Είσαι γη και θα καταλήξεις στη γη. Θα κληρονομήσεις το θάνατο, όπως τα άλογα ζώα. Αυτός είναι ο λόγος που φοράει και τους δερμάτινους χιτώνες (Γεν. 3, 21). Όντας με το σώμα του ανάμεσα στη ζωή και στο θάνατο, ενώ πρώτα ζούσε στον παράδεισο της τρυφής και κατοικούσε σε βασιλικά διαμερίσματα, απέκτησε έπειτα θνητό και παχύ σώμα, ικανό να αντέχει στους κόπους.

Είναι αληθινά τραχιά τα φύλλα της συκιάς της φύσης μας, της απειθάρχητης κακίας της φύσης μας. Σ’ αυτή τη συκιά, τη φύση δηλαδή της ανθρωπότητας, πήγε ο Σωτήρας πεινώντας και ζητώντας από αυτήν το γλυκύτατο καρπό, δηλαδή την γλυκύτατη για τον Θεό αρετή, με την οποία πραγματοποιείται η σωτηρία μας. Και δε βρήκε καρπό, παρά φύλλα μονάχα, την τραχιά και πικρή αμαρτία και τα κακά που φυτρώνουν από αυτήν.

Και γι’ αυτό λέει εναντίον της «ποτέ δε θα δώσεις καρπούς» (Ματθ. 11, 19). Γιατί η σωτηρία δεν προέρχεται από τους ανθρώπους· η αρετή δεν προέρχεται από ανθρώπινη δύναμη. Εγώ πραγματοποιώ τη σωτηρία, χαρίζοντας σας την ανάσταση με το πάθος μου, χαρίζω μαζί και την απαλλαγή σας από την πολύ σκληρή ζωή, πράγμα βέβαια που και έκανε.

Στη συνέχεια, αφού ολοκλήρωσε έμπρακτα την παραβολή, εισέρχεται στο ιερό, για να επισκεφθεί τον πατρικό του οίκο, και βρίσκει τους κακούς γεωργούς, τους αρχιερείς, που κάθισαν στο θρόνο του Μωυσή (Ματθ. 23, 2), παρόμοιους με τους λύκους που είναι ντυμένοι με προβιά προβάτων, που μοιάζουν με την άκαρπη συκιά, και που δεν έχουν τον ολόγλυκο καρπό, αλλά μονάχα τραχιά φύλλα.. Πρόσεχε λοιπόν τη σκληρότητα των λόγων τους. «Με ποια εξουσία τα κάνεις αυτά; Και ποιος σου έδωσε την εξουσία αυτή;» (Ματθ. 21,23).

Βλέπεις ακαρπία ψυχής και απιστίας; Αντί να πουν, Εύγε, αγαθέ δάσκαλε, που ανάστησες το Λάζαρο νεκρό τετραήμερο (Ιω. 11, 44), που δίδαξες τους κουτσούς να βαδίζουν σωστά, που χάρισες στους τυφλούς τη δύναμη να βλέπουν, που θεράπευσες τους παραλυτικούς και έδιωξες κάθε νόσο και κάθε ασθένεια (Ματθ. 4, 23), που φυγάδευσες τους δαίμονες, που διδάσκεις την οδό της σωτηρίας, αυτοί λένε «με ποιο δικαίωμα τα κάνεις αυτά;».

Ω αχάριστοι! Κι αν σας πει, μήπως θα πιστέψετε; Αν δεν πιστέψατε στον Ιωάννη, που σαν ρεύμα ποταμού τρέχατε προς εκείνον και μετά την εξομολόγηση των αμαρτιών σας βαφτιζόσαστε όπως νομίζατε, κι ωστόσο δεν πιστέψατε, θα πιστέψετε αν σας πω εγώ;

Ω γενιά πονηρή και άπιστη! Εσείς είστε οι πονηροί γεωργοί, που κατατρώτε τον αμπελώνα του Κυρίου Σαβαώθ. Ποιον προφήτη δεν σκοτώσατε; (Πράξ. 7, 52). Σας έστειλε ο Πατέρας μου τους δούλους μου τους προφήτες, για να ζητήσουν τη σοδειά του αμπελώνα. Τον αμπελώνα τον σήκωσα μέσω του Μωυσή από την Αίγυπτο και τον φύτεψα σε γόνιμη γη (Ψαλμ. 74, 9), διώχνοντας τους άλλους λαούς και σας τον κληροδότησα σύμφωνα με τα μέτρα της κληρονομίας. Φύτεψα τις ρίζες του με το νόμο και το λόγο των προφητών και γέμισε τη γη, τα κλήματα του έφτασαν ως τη θάλασσα και οι παραφυάδες τους βλάστησαν και γέμισαν τα ποτάμια των εθνών.

Εσείς όμως ρίξατε το φράχτη του, τη βοήθεια του νόμου, και τρυγούν από αυτόν οι δαίμονες και βαδίζουν το δρόμο της ζωής βρίσκοντας τον αφύλαχτο. «Ο αγριόχοιρος του δάσους» (Ψαλμ. 104, 11), ο ληστής, «τον λεηλάτησε και τον κατέφαγε το άγριο μοναχικό θηρίο» (Ψαλμ. 79, 14).

Αυτού του καλού αμπελώνα που είχα φυτέψει, του καρποφόρου και γνήσιου, σας ζητήθηκε η σοδειά από τους δούλους μου τους προφήτες, κι εσείς άλλον τον χτυπήσατε, άλλον τον ρίξατε σε λάκκο γεμάτο βούρκο, κι άλλον τον λιθοβολήσατε. Και να, έρχομαι εγώ ο ίδιος ο Υιός και κληρονόμος σεβαστείτε την ιδιότητα του Υιού, ντραπείτε το αξίωμα μου, το ότι έχω την ίδια φύση με τον Πατέρα. «Εγώ είμαι μέσα στον Πατέρα κι ο Πατέρας είναι μέσα σ’ εμένα» (Ιω. 10, 38) κι όμως έρχομαι σ’ εσάς. Θα δείξω ευσπλαχνία προς τον αμπελώνα μου· αν και κατέβηκα στη γη, ωστόσο παραμένω στην αυλή του Πατέρα μου.

Αποδώστε μου τη σοδειά του αμπελώνα μου. Όμως πραγματικά εσείς σαν κακοί γεωργοί θα ολοκληρώσετε εσείς το έργο των πατέρων σας. Εκείνοι έγιναν προφητοκτόνοι, εσείς θα γίνετε και θεοκτόνοι. Είστε πλούσιοι στην κακία. Εγώ είμαι ο κληρονόμος, ο ακρογωνιαίος λίθος, που, μολονότι εσείς με απορρίψατε (Ψαλμ. 117, 22), θα συντριβείτε ωστόσο, ενώ εγώ θα συνενώσω τους δύο λαούς, θα συνάψω τα διεστώτα, τα επίγεια με τα ουράνια. Χάρη σ’ εμένα θα γίνει μία Εκκλησία από αγγέλους και ανθρώπους. Χάρη σ’ εμένα, ενώ είστε εχθροί με τον Πατέρα μου, θα συμφιλιωθείτε μαζί του· θα αποκαταστήσω την ειρήνη και σπονδές της ειρήνης θα κάνω το αίμα μου, που θα χυθεί για τη σωτηρία του κόσμου.

Ενώ υπαινισσόταν αυτά με τις παραβολές, όμως δεν τους έπειθε. Γιατί έκλεισαν τα μάτια τους για να μη βλέπουν και τ’ αυτιά τους βαριάκουσαν. Γι’ αυτό και δεν έλαμψε γι’ αυτούς το φως του Ευαγγελίου (Ματθ. 13, 5). Ω ανεπίτρεπτη πώρωση ανίερων ιερέων. Καταδίκαζαν οι ίδιοι τον εαυτό τους μη ξέροντας τι λένε. Πραγματικά οι ίδιοι καταδίκασαν τον εαυτό τους.

Γιατί, όταν τους απευθύνθηκε το ερώτημα, «τι θα κάνει στους γεωργούς εκείνους;», χωρίς να θέλουν είπαν την αλήθεια· «είναι κακοί και θα τους εξολοθρεύσει με τον πιο κακό τρόπο» (Ματθ. 21, 41). Είναι αληθινά δίκαιο να υποφέρει όποιος έγινε κακός με δική του προαίρεση. Τον αμπελώνα θα τον εκμισθώσει σε άλλους γεωργούς που θα του αποδώσουν το εισόδημα του στον καιρό. Ως ιερείς που είναι και που έχουν το αξίωμα της ιερωσύνης ακόμα και μη γνωρίζοντας προφητεύουν τ’ αληθινά.

Πράγματι δόθηκε ο αμπελώνας, ο λαός του Κυρίου, στους γεωργούς που απέδωσαν στον Κύριο τον άφθονο και πλούσιο καρπό. Γιατί «η φωνή τους αντήχησε σ’ όλη τη γη και τα λόγια τους στα πέρατα της οικουμένης» (Ψαλμ. 18, 5. Ρωμ. 10, 18). Είναι αλήθεια ωραίος ο ερχομός εκείνων που ευαγγελίζονται την ειρήνη, εκείνων που ευαγγελίζονται τα αγαθά (Ησ. 52, 7). Αυτοί βαδίζουν σαν πρόβατα ανάμεσα σε λύκους κι άλλαξαν τους λύκους σε πρόβατα, τους εθνικούς που τους κατεδίωκαν τους έκαναν πρόβατα του Χριστού και δημιούργησαν για τον Κύριο τον δικό του εκλεκτό λαό, ζηλωτή καλών έργων (Τιτ. 2, 14).

Ελάτε λοιπόν, αδελφοί μου, όσοι λάβαμε το όνομα της πίστης, όσοι αξιωθήκαμε να ονομαζόμαστε λαός του Χριστού, ας μην αθετήσουμε την κλήση μας, ας μην καταρρυπώσουμε την πίστη μας με απαράδεκτα έργα. Δε φτάνει μόνο ν’ αποκαλείται κανείς πιστός, αλλά ας δείξουμε την πίστη μας με έργα.

Είχε λέει, ένας πατέρας δύο γιούς και λέει στον ένα «πήγαινε να δουλέψεις στο αμπέλι μου» (Ματθ. 11,28). Υποσχέθηκε βέβαια εκείνος, αλλά δεν εκπλήρωσε την υπόσχεση του. Απευθύνεται έπειτα στο δεύτερο. Αυτός αρνήθηκε με τα λόγια, έκανε όμως πράξη την προσταγή. Κι έτσι κατηγορείται ο πρώτος, ενώ επαινείται ο δεύτερος.

Ας θυμηθούμε λοιπόν κι εμείς τι αποτασσόμαστε και τι αποδεχόμαστε κατά τη βάπτιση. Αρνηθήκαμε το διάβολο και τους αγγέλους του κι όλη την προσκύνηση του. Την άρνηση κι απόταξη αυτή ας την τηρήσουμε ας μην επιστρέψουμε όπως ο σκύλος στον εμετό μας. Έργα του διαβόλου είναι μοιχείες, πορνείες, ακαθαρσίες, φθόνοι, έριδες, φιλονικίες, υποκρισίες, καταλαλιές, ειρωνείες, θυμοί, μνησικακίες, κατακρίσεις, βλασφημίες, επωδές, επιλαλιές. Τα δείγματα της απιστίας είναι πράξεις ασπλαχνίας, προσκόλληση στα πάθη, αντιπάθειες, φιληδονίες, τσιγγουνιές, διασκεδάσεις και μέθες. Και η ακολουθία του διαβόλου είναι υπερηφάνειες, κενοδοξίες, οίηση, έπαρση, αλαζονεία, επίδειξη, καλλωπισμός του σώματος.

Αφού αρνηθούμε κάθε σχέση με όλα αυτά, σύμφωνα με την υπόσχεση να είμαστε με τον Χριστό, ας επιδιώξουμε τις αντίθετες σ’ αυτά αρετές· την αγνεία, τη σωφροσύνη, την πτωχεία, την υπομονή, την ειρήνη, την αγάπη, τη συμπάθεια, την ελεημοσύνη, την προσφορά σ’ όσους έχουν ανάγκη, την εμφάνιση, την ένδυση και την κόσμια βάδιση, τον αληθινό λόγο, την ταπείνωση, και πάνω απ’ όλα τον ονειδισμό μας για χάρη του Χριστού, ώστε, αφού γίνουμε κοινωνοί των παθημάτων του, να γίνουμε κοινωνοί και της δόξας του, προσφερόμενοι στο Θεό και Πατέρα θυσία ζωντανή και άμωμη (Ρωμ. 12, 1. Εβρ. 9, 14), στην Εκκλησία των πρωτοτόκων, όπου είναι η κατοικία όσων ευφραίνονται (Ψαλμ. 86, 7).

Σε σένα θα στρέψω το λόγο μου, από παλιά ποθητή νύμφη του Χριστού, πόθησε άξια αυτόν που σε πόθησε. Άνοιξε διάπλατα σ’ αυτόν το ταμείο της καρδιάς σου, για να κατοικήσει ολοκληρωτικά σε σένα ο Χριστός με τον Πατέρα και το Πνεύμα. Βγάλε από αυτήν όλο το χώμα των γήινων, για να επιτύχεις την είσοδο σ’ αυτήν. Γιατί ένα σπίτι δεν μπορεί να υποδεχτεί συγχρόνως χώμα και πνοή του αέρα. Όσο χώμα βάζεις μέσα, τόση πνοή του αέρα απομακρύνεις, και όσο εισοικίζεις τα γήινα στην καρδιά σου, τόσο αποικίζεις το άγιο Πνεύμα.

Από που προέρχονται οι πορνείες από που οι μοιχείες; από που οι έριδες, οι φιλονικίες, οι φθόνοι, οι φόνοι και όλο το πλήθος των κακών; Απομάκρυνε όλη την κενοδοξία, τη μητέρα της απιστίας. Γιατί ο Χριστός λέει, «δεν μπορείτε να πιστεύετε σ’ εμένα, αφού δέχεστε δόξα από τους ανθρώπους» (Ιω. 5, 44). Εξόρισε από την καρδιά σου κάθε οίηση, υπερηφάνεια, έπαρση. Γιατί είναι ακάθαρτος μπροστά στον Κύριο κάθε υπερήφανος. «Στους υπερήφανους ο Κύριος αντιτάσσεται, ενώ δίνει χάρη στους ταπεινούς» (Γ΄ Παραλ. 3, 34. Ιακ. 4, 6).

Απαρνήσου την αυθάδεια και την αυταρέσκεια, για να υποτάσσεσαι μόνο στο νόμο του Θεού, κι αυτός θα σε οδηγήσει στο λιμάνι του θελήματος του. Μη βάλεις στο θάλαμο της καρδιάς σου άλλο νυμφίο. Γιατί είναι ζηλιάρης ο νυμφίος σου ο Χριστός, ο γλυκύτατος, ο μόνος ποθητός, όλος γλυκύτητα, όλος επιθυμία. Σ’ αυτόν μόνο ξεδίπλωσε την καρδιά σου και φώναξε του· «είναι πληγωμένη η καρδιά μου» (Άσμα Ασμ. 3, 5)· ο πόθος σου μ’ έβγαλε απ’ τα λογικά μου· μ’ έκανε αλλοιώτικο η αγάπη σου, Κύριε. Είμαι αιχμάλωτος του έρωτα σου. Μπες μέσα στο ταμείο σου· θα φιλήσω τα ίχνη των παιδιών σου. Γιατί δεν είμαι άξιος να πω, «δος μου των χειλιών σου τα φιλιά» (Άσμα Ασμ. 1, 1).

Κατοίκησε και περπάτησε μέσα μου, σύμφωνα με την αψευδή σου υπόσχεση (Λευιτ. 26, 12), και κάνε με ναό του παναγίου Πνεύματος. Κατακυρίεψε την καρδιά μου, Δέσποτα, και κατακληρονόμησε την, κάνε την κατοικία σου σ’ εμένα με τον Πατέρα σου μαζί και το Πνεύμα. Πλάτυνε τη μερίδα σου σ’ εμένα, τις ενέργειες του παναγίου Πνεύματος. Συ είσαι ο Θεός μου και θα σε δοξάσω μαζί με τον άναρχο Πατέρα σου, και συγχρόνως με το αγαθό και ζωοποιό σου Πνεύμα, τώρα και πάντοτε και στους αιώνες των αιώνων. Αμήν.


ΕΠΕ (Έλληνες Πατέρες της Εκκλησίας)
Ιωάννη του Δαμασκηνού. Άπαντα τα έργα, 9. Ομιλίες – Αγιολογικά – Ευχές. Β΄ Λόγος. Στην ξηρανθείσα συκή και την παραβολή του αμπελώνος.
Πατερικές εκδόσεις «Γρηγόριος ο Παλαμάς», Θεσσαλονίκη 1991.


Σχολιάστε

Σχολιάστε