Άγιος Νικόδημος ο Αγιορείτης. (Πνευματικά Γυμνάσματα). Έτεραι σύντομοι μελέται, φυλακτήριον της ψυχής καλούμεναι, (διαμοιρασμέναι εις πάσαν ημέραν του μηνός).

Μπορείτε να διαβάσετε το υπόλοιπο βιβλίο εδώ :

Άγιος Νικόδημος ο Αγιορείτης. Πνευματικά Γυμνάσματα.


(Πνευματικά Γυμνάσματα). Έτεραι σύντομοι μελέται, φυλακτήριον της ψυχής καλούμεναι, (διαμοιρασμέναι εις πάσαν ημέραν του μηνός).

Ἡμέρα Α΄. Περὶ τῆς ἀξίας τῆς σωτηρίας.
Ἡμέρα Β΄. Περὶ τοῦ ἀβεβαίου τῆς ὥρας τοῦ θανάτου.
Ἡμέρα Γ΄. Περὶ τῆς εἰδήσεως τοῦ θανάτου.
Ἡμέρα Δ΄. Περὶ ἑτοιμασίας εἰς τὸν θάνατον.
Ἡμέρα Ε΄. Περὶ τῆς καταστάσεως τοῦ ἀποθνήσκοντος.
Ἡμέρα ΣΤ.΄ Περὶ τῆς ὕστερης ὥρας τῆς ζωῆς.
Ἡμέρα Ζ΄. Περὶ τῆς Δευτέρας Παρουσίας.
Ἡμέρα Η΄. Περὶ τῆς στάσεως τῆς ψυχῆς μετὰ τὸν θάνατον.
Ἡμέρα Θ΄. Περὶ τῆς καταστάσεως τοῦ σώματος μετὰ τὸν θάνατον.
Ἡμέρα Ι΄. Περὶ ζωῆς κριθησομένης.
Ἡμέρα ΙΑ΄. Περὶ μετανοίας.
Ἡμέρα ΙΒ΄. Περὶ τῆς τελευταίας Κρίσεως.
Ἡμέρα ΙΓ΄. Περὶ τῆς ἀναστάσεως τῶν νεκρῶν.
Ἡμέρα ΙΔ΄. Περὶ τῆς ἐλεύσεως τοῦ Χριστοῦ.
Ἡμέρα ΙΕ΄. Περὶ τῆς φανερώσεως τῆς συνειδήσεως ἐν τῇ μελλούσῃ Κρίσει.
Ἡμέρα ΙΣΤ΄. Περὶ τοῦ χωρισμοῦ τῶν δικαίων καὶ τῶν ἁμαρτωλῶν.
Ἡμέρα ΙΖ΄. Περὶ τῆς τελευταίας ἀποφάσεως.
Ἡμέρα ΙΗ΄. Περὶ τῆς τιμῆς τοῦ καιροῦ.
Ἡμέρα ΙΘ΄. Περὶ τῆς κολάσεως.
Ἡμέρα Κ΄. Περὶ τῆς συστάσεως τῶν κολασμένων.
Ἡμέρα ΚΑ΄. Περὶ τοῦ ἀβεβαίου τῆς σωτηρίας.
Ἡμέρα ΚΒ΄. Περὶ τοῦ ἀριθμοῦ τῶν κολαζομένων.
Ἡμέρα ΚΓ΄. Περὶ τῆς ἐξομολογήσεως ἑνὸς κολασμένου.
Ἡμέρα ΚΔ΄. Περὶ τῆς αἰωνίου κολάσεως.
Ἡμέρα ΚΕ΄. Περὶ τῆς ἀναβολῆς τοῦ καιροῦ.
Ἡμέρα ΚΣΤ΄. Περὶ τοῦ Παραδείσου.
Ἡμέρα ΚΖ΄. Περὶ τῆς στράτας τοῦ Παραδείσου.
Ἡμέρα ΚΗ΄. Περὶ τῆς ἀποκτήσεως τοῦ Παραδείσου.
Ἡμέρα ΚΘ΄. Περὶ τῆς μετὰ τὴν Ἀνάστασιν ἀθανασίαν τῆς ψυχῆς καὶ τοῦ σώματος.
Ἡμέρα Λ΄. Περὶ τῆς ἀποκρίσεως ὅπου δίδει ἡ συνείδησις τοῦ καθ’ἑνός.

ΗΜΕΡΑ Α΄. Περὶ τῆς ἀξίας τῆς σωτηρίας.

Α΄. Ἡ σωτηρία μου εἶναι μία πραγματεία ὅλη ἰδικήν μου· ἐὰν ἐγὼ δὲν ἔχω ἔννοιαν δι’ αὐτήν, ποῖον ἄλλον ἐννοιάζει δι’ ἐμέ;
Β΄. Εἶναι πραγματεία ἰδική μου, ὅλης τῆς ψυχῆς μου καὶ ὅλου τοῦ σώματός μου· ἐὰν ἐγὼ δὲν τὴν βεβαιώσω, ποῖος τὴν βεβαιώνει δι’ ἐμέ;
Γ΄. Εἶναι πραγματεία δι’ ὅλους τοὺς αἰῶνας· ἐὰν ἐγὼ δὲν τὴν ἐνεργήσω, ποῖος τὴν ἐνεργεῖ δι’ ἐμέ; Τί κάμνω λοιπόν; Διατὶ δὲν προσέχω ὅλος εἰς τὴν σωτηρίαν ταύτην τῆς ψυχῆς μου; Ἄλλο δὲν ἔχω καλλίτερον ἀπὸ αὐτὴν τὴν ψυχὴν· ἄλλο δὲν ἔχω ἀξιώτερον ἀπὸ αὐτὴν τὴν ἀθάνατον ψυχὴν· καὶ λοιπὸν ἐὰν τὴν χάσω μίαν φοράν, ἔχασα αἰωνίως τὸ πᾶν ἀγαθόν.

Πρόσφερε εἰς τὴν Ἁγίαν Τριάδα διὰ μέσου τῆς Παρθένου καὶ τοῦ Ἀγγέλου ὅπου σὲ φυλάττει καὶ τοῦ συνωνύμου σου ἢ ἄλλου Ἁγίου, τὸν ὁποῖον ἔχεις προστάτην, πᾶσαν ἐπιχείρησίν σου, διὰ νὰ γίνεται αὕτη εἰς δόξαν Θεοῦ καὶ σωτηρίαν τῆς ψυχῆς σου.

ΗΜΕΡΑ Β΄. Περὶ τοῦ ἀβεβαίου τῆς ὥρας τοῦ θανάτου.

Α΄. Ἐδόθη ἀπόφασις· χρειάζεται νὰ ἀποθάνω, ἀλλὰ δὲν ἠξεύρω τὸν καιρόν ἠμπορῶ νὰ ἀποθάνω εἰς ταύτην τὴν ἡμέραν, εἰς ταύτην τὴν ὥραν.
Β΄. Ἀλλὰ δὲν ἠξεύρω τὸν τόπον· ἠμπορῶ νὰ ἀποθάνω ἢ ἐκεῖ ὅπου κοιμῶμαι, ἢ ἐκεῖ ὅπου περιπατῶ, ἢ ἐκεῖ ὅπου στέκομαι καὶ εἰς κάθε ἄλλον τόπον, ὅπου διατρίβω.
Γ΄. Ἀλλὰ δὲν ἠξεύρω τὸν τρόπον· ἠμπορεῖ νὰ ἀποθάνω ἀδιόρθωτος εἰς ταύτην ἢ εἰς ἐκείνην τὴν ἁμαρτίαν καὶ ἁμαρτάνω μὲ τόσην χαρὰν καὶ ἀφοβίαν; Καὶ μεταπίπτω μὲ τόσην εὐκολίαν; Καὶ δὲν φεύγω πᾶσαν αἰτίαν ἁμαρτίας; Ποία πίστις εἶναι ἡ ἰδικήν μου;

Κάμνε ἀπόφασιν νὰ μὴ χάσῃς τὸν καιρὸν· διότι ὁ καιρὸς εἶναι ἕνα μέγα μέσον διὰ νὰ ζήσῃς ἐναρέτως, νὰ ἔχῃς διορισμένας τὰς πράξεις τῆς ἡμέρας. Ἐκείνη ἠ ὥρα τὴν ὁποίαν χάνεις, ἠμπορεῖ νὰ εἶναι ἡ ὕστερη ὥρα τῆς ζωῆς σου καὶ ἐκείνη ἡ ὥρα, τὴν ὁποίαν ἐπιχειρίζεσαι καλά, ἠμπορεῖ νὰ σοῦ προξενήσῃ τὴν αἰώνιον σωτηρίαν τῆς ψυχῆς σου.

ΗΜΕΡΑ Γ΄. Περὶ τῆς εἰδήσεως τοῦ θανάτου.

Α΄. Ἂν δὲν ἀποθάνω ἀπὸ ἕναν αἰφνίδιον θάνατον, θέλω λάβει εἰς ἕνα καιρὸν τὴν εἴδησιν διὰ νὰ διορθωθῶ καὶ ἴσως τότε νὰ ἔχω καιρὸν διὰ νὰ ἐξομολογηθῶ· ἀλλὰ μὲ βίαν τότε ἠμπορῶ νὰ ὁμιλήσω ἀπὸ τὸ βάρος τῆς ἀρρωστείας;
Β΄. Ἴσως νὰ ἔχω νοῦν διὰ νὰ ἐξετασθῶ ἀλλὰ μετὰ βίας τότε ἠμπορῶ νὰ εἶμαι εἰς τὸν ἑαυτόν μου ἀπὸ τὸν φόβον.
Γ’. Ἴσως νὰ ἔχω καρδίαν διὰ νὰ κάμνω καλὴν μετάνοιαν· ἀλλὰ τότε ἔχω τὴν συνείδησίν μου μπερδεμένην ἀπὸ τόσας ἁμαρτίας· ὢ Θεέ μου, τί θέλω κάμνει;

Ἔχε πάντοτε εὐπρεπισμένην τὴν ψυχήν σου καὶ βγάλε πᾶσαν αἰτίαν ἐλέγχου συνειδήσεως· ἔχε ἕναν καλὸν πνευματικὸν καὶ μὴ χάσῃς τοῦτον τὸν καιρὸν ὅπου σοῦ δίδει ὁ Θεός, διὰ νὰ διορθωθῇς μίαν φορὰν ἀληθινά.

ΗΜΕΡΑ Δ΄. Περὶ ἑτοιμασίας εἰς τον θάνατον.

Α΄. Τί πρέπει νὰ κάμνω, διὰ νὰ ἀποθάνω καλά; Ἐκεῖνα τὰ καλὰ ὅπου ἐκείνην τὴν ὥραν θέλω νὰ ἔχω κατορθωμένα.
Β΄. Ἐκεῖνα ὅπου δὲν ἠμπορῶ ἴσως νὰ κάμνω εἰς ἐκείνην τὴν ὥραν.
Γ΄. Ἐκεῖνα ὅπου ἔπρεπε νὰ κάμνω ἀναγκαίως εἰς ἐκείνην τὴν ὥραν· μετάνοιαν ἀληθινὴν τῶν ἁμαρτιῶν μου· πράξεις ἐσωτερικὰς συντριβῆς· φυγὴν γενναίαν τῶν αἰτιῶν κάθε ἁμαρτίας.

Ἀνάμεσα εἰς τὰς πράξεις ταύτης τῆς ἡμέρας, στοχάσου τὸν θάνατον, μετανοῶντας τὰς ἁμαρτίας σου καὶ ἀποφασίζοντας νὰ δουλεύσῃς τὸν Θεὸν κατὰ τὴν τάξιν σου.

ΗΜΕΡΑ Ε΄. Περὶ τῆς καταστάσεως τοῦ ἀποθνήσκοντος.

Α΄. Αἱ περασμέναι ἁμαρτίαι τὸν θλίβουν, διότι εἰς αὐτὰς δὲν μετενόησε καθὼς πρέπει.
Β΄. Ἡ παροῦσα κατάστασις τὸν πικραίνει διότι βλέπει τόσους κινδύνους καὶ δὲν ἔχει πῶς νὰ τοὺς φύγῃ.
Γ΄. Τὸν φοβίζει ἡ μέλλουσα ζωή, διότι ἔχοντας ἔμπροσθέν του τὴν αἰωνιότητα, δὲν ἠξεύρει εἰς ποίαν ἀπὸ τὰς δύο ἔχει νὰ ὑπάγῃ, εἰς ἀπόλαυσιν ἢ εἰς κόλασιν. Τρέμουν οἱ δίκαιοι, τί θέλω κάμνει ἐγὼ ὁ τρισάθλιος ἁμαρτωλός;

Ἐξομολογήσου εἰς ταύτην τὴν ἡμέραν, ἂν εἶσαι βέβαιος, ἢ ἂν ἀμφιβάλλῃς πῶς ἔχεις ἀνεξομολόγητον καμμίαν ἁμαρτίαν θανάσιμον. Καὶ ἄν σοῦ φαίνεται πῶς εἶσαι εἰς τὴν χάριν τοῦ Θεοῦ, εὐχαρίστησέ Τον καὶ παρακάλεσέ Τον νὰ σὲ διαφυλάττῃ ἔτσι ἕως τέλους.

ΗΜΕΡΑ Ϛ΄. Περὶ τῆς ὕστερης ὥρας τῆς ζωῆς.

Α΄. Εἰς ἐκείνην τὴν ὥραν θέλει χωρισθῇ ἡ ψυχὴ ἀπὸ τὸ σῶμα καὶ ἀπὸ τάς τρυφάς.
Β΄. Εἰς ἐκείνην τὴν ὥραν θέλουν λάβει τέλος αἱ τιμαί, τὰ πλούτη καὶ οἱ φίλοι.
Γ΄. Ἠμπορῶ εἰς ἐκείνην τὴν στιγμὴν νὰ κολασθῶ· ἂν αὐτὴ εἶναι ἡ ὕστερη, τί θέλει εἶναι δι’ ἐμέ; Ὤ στιγμὴν ἀπὸ τὴν ὁποίαν κρέμεται ἡ αἰώνιος ζωή!

Διόρισε κάθε ἡμέραν νὰ ἐξετάζῃς τὴν συνείδησίν σου, κἄν εἰς τὴν ἑσπέραν· καὶ ἔχε εὐλάβειαν εἰς τὸν Ἄγγελον τὸν φύλακά σου.

ΗΜΕΡΑ Ζ΄. Περὶ τῆς Δευτέρας Παρουσίας.

Α΄. Εἰς τὴν ὥραν τοῦ θανάτου μου, θέλει γίνη κριτήριον διὰ λόγου μου, εἰς τὸ ὁποῖον μου φαίνεται πῶς βλέπω ἐπάνω ἀπὸ τὴν κλίνην μου τὸν ἑαυτόν μου κρινόμενον.
Β΄. Εἰς τὴν ἀριστερὰν βλέπω τὸν διάβολον ὅπου γελᾷ, καὶ ἀνοίγει ἔμπροσθέν μου ἕνα μεγάλο βιβλίον διὰ νὰ ἀναγνώσω εἰς ἐκεῖνο γεγραμμένα ξεκαθαριστὰ ὅλα τὰ ἁμαρτήματα τῆς ζωῆς μου.
Γ΄. Εἰς τὴν δεξιὰν βλέπω τὸν Ἄγγελον τὸν φύλακά μου, ὁ ὁποῖος στέκει ἀναγνώθωντας εἰς ένα μικρὸ βιβλίον, ἐκεῖνο τὸ ὀλίγον καλὸν ὅπου ἔκαμνα καὶ μὲ λυπηρὸν βλέμμα μοῦ παρουσιάζει αὐτὸ εἰς τὰ ὀμμάτιά μου· ὢ ποῖα παρουσία! Ὤ ποῖα θεωρία! Ὤ ποῖος φόβος!

Παρακάλεσε τὸν Κύριον νὰ σὲ φυλάττῃ, διὰ νὰ μὴ Τὸν παροργίσῃς πλέον καὶ διὰ νὰ λάβῃς καλὸν θάνατον.

ΗΜΕΡΑ Η΄. Περὶ τῆς στάσεως τῆς ψυχῆς μετὰ τὸν θάνατον.

Α΄. Ἂν εἶναι ἡ ψυχὴ διὰ τὴν μακαριότητα, ὡς ὅλη γεμάτη ἀπὸ ἀρετάς, εὐθύς θέλουν τὴν συντροφεύσει μὲ μεγάλην χαρὰν οἱ Ἄγγελοι· καὶ τί λογῆς χαρὰν θέλει εἶναι ἐκείνην;
Β΄. Ἂν ἡ ψυχὴ εἶναι διὰ τὴν κόλασιν, ὡς γυμνὴ ἀπὸ κάθε ἀρετὴν, θέλει τραβηχθῇ εὐθὺς ἀπὸ τοὺς δαίμονας· ἀλλὰ ἀπὸ ποίους ἔχω νὰ τραβηχθῶ ἐγώ; Καὶ εἰς ποῖον τόπον ἔχω νὰ σταθῶ;
Γ΄. Ἂν ἡ ψυχὴ καταδικασθῇ εἰς τὸν ᾅδην· ἀλλοίμονον! Ποῖος νὰ παραστήσῃ τὴν δεινότητα τῆς φυλακῆς ἐκείνης, εἰς τὴν ὁποίαν ἔχει νὰ μείνῃ ἕως εἰς τὴν Δευτέραν Παρουσίαν, διὰ νὰ λάβῃ τὴν τελείαν κόλασιν;

Εἰς ταύτην τὴν ἑσπέραν μετὰ τὴν ἐξέτασιν τῆς συνειδήσεώς σου, στοχάσου τὴν περασμένην σου ζωὴν καὶ συμπέρανε ποῖα στάσις σοῦ πρέπει καὶ πρὶν νὰ ὑπάγῃς εἰς τὴν κλίνην σου παρακάλεσε τὸν Κύριον νὰ σὲ λυτρώσῃ ἀπὸ τὴν αἰώνιον κόλασιν.

ΗΜΕΡΑ Θ΄. Περὶ τῆς καταστάσεως τοῦ σώματος μετὰ τὸν θάνατον.

Α΄. Στοχάσου πῶς ἔχει νὰ γίνῃ μετὰ θάνατον τὸ λείψανόν σου· κίτρινον, ἄμορφον, βρωμερὸν καὶ ἄσχημον· δὲν βλέπει, δὲν ὁμιλεῖ, δὲν ἀκούει· χωρὶς κίνησιν, χωρὶς αἴσθησιν, χωρὶς κᾀμμίαν ἐνέργειαν.
Β΄. Ποῦ τὸ φέρουν; Εἰς τὴν Ἐκκλησίαν, συντροφιασμένον ἀπὸ ἱερεῖς, οἱ ὁποῖοι μετὰ ὀλίγας εὐχάς, τὸ ἀφήνουν διὰ νὰ ἐνταφιασθῇ εἰς τὸ κοινοταφεῖον καὶ νὰ βαλθῇ μέσα εἰς τὸ χῶμα, διὰ νὰ σαπῇ καὶ νὰ καταφαγωθῇ ἀπὸ τοὺς σκώληκας. Καὶ τέτοιον βρωμερὸν σῶμα τὸ κολακεύω ἐγὼ μὲ τόσας τρυφάς;
Γ΄. Καὶ μετὰ τὴν ταφὴν τί θέλει ἀκολουθήσει; Θέλει ἐξαλειφθῆ ἀπὸ τὰς ἐνθυμήσεις καὶ φαντασίας τῶν ἀνθρώπων καὶ νὰ λησμονηθῇ τόσον, ὡσὰν νὰ μὴν ἐστάθη παντελῶς εἰς τὸν κόσμον.

Ἐνθυμήσου πῶς τελειώνει ὅλη ἡ ματαιότης τοῦ κόσμου· καὶ ἐκεῖνο τὸ σῶμα τὸ τόσον χαϊδευμένον, διὰ τὸ ὁποῖον τόσον ἐξοδεύομεν, ἔχει νὰ σαπίσῃ ὅλον. Καὶ λοιπὸν μίσησε τὰς σωματικὰς ἀναπαύσεις καὶ ἄφες τὰς ματαιότητας.

ΗΜΕΡΑ Ι΄. Περὶ ζωῆς κριθησομένης.

Α΄. Ἕως ἐγὼ ζῶ καὶ κάμνω καλὰ ἢ κακά, γράφω ταῦτα ὡσὰν εἰς βιβλίον, τὸ ὁποῖον ἔχει νὰ ἀναγνωσθῇ μίαν ἡμέραν· ἤγουν ἔχουν νὰ ἀναγνωσθοῦν τότε τὰ κακὰ ὅπου δὲν ἔπρεπε νὰ κάμνω καὶ ἔκαμνα.
Β΄. Ἔχουν νὰ ἀναγνωσθοῦν τὰ καλὰ ὅπου ἠμποροῦσα νὰ κάμνω καὶ δὲν ἔκαμνα.
Γ΄. Εἰς ὅλον τὸ ὕστερον ἔχει νὰ μοῦ δοθῇ ἡ τελευταία ἀπόφασις· καὶ ποίας ὁποίαν ἑτοιμάζω μὲ τὰς πράξεις μου.

Δὸς μίαν ομματιὰν εἰς τὴν περασμένην σου ζωὴν καὶ στοχάσου τὰς ἁμαρτίας σου καὶ πόσα καλὰ δὲν ἔκαμνες διὰ πολιτικὰς ἢ ἄλλας αἰτίας καὶ μίσησε κάθε κακὸν ὅπου ἔκαμνες καὶ ἀποφάσισε νὰ ζήσῃς ἀπὸ τοῦ νῦν καὶ εἰς τὸ ἑξῆς μίαν ζωὴν ἐνάρετον.

ΗΜΕΡΑ ΙΑ΄. Περὶ μετανοίας.

Α΄. Ἐὰν ἥμαρτον, ἔχω χρέος νὰ μετανοήσω· δὲν εἶναι ἔτσι; Ἀλλὰ πότε ἔχω νὰ μετανοήσω; Ὕστερα ἀπὸ τὸν θάνατον; Εἶναι ἀδύνατον, διότι δὲν ἔχω πλέον καιρὸν.
Β΄. Εἰς τὸν καιρὸν τοῦ θανάτου; Εἶναι δυσκολώτατον, διότι τότε ἔχω ὀλίγον καιρὸν καὶ εἶμαι καὶ βεβαρημένος ἀπὸ τὴν ἀσθένειαν.
Γ΄. Ἄλλος καιρὸς δὲν εἶναι εἰς τὴν ἐξουσίαν μου, πάρεξ τὸ παρὸν· λοιπὸν πρέπει νὰ μετανοήσω τώρα εὐθύς, διότι μετὰ ταῦτα ἐνδέχεται νὰ μὴ μετανοήσω.

Προσπάθησε κάθε ἑσπέραν νὰ μετανοῇς καὶ νὰ ζητῇς συγχώρησιν ἀπὸ τὸν Θεὸν δι’ ὅσα κακὰ ἔργα ἔκαμνες· δι’ ὅσα λόγια κακὰ ἐλάλησες· καὶ δι’ ὅσους κακοὺς λογισμοὺς ἐσυλλογίοθης καὶ σπούδασε νὰ τὰ ἐξομολογηθῇς ὅλα εἰς τὸν πνευματικόν σου καὶ νὰ κάμνῃς τὸν κανόνα τους.

ΗΜΕΡΑ ΙΒ΄. Περὶ τῆς τελευταίας Κρίσεως.

Α΄. Ὅλα τὰ σημεῖα ὅπου ἔχουν νὰ γίνουν εἰς τὴν μέλλουσαν κρίσιν, καθὼς τὰ σημειώνουν αἱ Θεῖαι Γραφαί, θέλουν εἶναι ταῦτα· ὁ ἥλιος σκοτεινιασμένος· ἡ σελήνη αἱματώδης ὡς ἀπὸ μαῦρον αἶμα· οἱ ἀστέρες πίπτοντες· ἡ θάλασσα ἠχοῦσα· ἡ γῆ ἀνοίγουσα βαθυτάτας φάραγγας· σεισμοὶ φοβεροὶ· πόλεμοι φρικτοὶ καὶ ἄλλα πολλά.
Β΄. Ἡ κρίσις θέλει ἔλθη αἰφνιδίως, ὅταν κανεὶς δὲν τὸ λογιάζῃ· ὅταν οἱ ἄνθρωποι ἁμαρτάνουν· ὅταν δὲν εἶναι πλέον καιρὸς νὰ μετανοήσουν καὶ νὰ διορθωθοῦν.
Γ΄. Μὲ φόβον μέγαν θέλει βρέξει ἀπὸ τὸν οὐρανὸν ἕνα πῦρ, ὅπου θέλει ῥουφήσει εἰς τὰς φλόγας του καὶ ἀνθρώπους καὶ ζῶα καὶ φυτὰ καὶ χώρας καὶ ἀκροπόλεις καὶ ὅλον τὸν κόσμον· ὢ ποῖος ἐμπρησμός! Ἄν μέλλουν νὰ ἔχουν τόσον φόβον τὰ ἀναίσθητα κτίσματα, πόσον ἄραγε θέλουν νὰ ἔχουν οἱ ἁμαρτωλοί;

Τρεῖς πράξεις πρέπει νὰ κάμνῃς εἰς ταύτην τὴν μελέτην· α΄. φόβον τῆς Θείας Δικαιοσύνης· β΄. συντριβὴν καὶ μετάνοιαν διὰ τὰς ἁμαρτίας σου γ΄. δέησιν ταπεινὴν εἰς τὴν Θείαν Εὐσπλαγχνίαν.

ΗΜΕΡΑ IΓ΄. Περὶ τῆς ἀναστάσεως τῶν νεκρῶν.

Α΄. Εἰς τὴν φοβερὰν φωνὴν τῶν Ἀγγελικῶν σαλπίγγων θέλει ἀναστηθῆ τοῦτο μου τὸ κορμὶ ἀπὸ ἐκεῖνον τὸν ἴδιον τόπον ὅπου κείτεται τεθαμμένον.
Β΄. Θέλει κραχθῆ ἡ ψυχή μου ἀπὸ ὅθεν εὑρίσκεται, διὰ νὰ ἑνωθῇ δεύτερον μὲ τὸ κορμί μου.
Γ΄. Θέλει εἶναι ἀθάνατον τὸ κορμί μου ὁμοῦ μὲ τὴν ψυχήν μου· ἀλλὰ ποῖαν ἀθανασίαν μέλλουν νὰ ἔχουν; Ἤ ἀθλίαν διὰ τὰς ἁμαρτίας ὅπου ἔπραξα, ἢ μακαρίαν διὰ τὴν μετάνοιαν ὅπου ἔδειξα καὶ διὰ τὰς ἀρετὰς ὅπου ἔκαμνα.

Μεταχειρίσου κάποιαν νηστείαν καὶ ἐγκράτειαν, ἢ ἄλλην καμμίαν σκληραγωγίαν· καὶ ἄν δύνασαι δώσε καὶ ἐλεημοσύνην διὰ νὰ σοῦ χαρίσῃ ὁ Θεὸς ἕνα ἀληθινὸν ἐσωτερικὸν πόνον μετανοίας καὶ κατανύξεως διὰ τὰς ἁμαρτίας σου.

ΗΜΕΡΑ ΙΔ΄. Περὶ τῆς ἐλεύσεως τοῦ Χριστοῦ.

Α΄. Θέλει ἔλθη ὁ Ἰησοῦς Χριστὸς θριαμβευτὴς μὲ τὸν Σταυρόν Του, συντροφευμένος ἀπὸ μυριάδας Ἀγγέλων, ἔχων κοντὰ Του τὴν Ὑπεραγίαν Μητέρα Του, περικυκλωμένος ἀπὸ τοὺς Ἀποστόλους καὶ ὅλους τοὺς Ἁγίους· φοβερός, ἔνδοξος, καθήμενος ἐπάνω τῶν νεφελῶν. Καὶ ὡς Πλάστης θέλει μοῦ ζητήσει λογαριασμὸν διὰ τόσας χάριτας καὶ μέσα, τὰ ὁποῖα μοῦ ἔδωκεν διὰ νὰ σωθῶ καὶ ἐγὼ ὁ ἀχάριστος τὰ ἐμεταχειρίσθηκα κακῶς.
Β΄. Ὡς δὲ πατὴρ θέλει μοῦ ζητήσει λογαριασμὸν διὰ τὴν τόσην ἀγάπην ὅπου μοῦ ἔδειξε καὶ ἐγὼ τόσον ἀχαρίστως Τοῦ ἀνταπεκρίθηκα.
Γ΄. Ὡς Σωτὴρ δὲ θέλει μοῦ ζητήσει λογαριασμὸν διὰ τόσον αἷμα ὅπου δι’ ἐμὲ ἔχυσε καὶ ἐγὼ ὡσὰν νὰ ἤμουν ἕνα ζῶον ἄλογον τόσας φοράς τὸ ἐκαταπάτησα.

Μετὰ τὴν μελέτην τούτων τῶν τριῶν ἀληθειῶν εἰπὲ μὲ πόνον τῆς καρδίας σου τὸν ς΄. Ψαλμὸν τοῦ Δαβίδ, ἢ καμμίαν ἄλλην κατανυκτικὴν εὐχήν.

[ς΄. Ψαλμὸς τοῦ Δαβίδ: Εἰς τὸ τέλος, ἐν ὕμνοις, ὑπὲρ τῆς ὀγδόης· ψαλμὸς τῷ Δαυΐδ. 2 Κύριε, μὴ τῷ θυμῷ σου ἐλέγξῃς με, μηδὲ τῇ ὀργῇ σου παιδεύσῃς με. 3 ἐλέησόν με, Κύριε, ὅτι ἀσθενής εἰμι· ἴασαί με, Κύριε, ὅτι ἐταράχθη τὰ ὀστᾶ μου, 4 καὶ ἡ ψυχή μου ἐταράχθη σφόδρα· καὶ σύ, Κύριε, ἕως πότε; 5 ἐπίστρεψον, Κύριε, ρῦσαι τὴν ψυχήν μου, σῶσόν με ἕνεκεν τοῦ ἐλέους σου. 6 ὅτι οὐκ ἔστιν ἐν τῷ θανάτῳ ὁ μνημονεύων σου· ἐν δὲ τῷ ῞ᾼδῃ τίς ἐξομολογήσεταί σοι; 7 ἐκοπίασα ἐν τῷ στεναγμῷ μου, λούσω καθ᾿ ἑκάστην νύκτα τὴν κλίνην μου, ἐν δάκρυσί μου τὴν στρωμνήν μου βρέξω. 8 ἐταράχθη ἀπὸ θυμοῦ ὁ ὀφθαλμός μου, ἐπαλαιώθην ἐν πᾶσι τοῖς ἐχθροῖς μου. 9 ἀπόστητε ἀπ᾿ ἐμοῦ πάντες οἱ ἐργαζόμενοι τὴν ἀνομίαν, ὅτι εἰσήκουσε Κύριος τῆς φωνῆς τοῦ κλαυθμοῦ μου· 10 ἤκουσε Κύριος τῆς δεήσεώς μου, Κύριος τὴν προσευχήν μου προσεδέξατο. 11 αἰσχυνθείησαν καὶ ταραχθείησαν σφόδρα πάντες οἱ ἐχθροί μου, ἀποστραφείησαν καὶ καταισχυνθείησαν σφόδρα διὰ τάχους].

ΗΜΕΡΑ ΙΕ΄. Περὶ τῆς φανερώσεως τῆς συνειδήσεως ἐν τῇ μελλούσῃ κρίσει.

Α΄. Ἀπὸ ὅλας τὰς ἁμαρτίας μου οὐδεμίᾳ θέλει κρυφθῆ τότε, ἢ νὰ σιωπηθῇ· ἀλλὰ ὄλαι θέλουν φανερωθῆ· ὅλαι θέλουν ἀναγνωσθῆ· ὅλοι θέλουν τὰς ἀκούσουν· καὶ τί λογῆς σύγχυσις καὶ καταισχύνη θέλει εἶναι τότε ἡ ἰδική μου;
Β΄. Πόσαι ἁμαρτίαι κρυφαὶ ἔχουν τότε νὰ φανερωθοῦν, τὰς ὁποίας οὐδὲ ἐγὼ ὁ ἴδιος ἤξευρα; Πόσαι κακίαι ἐσωτερικαὶ ὅπου δὲν τὰς ἐστοχάσθηκα; Καὶ ποίαν πρόφασιν ἔχω νὰ εἰπῶ τότε δι’ αὐτάς;
Γ΄. Ὁ Θεὸς θέλει βάλει τότε ἀπὸ τὸ ἕνα μέρος τὰς εὐεργεσίας καὶ χάριτας ὅπου μοῦ ἔκαμνε καὶ ἀπὸ τὸ ἄλλο μέρος τὰς ἁμαρτίας μου καὶ τὴν κακὴν μεταχείρισιν ὅπου ἔκαμνα εἰς τὰ μυστήρια, εἰς τὸ Ἅγιόν Του σῶμα καὶ αἷμα, εἰς τὰς ἐμπνεύσεις καὶ τοὺς φωτισμοὺς ὅπου μοῦ ἔστειλε καὶ εἰς ὅλας τὰς ἄλλας Του χάριτας· καὶ λοιπὸν ποῖος φόβος καὶ ποία ἀπελπισία ἔχουν νὰ μὲ περιβάλουν τότε;

Ἀναχώρησε σήμερον κἄν δὶ’ ὀλίγην ὥραν εἰς ἕνα ἥσυχον τόπον καὶ ἐξέτασε καλὰ τὴν συνείδησίν σου, ὄχι μόνον διὰ τὰ ἐσωτερικὰ πάθῃ, ἀλλὰ καὶ διὰ τὰς ἐξομολογήσεις ὅπου ἔκαμνες καὶ ὅσας ἁμαρτίας ἔχεις ἀνεξομολογήτους, πήγαινε εἰς τὸν πνευματικόν σου διὰ νὰ τὰς ἐξομολογηθῇς καὶ νὰ διορθωθῇς κατὰ πάντα.

ΗΜΕΡΑ ΙϚ. Περὶ τοῦ χωρισμοῦ τῶν δικαίων καὶ τῶν ἁμαρτωλῶν.

Α΄. Εἰς ταύτην τὴν ζωὴν κατοικοῦν ὁμοῦ ἀθῶοι καὶ πταῖσται, δίκαιοι καὶ ἁμαρτωλοὶ καὶ μετὰ τὸν θάνατον ἀκόμη ὁμοῦ θάπτονται· ἀλλὰ τότε ἔχουν νὰ χωρισθοῦν ἀπὸ τοὺς Ἀγγέλους οἱ δίκαιοι ἀπὸ τοὺς ἁμαρτωλοὺς· καὶ εἰς μὲν τὴν δεξιὰν θὰ εἶναι οἱ δίκαιοι καὶ ἴσως ἐκεῖνοι, τοὺς ὁποίους ἐγὼ ἐπεριγελοῦσα ἐδῶ εἰς τὸν κόσμον.
Β΄. Εἰς δὲ τὴν ἀριστερὰν οἱ ἁμαρτωλοὶ καὶ ἴσως ἐκεῖνοι μὲ τοὺς ὁποίους ἐγὼ ἥμαρτον.
Γ΄. Ἐγὼ δὲ εἰς ποῖον μέρος ἄρά γε ἔχω νὰ εὑρεθῶ;

Ἔχε εὐλάβειαν εἰς τοὺς ἀγγέλους καὶ μάλιστα εἰς τὸν φύλακά σου καὶ παρακάλει Τον νὰ σὲ χωρίσῃ ἐκείνην τὴν ἡμέραν ἀπό τοὺς ἁμαρτωλοὺς καὶ νὰ σὲ φέρῃ εἰς τὴν δεξιάν τοῦ Ἰησοῦ καὶ ὑποτάξου τώρα εἰς τὰς ἐμπνεύσεις ὅπου σοῦ δίδει διὰ τὴν ἀρετὴν .

ΗΜΕΡΑ ΙΖ΄. Περὶ τῆς τελευταίας ἀποφάσεως.

Α΄. Ἀφ’οὖ χωρισθοῦν οἱ ἁμαρτωλοὶ ἀπό τοὺς δικαίους, θέλει κάμνει ὁ Ἰησοῦς Χριστὸς τὴν ἀπόφασιν, ἡ ὁποία θέλει εἶναι διὰ πάντα στερεὰν καὶ ἀπαρασάλευτος.
Β΄. Ἀπόφασις, ἡ ὁποία θέλει βαλθῆ εὐθὺς εἰς πρᾶξιν.
Γ’ . Ἀπόφασις, ἡ ὁποία θέλει δοθῆ μίαν φορὰν διὰ πάντα. Αἰωνία κατάρα εἰς ὅποιον ἥμαρτε καὶ δὲν θέλει νὰ μετανοήσῃ καὶ νὰ διορθωθῇ. Αἰωνία εὑλογία εἰς ὅποιον δὲν ἤμαρτε, ἢ μετὰ τὴν ἁμαρτίαν ἐμετανόησεν καὶ ἐδιωρθώθη.

Ταπεινώσου ἔμπροσθεν τοῦ Θεοῦ, μετανόησον καὶ ζήτησέ Του συγχώρησιν, παρακαλώντας Τον νὰ σὲ ἐλευθερώσῃ ἀπὸ τὴν καταδίκην ἐκείνην.

ΗΜΕΡΑ ΙΗ΄. Περὶ τῆς τιμῆς τοῦ Κυρίου.

Α΄. Τόσον ἀξίζει μία στιγμὴ τοῦ καιροῦ, ὅσον ἀξίζει ὅλος ὁ καιρός· διότι μία ψυχὴ ὅπου ὑστερήθη τὸν Θεὸν διὰ τὴν ἁμαρτίαν, εἰς μίαν μόνην στιγμὴν καιροῦ ἠμπορεῖ νὰ τὸν κερδίσῃ. Ὅθεν ἐσὺ εἰπὲ εἰς τὸν ἑαυτόν σου. Πόσον καλὸν ἠμπορῶ νὰ κάμνω εἰς ταύτην τὴν ἡμέραν καὶ δὲν τὸ ἐνεργῶ;
Β΄. Αὕτη ἡ ἡμέρα περνᾶ καὶ πλέον δὲν ἔρχεται.
Γ΄. Διὰ ταύτην τὴν ἡμέραν ἔχω νὰ δώσω λογαριασμὸν καὶ δὲν ἐγνοιάζομαι; Ἔτσι θέλει εἶναι καὶ διὰ κάθε στιγμὴν τῆς ζωῆς μου. Ἀλλοίμονον εἰς ἐμέ, ἄν μεταχειρισθῶ τοῦτον τὸ καιρὸν εἰς τὸ κακόν.

Σήμερον στοχάσου νὰ κάμνῃς κέρδος πνευματικὸν καὶ νὰ συνάξῃς πολὺν μισθόν, μὲ τὸ νὰ κάμνῃς πολλὰ ἔργα θεάρεστα· μεταχειρίσου ὅλας τὰς αἰτίας τῶν ἀρετῶν ὅπου δύνασαι εἰς κάθε σου πρᾶξιν. Λόγου χάριν· εἰς τὴν Θείαν Λειτουργίαν, ποίησον πράξεις λατρείας, πίστεως, εὐχαριστίας, δι’ ἀγάπην, δι’ ὑποταγὴν καὶ τὰ ὅμοια.

ΗΜΕΡΑ IΘ΄. Περὶ τῆς κολάσεως.

Α΄. Τί εἶναι ἡ κόλασις; Εἶναι μία φυλακὴ ὅλη σκότος, ὅπου ζοῦν οἱ κολασμένοι μὲ ἀλύσεις, χωρὶς ἐλπίδα ἐλευθερίας.
Β΄. Εἶναι μία κατοικία ὅλη πῦρ, ὅπου πάντοτε ἀνάπτει καὶ ποτὲ δὲν σβύννεται.
Γ΄. Εἶναι τόπος ὅλων τῶν τιμωριῶν, ὅπου εἶναι πάντοτε ὅλαι αἱ ποιναί καὶ ὅπου ποτὲ δὲν εὑρίσκεται καμμία ἀνάπαυσις.

Μετανόησον σήμερον διὰ τὰς ἁμαρτίας σου, ἐνθυμούμενος τὰς τιμωρίας τῆς κολάσεως, τὰς ὁποίας ἔπρεπε τώρα νὰ δοκιμάσῃς ἂν δὲν ἤθελε νὰ σὲ εὐσπλαγχνισθῇ ὁ Κύριος.

ΗΜΕΡΑ Κ΄. Περὶ τῆς συστάσεως τῶν κολαζομένων.

Α΄. Τί κάνουν εἰς τὴν κόλασιν οἱ κολασμένοι; Καταλαμβάνουν τὴν ἄπειρον κακίαν τῆς ἁμαρτίας, τὴν ὁποίαν τώρα δὲν ψηφοῦν.
Β΄. Λαμβάνουν τὴν παίδευσιν τῆς ἁμαρτίας, τὴν ὁποίαν τώρα δὲν φροντίζουν.
Γ΄. Καταρῶνται τὴν αἰτίαν τῆς ἁμαρτίας, τὴν ὀποίαν τώρα δὲν φεύγουν· ὦ ἀθλία ζωὴ τῶν κολασμένων! Οἱ ὁποῖοι ἦτο καλλίτερον νὰ ἐπήγαιναν εἰς τὸ μὴ ὄν, παρὰ νὰ εἶναι καὶ νὰ κολάζονται. Φεῦγε κάθε αἰτίαν ὅπου σὲ κάμνει νὰ πέσῃς εἰς τὴν ἁμαρτίαν.

Πρόσφερε εἰς τὸν Θεὸν ὅλον τὸ ἰδικόν σου θέλημα καὶ ὑποταξὲ το εἰς τὸ ἰδικόν Του καὶ παρακάλεσε τὸν Θεὸν καὶ τὴν Ὑπεραγίαν Θεοτόκον νὰ σὲ λυτρώσουν ἀπὸ τὴν ἁμαρτίαν, ἥτις εἶναι αἰτία τῆς κολάσεως.

ΗΜΕΡΑ ΚΑ΄. Περὶ τοῦ ἀβεβαίου τῆς σωτηρίας.

Α΄. Ἐγώ εἶμαι ἔνοχος κολάσεως ἐπειδὴ ἥμαρτον καὶ δὲν ἠξεύρω βέβαια ἂν ὁ Θεός μοῦ ἐσυγχώρησε τὰς ἁμαρτίας μου.
Β΄. Ἠμπορῶ νὰ ὑπάγω εἰς τὴν κόλασιν ἂν δὲν μετανοήσω καὶ δὲν ἠξεύρω βέβαια ἂν μετανοήσω καὶ ἂν ἀντισταθῶ εἰς τὰς αἰτίας τῆς ἁμαρτίας.
Γ΄. Θέλω ὑπάγει εἰς τὴν κόλασιν ἂν δὲν ἀλλάξω ζωὴν καὶ ἂν δὲν κάμνω καρποὺς μετανοίας· καὶ δὲν ἠξεύρω βέβαια ἂν ἀλλάξω ζωὴν πρὶν ἀποθάνω. Ἄχ! Ἐὰν μετὰ τὴν ἐξομολόγησιν ἀπὸ κακήν μου ἕξιν μεταπέσω μὲ μίαν ἐσωτερικὴν
συγκατάθεσιν εἰς ἐκείνην τὴν ἁμαρτίαν, τὴν ὁποίαν τόσας φοράς ἔκαμνα, τί θέλει εἶναι δι’ ἐμέ; Κάμε μίαν στερεὰν ἀπόφασιν νὰ μὴν ἁμαρτήσῃς ποτέ.

Διορθώσου ἀπὸ ἐκείνην τὴν ἁμαρτίαν, ἡ ὁποία σοῦ εἶναι εὔκολη νὰ τὴν κάμνῃς, καὶ κλίνει καὶ ἡ θέλησίς σου· ὅτι αὐτή σοῦ κάμνει πλέον ἀβέβαιον τὴν σωτηρίαν σου.

ΗΜΕΡΑ ΚΒ΄. Περὶ τοῦ ἀριθμοῦ τῶν κολαζομένων.

Α΄. Εἶναι εὔκολον νὰ κολασθῶμεν, ὅτι ἡ στράτα τῆς κολάσεως εἶναι πολὺ πλατεῖα καὶ πολλοὶ ὑπάγουν δι’ ἐκείνης, καθὼς λέγει ὁ Χριστός.
Β΄. Εἶναι δύσκολον νὰ σωθῶμεν διότι ἡ θύρα τοῦ Παραδείσου εἶναι πολὺ στενὴ καὶ ὀλίγοι εἶναι ἐκεῖνοι ὅπου ἐμβαίνουν δι’ αὐτῆς, ὡς λέγει ὁ Χριστός.
Γ΄. Ἀπ’ ἀρχῆς κόσμου ἕως τώρα οἱ περισσότεροι ἐκολάσθησαν, ὡς λέγουν οἱ Πατέρες· καὶ οἱ περισσότεροι ἀκόμη θέλουν κολασθῆ λοιπὸν ἐγὼ τί στοχάζομαι διὰ λόγου μου;

Πρέπει νὰ ἀγωνίζεσαι νὰ ὁμοιάζῃς μὲ τοὺς ὀλίγους καὶ ἐκλεκτούς, πάρεξ μὲ τοὺς πολλοὺς καὶ κατακρίτους.

ΗΜΕΡΑ ΚΓ΄. Περὶ τῆς ἐξομολογήσεως ἑνὸς κολασμένου.

Α΄. Κάθε κολασμένος ἔτσι ἔχῃ νὰ λέγῃ· ὁ Θεὸς ἔκαμνε πολλὰ διὰ νὰ μὲ σώσῃ· πόσας εὐεργεσίας τῆς φύσεως καὶ τῆς χάριτος μου ἔκαμνε διὰ νὰ μὲ ὑποχρεώσῃ νὰ τὸν ἀγαπῶ; Πόσας ἐμπνεύσεις, πόσους φωτισμούς, πόσα μυστήρια μου ἔδωκε διὰ νὰ μὲ μεταφέρῃ εἰς τὴν ὁδὸν τῆς σωτηρίας; Μὲ ἐπαρηγόρησε μὲ τόσας ἐπαγγελίας· μὲ ἐφόβισε μὲ τόσους φοβερισμούς· μὲ ἐκαρτέρησε τόσον καιρὸν εἰς μετάνοιαν, ἀλλὰ ὅλα εἰς μάτην ἔγιναν διὰ τὴν σκληροκαρδίαν μου· λοιπὸν δικαίως κολάζομαι.
Β΄. Ἐγὼ ἠμπόρουν μὲ ὀλίγον νὰ σωθῶ· ἂν ἔκοπτα ἀπ’ ἀρχῆς ἐκείνην τὴν αἰτίαν τῆς ἁμαρτίας· ἂν ἔστεκα σταθερὸς εἰς έκείνην τὴν ἀπόφασιν ὅπου ἔκαμνα νὰ μὴν ἁμαρτήσω. Μία γενναία ἀπόφασις· μία καθολικὴ ἐξομολόγησις· μία συντετριμμένη μετάνοια μὲ ἔβανεν εἰς τὸν οὐρανόν.
Γ΄. Ἠθέλησα δι’ ἕνα τίποτε νὰ κολασθῶ· καὶ διὰ μίαν ἡδονὴν μιᾶς στιγμῆς εἶμαι ἐδῶ καὶ δοκιμάζω αἰωνίως τιμωρίας· μὲ τὰ ὄμματα ἀνοικτὰ ἐγκρεμνίσθηκα εἰς μίαν ἄβυσσον ἀπὸ φλόγας καὶ τοῦτο μὲ δικαιοσύνην· εἰς ποινὴν τῶν συμβουλῶν ὅπου μοῦ ἔκαμναν οἱ πνευματικοί καὶ τῶν ἐλεγμῶν τῆς συνειδήσεώς μου καὶ τῆς εὐσπλαγχνίας καὶ ὑπομονῆς τοῦ Θεοῦ, εἰς τὰ ὁποῖα ὅλα δὲν ἠθέλησα νὰ ὑπακούσω.

Πρόφθασε νὰ ἐξομολογηθῇς ὅλας σου τὰς ἁμαρτίας καὶ νὰ μετανοήσῃς καθὼς πρέπει, διὰ νὰ γλυτώσῃς ἀπὸ ἐκείνην τὴν ἀνωφελῆ ἐξομολόγησιν καὶ
μετάνοιαν τῶν κολασμένων.

ΗΜΕΡΑ ΚΔ΄. Περὶ τῆς αἰωνίου κολάσεως.

Α΄. Ἡ κόλασις εἶναι, τὸ νὰ ὑστερηθῇ τινὰς τὸν Θεὸν διὰ πάντα.
Β΄. Εἶναι τὸ νὰ καίεται τινὰς μέσα εἰς τὸ πῦρ διὰ πάντα.
Γ΄. Εἶναι τὸ νὰ ἀπελπίζεται τινὰς διὰ πάντα χωρὶς θεραπείαν· ὤ τί ἀνυπόφορος εἶναι τοῦτο τὸ πάντοτε! Ὤ τί ἀνυπόφορος εἶναι αὕτη ἡ αἰωνιότης!

Εὐχαρίστησε τὸν Κύριον ὅπου σὲ ἠλέησε καὶ σοῦ ἔδωκε καιρὸν μετανοίας· καὶ παρακάλεσέ Τον νὰ σοῦ ἐντυπώσῃ εἰς τὴν ἐνθύμησιν αὐτὴν τὴν αἰωνιότητα τῆς κολάσεως· διότι αὐτὴ μόνη εἶναι ἀρκετὴ νὰ σὲ σωφρονίσῃ.

ΗΜΕΡΑ ΚΕ΄. Περὶ τῆς ἀναβολῆς τοῦ καιροῦ.

Α΄. Ἤμαρτον· λοιπὸν ἢ κόλασις, ἢ μετάνοια· καὶ ἁμαρτάνω ἀκόμη; Καὶ ζῶ εὐχαριστημένος μὲ τὴν ἐλπίδα πὼς ἔχω νὰ μετανοήσω; Ἄχ! Ἀλλὰ ποῖος μὲ βεβαιώνει πῶς ἔχω νὰ τὸ ἐπιτύχω; Ποῖος μὲ βεβαιώνει πὼς θὰ ἔχω καιρὸν νὰ
μετανοήσω;
Β΄. Καὶ ἂν λάβω καιρόν, ἄραγε θὰ ἔχω τὸν τρόπον καθὼς πρέπει νὰ μετανοήσω;
Γ΄. Καὶ ἄν μετανοήσω, ποῖος ἠξεύρει ἂν μεταπέσω πάλιν εἰς τὴν ἁμαρτίαν;

Στοχάσου πὼς ὁ Θεός σοῦ δίδει τοῦτον τὸν καιρὸν, διὰ νὰ τὸν μεταχειρισθῇς εἰς δόξαν Του καὶ εἰς σωτηρίαν τῆς ψυχῆς σου· καὶ μὴ χάνῃς ἀπὸ Αὐτὸν οὐδὲ μίαν ὥραν.

ΗΜΕΡΑ ΚϚ΄. Περὶ τοῦ Παραδείσου.

Α΄. Ἐμβαίνοντας εἰς τὸν Παράδεισον θὰ ἔχω εὐθὺς ὅλα τὰ ἀγαθὰ χωρὶς κανένα κακόν· θέλω χαρεῖ χωρὶς καμμίαν ἐνόχλησιν· ὤ πόσον μεγάλη θέλει εἶναι ἡ παρηγορία μου! Ἡ χαρά μου! Ἡ εὐφροσύνη μου!
Β΄. Ὅλα τὰ καλὰ θὰ ἔχω τότε καὶ θὰ χαίρομαι εἰς τὴν συντροφίαν τοῦ Ἰησοῦ μου, τῆς Ὑπεραγίας Θεοτόκου, τῶν Ἀγγέλων καὶ τῶν Ἁγίων· ὤ καὶ τί ἔνδοξος καὶ ὡραία συντροφιὰ ὅπου θέλει εἶναι ἡ ἰδική μου!
Γ΄. Θὰ χαίρομαι αἰωνίως χωρὶς κίνδυνον νὰ χάσω ποτὲ μίαν τοιαύτην χαράν· ὢ χαρὰ ἀνεκδιήγητος!

Εἰς κάθε σου λύπην καὶ χαράν, λέγε. Παράδεισε, Παράδεισε, πότε νὰ σὲ ἀπολαύσω; Καὶ εἰς σύγκρισιν τοῦ Παραδείσου, θέλεις μάθη νὰ καταφρονῇς ὅλα τὰ ἀγαθὰ τῆς γῆς καὶ νὰ ὑπομένῃς θεληματικῶς ὅλας τὰς δυστυχίας καὶ τὰ πάθη.

ΗΜΕΡΑ ΚΖ΄. Περὶ τῆς στράτας τοῦ Παραδείσου.

Α΄. Δύο εἶναι μοναχὰ αἱ στράται τοῦ Παραδείσου, ἡ ἀθωότης καὶ ἡ μετάνοια· λοιπὸν ἐγὼ ἐφύλαξα ἕως τώρα τὴν ἀθωότητα τοῦ βαπτίσματος; Ὄχι· διότι τὴν ὑστερήθην καὶ τὴν ἐμόλυνα μὲ τόσας ἁμαρτίας.
Β΄. Ἄλλὰ δι’ αὐτὰς τὰς ἁμαρτίας μετενόησα ποτὲ καθὼς πρέπει; Ἔκαμνα καμμίαν σκληραγωγίαν; Ἄχ! Μάλιστα ἔφυγα πάντοτε κάθε θλίψιν καὶ ἐζήτησα τὰς τρυφὰς καὶ ἀπολαύσεις τοῦ σώματός μου.
Γ΄. Θέλω νὰ ἔμβω εἰς τὸν Παράδεισον· ναὶ· ἀλλὰ ἀπὸ ποίαν στράταν πρέπει νὰ ἔμβω; Διὰ μιᾶς ἀπὸ ταύτας τὰς δύο, ἢ διὰ τῆς ἀθωότητος ἢ διὰ τῆς μετανοίας. Διὰ τῆς ἀθῳότητος δέν ἠμπορῶ, διὰ τῆς μετανοίας δὲν θέλω· πῶς
λοιπὸν ἔχω νὰ σωθῶ καὶ ν’ ἀπολαύσω τὸν Παράδεισον;

Θεώρησε τὸν οὐρανὸν καὶ συλλογίσου λέγων· ἰδοὺ ποῦ ἔχω νὰ σταθῶ δι’ ὅλους τοὺς αἰῶνας, ἀνίσως καὶ μετανοήσω, καθὼς πρέπει.

ΗΜΕΡΑ ΚΗ΄. Περὶ τῆς ἀποκτήσεως τοῦ Παραδείσου.

Α΄. Ὁλίγον ζητεῖ ἀπὸ ἐμὲ ὁ Θεὸς διὰ νὰ μοῦ δώσῃ τὸν Παράδεισον· φθάνει νὰ φυλάξω τὸν νόμον Του· νόμον εὐκολώτατον, νόμον δικαιότατον· νόμον γλυκύτατον.
Β΄. Τοῦτο τὸ ὀλίγον ὅπου ζητεῖ ὁ Θεός, τὸ βοηθεῖ μὲ τὴν χάριν τῶν ἐμπνεύσεών Του, μὲ τὴν ἀξίαν Του, μὲ τὴν δύναμιν τῶν παραδειγμάτων Του.
Γ΄. Τοῦτο τὸ ὀλίγον ὁ Θεὸς τὸ ἀνταποδίδει μὲ αἰώνιον βραβεῖον· ὀλίγας θλίψεις καὶ στενοχωρίας, μὲ αἰώνιον καὶ παντοτεινὴν χαρὰν· ὀλίγους κόπους, μὲ αἰώνιον μισθόν· ὀλίγα πάθη, μὲ αἰώνιον δόξαν. Λοιπόν δικαίως ἔχεις νὰ κολασθῇς ἀνίσως καὶ διὰ τόσον ὀλίγον ἀμελήσῃς καὶ χάσῃς τὸν Παράδεισον.

ΗΜΕΡΑ ΚΘ΄. Περὶ τῆς μετὰ τὴν Ανάστασιν ἀθανασίας τῆς ψυχῆς καὶ τοῦ σώματος.

Α΄. Κάθε ἄνθρωπος ἔχει νὰ ὑπάγῃ εἰς ἕνα τόπον τῆς ἄλλης ζωῆς, μένοντας ἀθάνατος κατά τὴν ψυχὴν καὶ τὸ σῶμα, ἢ εἰς τὸν Παράδεισον ἢ εἰς τὴν κόλασιν· Τοῦτον τὸν τόπον κάθε ἕνας τὸν ἑτοιμάζει ἀπὸ ταύτην τὴν ζωήν, ἢ μὲ τὰ καλὰ ἔργα ἢ μὲ τὰ κακά.
Β΄. Ὁ διάβολος μὲ ὀλίγην ἡδονὴν καὶ ἀπόλαυσιν προσωρινήν, μὲ καλεῖ διὰ νὰ βάλω τὴν ἀθανασίαν μου εἰς τὴν κόλασιν καὶ συντρέχω.
Γ΄. Ὁ Κύριος μοῦ φωνάζει νὰ βάλω μὲ ὀλίγην μετάνοιαν τὴν ἀθανασίαν μου εἰς τὸν Παράδεισον καὶ δὲν συντρέχω· ὢ πόσον μωρός! Ὤ πόσον ἄγνωστος εἶμαι ἐγώ!

Σήμερον στοχάσου συχνάκις τὴν ἀθανασίαν σου καὶ διὰ νὰ τὴν λάβῃς εὐτυχῆ εἰς τὸν Παράδεισον, βάλε μεσίτην εἰς τὸν Θεὸν τὴν Ὑπεραγίαν Θεοτόκον.

ΗΜΕΡΑ Λ΄. Περὶ τῆς ἀποκρίσεως ὅπου δίδει ἡ συνείδησις τοῦ καθενός.

Α΄. Ἐρωτῶ τὴν συνείδησίν μου· διὰ ποῖον τέλος ὁ Θεὸς μὲ ἔβαλεν εἰς τὸν κόσμον; Καὶ μοῦ ἀποκρίνεται, ὅτι μὲ ἔβαλε, διὰ νὰ σωθῶ.
Β΄. Πόσα μέσα μοῦ ἔδωκεν διὰ νὰ σωθῶ; Ἡ συνείδησίς μου ἀποκρίνεται, ὅτι μοῦ ἔδωκεν ἄπειρα κατὰ φύσιν καὶ κατὰ χάριν.
Γ΄. Τί ἔκαμνα ἐγὼ ἕως τώρα διὰ νὰ σωθῶ; Ἡ συνείδησίς μου ἀποκρίνεται, ὅτι ἔκαμνα τὸ χειρότερον ὅπου ἦτο δυνατόν καὶ ὡσὰν νὰ ἐγεννήθηκα εἰς τὸν κόσμον διὰ νὰ κολασθῶ.

Ἐξομολογήσου ἀδελφέ, κατάκρινε τὸ κακὸν ὅπου ἔκαμνες καὶ ἀποφάσισε νὰ ζήσῃς κατὰ τὰς Ἐντολὰς τοῦ Κυρίου· διότι ἡ ὥρα αῦτη ἐνδέχεται νὰ εἶναι ἡ ὕστερη ὥρα τῆς ζωῆς σου· καὶ πρόσφερε ὅλον τὸν ἑαυτόν σου εἰς τὸν Θεὸν μὲ τὰς δυνάμεις τῆς ψυχῆς σου καὶ μὲ τὰς αἰσθήσεις τοῦ σώματός σου.

Σχολιάστε

Σχολιάστε