Άγιος Νικόδημος ο Αγιορείτης. (Πνευματικά Γυμνάσματα, Μελέτη ΙΔ΄). Περὶ τῶν συγγνωστῶν ἁμαρτημάτων.

Μπορείτε να διαβάσετε το υπόλοιπο βιβλίο εδώ :

Άγιος Νικόδημος ο Αγιορείτης. Πνευματικά Γυμνάσματα.


 

ΜΕΛΕΤΗ ΙΔ΄

Περὶ τῶν συγγνωστῶν ἁμαρτημάτων

Α΄. Πόσον εἶναι τὸ βάρος τῶν συγγνωστῶν ἁμαρτημάτων. 
Β΄. Πόσον εἶναι τὸ πλῆθος τῶν κακῶν ὅπου προξενοῦν. 
Γ΄. Ποίας τιμωρίας προξενοῦν καὶ εἰς τὴν παροῦσαν ζωὴν καὶ εἰς τὴν μέλλουσαν.

Α΄. Πόσον εἶναι τὸ βάρος τῶν συγγνωστῶν ἁμαρτημάτων. 

Συλλογίσου ἀγαπητὲ τὸ βάρος ὅπου ἔχουν ἐκεῖνα τὰ ἁμαρτήματα ὅπου ἐσὺ ὀνομάζεις συγγνωστὰ καὶ ἐλαφρά, ἤγουν ἀθανάσιμα καὶ μάλιστα ἐὰν τὰ κάνῃς ὄχι ἑξ ἀπροσεξίας καὶ ἀγνωσίας τοῦ νοός σου, καὶ διὰ μόνην χαυνότητα καὶ ἀσθένειαν τῆς θελήσεώς σου, ἂλλ’ ἐπὶ ταὐτοῦ μὲ συλλογισμὸν καὶ γνῶσιν βεβαίαν καὶ μὲ θέλησιν ὅλως διόλου κλίνουσαν εἰς αὐτὰ* καὶ πρῶτον συλλογίσου τῶν ἁμαρτημάτων αὐτῶν τὸ βάρος καθ’ ἑαυτό·

* Διότι ἄλλο εἶναι τὸ νὰ εἰπῇς κἀμμίαν φορᾶν ἕνα παιγνιῶδες ψεῦδος ἢ ἕνα χοράτευμα, καὶ ἄλλο εἶναι τὸ νὰ θέλῃς νὰ λέγῃς μὲ ὅλην τὴν κλίσιν τῆς ψυχῆς σου ψεύματα καὶ χορατάδες, πολλάς φοράς ἢ καὶ πάντοτε.

Διότι μολονότι καὶ ἕνα συγγνωστὸν ἁμάρτημα λέγεται ἔλαφρον καὶ μικρόν, ὅμως δὲν ἐννοεῖται πὼς εἶναι ἐλαφρὸν καὶ μικρὸν μετρούμενον ἀπολελυμένως καὶ καθ’ ἑαυτό, ἀλλὰ μόνον κατ’ ἀναλογίαν καὶ σύγκρισιν τῆς θανασίμου ἁμαρτίας, ἥτις εἶναι ἕνα κακὸν σχεδὸν ἄπειρον, λέγεται ἐκεῖνο ἐλαφρόν. Καθὼς λόγου χάριν καὶ μία λίμνη λέγεται μικρή, συγκρινομένη μὲ ὅλην τὴν θάλασσαν, ὅμως μετρουμένη ἀπολελυμένως καὶ καθ’ ἑαυτὴν δὲν εἶναι μικρή, διότι περιέχει πολὺ πλῆθος ὑδάτων, ἔτσι καὶ ἡ συγγνωστὴ ἁμαρτία ἐμπρὸς εἰς μίαν θανάσιμον φαίνεται μικρή, ἀλλὰ καθ’ ἑαυτὴν εἶναι ἕνα κακὸν τόσον μεγάλον, ὅπου δὲν εἶναι ἄλλο μεγαλύτερόν του, ἔξω ἀπὸ τὴν θανάσιμον ἁμαρτίαν.

Ἐπειδὴ καὶ ἡ μικρὴ ἁμαρτία καὶ ἡ μεγάλη ἐξίσου εἶναι παράβασις τοῦ θείου νόμου, κατὰ τὸ τοῦ Ἰωάννου ἐκεῖνο· «πᾶς ὁ ποιῶν τὴν ἁμαρτίαν, καὶ τὴν ἀνομίαν ποιεῖ· καὶ ἡ ἁμαρτία ἐστὶν ἡ ἀνομία» (Α’. Ἰωάν. γ’. 4.) καὶ ἐπειδὴ κατὰ τὸν ἀδελφόθεον, ὅποιος φυλάξει μὲν ὅλον τὸν νόμον σφάλλει δὲ μόνον εἰς ἕνα, ὅλον τὸν νόμον παραβαίνει· «ὅστις ὅλον τὸν νόμον τηρήσει πταίσει δὲ ἐν ἑνί, γέγονε πάντων ἕνοχος» (δ’ 10). Λοιπὸν πῶς εἶναι δυνατὸν ἀγαπητὲ μοι ἀδελφέ, νὰ ἐννοήσῃς καὶ νὰ εἴπῃς ἐν ἀληθείᾳ ἐλαφρὰ καὶ μικρὰ τὰ συνηθισμένα σου ἁμαρτήματα; ἤγουν τὸ νὰ λέγῃς ψεύματα χωρὶς ζημίαν ἄλλου τινός; τὸ νὰ θυμώνεσαι συχνά; τὸ νὰ στέκῃς μὲ ὀλίγην εὐλάβειαν εἰς τὴν Ἐκκλησίαν; τὸ νὰ ζηλεύῃς καὶ νὰ λυπῆσαι ὀλίγον διὰ τὰ καλὰ τοῦ πλησίον; τὸ νὰ ἄργολογήσῃς; τὸ νὰ παίξῃς; τὸ νὰ γελάσῃς; τὸ νὰ πειράξῃς τινὰ διὰ νὰ γελάσουν οἱ ἄλλοι; τὸ νὰ χορταίνῃς τὴν κοιλίαν σου; τὸ νὰ στολίζεσαι; καὶ ἄλλα παρόμοια;  Πῶς εἶναι δυνατὸν νὰ ὀνομάσῃς αὐτὰ ἐλαφρά, ὅπου ἐὰν ἐγνώριζες πληρέστατα τὴν πονηρίαν αὐτῶν, ἤθελες ἀποθάνει ἀπὸ τὸν φόβον σου;

Εί δέ καὶ στοχάζεσαι καὶ λέγῃς πῶς αὐτὰ δὲν κακοφαίνονται εἰς τὸν Θεόν, οὔτε ἐναντιώνονται κατὰ κάποιον τρόπον εἰς τὴν θείαν Του θέλησιν καὶ πὼς αὐτὰ δὲν σμικρύνουν ἀπὸ ἐσένα τὴν θείαν χάριν καὶ τὴν ἐν οὐρανοῖς δόξαν, ἡ ὁποία εἶναι τὸ ἀνώτατον τέλος ὅλης τῆς κτίσεως, οὔτε ὀλιγοστεύουν ἀπὸ λόγου σου ἐκείνην τὴν ἀρετὴν καὶ τελειότητα ὅπου ζητεῖ ὁ Θεὸς ἀπὸ τὰ λογικά Του Κτίσματα· ἐὰν λέγω ταῦτα στοχάζεσαι, πλανᾶσαι ἀδελφέ, καὶ πολλὰ γελασμένος εἶναι αὐτὸς ὁ στοχασμός σου’ Διότι πῶς ἠμπορεῖς νὰ εἴπῃς, ὅ,τι τὸ συγγνωστὸν ἁμάρτημα τῆς ἀργολογίας δὲν κακοφαίνεται εἰς τὸν Θεόν, εἰς καιρὸν ὅπου αὐτὸς ἔχει νὰ κρίνῃ καὶ νὰ καταδικάσῃ κάθε ἀργὸν λόγον ὁμοῦ μὲ ἐκεῖνον ὅπου τὸν λαλεῖ; «Λέγω δὲ ἡμῖν πᾶν ρῆμα ἀργόν, ὅν ἐὰν λαλήσωσιν οἱ ἄνθρωποι, ἀποδώσουσι περὶ αὐτοῦ λόγον ἐν ἡμέρᾳ κρίσεως· ἐκ γὰρ τῶν λόγων σου δικαιωθήσῃ καὶ ἐκ τῶν λόγων σου καταδικασθήσῃ» (Ματθ. ιβ’· 36). Πῶς ἠμπορεῖς νὰ εἴπῃς ὅτι δὲν ἐναντιώνονται εἰς τὸ θέλημα τοῦ Θεοῦ τὰ γέλοια, τὰ μέτωρα καὶ οἱ χωρατάδες, εἰς καιρὸν ὅπου ὁ Κύριος καὶ μὲ τὸ παράδειγμά Του σὲ ἐδίδαξεν πῶς αὐτὰ εἶναι μισητὰ εἰς αὐτόν; Διότι γενόμενος ἄνθρωπος, ποτὲ δὲν ἐγέλασεν εἰς ὅλην του τὴν ζωὴν ἀλλὰ μάλιστα ἔκλαυσεν τέσσαρες φοράς* καὶ μὲ τὸν λόγον Του· Διατὶ ἐξεφώνησεν κατάρας καὶ οὐαὶ καὶ ἀλλοίμονον ἐναντίον εἰς ἐκείνους ὅπου γελοῦν; «Οὐαὶ ὑμῖν οἱ γελῶντες, ὅτι πενθήσετε καὶ κλαύσετε» (Λουκ. Ϛ’. 25).

* α’ Ὅταν ἁνέστησε τὸν Λάζαρον· β’ ὅταν ἦλθον νὰ τὸν ἱδοῦν οἱ είς τὸ ἱερὸν ἀναβαίνοντες Ἑλληνες, ὅτε καὶ εἶπε· «νῦν ἡ ψυχή μου τετάρακται· καὶ τί εἴπω; Πάτερ σῶσόν με ἐκ τῆς ὥρας ταύτης». (‘Ιωάν. ιβ’. 27) ἡ γὰρ ταραχὴ αὔτη κλαύσιμον δηλοῖ· καθὼς ὁ Ἀπόστολος καθαρώτερα περί τούτου λέγει «ὅς ἐν ταῖς ἡμέραις τῆς σαρκὸς αὐτοῦ δεήσεις καὶ ἱκετηρίας πρὸς τὸν δυνάμενον σώζειν αὐτόν έκ θανάτου μετὰ κραυγῆς ἰσχυρᾶς καὶ δακρύων προσενέγκας» (Ἐβρ. ι’. 7) καὶ καθὼς ὁ τοῦ Ἀποστόλου ἑρμηνευτὴς ἱερὸς Θεοφύλακτος (ἐνῷ καὶ ἄλλοι,τοῦτο τό τοῦ Ἀποστόλου εἶπον· ὅτι ἠκολούθησεν ἐπί τοῦ σταυροῦ ὄντος τοῦ Χριστοῦ καὶ κλαύσαντος· οὐκ ὁρθῶς ὅμως)· γ’. ἔκλαυσεν ὅταν εἶδε τὴν πόλιν Ἰερουσαλὴμ ἀπὸ μακρόθεν κατὰ τὸν Λουκᾶν «ἰδὼν δέ τήν πόλιν ἔκλαυσεν ἐπ’ αὐτῇ» (ιθ’. 41) δ’. ὅταν ἐμαρτύρησε περί τοῦ Ἰούδα «ταῦτα εἰπὼν ὁ Ἰησοῦς ἑταράχθη τῷ Πνεύματι καὶ ἑμαρτύρησεν καὶ εἶπεν. Ἀμήν, Ἀμήν, λέγω ὑμῖν, ὅτι εἰς ἐξ ὑμῶν παραδώσει με» (Ἰωάν. ιγ’. 21)· κλαύσιμον γὰρ δηλοῖ καὶ ἡ ταραχὴ αὕτη, καθὼς λέγει ὁ θεῖος Χρυσόστομος. Λυπούμενος γάρ τήν ἀπώλειαν τοῦ προδότου ὁ Κύριος, ἔκλαυσεν.

Διὰ τοῦτο καὶ ὁ Μέγας Βασίλειος ἐπιτιμᾷ ἐκεῖνον τὸν μοναχὸν ἢ τὴν μοναχήν, ὅπου χορατεύσῃ καὶ κινήσῃ γέλωτα, νὰ ἀφορίζεται μίαν ἑβδομάδα «Εἴτις εὐτράπελα φθέγγεται, ἢ γέλωτα ἀπρεπῆ, ἀφοριζέσθω ἑβδομάδα μίαν» (ἐν τοῖς Ἐπιτιμ. τῶν κανονικῶν). Πῶς ἠμπορεῖς νὰ εἰπῇς, ὅτι δὲν εἶναι ἐναντία εἰς τὸν Θεὸν τὰ φαγοπότια, καὶ αἱ ψευδολογίαι εἰς καιρὸν ὅπου Αὐτὸς λέγει ὅτι θέλει ἀπολέσει ὅλους τοὺς ψεύστας, μὲ ὅ,τι τρόπον καὶ ἂν λέγουν ψεύματα, «ἀπολεῖς πάντας τοὺς λαλοῦντας τὸ ψεῦδος» ; (ψαλμ. ε’. 6), καὶ εἰς καιρὸν ὅπου καταρᾶται ὅλους τοὺς ἐμπεπλησμένους «οὐαὶ ὑμῖν οἱ ἐμπεπλησμένοι ὅτι πεινάσετε» ; (Λουκ. ς’. 25).

Καὶ διὰ νὰ εἰπῶ καθολικῶς, πῶς ἠμπορεῖς νὰ εἰπῇς ἀδελφέ, ὅτι τὰ συγγνωστὰ αὐτὰ καὶ ἐλαφρὰ ὀνομαζόμενα ἁμαρτήματα, δὲν ὀλιγοστεύουν ἀπὸ λόγου σου τὴν ἀρετὴν καὶ τὴν θείαν χάριν καὶ τελειότητα εἰς καιρὸν ὅπου λέγει τὸ Πνεῦμα τὸ ἅγιον διὰ τοῦ Ἐκκλησιαστοῦ, «Μυῖαι θανοῦσαι σαπριοῦσι σκευασίαν ἐλαίου» ; (ι’. 1.) Ὅπου θέλει νὰ εἰπῇ, κατὰ τὴν γνώμην τινῶν διδασκάλων, ὅτι καθὼς αἱ μυίαι ὅταν μὲν περνοῦν ὀγλήγορα ἀπὸ κανένα ἀρωματικὸν μῦρον καὶ δὲν σταματοῦν ἐπάνω εἰς αὐτὸ δὲν χαλοῦν τὴν εὐωδίαν του, ὅταν δὲ μείνουν ἐπάνω εἰς αὐτὸ καὶ ψοφήσουν,τὸ χαλοῦν τελείως καὶ πλέον δὲν εὐωδιάζει· ἔτσι καὶ τὰ συγγνωστὰ αὐτὰ ἁμαρτήματα ὅταν δὲν σταματοῦν πολύν καιρόν ἐπάνω εἰς μίαν εὐλαβῆ καὶ ἐνάρετον ψυχήν, δὲν τῆς προξενοῦν τόσον μεγάλην ζημίαν, ἀλλ’ ὅταν αὐτὰ σταθοῦν εἰς αὐτὴν πολὺ καὶ ἡ ψυχὴ κλίνῃ πρὸς αὐτὰ μὲ γνῶσιν καὶ θέλησίν της, τότε βέβαια σμικρύνουν, ἢ μᾶλλον εἰπεῖν ἀφανίζουν τελείως ἀπὸ τὴν ψυχὴν ἐκείνην, τὴν καθαρότητα τῆς ἀρετῆς καὶ τὴν εὐωδίαν τῆς θείας χάριτος καὶ τὴν ἐμποδίζουν ἀπὸ τὴν τελειότητα.. Τί λέγω; βδελυκτὴν καὶ μισητὴν κοντὰ εἰς τὸν Θεὸν κατασταίνουν αὐτὴν τὰ τοιαῦτα ἁμαρτήματα· διότι ἂν μόνος ὁ κακὸς λογισμὸς εἶναι συγχαμερὸς ἐμπρὸς εἰς τὸν Θεόν, ὡς λέγει ὁ Παροιμιαστὴς «βδέλυγμα Κυρὶῳ λογισμὸς ἄδικος» (Παροιμ. ιε’, 27) καὶ ἂν μόνον οἱ σκολιοὶ λογισμοὶ χωρίζουν τὴν ψυχὴν ἀπὸ τὸν Θεὸν «σκολιοὶ λογισμοὶ χωρίζουν ἀπὸ Θεοῦ» (Σοφ. α’. 3).* Πόσῳ μᾶλλον χωρίζεται ἀπὸ τὴν φιλίαν τοῦ Θεοῦ, ἡ ταλαίπωρος ψυχὴ ἐκείνη ὅπου ἀγαπᾷ νὰ κάμνῃ τὰ τοιαῦτα ἐλαφρὰ ἁμαρτήματα; Καὶ πόσῳ μᾶλλον γίνονται συγχαμερὰ ἐμπρὸς εἰς αὐτόν; 

* Ὅθεν καὶ ὁ Μέγας Βασίλειος εἶπε τούτους τοὺς φοβεροὺς λόγους· «Τὰς ἐν ἀγνοίᾳ ἁμαρτίας (ἤτοι τὰς ἐν συνδυασμῷ καὶ συγκαταθέσει) μὴ ὡς φαντασίας ἁπλῶς, άλλ’ ὡς ἕργα ἐν ψυχῇ γινόμενα κρίνον». Καὶ πάλιν «ὅσῳ ἕλαττον ψυχῆς, σῶμα τῇ ἀξία, τοσοῦτον ἔλαττον τὸ διὰ σώματος ἁμάρτημα, οἶμαι, τοῦ διὰ ψυχῆς». Καὶ πάλιν «ὁ θεῖος νόμος οὐ τὴν πρᾶξιν, ἀλλὰ τήν ἔννοιαν κρίνει». Και πάλιν «ὥσπερ ἕργον σώματος τὸ σωματικῶς τι ἐπιτελέσαι, οὕτω καὶ ψυχῆς ἕργον τὸ ταῖς ἐννοίαις τὰς ἀρεσκούσας φαντασίας τελεσιουργῆσαι ὡς θέλει».

Ὅθεν ὅταν ἐσὺ ἀδελφὲ κάμνῃς ἕνα ἀπὸ αὐτὰ τὰ συγγνωστὰ ἁμαρτήματα κάμνεις ἕνα κακὸν χειρότερον ἀπὸ ὅλα τὰ κακὰ ὅπου γίνονται διὰ ποινήν· ἤγουν δυστυχίας, ἀσθενείας καὶ θανάτους· διότι αύτὰ συμφέρουν εἰς τὴν ψυχήν, τὰ δὲ συγγνωστὰ ἁμαρτήματα βλάπτουν αὒτήν· κάμνεις ἕνα κακὸν ὅπου κατὰ κάποιον τρόπον ἐναντιώνεται εἰς τὸν Θεὸν καὶ εἰς τὸ Θεῖον Του θέλημα· κάμνεις ἕνα κακὸν ὅπου δὲν εἶναι δυνατὸν ποτὲ νὰ τὸ ἐκλέξῃ καὶ νὰ τὸ ἀγαπήσῃ μία ψυχὴ ὅπου ἀγαπᾷ νὰ εὐαρεστήσῃ τὸν Κύριον. Διότι τὸ νὰ θέλῃ τινὰς νὰ εὐαρεστήσῃ τῷ Θεῷ καὶ ἔπειτα νὰ θέλῃ νὰ κάμνῃ τὰ τοιαῦτα ἐλαφρὰ ἁμαρτήματα, ὅπου εἶναι μισητὰ εἰς τὸν Θεόν, τοῦτο εἶναι ὡσάν νὰ θέλῃ νὰ ἑνώσῃ ἐνταὐτῷ τὸν οὐρανὸν μὲ τὸν ᾅδην, τὸ φῶς μὲ τὸ σκότος, τὸ πῦρ μὲ τὸ ὕδωρ καὶ τὴν αὐτοαγιότητα μὲ τὴν κακίαν· ὥστε ὅπου ἂν ἐσὺ καθ’ ὑπόθεσιν ἠμποροῦσες νὰ ἐμποδίσῃς μὲ μίαν συγγνωστὴν ἁμαρτίαν ὅλους τοὺς πολέμους, ὅλας τὰς δυστυχίας, ὅλας τὰς λοιμικὰς ἀσθενείας καὶ ὅλα τὰ ἄλλα κακὰ τοῦ κόσμου, πάλιν μήτε ἔτσι δὲν ἔπρεπε νὰ τὴν κάμῃς· τί λέγω; Ἐὰν ἐσὺ ἠμποροῦσες νὰ εὐκερώσῃς τὸν ᾅδην ἀπὸ τοὺς κολασμένους, ἢ νὰ κρατήσῃς ὅλους τοὺς μακαρίους τοῦ οὐρανοῦ νὰ μὴ πέσουν εἰς τὴν ἄβυσσον μὲ ἕνα παραμικρὸν ἔργον ὅπου νὰ μὴν εἶναι ἀρεστὸν εἰς τὸν Κύριον, πάλιν δὲν ἔπρεπε νὰ τὸ κάμῃς· ἐπειδὴ καὶ τὸ πλέον μεγαλύτερον κακὸν ὅπου ἀναφέρεται εἰς ὅλα τὰ κτίσματα, εἶναι ἀπείρως μικρότερον ἀπὸ τὸ πλέον μικρότερον κακὸν ὅπου ἀναφέρεται εἰς τὸν Κτίστην.

Ἐκπλήξου λοιπὸν ἀδελφέ καὶ θαύμασαι εἰς τὴν ἀπίστευτον αὐθάδειάν σου, ὅπου δὲν ἔχεις διὰ τίποτε ἐκεῖνα τὰ ἀμαρτήματα ὅπου εἶναι τόσον μισητὰ εἰς τοὺς ὀφθαλμοὺς τοῦ Θεοῦ. Ἐντράπου πὼς ἐδέχθης ἕως τώρα εἰς τὴν καρδίαν σου, χωρὶς καμμίαν ἀντίρρησιν, ἐκεῖνα ὅπου δὲν ἦσαν ἀρεστὰ εἰς τὸ ἄκρον ἀγαθὸν· εἰς καιρὸν ὅπου ἐσὺ ἔπρεπε νὰ διαλέξῃς καλλίτερα ἀπὸ τὴν εὐτυχίαν ὅλων τῶν κτισμάτων, τὸ νὰ εὐαρεστήσῃς τὸν Θεὸν πληρέστατα· ἀποστράφου μύριας φοράς τὴν ἔλλειψιν ὅπου ἔδειξες εἰς τὴν δούλευσιν τοῦ Θεοῦ καὶ ἀποφάσισαι ἀπὸ τώρα καὶ εἰς τὸ ἑξῆς, ὄχι μόνον νὰ μὴ κάμῃς τὰ τοιαῦτα συγγνωστὰ ἁμαρτήματα, ἀλλὰ καὶ νὰ βγάλῃς ἀπὸ τὴν καρδίαν σου τὴν κλίσιν καὶ ἀγάπην ὅπου ἔλαβες εἰς αὐτὰ· διότι τὸ νὰ θέλῃς αὐτά, εἶναι τὸ ἴδιον νὰ θέλῃς νὰ παραπικράνῃς τὸν ἀγαπητὸν Πλάστην σου καὶ νὰ τὸν κινῇς εἰς ὀργὴν κατ’ἐπάνω σου. Εἰδὲ καὶ ἀπὸ συναρπαγὴν τοῦ νοὸς καὶ ἀπὸ ἀσθένειαν καὶ χαυνότητα τῆς θελήσεως καὶ φύσεώς σου, τύχῃ καμμίαν φορὰν νὰ πέσῃς εἰς τὰ τοιαῦτα, μὴ βάλλῃς τὴν κλὶσιν τῆς καρδίας σου εἰς αὐτά, μηδὲ νὰ τὰ ἀγαπᾷς, ἀλλὰ ὀγρήγορα νὰ τὰ μισῇς, νὰ τὰ ἐξομολογεῖσαι καὶ νὰ μετανοῇς εἰς τὸν Θεόν, παρακαλῶντας Τον νὰ σὲ δυναμώσῃ μὲ τὴν χάριν του, διὰ νὰ μὴ πέσῃς πλέον, λέγοντας καὶ συ μὲ τὸν Παῦλον «οὐκ ἐγὼ τοῦτο ἐποίησα, ἀλλ’ ἡ χάρις τοῦ Θεοῦ ἡ σὺν ἐμοί.»(Α’. Κορ. Ιε. 10)*

* Λέγει γὰρ ὁ Μέγας Βασίλειος τοῦτον τὸν φοβερὸν λόγον, ὅτι ἀνίσως καὶ μία μόνη ἁρετὴ λείπει ἀπό τὸν ἄνθρωπον δὲν δύναται νὰ σωθῇ· καὶ ὅτι ἄν φυλάξῃ τινὰς ὅλας τὰς ἐντολάς, μίαν δὲ παραβῇ, κολάζεται· καὶ φέρει εἰς τοῦτο τὸν Ἀπόστολον Πέτρον, ὄστις ὕστερον ἀπὸ τόσα μεγάλα κατορθώματα ὅπου ἔπραξεν καὶ ὕστερα ἀπό τόσους μακαρισμοὺς ὅπου τοῦ ἔκαμνεν ὁ Κύριος, ἐπειδὴ εἰς ἕνα καὶ μόνον ἐφάνη ὅτι παρακούει τόν Κύριον καὶ τοῦτο ὅχι δι’ ἀμέλειαν ἢ καταφρόνησιν· ἀλλὰ δι’ εὐλάβειαν καὶ τιμὴν τὴν πρὸς τόν Κύριον, διά τοῦτο καὶ μόνον λέγω, ἤκουσεν ἀπό τόν Κύριον, «ἐάν μὴ νίψω σε, οὐκ ἔχεις μέρος μετ’ ἐμοῦ» (Ὄρ. κατ’ ἐπιτομ σελ. γ’).

Β΄. Πόσον εἶναι τὸ πλῆθος τῶν κακῶν ὅπου προξενοῦν. 

Συλλογίσου τὸ πλῆθος τῶν κακῶν ὅπου προξενοῦν εἰς σὲ τὰ συγγνωστὰ ἁμαρτήματα· ὅτι, καθὼς ἡ ἀσθένεια τοῦ σώματος φέρει μαζί της δύο λογιῶν κακά, τὸ πρῶτον εἶναι ἐκεῖνα τὰ κακὰ ὅπου προξενεῖ ὅταν εἶναι παροῦσα, ἤγουν ἡ ἀδυναμία τοῦ σώματος, ἡ ἀνορεξία τῶν φαγητῶν καὶ ἡ κιτρινάδα ὅλων τῶν μελῶν· τὸ δεύτερον εἶναι ἐκεῖνο τὸ κακὸν ὅπου φοβερίζει εἰς τὸ ἐρχόμενον, ἤγουν ὁ θάνατος· Έτσι καὶ τὸ συγγνωστὸν ἁμάρτημα, μὲ τὸ νὰ εἶναι μία ἀσθένεια πνευματική τῆς ψυχῆς, ὅταν αὐτὸ ἦναι παρόν, ἂν καὶ δὲν ὑστερῇ ἀπὸ τὴν ψυχὴν ὅλην τὴν οὐσιώδη ὡραιότητα τῆς θείας χάριτος, ὅμως ασχημίζει τὴν ψυχὴν ἀρκετά, ἀχαμνίζει τὰς δυνάμεις της καὶ ἀφανίζει ἀπὸ αὐτὴν τὴν περισσοτέραν ἐπιτηδειότητα ὅπου εἶχεν εἰς τὸ καλόν, διὰ τὴν ὁποίαν ἤθελε φανῆ εὐάρεστος καὶ χαριεστάτη εἰς τοὺς ὀφθαλμοὺς τοῦ Νυμφίου της Χριστοῦ, ἐὰν ἤθελε μείνῃ τελείως χωρὶς μολυσμὸν καὶ χωρὶς ἐλάττωμα ὡσὰν μία πάγκαλος νύμφη, ὡς λέγει ὁ Παῦλος «ἵνα παραστήσῃ αὐτὴν ἑαυτῷ ἔνδοξον
τὴν Ἐκκλησίαν, μὴ ἔχουσαν σπῖλον ἢ ῥυτίδα ἢ τι τῶν τοιούτων, ἀλλ’ ἵνα ᾖ ἁγία καὶ ἄμωμος» (Ἐφεσ. ε. 27).

Πρὸς τούτοις κάθε συγγνωστὸν ἁμάρτημα ὑστερεῖ τὴν ψυχὴν ὄχι ὀλίγον ἀπὸ τὸν πνευματικὸν καρπὸν τῶν ἁγίων μυστηρίων καὶ μάλιστα τῆς θείας εὐχαριστίας· ἐπειδὴ καὶ ἐμποδίζει ἐκείνην τὴν ἐσωτερικὴν ἕνωσιν ὅπου ζητεῖ νὰ κάμνῃ μὲ τὴν ψυχὴν ὁ Δεσπότης Χριστός, διὰ τῶν ἀχράντων μυστηρίων Του, καθὼς τὸ λέγει διὰ τοῦ προφήτου «τὰ ἁμαρτήματα ὑμῶν διϊστῶσιν ἀναμέσον ὑμῶν καὶ ἀναμέσον τοῦ Θεοῦ» (Ἡσ. νθ’. 2). Καὶ εἰς ὅλον τὸ ὕστερον, τὸ συγγνωστὸν ἁμάρτημα κάμνει τὴν ψυχὴν νὰ μὴν ὀρέγεται κάθε ἀγῶνα εὐσεβείας· αὐτὸ ψυχραίνει τὴν θερμότητα τῆς ἀγάπης της· αὐτὸ νεκρώνει τὴν εὐλάβειάν της· αὐτὸ ξηραίνει τὴν κατάνυξιν καὶ τὰ δάκρυά της· αὐτὸ μαραίνει τὴν μετάνοιαν· καὶ αὐτὸ ἐμποδίζει ἐκεῖνα τὰ ζωτικὰ πνεύματα καὶ τὰς χάριτας ὅπου ἤθελεν ἐπιρρέη εἰς τὴν ψυχὴν ἡ κεφαλὴ της ὁ Χριστός.

Τὸ δὲ μεγαλύτερον κακὸν ὅπου φοβερίζουν νὰ προξενήσουν εἰς τὴν ψυχὴν εἰς τὸ μέλλον τὰ συγγνωστὰ ἁμαρτήματα, εἶναι ἡ θανάσιμος ἁμαρτία, εἰς τὴν ὁποίαν ἐγκρεμνίζουν εἰς ὅλον τὸ ὕστερον τὸν ταλαίπωρον ἄνθρωπον· ἕνα μέν, διότι ἀδυνατίζουν τὰς καλὰς ἕξεις τῆς ψυχῆς ἄλλο δέ, διότι ἐμποδίζουν τὴν βοήθειαν καὶ δύναμιν ὅπου ἐδίδετο ἀπὸ τὸν Θεὸν εἰς τὸν ἄνθρωπον, καὶ κάμνουν τὴν θείαν δικαιοσύνην νὰ τραβήξῃ ὀπίσω τὸ χέρι της· καὶ πρὸς τούτοις διότι ἐσυνήθισαν τὴν θέλησιν νὰ κλίνῃ μὲ εὐκολίαν εἰς τὸ κακόν.

Τώρα ἐσὺ ὅπου ἀναγινώσκεις ταῦτα, τί λέγεις; Μικρά σοῦ φαίνονται πλέον τὰ συγγνωστὰ ἁμαρτήματα εἰς καιρὸν ὅπου βλέπεις, πῶς αὐτὰ γεννοῦν τὰ θανάσιμα καὶ μεγάλα; «Μὴ μικρὰ τῷ οἴκῳ Ἰούδα, τὸ ποιεῖν τὰς ἀνομίας, ἅς
πεποιήκασιν ὧδε;» (Ἰεζ. η’. 17). Μικρόν σοῦ φαίνεται τὸ νὰ κυτάξῃς προσεκτικὰ ἕνα εὔμορφον πρόσωπον; ἀλλὰ μέτρα τώρα τὰς ἁμαρτίας ὅπου γεννῶνται ἀπὸ αὐτὸ·

  • διότι ἐκείνη ἡ προσεκτικὴ θεωρία πολλάς φοράς ἐγέννησεν τὴν προσβολὴν τοῦ λογισμοῦ·
  • προσβολὴ ἐγέννησε τὸν ἡδονικὸν συνδυασμόν·
  • συνδυασμὸς ἐγέννησεν τὴν συγκατάθεσιν,
  • συγκατάθεσις τὸ ἒργον·
  • τὸ ἔργον ἐγέννησε τὴν συνήθειαν·
  • συνήθεια τὴν ἕξιν,
  • ἕξις τὴν ἀνάγκην·
  • ἀνάγκη τὴν ἀπελπισίαν·
  • ἡ ἀπελπισία τὴν κόλασιν.

Ὁ Θεὸς προστάζει, ὅτι ὅλοι οἱ Ναζιραῖοι ὅσοι εἶχαν τάξιμον ν’ ἀπέχουν ὄχι μόνον ἀπὸ ὅ,τι δύναται νὰ μεθύσῃ, ἀλλὰ ἀκόμη καὶ ἀπὸ ἀγουρίδα καὶ ἀπὸ σταφύλια καὶ ἀπὸ σταφὶδας καὶ ἀπὸ τζάμπουρα τῶν σταφίδων καὶ ἀπὸ κούκουτζα τῶν σταφίδων· «καὶ σταφυλὴν πρόσφατον καὶ σταφίδα οὐ φάγεται πάσας τὰς ἡμέρας τῆς εὐχῆς αὐτοῦ ἀπὸ πάντων ὅσα γίνεται ἐξ ἀμπέλου, οἶνον ἀπὸ στεμφύλων ἕως γιγάρτου οὐ φάγεται» (Ἀριθ. Ϛ’. 3). Καὶ ἡ ἀφορμὴ εἶναι διότι τρώγοντες τὰς ἀγουρίδας, ὀλίγον κατ’ ὀλίγον ἤθελαν ὀρεχθῆ νὰ φάγουν καὶ σταφύλια καὶ ἀπὸ τὰ σταφύλια, ἤθελαν νὰ φάγουν καὶ σταφίδας, ἀπὸ τὰς σταφίδας νὰ φάγουν τὰ τζάμπουρα, ἀπὸ τὰ τζάμπουρα νὰ πιοῦν τὸν μοῦστον, ἀπὸ τὸν μοῦστον νὰ πίουν τὸ κρασὶ, καὶ ἀπὸ τὸ κρασὶ νὰ συνειθίζουν νὰ μεθοῦν καὶ ἀπὸ τὴν μέθην νὰ μάχωνται, καὶ ἀπὸ τὴν μάχην νὰ κάμνουν καὶ φονικὸν εἰς ὅλον τὸ ὕστερον. Βλέπεις πόσην μακρὰν ἅλυσσον ἁμαρτιῶν γεννοῦν ἐκεῖνα ὅπου ἐσὺ ἀγαπητὲ ὀνομάζεις συγγνωστὰ καὶ ἐλαφρὰ ἁμαρτήματα; Βλέπεις πῶς ὅποιος καταφρονεῖ τὰ μικρά, πίπτει εἰς τὰ μεγάλα; Καθὼς λέγει τὸ Πνεῦμα τὸ Ἅγιον διὰ τοῦ Σειρὰχ «ὁ ἐξουθενῶν τὰ ὀλίγα κατὰ μικρὸν πεσεῖται» (ιθ’. 1). Καὶ ἕνας ἄλλος σοφὸς λέγει «τὸ μικρὸν οὐ μικρὸν ὅταν ἐκφέρῃ μέγα»* μικρὰ σπέρματα ναὶ, ἀλλὰ γεννοῦν μεγαλώτατα δένδρα· ρίζαι λεπταί, ἀλλὰ βλαστάνουν θανατηφόρους καρπούς· ἀρχαί καὶ στράται ἀνύποπται, ἀλλὰ τὰ τέλη τους καταντοῦν εἰς τὸν ᾅδην· «ἔστιν ὁδός, ἣ δοκεῖ παρὰ ἀνθρώποις ὀρθὴ εἶναι, τὰ δὲ τελευταία αὐτῆς ἔρχονται εἰς πυθμένα ᾅδου» (Παροιμ. ιδ’, 12). 

* Ὅθεν ὁ θεῖος Χρυσόστομος εἰς τὴν ἑρμην. τοῦ Ϛ’. Ψαλμ. λέγει. «Τοῦτο δὴ καὶ ἡμεῖς ποιῶμεν· καὶ τὴν ἐν ἡμῖν κακίαν ἀναστέλλομεν μετὰ πολλοῦ τοῦ τάχους· ἴνα μὴ προϊοῦσα αὔξῃ τὴν νόσον· καὶ γὰρ ἀμελούμενοι μείζονα γίνεται τῶν ἁμαρτημάτων τὰ τραύματα· καὶ οὐ μέχρι τραυμάτων ἵσταται τὰ τῆς νόσου καὶ ἀρρωστίας· ἀλλὰ καὶ θάνατον τίκτει τὸν ἀθάνατον· ὥσπερ ἂν ἑξ ἀρχῆς τὰ μικρὰ ἀνέλωμεν, οὐδὲ τὰ μεγάλα ἔψεται» (Λόγος ιδ’. εἰς τὴν Γένεσιν). «Καὶ τῶν μικρῶν καὶ εὐτελῶν εἶναι δοκούντων ἁμαρτημάτων, εἴτε ἐν λόγῳ εἴτε ἐν πράγμασιν ἀπέχεσθαι σπουδάζωμεν· οὕτω γὰρ οὐδέποτε τοῖς μείζουσι περιπεσούμεθα τῶν ἁμαρτημάτων, ἐὰν τῶν μικρῶν ἀπεχώμεθα».

Μικρές φαίνονται αἱ ἀλωποῦδες αὐταί, ἀλλὰ φθείρουν καὶ ἀφανίζουν κατ’ ἀλήθειαν τὸν ἀμπελῶνα τῆς ταλαιπώρου ψυχῆς καὶ κατατρώγουν τὰ σταφύλια τῶν ἀρετῶν της· διὰ τοῦτο μᾶς παραγγέλλει αἰνιγματωδῶς τὸ Πνεῦμα τὸ Ἅγιον, νὰ πιάσωμεν τάς ἀλωπούδας αὐτάς καὶ νὰ τάς θανατώσωμεν, διὰ νὰ μὴ μᾶς προξενοῦν τόσην ζημίαν· «πιάσατε ἡμῖν ἀλώπεκας μικροὺς ἀφανίζοντας ἀμπελῶνας» (Ἀσμ. β’. 15 ) ὅπου, ἀλώπεκας ὀνομάζει τὰ συγγνωστὰ αὐτὰ πάθη, διότι μᾶς ἀπατοῦν καὶ πίπτομεν εὔκολα εἰς αὐτὰ· καὶ μικρά, διότι τὰ καταφρονοῦμεν, καὶ δὲν τὰ ἔχομεν διὰ τίποτε. Ἔπειτα πολλὰ ἀπὸ τὰ συγγνωστὰ καὶ ἀθανάσιμα λεγόμενα ἁμαρτήματα, πολλάς φοράς τόσον κατακυριεύουν μερικοὺς ἀνθρώπους, ὅπου τοὺς κάμνουν τελείως δούλους καὶ σκλάβους αὐτῶν, ἢ μᾶλλον εἰπεῖν δούλους τοῦ διαβόλου καὶ πληρώνονται εἰς αὐτοὺς τὰ γεγραμμένα «ᾦ γάρ τις ἥττηται τούτῳ καὶ δεδούλωται» (Β’ Πέτρ. β’ 19). καὶ «Πᾶς ὁ ποιῶν τὴν ἁμαρτίαν δοῦλός ἐστι τῆς ἁμαρτίας» (Ἰωάν. γ’ 34).

Ὁ ἕνας κατακυριεύεται ἀπὸ τὸν καφέ, ὁ ἄλλος ἀπὸ τὸν ταμπάκον (=σκόνη καπνού), ὁ ἄλλος ἀπὸ τὸ τσιμποῦκι (=καπνοσύριγγα), εἰς τρόπον ὅπου φαίνονται γεμάτοι ἀπὸ χολὴν καὶ φαρμάκι καὶ τινὰς δὲν ἠμπορεῖ νὰ λαλήσῃ εἰς αὐτοὺς ἀνίσως πρῶτον δὲν πίουν τὸ φλυτζάνι καὶ δὲν βάλλουν τὸ τρυπημένο ξύλον εἰς τὸ στόμα τους καὶ τὸν ταμπάκον εἰς τὴν μύτην τους· καὶ δὲν ἠξεύρουν οἱ ἄφρονες, ὅτι εἶναι ἐμποδισμένα ἀπὸ τοὺς χριστιανοὺς ὅλα ἐκεῖνα ὅπου κνίζουσιν καὶ θέλγουσιν τὰς αἰσθήσεις, ὡς λέγει ὁ θεολόγος Γρηγόριος «μὴ γεῦσιν καταπορνεύσωμεν, μὴ ὄσφρησιν ἐκθηλύνωμεν»· ἐπειδὴ καὶ δὲν φθάνει μόνον ὅπου λυποῦν τὸν Θεὸν μὲ τὰς ἄλλας δυνάμεις τῆς ψυχῆς καὶ μὲ τὰ λοιπὰ μέλη τοῦ σώματος των, ἀλλὰ ἀκόμη τὸν λυποῦν καὶ μὲ αὐτὰς τὰς αἰσθήσεις των, ὡς λέγει ὁ Ἔσδρας «καὶ ἃ ἐλύπησαν Αὐτὸν (τὸν Θεὸν δηλ.) ἐν αἰσθήσει» (Β’ Ἔσδρ. α’. 22)· Εἰδὲ καὶ νομίζουν εὐγένειαν καὶ χρηστοήθειαν τὸ νὰ πίνουν τσιμποῦκι κτλ. ἂς ἀκούσουν κἄν τοὺς νεωτέρους ἠθικοὺς φιλοσόφους, πόσον τοὺς κατηγοροῦν διὰ τοῦτο εἰς τὰς ἠθικάς των φιλοσοφίας, λέγοντες, τί εὐγένεια; ἢ τί χρηστοήθεια εἶναι αὕτη; νὰ βλέπῃς ἕνα λογικὸν καὶ εὐγενὲς ζῶον, τὸν ἄνθρωπον, νὰ βάλῃ ἕνα ξύλον τρυπημένον καὶ γεμάτον ἀπὸ φωτιὰν καὶ χόρτον εἰς τὸ στόμα του, καθὼς εἶναι τὸ τσιμποῦκι; καὶ νὰ βγάνῃ ἀπὸ τὸ στόμα καὶ τὴν μύτην τοῦ ἕνα μαῦρον σύννεφον ἀπὸ βρομώδη καπνόν, ὡσὰν ἀπὸ ἕνα καμίνι ἀναμμένον καὶ νὰ παρομοιάζῃ μὲ ἐκείνους τοὺς μυθευομένους ἵππους τοῦ Ἀλοέως, οἵτινες ἔβγαζαν καπνοὺς καὶ φωτιὰν ἀπὸ τὴν μύτην καὶ τὸ στόμα τους; ἢ μᾶλλον εἰπεῖν τὸ τῆς Γραφῆς, νὰ παρομοιάζῃ κατὰ τοῦτο μὲ τὸν δράκοντα, ὅστις ἀλληγορικῶς εἶναι ὁ διάβολος, περὶ τοῦ ὁποίου λέγει ὁ Θεὸς εἰς τὸν Ἰὼβ «ἐκ μυκτήρων αὐτοῦ ἐκπορεύεται καπνὸς καμίνου καιομένης πυρὶ ἀνθράκων» [από τα ρουθούνια του βγαίνει καπνός, από καμίνι που καίγεται, από αναμένα κάρβουνα]; (Ἰὼβ μα’. 20). Τί χρηστοήθεια, λέγω, εἶναι αὐτὴ καὶ εὐγένεια; ἐγὼ λογιάζω πὼς βαρβαρώτερον καὶ ἀτακτότερον ἦθος δὲν δύναται νὰ εὑρεθῇ ἀπὸ αὐτό.

Τώρα λοιπὸν πῶς ἠμπορεῖ νὰ εἰπῇ τινας πλέον μικρὰ καὶ συγγνωστὰ τὰ ἁμαρτήματα ταῦτα, εἰς καιρὸν ὅπου βλέπει πὼς κατακυριεύουν τοὺς ἀνθρώπους ἐξ ἴσου μὲ τὰ μεγάλα καὶ τὰ θανάσιμα; Καὶ τί διαφέρουν, παρακαλῶ, οἱ ἀνωτέρω εἰρημένοι κατὰ τοῦτο, ἀπὸ ἐκείνους ὅπου εἶναι κυριευμένοι ἀπὸ θανάσιμα ἁμαρτήματα τῆς πορνείας, τῆς φιλαργυρίας, τοῦ φθόνου καὶ τῶν ὁμοίων; Βέβαια τίποτε· διότι ἐξ ἴσου ὅλοι εἶναι πιασμένοι· ὅλοι εἶναι δοῦλοι· ὅλοι εἶναι νικημένοι ἀπὸ τὰ πάθη· κἄν καὶ οἱ μὲν εἶναι κυριευμένοι ἀπὸ μικρότερα, οἱ δὲ ἀπὸ μεγαλείτερα. Καθὼς παραδείγματος χάριν καὶ δύο λεοντάρια ὅπου νὰ εἶναι πιασμένα εἰς τὴν παγίδα τὸ ἕνα ἀπὸ τὰ τέσσερα πόδια καὶ τὸ ἄλλο ἀπὸ τὸ ἕνα πόδι, ἐξίσου λέγονται πιασμένα καὶ ἀπὸ τὸν θάνατον καὶ τὰ δύο νὰ γλυτώσουν δὲν ἠμποροῦν*· διὰ τοῦτο εἴπεν ὁ Μέγας Βασίλειος (ὅρ. κατ’ ἐπίτομην σϞγ’.) ὅτι εἰς τὴν Καινὴν Διαθήκην δὲν εἶναι διαφορὰ μεγάλου καὶ μικροῦ ἁμαρτήματος, καθ’ ὅτι νὰ κυριεύῃ ἡ ἁμαρτία τὸν ἄνθρωπον, τοῦτο ἐγένετο προτοῦ νὰ ἔλθῃ ὁ Χριστός, ἀφ’ οὗ δὲ ἦλθεν ὁ Χριστὸς καὶ ἔδωκε δύναμιν εἰς τοὺς ἀνθρώπους κατὰ τῆς ἁμαρτίας, κανένας Χριστιανὸς πλέον δὲν εἶναι πρέπον νὰ κυριεύεται ἀπὸ κάθε λογῆς ἁμαρτίαν, ὡς λέγει ὁ μακάριος Παῦλος «ἁμαρτία γὰρ ὑμῶν οὐ κυριεύσει, οὐ γὰρ ἐστὲ ὑπὸ νόμον, ἀλλ’ ὑπὸ χάριν» (Ρωμ Ϛ΄. 14).

* Ἣ καθὼς ὁ Θεολόγος Γρηγόριος φέρει παραδείγματα εἰς τὰ ἡρωϊκὰ ἔπη του, ἓνα κάνιστρον καὶ ἕνα ἀμπέλι, τὰ ὁποῖα ἐὰν καὶ μίαν μόνην τρύπαν μικρὴν ἔχουσιν, δὲν ὠφελοῦνται ἐὰν ἔχουσιν κλεισμένας τὰς πόρτας των· διότι ἀπὸ ἐκείνην τὴν μικρὴν τρύπαν, ἐμβαίνουν μέσα οἱ ἐχθροί καὶ οἱ διαβάται καὶ πέρνουν ὅ,τι καὶ ἂν ἔχουν μέσα. Καὶ κατ’ ἄλλον δὲ ὑψηλότερον τρόπον τὸ περὶ τούτων ἄκουσον. Ἡ ψυχὴ εἶναι ἕνα πράγμα ἄϋλον, ὅπου ἔχει πολλᾶς δυνάμεις καὶ ὁμοιάζει ὡσὰν ἕνα κέντρον τοῦ κύκλου, ὅπου ἔχει πολλὰς γραμμάς, καθὼς λοιπὸν ὅ,τι πάθος ἀκολουθήσῃ εἰς τὰς γραμμάς, τοῦτο ἀναφέρεται καὶ ἐγγίζει εἰς τὸ κέντρον, ἔτσι καὶ ὅ,τι μολυσμὸς μικρὸς ἢ μεγάλος ἔμβῃ ἀπὸ κάθε μίαν δύναμιν τῆς ψυχῆς, εὐθὺς ἀναφέρεται καὶ εἰς τὴν ψυχὴν καὶ συμμολύνεται καὶ αὐτὴ ὅλη, καθ’ ὅ καὶ ὁλικῶς καὶ ἀμερῶς περιέχει τὰς δυνάμεις ταύτας ἐν αὐτῇ· ὅθεν εἶπεν ὁ Μέγας τῆς Θεσσαλονίκης Γρηγόριος. «Καὶ γὰρ ἕν ἐστι πολυδύναμον πρᾶγμα ἡ ψυχή· μολύνεται τοίνυν ὅλη, κακίας ἐγγεγενημένης, ἀφ’ ἦς ὁτινοσοῦν τῶν ἐν αὐτῇ δυνάμεων καὶ κοινωνοῦσι πᾶσαι τῆς μιᾶς, τῷ ἐνιαίῳ τῆς ψυχῆς» (ἐν Κεφ. γ’. τῶν περὶ προσευχῆς). Ἔπειτα τὰ συγγνωστὰ ταῦτα καὶ ἀθανάσιμα λεγόμενα ἁμαρτήματα, δὲν εἶναι ὅλα μικρά· καθ’ ὅτι οὐδὲ εἶναι ἑνὸς καὶ τοῦ αὐτοῦ βαθμοῦ· ἀλλὰ εἶναι διαφόρων βαθμῶν, τοὺς ὁποίους, χάριν διακρίσεως, ἄς ἔχομεν ἄδειαν νὰ τοὺς ὀνομάσωμεν. Καὶ α’. μὲν βαθμὸς εἶναι ὁ τῶν συγγνωστῶν, β’. ὁ ἐγγὺς τῶν συγγνωστῶν, γ’. ὁ τῶν ἀθανασίμων (διαφέρει γὰρ τὸ ἀθανάσιμον τοῦ συγγνωστοῦ καὶ εἶναι ἐκείνου ἀνώτερον· δι’ ὅ καὶ ὁ Κορέσιος ἀθανάσιμα ταῦτα καλεῖ) δ’. ὁ ἐγγὺς τῶν ἀθανασίμων. ε’. ὁ μέσος τῶν ἀθανασίμων καὶ θανασίμων, ς’. ὁ
ἐγγὺς τὸν θανασίμων· οἶον ἐπὶ παραδείγματος τῶν τοῦ θυμικοῦ ἁμαρτημάτων·

  1. ἡ μὲν πρώτη κίνησις τοῦ θυμοῦ ἥτις καὶ θυμικὸς συνδυασμὸς λέγεται, συγγνωστὸν ἐστιν ἁμάρτημα·
  2. τὸ νὰ κάμῃ τινὰς συγκατάθεσιν εἰς τὸ νὰ ἐκδικήσῃ, ἐγγύς ἐστι τῶν συγγνωστῶν·
  3. τὸ νὰ ὑβρίσῃ μὲ ὕβρεις ἢ κατάρας, ἀθανάσιμόν ἐστι·
  4. τὸ νὰ κτυπήσῃ μὲ τὸ χέρι του, ἕνα ῥάπισμα θετέον, ἐγγύς ἐστι τῶν ἀθανασίμων·
  5. τὸ νὰ κτυπήσῃ μὲ ξύλον, μέσον ἐστὶ τῶν ἀθανασίμων καὶ θανασίμων
  6. καὶ τὸ νὰ κτυπήσῃ μὲ μαχαῖρι, ἢ ἄλλο θανατηφόρον ὅπλον, ὄχι εἰς καίριον μέρος τοῦτο ἐγγὺς τῶν θανασίμων·

ταῦτα ὁμοίως θεωροῦνται καὶ εἰς τὰ ἀμαρτήματα τοῦ ἐπιθυμητικοῦ καὶ τοῦ λογιστικοῦ. Καὶ ἁπλῶς,

  • ἀπὸ τὸν πρῶτον βαθμόν, ὅς ἐστιν ἡ ἀναμάρτητος προσβολή,
  • ἕως τοῦ ὀγδόου βαθμοῦ, ὅς ἐστιν ἡ θανάσιμος ἁμαρτία τοῦ φόνου,

οἱ ἀναμεταξὺ τούτων εὐρισκόμενοι ἕξ βαθμοί, οὕς προείπομεν ἢ καὶ περισσότεροι, εἶναι μικροί, μικρότεροι, μεγάλοι καὶ μεγαλύτεροι, καὶ ἀκολούθως καὶ τὰ κατ’ αὐτοὺς τους βαθμοὺς γινόμενα ἁμαρτήματα, συγγνωστὰ καὶ ἀθανάσιμα, εἶναι παρομοίως μικρά, μικρότερα, μεγάλα καὶ μεγαλείτερα. Ὅθεν καὶ πρέπει νὰ κανονίζωνται μὲ ἐπιτίμια μικρά, μικρότερα, μεγάλα καὶ μεγαλείτερα· καθὼς ἀπαιτεῖ ὁ τοῦ δικαίου λόγος.

Ἐκ τούτων λοιπὸν ἁπάντων γίνεται φανερὸν πόσον εἶναι πεπλανημένοι καὶ γελασμένοι ἀπὸ τὸν λογισμόν τους καὶ ἀπὸ τὸν διάβολον, ὅσοι λέγουν «ἐγὼ φυλάττομαι ἀπὸ τὰ θανάσιμα ἁμαρτήματα, ἀλλὰ ἀπὸ τὰ συγγνωστὰ δὲν φοβοῦμαι»· καὶ δὲν ἠξεύρουν οἱ ἀνόητοι, πῶς τοῦτο εἶναι δόλωμα τοῦ διαβόλου, μὲ τὸ ὁποῖον πολεμεῖ νὰ τοὺς καρφώσῃ εἰς τὸν λαιμὸν τους κεκρυμμένον ἄγγιστρον τῆς θανασίμου ἁμαρτίας, ἢ καὶ νὰ τοὺς ἔχῃ εἰς τὴν ὑποταγὴν του δουλωμένους μὲ τὰ τοιαῦτα ἁμαρτήματα. Αλλὰ ἐσὺ ἀγαπητὲ ἀναγνώστα, μὴν ὁμοιάσης μὲ αὐτοὺς τοὺς ἄφρονας, ἀλλὰ φοβοῦ καὶ φυλάττου μὲ ὅλα σου τὰ δυνατὰ ἀπὸ τὰ τοιαῦτα συγγνωστὰ ἁμαρτήματα, ἕνα μὲν διότι ἠμποροῦν νὰ σὲ κυριεύσουν καὶ νὰ σὲ κάμουν δοῦλον εἰς τὸν διάβολον καὶ ἄλλο διότι σου ἀνοίγουν θύραν καὶ σὲ ἐγκρημνίζουν εἰς τὰ θανάσιμα ἁμαρτήματα, καὶ τελευταῖον σὲ καταβιβάζουν εἰς τὸν ᾅδην. Καὶ ἄραγε ἕως τώρα πόσας ψυχὰς καλλιτέρας ἀπὸ ἐσένα ἐκρήμνισαν εἰς τὴν ἀπώλειαν; αἱ ὁποῖαι ἀρχίζουσαι νὰ περιφρονοῦν τὰ μικρὰ ἔφθασαν εἰς τὸ νὰ καταφρονοῦν καὶ τὰ μεγάλα, καὶ κατ’ ὀλίγον ὀλίγον κατήντησαν εἰς τὸν γκρεμνόν, εἰς τὸν ὁποῖον καὶ ἀπέμειναν·

Λοιπὸν ἀποστράφου καὶ μίσησε ἐξ ὅλης σου τῆς καρδίας τὰ συγγνωστὰ ταῦτα καὶ μικρὰ ἐλαττώματά σου, καὶ ἀγωνίζου νὰ φανῇς τέλειος εἰς ὅλα, καθὼς σὲ προστάζει ὁ Κύριος «ἔσεσθε οὗν ὑμεῖς τέλειοι, ὥσπερ καὶ ὁ Πατὴρ ὑμῶν Τέλειός ἐστι» (Ματθ. ε. 48) καὶ σπούδαζε νὰ εὑρεθῇ ἡ ψυχή σου χωρὶς κἀνένα ψεγάδι καὶ ἀσχημίαν ἐμπρός εἰς τὸν Νυμφίον της Χριστόν, ὡς νύμφη ὡραία καὶ πάγκαλος, διὰ νὰ τῆς εἰπῇ καὶ ὁ Κύριος ἐκεῖνα τὰ ᾀσματικὰ «μία ἐστὶ περιστερά μου τελεία μου» (Ἀσμ. ς’. 8) καὶ «πάλιν ὅλη καλὴ ἡ πλησίον μου καὶ μῶμος οὐκ ἔστιν ἐν σοί» (Ἀσμ. δ’. 7). Διότι καθὼς μία νύμφη σπουδάζει νὰ ἀρέσῃ κατὰ πάντα εἰς τὸν νυμφίον της ἔτσι καὶ μία ψυχὴ πρέπει νὰ ἀγωνίζεται νὰ ἀρέσῃ εἰς τὸν Χριστὸν καὶ νὰ τὸν μιμῆται ὅσον τὸ δυνατόν· καὶ καθὼς ἐκεῖνος ἦτον ἐλεύθερος ἀπὸ κάθε ἁμάρτημα θανάσιμον καὶ συγγνωστόν, ἔτσι καὶ αὐτὴ πρέπει νὰ φυλάττεται, ὄχι μόνον ἀπὸ τὰ θανάσιμα, ἀλλὰ καὶ ἀπὸ τὰ συγγνωστὰ ἁμαρτήματα. Ἕως τόσον ἐντράπου ἀδελφέ, ἐντράπου πῶς ἕως τώρα ἄφησες τὸν ἑαυτόν σου νὰ κυριευθῇ ἀπὸ τέτοια παραμικρὰ καὶ μωρά, ἀπὸ τέτοια νηπιώδη καὶ ἀξιογέλαστα ἁμαρτήματα καὶ ἀποφάσισε ἀπὸ τοῦ νῦν καὶ εἰς τὸ ἑξῆς νὰ προτιμήσῃς καλλίτερα νὰ ἀποθάνῃς παρὰ νὰ κάμῃς μὲ γνῶσιν τελείαν καὶ μὲ ὅλην τὴν θέλησίν σου κἀμμίαν ἀπὸ τὰς συγγνωστὰς αὐτὰς ἁμαρτίας, ὅπου εἶναι τόσον μισηταὶ ἐμπρὸς εἰς τὸν Θεὸν καὶ ζητώντας τὴν βοήθειαν τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ, ὅστις ἔχυσεν ὅλον τὸ πολύτιμον Αἷμα Του καὶ παρεδόθη εἰς θάνατον διὰ νὰ διαφθείρῃ κάθε ἁμαρτίαν παρακάλεσέ Τον νὰ μὴ σὲ ἀφήσῃ πλέον νὰ κυριευθῇς ἀπὸ καμμίας
λογῆς ἁμαρτίαν. «Μὴ κατακυριευσάτω μου πᾶσα ἀνομία» (ψαλ. ριη’. 133).

Γ΄. Ποίας τιμωρίας προξενοῦν καὶ εἰς τὴν παροῦσαν ζωὴν καὶ εἰς τὴν μέλλουσαν.

Συλλογίσου ἀγαπητὲ τὰς τιμωρίας ὅπου προξενοῦν τὰ συγγνωστὰ ἁμαρτήματα τόσον εἰς τὴν παροῦσαν ζωήν, ὅσον καὶ εἰς τὴν μέλλουσαν. Καὶ εἰς μὲν τὴν παροῦσαν ζωὴν ποία δυστυχία; ποία πτωχεία; ποῖοι πειρασμοί; ποῖοι διωγμοί; ποίαι ἀσθένειαι δὲν δίδονται εἰς τοὺς ἀνθρώπους ἀπὸ τὸν Θεὸν διὰ τιμωρίαν καὶ ποινὴν τούτων τῶν ἁμαρτημάτων, τὰ ὁποία ἡμεῖς μὲ τόσην βεβαιότητα ὀνομάζομεν ἐλαφρὰ καὶ συγγνωστά; Τὰ παραδείγματα εἶναι σχεδὸν ἀναρίθμητα καὶ ἡ θεία Γραφὴ εἶναι γεμάτη ἀπὸ μαρτυρίας τιμωριῶν, τὰς ὁποίας ἔστειλεν ὁ Θεὸς εἰς πολλοὺς διὰ παρόμοια ἁμαρτήματα· ἀλλ’ αὐταί ὅλαι αἱ πρόσκαιραι τιμωρίαι ὅπου δίδονται ἐδῶ εἶναι οὐδέν, συγκρινόμενοι μὲ ἐκείνας τὰς τιμωρίας ὅπου δίδονται αἰωνίως εἰς τὴν ἄλλην ζωὴν διὰ τὰ ἁμαρτήματα αὐτὰ ἐπειδὴ ἐκείναι αἱ τιμωρίαι μὲ τὸ νὰ εἶναι ὑπερφυσικαί, ἀκολούθως ὑπερβαίνουν καὶ ὅλους τοὺς πόνους ὅπου δοκιμάζουν αἱ αἰσθήσεις μας εἰς τὴν παροῦσαν ζωήν.

Τώρα σὲ ἐρωτῶ ἀδελφέ μου νὰ μοῦ εἶπῇς ἐὰν ἐσύ, λόγου χάριν, ἤθελες ἰδῇ κανένα πταίστην νὰ καταδικασθῇ ἀπὸ τὴν ἀνθρώπινον δικαιοσύνην, διὰ νὰ καῇ ζωντανὸς εἰς τὸ μέσον τῆς πόλεως, ἠδύνασο πότε νὰ λογιάσῃς, πῶς τὸ πταῖσμα ἐκείνου τοῦ ἀνθρώπου ἦτο μικρὸν καὶ ἐλαφρόν; Ὄχι βέβαια. Καὶ λοιπὸν πῶς εἶναι δυνατὸν νὰ λογιάσης ὅτι εἶναι μικρὸν καὶ ἐλαφρὸν ἕνα συγγνωστὸν ἁμάρτημα, εἰς καιρὸν ὅπου βλέπεις ὅτι ἡ θεία δικαιοσύνη (ἡ ὁποία εἶναι πάντοτε ἀλάνθαστος) τιμωρεῖ τὸ τοιοῦτον πταῖσμα τόσον αὐστηρὰ μὲ τὸ πῦρ τὸ αἰώνιον; Καὶ εἰς καιρὸν ὅπου βλέπεις, ὅτι ἡ ψυχὴ ὅπου εἶναι ἐκλεκτὴ νύμφη τοῦ Κυρίου καὶ διωρισμένη διὰ τοὺς γάμους τοῦ παραδείσου, καταδικάζεται μέσα εἰς τὴν κάμινον τοῦ πυρὸς καὶ δὲν ἠμπορεῖ νὰ βλέπῃ τὸν Θεὸν τὸν Νυμφίον της, διὰ τὴν παράβασιν ὅπου ἔκαμεν εἰς τὸν θεῖον Του νόμον μὲ τὰ συγγνωστὰ αὐτὰ ἁμαρτήματα; Καὶ τί ἄλλην περισσοτέραν ἀπόδειξιν θέλεις ἀπὸ ταύτην;

Ὅθεν δίκαιον εἶχεν ὁ ἱερὸς Αὐγουστῖνος νὰ εἴπῃ τοῦτο τὸ πολλοῦ φόβου ἄξιον λόγιον· ὅτι τὰ πολλὰ μικρὰ ἁμαρτήματα, κάμνουν ἕνα μεγάλον (Ὁμιλ. εἰς τὴν α’. ἐπιστολ. τοῦ Ἰωάν.). Καὶ μάλιστα ὅταν τινὰς κλίνῃ καὶ ἀγαπᾷ ταῦτα καὶ συνεχῶς τὰ ἐργάζεται, ὡς προείπομεν διότι κόλασιν προξενοῦν καὶ τὰ θανάσιμα καὶ μεγάλα· κόλασιν προξενοῦν καὶ τὰ συγγνωστὰ καὶ μικρά· καὶ καθ’ ὅ μὲν δὲν λαμβάνουν μίαν καὶ τὴν αὐτὴν κόλασιν διαφέρουν, καθ’ ὅ δὲ ἐκβάλλουν ἐκείνους ὅπου τὰ ἐργάζονται ἀπὸ τὴν βασιλείαν τῶν οὐρανῶν, δὲν διαφέρουν ὡς λέγει ὁ θεῖος Χρυσόστομος (Ὁμιλ. ις’ εἰς τὴν Α’. πρὸς Κορινθ. καὶ λὸγῳ πρὸς Δημήτριον περὶ κατανύξεως). Ὅθεν καὶ ὁ Ἀπόστολος εἶπεν ὅτι οἱ εἰδωλολάτραι καὶ οἱ ἀρσενοκοῖται, ἀλλὰ καὶ οἱ λοίδοροι ἤτοι καὶ οἱ μεγάλως καὶ οἱ μικρῶς ἁμαρτήσαντες ἐξίσου δὲν κληρονομοῦν βασιλείαν οὐράνιον· «μὴ πλανᾶσθε, οὔτε πόρνοι, οὔτε εἰδωλολάτραι, οὔτε μοιχοί, οὔτε μαλακοί, οὔτε ἀρσενοκοῖται, οὔτε κλέπται, οὔτε πλεονέκται, οὔτε μέθυσοι, οὐ λοίδοροι, οὐχ ἅρπαγες βασιλείαν Θεοῦ οὐ κληρονομήσουσιν» (Α’ Κορ. ς’ 9). Πολὺ δὲ προσφυὲς καὶ ἁρμόδιον εἶναι καὶ τὸ παράδειγμα ὅπου εἰς τοῦτο φέρουν τινές, λέγοντες. Καθὼς ἐὰν βάλῃ τινὰς ὀλίγας μεγάλας πέτρας εἰς ἕνα βαρκόπουλον καταποντίζεται· ὁμοίως καὶ ἐὰν γεμίσῃ τὸ αὐτὸ ἀπὸ ἄμμον λεπτὴν καὶ ψιλὴν πάλιν καταποντίζεται· Τοιουτοτρόπως καὶ μὲ τὰ ὀλίγα θανάσιμα καὶ μεγάλα ἁμαρτήματα κολάζεται ἡ ψυχή, καὶ μὲ τὰ πολλὰ καὶ μικρὰ συγγνωστὰ πάλιν κολάζεται.

Ἐγὼ δὲ προσθέτω καὶ τοῦτο τὸ φοβερώτερον, ὅτι ὁ διάβολος περισσοτέρους ῥίπτει εἰς τὴν κόλασιν μὲ τὰ ἐλαφρὰ καὶ συγγνωστὰ αὐτὰ ἁμαρτήματα, παρὰ μὲ τὰ θανάσιμα καὶ βαρέα· διότι ἐκεῖνος μὲν ὅπου πέσῃ εἰς κανένα θανάσιμον ἁμάρτημα ἔχοντάς το διὰ μεγάλον, αἰσθάνεται τὸ κακόν του, λυπεῖται, μετανοεῖ, συντρίβεται, ἱκανοποιεῖται καὶ ἔτσι διορθώνεται καὶ γλυτώνει ἀπὸ τὴν κόλασιν· καθὼς καὶ ἐκεῖνος ὅπου πάσχει ἀπὸ καμμίαν μεγάλην καὶ φανερὰν πληγήν, ζητεῖ μὲ κάθε λογῆς τρόπον νὰ τὴν ἰατρεύσῃ· Εκεῖνος δὲ ὅπου πίπτει εἰς τὰ συγγνωστὰ ἁμαρτήματα, ἔχωντάς τα διὰ μικρὰ καὶ ἐλαφρά, τὰ καταφρονεῖ καὶ δὲν φροντίζει ποτὲ διὰ νὰ διορθωθῇ, ὅν τρόπον καὶ ἐκεῖνος ὅπου ἔχει πολλὰς πληγὰς μικρὰς καὶ ἀφανεῖς καταφρονεῖ τὴν ἰατρείαν τους· ἀλλ’αἱ πληγαί ἐκεῖναι δουλεύουν κρυφίως καὶ κατατρώγουν τὰς σάρκας καὶ τέλος πάντων προξενοῦν τὸν θάνατον εἰς τὸν πάσχοντα. Ὅθεν καὶ ὁ Θεὸς διὰ τοῦτο παιδεύει τοὺς ποιοῦντας τὰ τοιαῦτα συγγνωστὰ ἁμαρτήματα, τόσον ἐδῶ ὅσον καὶ ἐκεῖ, διότι αὐτοὶ καταφρονοῦν καὶ δὲν θὲλουν νὰ κάμουν κανένα κανόνα δι’ αὐτὰ· ἐπειδὴ ἂν αὐτοὶ ἐπαίδευον τὸν ἑαυτόν τους βέβαια δὲν ἤθελέ τοὺς παιδεύῃ ὁ Θεὸς, ὡς λέγει ὁ Παῦλος· «εἰ γὰρ ἑαυτοὺς διεκρίνομεν, οὐκ ἂν ἐκρινόμεθα, κρινόμενοι δὲ ὑπὸ Κυρίου παιδευόμεθα» (Α’. Κορ. ια’. 31)*.

* Ὅθεν λέγει καὶ ὁ θεῖος Χρυσόστομος, «Καὶ μηδὲ τὰ μικρὰ ἁμαρτήματα νομιζόμενα, ἁπλῶς παρατρέχωμεν, ἀλλὰ καθ’ ἑκάστην ἡμέραν ἑαυτοὺς εὐθύνας ἀπαιτῶμεν καὶ ρημάτων καὶ βλεμμάτων καὶ δίκας ἑαυτοὺς εἱσπραττώμεθα, ἵνα τῆς ἐκεῖθεν κολάσεως ἑαυτοὺς ἐλευθερώσωμεν» (Λόγ. ξα’ εἰς τὴν Γένεσιν).

Καὶ λοιπόν, ὤ! πόσον ἀνόητοι εἶναι ἐκεῖνοι ὅπου λέγουν» «καὶ τί βλάπτει τὸ νὰ γελάση τινὰς καὶ νὰ χορατεύσῃ; τί κακὸν εἶναι τὸ νὰ τρώγῃ καὶ νὰ πίνῃ καὶ νὰ ξεφαντώνῃ ὁ ἄνθρωπος; Αὐτὰ δὲν εἶναι τίποτε αὐτὰ εἶναι ἀδιάφορα* ἀπὸ αὐτὰ ὁ Θεὸς δὲν κολάζει τὸν ἄνθρωπον»·

* Πόσον κακὸν εἶναι ἡ ἀδιαφορία, δείκνυται ἀπὸ τὸν ἐννενηκοστὸν Κανόνα τοῦ Μεγάλου Βασιλείου, εἰς τὸν ὁποῖον παρακαλεῖ ὁ ἅγιος τὸν Θεὸν νὰ μὴ εὑρεθῇ τὸ κακὸν αὐτὸ εἰς τοὺς Ἐπισκόπους Του, «ὅπερ ἀπεύχομαι ἐφ’ ὑμῖν εὐρεθῆναι». Καὶ ὁ θεῖος Ἰσίδωρος ὁ Πηλουσιώτης λέγει· «Τὸ λέγειν οὐδὲν παρὰ τοῦτο τὴν κακίαν ἐπικωμάσαν τῷ βίῳ πεποίηκεν» (Ἐπιστολ. ᾳσλγ’). Καὶ τὸ μὲν νὰ κάμνωμεν διὰ τὴν ἀσθένειάν μας τὰ κακὰ καὶ ἔπειτα νὰ κατηγοροῦμεν τὰ κακὰ αὐτὰ, ὅπου κάμνομεν καὶ ὁμοῦ καὶ τὸν ἑαυτὸν μας ὅπου τὰ κάμνει, τοῦτο εἶναι καλὸν καὶ μέρος σωτηρίας, κατὰ τε τὸν Ἀλεξανδρείας Τιμόθεον καὶ τὸν θεῖον Χρυσόστομον. Ὁ μὲν γὰρ Τιμόθεος ἐρωτηθεὶς ἐν τῷ ιζ’ Κανόνι· «Συχνῶς ἀκούοντες τὸν λόγον τοῦ Θεοῦ καὶ μὴ ποιοῦντες, ἆρα ὑπὸ κατάκρισιν ἐσμέν; ἀποκρίνεται· εἰ καὶ μὴ ποιοῦμεν, ἀλλ’ οὐκ ἐνδέχεται μὴ μέμφεσθαι ἑαυτοὺς»· ὁ δὲ Χρυσόστομος λέγει· «ἥκουσα καὶ οὐκ ἐτήρησα· οὐκ ἐτήρησας; κατέγνως σεαυτοῦ· εἰς τὸ ἥμισυ ἐτήρησας, κἄν μὴ τηρήσῃς, εἴπῃς δὲ οὐκ ἐτήρησα· ὁ γὰρ καταγνοὺς ἑαυτοῦ ἐπὶ τῷ μὴ τηρῆσαι ἐπὶ τῷ τηρῆσαι σπουδάζει» (Λόγ. δ’ περὶ Μεταν.). Τὸ δὲ νὰ κάμνωμεν τὰ κακὰ καὶ ἔπειτα νὰ τὰ ἐπαινοῦμεν αὐτὰ τε καὶ τὸν ἑαυτόν μας καὶ κατὰ τὰ θελήματά μας νὰ παρεξηγοῦμεν τὰς Γραφὰς καὶ τὰ θεῖα λόγια, τοῦτο διπλῆν τὴν κόλασιν θέλει προξενήσει εἰς ἡμᾶς· ὅθεν θαυμάσιον, ἀξιοσημείωτον καὶ μυρίων ἐπαίνων ἄξιον εἶναι τὸ ἀπόφθεγμα ὅπου μᾶς ἄφησεν είς τοῦτο ὁ θεοφόρος Μάξιμος λέγων, «Πολλοί ἐσμεν οἱ λέγοντες, ὀλίγοι δὲ οἱ ποιοῦντες· ἀλλ’ οὖν τὸν λόγον τοῦ Θεοῦ οὐδεὶς ὤφειλε νοθεύειν διὰ τὴν ἰδίαν ἀμέλειαν, ἀλλ’ ὁμολογεῖν μὲν τὴν ἑαυτοῦ ἀσθένειαν, μὴ ἀποκρύπτειν δὲ τὴν τοῦ Θεοῦ ἀλήθειαν, ἵνα μὴ ὑπόδικοι γενώμεθα μετὰ τῆς τῶν ἐντολῶν παραβάσεως καὶ τῆς τοῦ λόγου τοῦ Θεοῦ παρεξηγήσεως» (κεφ. πε’ τῆς δ’ ἑκατ.)

Επειδὴ δι’ αὐτὰτὰ τίποτε ἔχουν νὰ καταδικασθοῦν καὶ γελώντας ἔχουν νὰ ὑπάγουν εἰς τὴν αἰώνιον κόλασιν, καθὼς λέγει ἕνας Ἀββᾶς. Ἐσὺ ὅμως ἀδελφέ, μὴ γίνῃς ὅμοιος μὲ αὐτούς, μηδὲ φθάσῃς εἰς τόσην τύφλωσιν ὅπου νὰ ὀνομάζῃς μικρὰ καὶ ἐλαφρὰ κακά, τὰς παραβάσεις τῶν ἐντολῶν τοῦ Κυρίου καὶ κάμνῃς αὐτὰ ὡσὰν νὰ ἦσαν ξεφάντωσες διὰ νὰ μὴ παιδευθῇς ἀπὸ τὸν Κύριον καὶ ἐδῶ καὶ εἰς τὴν μέλλουσαν ζωὴν αἰωνίως. Καὶ δὲν βλέπεις ταλαίπωρε, ὅτι ἂν δὲν ἀποστραφῇς αὐτὰ τὰ κακὰ ἐξ ὅλης σου ψυχῆς, ἔχεις νὰ βασανίζεσαι εἰς μίαν ἀτελεύτητον κόλασιν καὶ νὰ στερηθῇς τὸν Θεὸν καὶ τὴν Αὐτοῦ Βασιλείαν; Τότε βέβαια δὲν θέλεις ὀνομάζει πλέον τὰ ἁμαρτήματα αὐτὰ ἐλαφρὰ καὶ μικρὰ ὅταν σὲ στενοχωρῇ ὁ τόσον βαρὺς καὶ ὑπερβολικὸς πόνος σου μέσα εἰς ἐκείνην τὴν φλόγα τοῦ πυρός· τότε δὲν θέλεις τὰ ὀνομάζει πλέον μικρὰ καὶ συγγνωστά, ἀλλὰ μεγάλα καὶ ἀσυγχώρητα, ὅταν ἰδῇς νὰ σὲ ἀποστραφῇ ὁ Κύριος καὶ νὰ σὲ καταδικάσῃ μαζὶ μὲ ὅλους τοὺς μεγάλους καὶ ἀσυγχωρήτους πταίστας. Ἄχ! ἀλλὰ τί τὸ ὄφελος τότε ἀγαπητὲ νὰ τὰ ὀνομάζης ἔτσι; τώρα, τώρα μάθε νὰ τὰ νομίζῃς καὶ νὰ τὰ ὀνομάζῃς βαρέα καὶ μεγάλα ἁμαρτήματα· τώρα μάθε νὰ φοβῆσαι ὡς θανατηφόρα καὶ ἀσυγχώρητα· τώρα μάθε νὰ τὰ μισῇς καὶ νὰ τὰ ἀποστρέφεσαι μὲ ὅλην σου τὴν καρδίαν καὶ νὰ τὰ πληρώνῃς μὲ ἕνα θεληματικὸν κανόνα καὶ παιδείαν, προτοῦ νὰ σὲ καταδικάσῃ ἡ Θεία Δικαιοσύνη εἰς ἀνεκλαλήτους παιδείας καὶ τιμωρίας·

Εντράπου λοιπὸν πὼς ἕως τώρα ἐστάθης ὡσὰν ἕνας λεπρὸς σκεπασμένος ἀπὸ κεφαλῆς ἕως ποδῶν ἀπὸ τὰς πληγὰς αὐτὰς τῶν συγγνωστῶν ἁμαρτημάτων. Θαύμασαι την μεγάλην ὑπομονὴν τοῦ Θεοῦ ὅπου ὑποφέρει τόσον καιρὸν τόσας ἀταξίας καὶ ἀπανθρωπίας σου· καὶ τόσας παραβάσεις τοῦ Θείου Νόμου Του καὶ κάμε ἀπόφασιν νὰ μὴ δεχθῇς πλέον εἰς τὴν καρδίαν σου κἀνένα συγγνωστὸν ἁμάρτημα, ἐν γνώσει τελείᾳ καὶ διαθέσει τῆς ψυχῆς σου· καὶ παρακάλεσε τὸν Κύριον διὰ τὸ μῖσος ὅπου ἔχει εἰς κάθε ἁμαρτίαν νὰ σὲ δυναμώσῃ εἰς τρόπον ὅπου νὰ μὴ μεταστραφῇς πλέον νὰ πράξῃς κἀνένα ἀπὸ αὐτά, ἀλλὰ νὰ μισῇς μὲν ὅλα τὰ τοιαῦτα κακά, νὰ ἀγαπᾷς δὲ ὅλα τὰ καλά, ὅλα τὰ θεάρεστα, ὅλα τὰ θεοφιλῆ καὶ ἐνάρετα καὶ νὰ λέγῃς ἐκεῖνο τὸ προφητικὸν «μεμισήκαμεν τὰ πονηρὰ καὶ ἠγαπήσαμεν τὰ καλά» (Ἀμὼς ε’. 15).

Σχολιάστε

Σχολιάστε