Άγιος Νικόδημος ο Αγιορείτης. (Πνευματικά Γυμνάσματα). Περί της μελλούσης Κρίσεως.

Μπορείτε να διαβάσετε το υπόλοιπο βιβλίο εδώ :

Άγιος Νικόδημος ο Αγιορείτης. Πνευματικά Γυμνάσματα.


ΜΕΛΕΤΗ ΙΑ΄

Ὅτι ἡ μέλλουσα κρίσις ἔχει νὰ εἶναι μεγάλη·

Α΄. Διὰ τὰ πρόσωπα καὶ ὑποκείμενα ὅπου ἔχουν ἐκεῖ νὰ συναχθοῦν.
Β΄. Διὰ τὰ πράγματα ὅπου ἔχουν νὰ ἐξετασθοῦν.
Γ΄. Δι’ ἐκεῖνα ὅπου ἔχουν νὰ ἀποφασισθοῦν.

A΄. Διὰ τὰ πρόσωπα καὶ ὑποκείμενα ὅπου ἔχουν ἐκεῖ νὰ συναχθοῦν.

[Η ΗΜΕΡΑ ΚΥΡΙΟΥ Η ΜΕΓΑΛΗ]

Συλλογίσου ἀγαπητέ, ὅτι μετὰ τὴν συντέλειαν τοῦ παρόντος κόσμου ἔχει νὰ γίνῃ ἡ τελευταία ἡμέρα τῆς καθολικῆς καὶ κοινῆς κρίσεως, ἥτις καλεῖται πολλάκις ἀπὸ τὰς Θείας Γραφάς μεγάλη* διότι ἐξαιρέτως θέλει εἶναι μεγάλη διὰ τρία αἴτια· α’ διὰ τὰ ὑποκείμενα ὅπου ἔχουν νὰ συναχθοῦν ἐκεῖ· β΄ διὰ τὰ πράγματα ὅπου ἔχουν ἐκεῖ νὰ ἐξετασθοῦν καὶ γ’ διὰ ἐκεῖνα ὅπου ἔχουν τότε νὰ ἀποφασισθοῦν.

* Ἔτσι τὴν ὁνομάζει ὁ Προφήτης Ἰωήλ· «δι’ ὅτι μεγάλη ἡ ἡμέρα Κυρίου καὶ ἐπιφανὴς σφόδρα» (β΄. 11) καὶ πάλιν «πρὶν ἢ ἐλθεῖν τὴν ἡμέραν Κυρίου τὴν μεγάλην καὶ ἐπιφανῆ» (αὐτόθι 31, Μαλαχίας δ΄. 4, Πράξεις των Αποστόλων β΄. 20) ἔτσι ὁ Σοφονίας «ἐγγὺς ἡ ἡμέρα Κυρίου ἡ μεγἀλη» (α΄. 14)· ἔτσι ὁ Μαλαχίας «Πρὶν ἐλθεῖν ἡμέραν Κυρίου τὴν μεγάλην» (Μαλαχίας δ΄. 4, Ιωήλ, γ΄. 4).

[ΣΥΝΑΞΗ ΟΛΩΝ ΤΩΝ ΑΓΓΕΛΩΝ, ΔΑΙΜΟΝΩΝ ΚΑΙ ΑΝΘΡΩΠΩΝ ΣΤΗΝ ΚΟΙΛΑΔΑ ΙΩΣΑΦΑΤ. Η ΕΝΔΟΞΗ ΠΑΡΟΥΣΙΑ ΤΟΥ ΙΗΣΟΥ ΧΡΙΣΤΟΥ]

Καὶ λοιπὸν ἡ ἡμέρα ἐκείνη θέλει εἶναι μεγὰλη διὰ τὰ πρόσωπα ὅπου ἔχουν νὰ συναθροισθοῦν, ἐπειδὴ μέλλουν νὰ συναχθοῦν ὅλοι οἱ Ἄγγελοι, ὅλοι οἱ Δαίμονες, καὶ ὅλοι οἱ ἀπὸ Ἀδὰμ ἕως τέλους ἄνθρωποι ἐμπρὸς εἰς ἐκεῖνον τὸν φοβερὸν Κριτήν. Τώρα σχημάτισε μὲ τὸν νοῦν σου ἕνα μεγαλώτατον καὶ εὐρυχωρότατον θέατρον, τὸ ὁποῖον θέλει εἶναι ἡ κοιλὰς τοῦ Ἰωσαφάτ, καθώς πολλοὶ θέλουσιν· «ἐξεγειρέσθωσαν, ἀναβαινέτωσαν πάντα τὰ ἔθνη εἰς τὴν κοιλάδα τοῦ Ἰωσαφάτ, διότι ἐκεῖ καθιῶ τοῦ κρῖναι πάντα τὰ ἔθνη κυκλόθεν» (Ἰωήλ. δ΄. 12) καὶ ἐπάνω ἀπὸ τὸ θέατρον αὐτὸ εἰς τὸν ἀέρα σχημάτισε μὲ τὴν φαντασίαν σου ἕναν θρόνον νεφέλης εἰς τὸν ὁποῖον μέλλει νὰ κάθηται κριτὴς ὁ Ἰησοῦς Χριστὸς μὲ τόσην μεγαλειότητα διὰ τὴν θείαν Του φύσιν καὶ μὲ τόσην δόξαν διὰ τὴν τεθεωμένην Του ἀνθρωπότητα, εἰς τρόπον ὥστε, οὔτε ὁ ἥλιος, οὔτε ἡ σελήνη, οὔτε τὰ ἄστρα θέλουν ἔχει φῶς ἔμπροσθέν Του «ὁ ἥλιος καὶ ἡ σελήνη σκοτισθήσονται καὶ οἱ ἀστέρες οὐ δώσουσι τὸ φέγγος αὐτῶν» (Ἰωὴλ δ΄. 15) καὶ εἰς τρόπον ὅπου ὅλοι οἱ δαίμονες καὶ ὅλοι οἱ ἄπιστοι καὶ οἱ κατάδικοι ἁμαρτωλοί, τρομαγμένοι ἀπὸ τὴν μεγαλειότητά Του, πεφοβισμένοι ἀπὸ τὴν δόξαν Του θέλουν ἀναγκασθῆ καὶ μὴ θέλοντες νὰ κλὶνουν τὰ γόνατα, καὶ νὰ Τὸν προσκυνήσουν «ἐν τῷ ὀνόματι Ἰησοῦ πᾶν γόνυ κάμψει ἐπουρανίων καὶ ἐπιγείων καὶ καταχθόνιων» (Φιλιπ. β΄. 10).

[Η ΠΑΝΑΓΙΑ, ΟΙ ΑΓΓΕΛΟΙ, ΟΙ ΑΓΙΟΙ ΚΑΙ ΔΙΚΑΙΟΙ, ΚΟΝΤΑ ΣΤΟΝ ΧΡΙΣΤΟ. ΤΑ ΣΩΜΑΤΑ ΤΩΝ ΔΙΚΑΙΩΝ ΕΝΔΟΞΑ ΚΑΙ ΛΑΜΠΡΑ ΣΑΝ ΤΟΝ ΗΛΙΟ. ΤΑ ΣΩΜΑΤΑ ΤΩΝ ΑΜΑΡΤΩΛΩΝ ΑΣΧΗΜΑ ΚΑΙ ΜΑΥΡΑ]

Κοντὰ Του θέλει στέκει πρῶτον ἡ Παρθένος καὶ Μήτηρ Του εἰς ἕνα θρόνον ἁρμόδιον εἰς τὴν ἀξίαν τῆς βασιλίσσης κατὰ τὸ «Παρέστη ἡ Βασίλισσα ἐκ δεξιῶν Σου» (Ψαλμ. μδ΄. 9) καὶ ἀπὸ τὸ ἕνα καὶ ἄλλο μέρος θέλουν στέκονται ὅλα τὰ ἀγγελικὰ τάγματα καὶ ὅλοι ὁμοῦ οἱ ἀπ’ αἰῶνος ἅγιοι καὶ δίκαιοι, οἱ ὁποῖοι θέλουν ἔχει τὰ σώματά τους τόσον ἔνδοξα καὶ τόσον λαμπρά, ὅπου κάθε ἕνας ἀπὸ αὐτοὺς ἔχει νὰ φωτίζῃ ὅλην τὴν γῆν, ὡσὰν ἥλιος.«Τότε οἱ δίκαιοι ἐκλάμψουσιν ὡς ὁ ἥλιος ἐν τῇ δόξῃ τοῦ Πατρὸς αὐτῶν» (Ματθ. ιγ’΄43) καὶ οἱ ἄγγελοι θέλουν φαίνονται φωτεινότεροι ἀπὸ τὸν ἥλιον διὰ νὰ αὐξάνουν τὴν τιμὴν εἰς τοὺς ἁγίους καὶ τὸν φόβον εἰς τοὺς ἁμαρτωλοὺς καὶ εἰς ὅλον τὸ ὕστερον θέλουν στέκονται ὅλοι οἱ δαίμονες καὶ οἱ ἀσεβεῖς* καὶ οἱ καταδικασμένοι ἁμαρτωλοὶ ἐκστατικοί, τρέμοντες, χωρισμένοι ἀπὸ τοὺς ἀγαθοὺς καὶ θέλουν ἔχει καὶ αὐτοὶ τὰ ἰδικὰ τους σώματα, ἀλλ’ ὤ! Πόσον διαφορετικὰ ἀπὸ τὰ σώματα τῶν δικαίων! Διότι αὐτὰ θέλουν εἶναι δυσώδη, βρωμερά, μαῦρα, ἀσχημότατα, ἐλεεινὰ καὶ τερατώδη, ὥστε ὅπου νὰ γίνεται τὸ καθ’ ἕνα εἰς τὴν ἀθλίαν του ψυχήν, ἄλλος δεύτερος ᾅδης**.

* Διότι καί οἱ ἀσεβεῖς καὶ ἄπιστοι ἔχουν νὰ παρασταθοῦν είς τὴν καθολικὴν κρίσιν κατὰ τὰ ἁνωτέρω λόγια τοῦ Προφήτου Ἰωήλ, καὶ μάλιστα κατὰ τὸ λόγιον τοῦ Κυρίου έκεῖνο «καὶ ἐκπορεύσονται οἱ τὰ φαῦλα πράξαντες εἰς ἀνάστασιν κρίσεως» (Ἰω. ε΄ 28). Ἐκεῖνο δὲ ὅπου λέγει ὁ Δαβίδ «οὐκ ἀναστήσονται ἀσεβεῖς ἐν κρίσει» (Ψαλμ. α’ 5) νοεῖται, ὅτι αὐτοὶ δὲν ἀνίστανται εἰς ἀνάστασιν ζωῆς, καθώς οἱ πιστεύοντες δίκαιοι, οὐχὶ δὲ καὶ ὅτι αὐτοὶ δὲν ἀνίστανται· τινὲς δὲ ἐρμηνευταὶ προσφυέστερον ἑρμηνεύοντες αὐτὸ λέγουσιν, ὅτι δὲν θέλουν ἀναστηθῆ, οὐδὲ θέλουν σταθῆ οἱ ἀσεβεῖς καὶ ἁμαρτωλοὶ ἐν τῇ κρίσει καὶ τῇ βουλῇ, ἥγουν ἐν τῷ κριτηρὶῳ καὶ βουλευτηρὶῳ τῶν δικαίων, ταὐτὸν εἰπεῖν δὲν θέλουν συγκαθίσει μὲ τοὺς δικαίους εἰς ἕνα τόπον, οὐδὲ μὲ αὐτοὺς θέλουν συναριθμηθῆ, ἐπειδὴ ἡ ἑβραϊκὴ λέξις ὄχι μόνον τὸ ἀνίστασθαι, ἀλλὰ καὶ τὸ ἁπλῶς ἵστασθαι σημαίνει ἐν τῷ ρητῷ τούτῳ.

** Περὶ τῶν ἀναστησομένων σωμάτων τῶν δικαίων καὶ τῶν ἁμαρτωλῶν ὅρα εἰς τὸν γ΄ Συλλογισμὸν τῆς Μελέτης εἰς τὴν Ἀνάστασιν τοῦ Χριστοῦ.

[Ο ΤΟΠΟΣ ΤΩΝ ΔΙΚΑΙΩΝ ΚΑΙ ΤΩΝ ΑΓΙΩΝ]

Τώρα ἐσὺ ἀδελφέ ὅπου μελετᾷς ταῦτα, εἰς ποῖον ἀπὸ τούτους τοὺς τόπους ἔχεις νὰ εὑρεθῇς; Θέλεις νὰ σοῦ εἰπῶ; Ἐὰν φυλάξῃς ἐμπιστευμένα ἐκεῖνα ὅπου ὑπεσχέθης εἰς τὸ ἅγιον βάπτισμα καὶ ἀρνῆσαι τὸν κόσμον, τὸν διάβολον καὶ τὴν σάρκα, βέβαια ἔχεις νὰ εὑρεθῇς εἰς ἕνα τόπον ὁμοῦ μὲ ὅλους τους δικαίους· ἐὰν δὲ γίνῃς ἕνας ἀπὸ ἐκείνους ὅπου ἠρνήθησαν ὅλα τὰ πράγματα τοῦ κόσμου καὶ γενόμενος μοναχὸς ἀγωνισθῇς νὰ φυλάξῃς τὰς ὑποσχέσεις ὅπου ἔδωσες εἰς τὸν Δεσπότην Χριστὸν καὶ φθάσῃς εἰς τὴν τῆς ἀρετῆς τελειότητα, ἔχεις νὰ εὑρεθῇς εἰς τόπον ὑψηλότερον μαζὶ μὲ ὅλους τοὺς ἁγίους.

[Ο ΤΟΠΟΣ ΤΩΝ ΚΑΤΑΔΙΚΩΝ]

Εὰν δὲ ἐκ τοῦ ἐναντίου σηκώσῃς ἀπὸ τὸν Θεὸν τὴν ὑποταγὴν ὅπου χρεωστεῖς εἰς Αὐτὸν καὶ παραβαίνωντας τὰς ἐντολάς Του ζήσῃς καὶ ἀποθάνῃς ὡς ἁμαρτωλός, βέβαια ἔχεις νὰ σταθῇς ὅλος ἔντρομος εἰς τὸν τόπον τῶν καταδίκων· ὤ, ἀλλοίμονον εἰς ἐσέ! Διότι ἐσὺ ὅπου τώρα διαφεντεύεις εἰς ὅλα τὰ πράγματα τὴν τιμήν σου καὶ
θέλεις νὰ φαίνεσαι ὁ πλέον ἐξαίρετος καὶ τιμημένος ἀπὸ ὅλους, τότε τί λογῆς ἀτιμίαν καὶ καταισχύνην θέλεις δοκιμάσει, ὅταν σταθῇς μαζὶ μὲ τοὺς κλέπτας, μαζὶ μὲ τοὺς φονεῖς, μὲ τοὺς πόρνους, μὲ τοὺς μάγους, μαζὶ μὲ ὅλους τοὺς παρανόμους;

Τί λογῆς ἐντροπὴν θέλεις λάβει εἰς καιρὸν ὅπου ἔχεις νὰ ἰδῇς ἕναν ἀπὸ τοὺς πτωχοὺς δούλους σου ἢ μίαν ἀπὸ τὰς πτωχὰς δούλας σου ἢ ἕναν ἀπὸ τοὺς καταξεσχισμένους πτωχούς, τοὺς ὁποίους ἐσὺ ἐσυνείθιζες νὰ διώχνῃς ἀπ’
ἐμπρός σου μὲ ὑπερηφάνειαν; Τί λογῆς, λέγω, θέλεις ἐντραπεῖ, ὅταν ἰδῇς τούτους ἐνδεδυμένους ἀπὸ θείαν δόξαν, γεμάτους ἀπὸ θεϊκὸν φῶς, χαρμοσύνους, θριαμβευτάς, νὰ κάθωνται εἰς τοὺς πρώτους τόπους καὶ ἴσως νὰ ζητοῦν ἀπὸ ἐσὲνα λογαριασμὸν διὰ τὴν κακὴν ζωὴν ὅπου ἐπέρασες; Ἐκεῖνο δὲ ὅπου ἔχει νὰ σοῦ αὐξήσῃ τὴν ἐντροπὴν εἶναι ὅταν ἰδῇς πῶς ἐκεῖνοι μὲν διὰ τὴν ὀλίγην στενοχωρίαν ὅπου ὑπέμειναν ἐδῶ, ἔλαβον διὰ μισθὸν τους μίαν βασιλείαν αἰώνιον.

[ΑΠΕΛΠΙΣΙΑ ΤΩΝ ΑΜΑΡΤΩΛΩΝ]

Εσὺ δέ, ὅπου ἠμποροῦσες νὰ συναριθμηθῇς μὲ αὐτούς, ἀνίσως καὶ ἐπέρνας τὴν ζωήν σου κατὰ τὰς διδασκαλίας καὶ ἐντολὰς τοῦ Εὐαγγελίου, διὰ προσωρινὴν ἀνάπαυσιν καὶ ἡδονήν, ἀπεστράφης θεληματικῶς τοιαύτην μεγάλην δόξαν καὶ ἀπόλαυσιν τοῦ παραδείσου· τότε θέλεις παρακαλεῖ τὰ ὄρη νὰ πέσουν ἐπάνω σου καὶ νὰ σὲ σκεπάσουν, ὡς λέγει ἡ ἱερὰ Ἀποκάλυψις «καὶ λέγουσι τοῖς ὄρεσι καὶ ταῖς πέτραις, πέσετε ἐφ’ ἡμᾶς, καὶ κρύψατε ἡμᾶς ἀπὸ Προσώπου τοῦ Καθημένου ἐπὶ τοῦ θρόνου καὶ ἀπὸ τῆς ὀργῆς τοῦ ἀρνίου, ὅτι ἦλθεν ἡ ἡμέρα ἡ μεγάλη τῆς ὀργῆς αὐτοῦ, καὶ τὶς δύναται σταθῆναι;» (ς΄. 16) Τότε ἡ κατοικία τοῦ ᾅδου ὅπου εἶναι τόσον φρικτὴ καὶ φοβερά, θέλει γίνει ἐπιθυμητὴ εἰς ἐσέ, διὰ νὰ κρυφθῇς ἐκεῖ μέσα καὶ νὰ φύγῃς τὴν ὀργὴν τοῦ Κυρίου, λέγοντας καὶ σὺ μὲ τὸν Ἰώβ «ὄφελον ἐν τῷ ᾅδη μὲ ἐφύλαξας, ἔκρυψας δὲ με ἕως ἂν παύσηταί Σου ἡ ὀργή» (ιδ΄. 13). Τότε θέλεις ἀλλάξει τὰς προτέρας σου γνώμας. Τότε θέλεις κράξει τὸν ἑαυτόν σου χιλιάδας φοράς μωρόν, ἀναίσθητον καὶ τρελλὸν· διότι ἐστάθης ἐνάντιος εἰς τὴν πίστιν σου μὲ τὰ ἔργα σοὺ· καὶ διὰ νὰ εἰπῶ μὲ συντομίαν, τότε θέλεις ἐπιθυμεῖ νὰ μὴν ἤθελες γεννηθῇ ὁλότελα εἰς τὸν κόσμον καὶ νὰ ζητῇς νὰ ἀποθάνῃς καὶ νὰ καταντήσῃς εἰς τὸ μὴ ὄν, καὶ νὰ μὴ τὸ ἐπιτύχῃς «ζητήσουσιν οἱ ἄνθρωποι τὸν θάνατον καὶ οὐχ εὑρήσουσιν» (Ἀποκ. θ΄. 6).

Αὐτὰ εἶναι ὅπου πρέπει νὰ βάλλῃς, ἀδελφέ μου ἁμαρτωλέ, συχνάκις ἐμπρὸς εἰς τοὺς ὀφθαλμούς σου καὶ νὰ συλλογίζεσαι, αἰσχυνόμενος τώρα πῶς ἐπέρασες τὸν καιρὸν μὲ τόσην ἀναισθησίαν καὶ τυφλότητα, καὶ παρακαλώντας τὸν Δεσπότην Χριστὸν νὰ τυπώσῃ εἰς τὰ βάθη τῆς καρδίας σου αὐτάς τὰς βεβαιοτάτας ἀληθείας, ἵνα μὲ τὴν ἐνθύμησιν αὐτῶν δυνηθῇς νὰ γλυτώσῃς ἀπὸ ἐκείνην τὴν ἐντροπὴν καὶ νὰ σταθῇς μὲ παρρησίαν ἐμπρὸς εἰς τὸν Χριστόν, «Ἀγρυπνεῖτε οὖν ἐν παντὶ καιρῷ δεόμενοι, ἵνα καταξιωθῆτε ἐκφυγεῖν ταῦτα πάντα τὰ μέλλοντα γίνεσθαι, καὶ σταθῆναι ἔμπροσθέν του Υἱοῦ τοῦ ἀνθρώπου» (Λουκ. κα΄. 36).

Β΄. Διὰ τὰ πράγματα ὅπου ἔχουν νὰ ἐξετασθοῦν.

[ΕΞΕΤΑΣΗ ΚΑΛΩΝ ΚΑΙ ΚΑΚΩΝ ΛΟΓΙΣΜΩΝ, ΛΟΓΩΝ, ΕΡΓΩΝ]

Συλλογίσου ἀγαπητέ, πόσον θέλει εἶναι μεγάλη ἐκείνη ἡ ἡμέρα τῆς κρίσεως, δι’ ἐκεῖνα ὅπου ἔχουν νὰ ἐξετασθοῦν εἰς αὐτὴν τότε ὅσα καλὰ καὶ ὅσα κακὰ ἔγιναν εἰς ὅλους τους αἰώνας καὶ ἀπὸ ὅλους τοὺς ἀνθρώπους, ὅλα ἔχουν νὰ ἐξετασθοῦν παρρησίᾳ. Τότε ὅσα λόγια ἐλάλησαν ὅλοι ὁμοῦ οἱ ἀπ’ αἰῶνος ἄνθρωποι, καὶ ὅσοι λογισμοὶ ἐπέρασαν ἀπὸ τὸν νοῦν τους καὶ ὅσα ἔργα ἔκαμναν, ὅλα χωρὶς καμμίαν ἐξαίρεσιν ἔχουν νὰ φανερωθοῦν. Τώρα στοχάσου ἀδελφέ, ἀνίσως δὲν ἔχουν ἀριθμὸν ὅσοι λογισμοὶ ἀναβαίνουν εἰς τὸν νοῦν ἑνὸς μοναχοῦ ἀνθρώπου εἰς μίαν μοναχὴν ἡμέραν, καὶ ὅσα λόγια λαλεῖ καὶ ὅσα ἔργα κάμνει, πόσον ἀσυγκρίτως δὲν ἔχουν ἀριθμὸν ὅλοι οἱ λογισμοὶ ὅπου ἤθελεν συλλογισθῆ αὐτὸς ὁ ἕνας ἄνθρωπος εἰς ὅλην του τὴν ζωὴν καὶ ὅλα τὰ λόγια ὅπου ἤθελεν λαλήσει καὶ ὅλα τὰ ἔργα ὅπου ἤθελεν κάμνει; Καὶ λοιπὸν ἂν τοῦ ἑνός ἀνθρώπου οἱ λογισμοὶ καὶ τὰ λόγια καὶ τὰ ἔργα εἶναι ἀναρίθμητα καὶ ἄπειρα εἰς τὸ πλῆθος, πόσῳ μᾶλλον εἶναι ὅλων ὁμοῦ τῶν ἀνθρώπων;

[ΕΞΕΤΑΣΗ ΑΝΘΡΩΠΩΝ, ΑΓΓΕΛΩΝ ΚΑΙ ΔΑΙΜΟΝΩΝ]

Μὲ ὅλον τοῦτο αὐτὸ τὸ ἄπειρον πλῆθος τῶν λογισμῶν καὶ τῶν λόγων καὶ τῶν ἔργων ὄχι μόνον ἑνὸς ἀνθρώπου, ἀλλὰ ὅλων ὁμοῦ τῶν ἀνθρώπων καὶ ὄχι μόνον τῶν ἀνθρώπων, ἀλλὰ καὶ τῶν ἀγγέλων καὶ ὄχι μόνον τῶν ἀγγέλων, ἀλλὰ καὶ τῶν δαιμόνων, ἔχει νὰ παρουσιασθῇ ἐν μιᾷ στιγμῇ εἰς ἐκείνην τὴν ἡμέραν· καί τὰ μὲν καλὰ μέλλουσιν νὰ κριθοῦν μὲ κρίσιν [επι]δοκιμασίας καὶ μισθοῦ, τὰ δὲ κακὰ μέλλουν νὰ ἀποδοκιμασθοῦν καὶ νὰ τιμωρηθοῦν· ὅθεν εἶπεν ὁ Κύριος «πᾶν ῥῆμα ἀργὸν ὅ ἐὰν λαλήσωσιν οἱ ἄνθρωποι, ἀποδώσωσιν περὶ αὐτοῦ λόγον ἐν ἡμέρᾳ κρίσεως» (Ματθ. ιβ΄. 36). καὶ ὁ Παῦλος λέγει «πάντας ἡμᾶς φανερωθῆναι δεῖ ἔμπροσθεν τοῦ βήματος τοῦ Χριστοῦ, ἵνα κομίσηται ἕκαστος τὰ διὰ τοῦ σώματος πρὸς ἃ ἔπραξεν, εἴτε ἀγαθὸν εἴτε κακὸν» (Β΄. Κορ. ε΄. 10). Καὶ πάλιν «μὴ πρὸ καιροῦ τί κρίνετε ἕως ἂν ἔλθῃ ὁ Κύριος, ὅς φωτίσει τὰ κρυπτὰ τοῦ σκότους καὶ φανερώσει τὰς βουλὰς τῶν καρδιῶν, τότε ὁ ἔπαινος γεννήσεται ἑκάστῳ ἀπὸ τοῦ Θεοῦ» (Α΄. Κορ. δ΄. 5).

Καὶ τὸ περισσότερον ὅπου τόσον τὰ καλὰ ὡσὰν καὶ τὰ κακὰ ἔχουν νὰ φανοῦν τότε ὄχι καθὼς φαίνονται τώρα εἰς τὴν ἰδικήν μας ὑπόληψιν, ἀλλὰ καθὼς φαίνονται εἰς τὰ ὄμματα τοῦ Κυρίου· ἡ εὐσέβεια καὶ ἡ ἀρετὴ θέλει φανῆ τότε ἀπείρως καλλιτέρα καὶ τιμιωτέρα, ἀπὸ ἐκεῖνο ὅπου φαίνεται τώρα εἰς τοὺς ἐσκοτισμένους ὀφθαλμούς μας, καὶ ἡ ἀσέβεια καὶ ἡ κακία θέλει θεατρισθῆ ἀπείρως χειρότερα καὶ ἀτιμότερα ἀπὸ ὅ,τι φαίνεται εἰς ἡμᾶς.

[ΑΝΑΠΟΛΟΓΗΤΟΣ Ο ΑΜΑΡΤΩΛΟΣ]

Τότε τί ἔχεις νὰ πάθῃς ἐσὺ ἀγαπητέ, ἀνίσως καὶ δὲν ἐφύλαξες τὸ ἐπάγγελμα τοῦ χριστιανοῦ, ἀλλ’ ἐπέρασες τὴν ζωήν σου μὲ ἁμαρτίας; Τί ἔχεις νὰ εἰπῇς ὅταν εἰδῇς ἔμπροσθέν σου ἕνα πλῆθος ἀνομιῶν ὅπου ἔκαμνες, καὶ μέσα εἰς αὐτὸ τὸ πλῆθος, νὰ ἰδῇς τόσας ἁμαρτίας ὅπου δὲν τὰς ἐλόγιαζες διὰ τίποτε; Τί ἔχεις νὰ γίνῃς ὅταν ἰδῇς ἔμπροσθέν σου ὡσὰν εἰς καθρέπτην ὅλας τὰς θεωρίας σου, ὅλας τὰς συνομιλίας σου, ὅλας τὰς ἐπιθυμίας σου, καὶ ὅλους τους διαλογισμούς σου; Όλον τὸν καιρὸν ὅπου ἔχασες εἰς ἀνωφελεῖς συναναστροφάς, εἰς παιγνίδια, εἰς ἀναγνώσεις ματαίων ἢ βλαπτικῶν βιβλίων; Λέγει γὰρ ὁ Μέγας Βασίλειος «ὀψόμεθα ἃμα πάντα οἱονεὶ παρεστῶτα ἡμῖν τὰ ἔργα καὶ φαινόμενα ἀντιπρόσωπα τῇ διανοίᾳ ἡμῶν μετὰ τῶν ἰδίων τύπων, ἕκαστον ὡς λέλεκται καὶ ὡς πέπρακται». Τί ἔχεις νὰ λαλήσῃς ὅταν ἰδῇς ὅλα ἐκεῖνα ὅπου ἐξώδευσες εἰς ἡδονὰς καὶ εἰς ματαιότητας καὶ δὲν τὰ ἐμοίρασες εἰς ἐλεημοσύνην εἰς χήρας καὶ ὀρφανά; Εἰς πτωχοὺς καὶ δυστυχισμένους; Εἰς νοσοκομεῖα καὶ πτωχοτροφεῖα; Εἰς τύπους ψυχωφελῶν καὶ πνευματικῶν βιβλίων, καὶ εἰς ἄλλα ψυχωφελῆ καὶ θεάρεστα ἔργα; Τί θέλεις εἰπεῖν, ὅταν ἰδῇς ὅλα τὰ περιττὰ φορέματα ὅπου εἶχες, ὅλα σου τὰ σπήτια, ὅλα σου τὰ ὑποστατικά, καὶ ὅλα τὰ πράγματα ὅπου ἐμεταχειρίσθης κακῶς μὲ τὴν πλατείαν στράταν τοῦ κόσμου καὶ ὄχι μέ την στενὴν ὁδὸν τοῦ Εὐαγγελίου; Τότε πῶς ἔχεις νὰ ἀποδώσῃς λογαριασμὸν εἰς τὸν Θεὸν δι’ ὅλα αὐτὰ εἰς καιρὸν ὅπου δὲν ἠμπορεῖς νὰ δώσῃς λογαριασμὸν εἰς Αὐτόν, διὰ μίαν μοναχὴν ἁμαρτίαν; Ως λέγει ὁ Ἰώβ «οὐκ ἀντείπῃς πρὸς ἕνα λόγον αὐτοῦ ἐκ χιλίων» (θ΄. 3). Πλήν μὲ ὅλα ταῦτα ἐσὺ δὲν ἔχεις νὰ ἀπολογηθῇς διὰ τὰς ἁμαρτίας σου μόνον, ἀλλὰ ἀκόμη διὰ τὰς εὐεργεσίας ὅπου ἔλαβες ἀπὸ τὸν Θεόν, αἱ ὁποῖαι θέλουν εἶναι ὄλαι ἔμπροσθέν σου καὶ συγκρινόμεναι μὲ τὰς ἁμαρτίας σου θέλουν τὰς ἀποδείξει πλέον φοβερωτέρας. Καὶ τέλος πάντων ἔχεις νὰ δώσῃς ἀπολογίαν ἀκόμη καὶ διὰ τὸ παράδειγμα ὅπου σοῦ ἔδωκεν ὁ Χριστὸς μὲ τὴν ζωήν Του, καὶ διὰ τὰς πληγάς Του, καὶ διὰ τὸ πάθος Του, καὶ διὰ τὸν σταυρόν Του, καὶ διὰ τὸ αἷμα Του ὅπου ἔχυσεν, καὶ διὰ τὸν θάνατον ὅπου ἐδοκίμασεν.

[Η ΚΡΙΣΗ ΣΤΗΝ ΚΟΙΛΑΔΑ ΤΟΥ ΙΩΣΑΦΑΤ]

Διὰ τοῦτο καὶ ἡ μεγάλη αὐτὴ κρίσις ἔχει νὰ γίνῃ εἰς τὴν κοιλάδα τοῦ Ἰωσαφάτ, δηλ. κοντὰ εἰς τὴν Γεσθημανῆ, ἐκεῖ ὅπου ὁ Χριστὸς ἴδρωσεν αἷμα διὰ τὴν σωτηρίαν σου, προσευχόμενος μέσα εἰς τὸν κῆπον κοντὰ εἰς τὸν χείμαρρον τῶν Κέδρων, ἀντίπερα εἰς τὸν ὁποῖον ἐπῆγεν ὁ Κύριος κατὰ τὴν νύκτα τοῦ πάθους Του καὶ ἀπὸ ἐκεῖ ἐφέρθη δεμένος εἰς τὸ κριτήριον, καθὼς ἱστορεῖ ὁ εὐαγγελιστὴς Ἰωάννης, «ταῦτα εἰπὼν ὁ Ἰησοῦς ἐξῆλθε σὺν τοῖς μαθηταῖς αὐτοῦ πέραν τοῦ χειμάρρου τῶν Κέδρων, ὅπου ἦν κῆπος» (Ἰω. η΄. 1). Κάμνει δὲ τὴν κρίσιν εἰς τὸν τόπον τοῦτον ὁ Κύριος, διὰ νὰ ἐλέγξῃ περισσότερον τοὺς ἁμαρτωλούς· ἕνα μὲν ἀποδείχνοντας εἰς αὐτοὺς πὼς Αὐτὸς διὰ τὴν ἀγάπην τους ἔπαθεν τόσα καὶ τόσα πάθη πλησίον τοῦ τόπου τούτου, αὐτοὶ ὅμως δὲν ὠφελήθησαν ἀπὸ Αὐτά, ἀλλὰ τὰ ἐκαταφρόνησαν μὲ τὰς ἁμαρτίας των. Καὶ ἄλλο δὲ, διὰ νὰ δικαιολογηθῇ εἰς τὴν ἀπόφασιν ὅπου ἔχει νὰ κάμνῃ κατὰ τῶν ἁμαρτωλῶν, ἔχοντας τρόπον τινὰ μάρτυρα αὐτῆς τὸν ἴδιον τόπον ὅπου δι’ αὐτοὺς ἔπαθε. Διότι διὰ τοῦτο θέλει ἔχει ἐκεῖ κοντά Του καὶ τὸν σταυρὸν νὰ στέκεται ὑψηλὰ μετὰ δόξης, ὡσὰν ἕνα βασιλικὸν φλάμπουρον διὰ νὰ δείχνῃ καὶ ἀπὸ μακρὰν μὲ μόνην τὴν ὄψιν Του, πόσα μὲν ἔκαμνεν ὁ λυτρωτὴς ἡμῶν Ἰησοῦς Χριστὸς διὰ νὰ μᾶς σώσῃ, πόσα δὲ ἐξ ἐναντίας ἐκάμαμεν ἡμεῖς εἰς μεγάλην καταφρόνησιν διὰ νὰ μὴ σωθῶμεν.

[ΕΞΕΤΑΣΗ, ΕΞΟΜΟΛΟΓΗΣΗ, ΑΠΟΧΗ ΤΟΥ ΚΑΚΟΥ, ΑΛΗΘΙΝΗ ΜΕΤΑΝΟΙΑ]

Τώρα τί σοῦ φαίνεται ἐσένα ἀδελφέ, δι’ αὐτὴν τὴν μεγάλην ἡμέραν τῆς κρίσεως; Ἐξίσωσες τοὺς λογαριασμοὺς ὅπου ἒχεις νὰ δώσῃς εἰς ἐκείνην τὴν λεπτὴν καὶ ἀκριβῆ ἐξέτασιν; Ἐδιόρθωσες ὅλας τὰς ἁμαρτίας σου μὲ μίαν καθολικὴν ἐξομολόγησιν καὶ ἀποχήν τοῦ κακοῦ καὶ μὲ μίαν ἀληθινὴν καὶ τελείαν μετάνοιαν; Ἤ ἔχεις ἀκόμη ἁμαρτίας ἀδιόρθωτες καὶ ἀμετανόητους καὶ τὰς ὁποίας δὲν ἐξωμολογήθης οὔτε ἐδούλευσες τὸν κανόνα των; Στοχάσου καλὰ ὅτι ἐὰν τὰς ἐδιόρθωσες, αὐταί δὲν ἔχουν νὰ φανερωθοῦν εἰς τὴν μεγάλην κρίσιν ἐκείνην οὔτε θέλει σὲ φοβίσουν τότε, διότι ὁ Κύριος δὲν θέλει τὰς ἐνθυμηθῆ «τῶν ἁμαρτιῶν αὐτῶν οὐ μὴ μνησθῶ ἔτι» (Ἱερεμ. λα’ 34).

[ΟΙ ΑΔΙΟΡΘΩΤΕΣ ΑΜΑΡΤΙΕΣ ΘΑ ΠΑΡΟΥΣΙΑΣΤΟΥΝ ΜΠΡΟΣΤΑ ΣΕ ΟΛΟΥΣ ΤΟΥΣ ΑΝΘΡΩΠΟΥΣ ΚΑΙ ΤΟΥΣ ΑΓΓΕΛΟΥΣ]

Εἰ δὲ καὶ ἔχεις ἁμαρτίας ἀδιόρθωτας, εἰ δὲ καὶ ἐφάνης ἀχάριστος εἰς τὰς ἀπείρους εὐεργεσίας ὅπου σοῦ ἔκαμνεν ὁ Θεός, μεταχειριζόμενος αὐτὰς ἐναντίον τοῦ εὐεργέτου Σου· εἰ δὲ καὶ ἔδειξας μάταια ἀπὸ μέρος ἰδικόν σου τὸ παράδειγμα τῆς ζωῆς τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ καὶ τὰ πάθη Του καὶ τὸ αἷμα Του καὶ τὸν σταυρόν Του καὶ τὰ μυστήρια ὅπου σοῦ ἄφησεν καὶ δὲν ὠφελήθης ἀπὸ Αὐτὰ διὰ τὴν κακήν σου ζωήν· ὤ, ἀλλοίμονον εἰς ἐσέ! Ὤ, ποῖος φόβος καὶ τρόμος ἔχει τότε νὰ σὲ περικυκλώσῃ! Διότι ὅλας αὐτᾶς σου τὰς ἁμαρτίας, ὅλας αὐτὰς τὰς ἀχαριστίας καὶ ἀποστασίας σου ἔχει νὰ τὰς παραστήσῃ ἔμπροσθέν σου ὁ Δίκαιος Ἐκεῖνος Κριτὴς ἐνώπιον ὅλων τῶν ἀνθρώπων καὶ τῶν ἀγγέλων· «ἐλέγξω σε, καὶ παραστήσω κατὰ πρόσωπόν σου τὰς ἁμαρτίας σου» (Ψαλμ. μθ΄. 21).

[ΕΞΟΜΟΛΟΓΗΣΗ, ΑΠΟΧΗ, ΜΕΤΑΝΟΙΑ]

Καὶ λοιπὸν ἕως πότε ἀδελφὲ νὰ ἐναγκαλίζεσαι τὴν πόρνην καὶ τὰς ἁμαρτίας; καὶ νὰ ἔχῃς τὰ ὀφίδια αὐτὰ εἰς τὸν κόλπον σου, ὅπου σὲ δαγκάνουν καὶ σὲ θανατώνουν; ἕως πότε νὰ μὴ τὰ θανατώνῃς ἐσὺ μὲ μίαν ἀληθινὴν ἐξομολόγησιν καὶ ἀποχὴν καὶ μετάνοιαν; Διατὶ ἀναβάλλεις τὸν καιρὸν τῆς διορθώσεως τῶν ἁμαρτιῶν σου; Ταύτην τὴν ἡμέραν, ταύτην τὴν ὥραν, ταύτην τὴν στιγμὴν ἀνάστα καὶ πήγαινε εἰς τὸν πνευματικόν σου διὰ νὰ ἐξομολογηθῇς μὲ πόνον καὶ συντριβὴν τῆς καρδίας σου καὶ διὰ νὰ τὰς διορθώσῃς· «ἕως τίνος ὀκνηρὲ κατάκεισαι; πότε δὲ ἐξ ὕπνου ἐγερθήσῃ;» (Παροιμ. ς΄. 9). Τί προσμένεις; Τί καρτερεῖς; ἰδοὺ ἡ ἡμέρα ἐκείνη ἔφθασεν· «ἐγγὺς ἡ ἡμέρα Κυρίου ἡ μεγάλη» (Σοφ. α΄. 14).

[Η ΕΝΘΥΜΗΣΗ ΤΗΣ ΜΕΛΛΟΥΣΑΣ ΚΡΙΣΗΣ]

Τί λογῆς κατηραμένος λογισμὸς εἶναι αὐτός, ὅπου δὲν ἀφίνει νὰ φοβῆσαι ἐκείνην τὴν ἡμέραν, τὴν ὁποίαν ἐφοβήθησαν τόσον οἱ μεγαλείτεροι ἅγιοι; «Ὤ πονηρὸν ἐνθύμημα» λέγει ὁ Σειρὰχ (λζ΄. 3) ἐσὺ λογαριάζεις τόσον πολὺ τὰς κρίσεις τῶν ἀνθρώπων καὶ δὲν φοβεῖσαι καὶ δὲν λογαριάζεις ἐκεῖνο τὸ φοβερὸν κριτήριον ὅπου κάνει καὶ αὐτοὺς τοὺς ἰδίους δαίμονας διὰ νὰ τὸ φρίττουν, ὅταν τὸ ἐνθυμίσῃ τίς εἰς αὐτούς; Ἀποφάσισε κἄν ἀπὸ τώρα καὶ εἰς τὸ ἑξῆς νὰ συλλογίζεσαι τὴν μέλλουσαν κρίσιν μὲ πολλὴν ἐπιμέλειαν* διότι λέγω σοι τὴν ἀλήθειαν, ὅτι ἐὰν καὶ εἰς ὅλην σου τὴν ζωὴν αὐτὴν συλλογίζεσαι, ἡ ζωή σου ὅλη θέλει εἶναι πολὺ σύντομος καὶ ὀλίγη, διὰ νὰ συλλογίζεσαι ἕνα λογισμὸν τόσον ἀναγκαῖον, καθὼς εἶναι γεγραμμένον· «καὶ χρόνος στενός ἐστι τῷ Ἰακὼβ» (Ἰερεμ. λ΄. 7). Παραστάσου νοερῶς ἐμπρὸς εἰς τὸν κριτήν Σου, καὶ παρακάλεσέ Τον ταπεινὰ διὰ νὰ γίνῃ εἰς ἐσὲ βοηθὸς καὶ Θεὸς ἐλέους προτοῦ νὰ ἔλθῃ ὁ καιρὸς νὰ γίνῃ Θεὸς ἐκδικήσεως· «Θεὸς ἐκδικήσεων Κύριος, Θεὸς ἐκδικήσεων ἐπαῤῥησιάσατο» (Ψαλμ. ια΄. 1).

* Ὅθεν καὶ ὁ Μέγας Βασίλειος μακαρίζει ἐκείνους ὅπου μελετοῦν πάντοτε τὴν φοβερὰν ἑκείνην ἡιιέραν, διότι ἀπὸ τὴν μελέτην αὐτὴν θέλουν ἐμποδισθῆ ἀπὸ κάθε ἁμαρτίαν, λέγων· «Μακαρία ψυχὴ καὶ νυκτὸς καὶ ἡμέρας μηδεμίαν ἄλλην μέριμναν στρέφουσα, ἢ τὸν θάνατον διαπαντὸς καὶ πὼς ἐπὶ τῆς μεγάλης ἡμέρας, καθ’ ἢν πᾶσα ἡ κτίσις παραστήσεται τῷ Κριτῇ τῶν ἀπάντων, τὰς εὐθύνας τῶν πεπραγμένων ἀπολαβοῦσα καὶ αὕτη δυνηθῇ κούφως ἀποθέσθαι τὸν λόγον τῶν βεβιωμένων· ὁ γὰρ ἐκείνην τὴν ἡμέραν καὶ τὴν ὥραν πρὸ ὀφθαλμῶν τιθέμενος καὶ ᾀεὶ μελετῶν τὴν ἐπὶ τοῦ ἀπαραλογίστου Κριτοῦ ἀπολογίαν, ὁ τοιοῦτος, ἢ οὐδέν, ἢ παντελῶς ἐλάχιστα ἀμαρτήσεται· δι’ ὅτι τὸ ἁμαρτάνειν ἡμῖν, κατ’ ἀπουσίαν τῶν φοβερῶν ἐκείνων ἐννοιῶν γίνεται» (Ἐπιστολ. πρὸς Ἐλευθέραν).

Γ΄. Δι’ ἐκεῖνα ὅπου ἔχουν νὰ ἀποφασισθοῦν.

Συλλογίσου, ὅτι ἐκείνη ἡ ἡμέρα θέλει εἶναι εἰς ὅλον τὸ ὕστερον μεγάλη, δι’ ἐκεῖνα ὅπου ἔχουν νὰ ἀποφασισθοῦν εἰς αὐτήν, διότι ἐκεῖ δὲν ἔχει νὰ γίνῃ ἀπόφασις διὰ μίαν οὐτιδανὴν κληρονομίαν ἢ δι’ ὄλίγας σπιθαμὰς γῆς· ἀλλὰ δι’ἕνα καλὸν καὶ δι’ ἕνα κακὸν ἄπειρον εἰς τὴν μεγαλειότητά Του, καὶ αἰώνιον εἰς τὴν διαμονήν του· ἔχει νὰ γίνῃ μία ἀπόφασις κατὰ τῶν ἁμαρτωλῶν καὶ μία ὑπὲρ τῶν δικαίων.

[ΠΟΡΕΥΕΣΘΕ ΑΠ’ ΕΜΟΥ ΟΙ ΚΑΤΗΡΑΜΕΝΟΙ ΕΙΣ ΤΟ ΠΥΡ ΤΟ ΑΙΩΝΙΟΝ, Η ΚΑΤΑ ΤΩΝ ΑΜΑΡΤΩΛΩΝ ΑΠΟΦΑΣΗ] [ΑΙΩΝΙΟΣ ΧΩΡΙΣΜΟΣ ΑΝΑΜΕΣΑ ΣΤΟΝ ΘΕΟ ΚΑΙ ΤΟΥΣ ΚΟΛΑΣΜΕΝΟΥΣ]

Kαὶ ποία εἶναι ἡ κατὰ τῶν ἁμαρτωλῶν ἀπόφασις; «Πορεύεσθε ἀπ’ ἐμοῦ οἱ κατηραμένοι εἰς τὸ πῦρ τὸ αἰώνιον» (Ματθ. κε’. 41)· μελέτησε ψυχὴ ἁμαρτωλὴ καὶ ζύγιασε τὰ λόγια τῆς ἀποφάσεως ταύτης ἕνα πρὸς ἕνα. Πορεύεσθε ἀπ’ Ἐμοῦ, λέγει ὁ Κριτής, πηγαίνετε μακρὰν ἀπὸ Ἐμένα, τοῦτο δηλοῖ τὴν στερητικὴν κόλασιν καὶ τὸν παντοτεινὸν χωρισμὸν ὅπου ἔχει νὰ γίνῃ ἀνάμεσα εἰς τὸν Θεὸν καὶ εἰς τοὺς δυστυχεῖς κολασμένους· οἱ κατηραμένοι ἄχ, καὶ πόσον φοβερὰ εἶναι αὕτη ἡ κατάρα, ἡ ὁποία ἔχει μαζί της ὅλα τὰ κακὰ καὶ τὰς δυστυχίας! κατάρα, ἀμετάθετος· κατάρα θεϊκή· κατάρα παντοτεινή. Εἰς τὸ πῦρ τὸ αἰώνιον· μὲ ταῦτα τὰ λόγια φανερώνεται, ὅτι δὲν εἶναι μόνον στερητικὴ ἡ κόλασις τοῦ Θεοῦ, ἀλλὰ καὶ θετικὴ διὰ βασάνων· λέγοντας λοιπὸν ἐδῶ πῦρ, τὸ ὁποῖον εἶναι ἡ μεγαλειτέρα βάσανος τῆς κολάσεως, συμπεριέλαβε καὶ ὅλα τὰ ἀλλὰ ἐλαφρότερα βάσανα προσθέτοντας δὲ καὶ τὸ αἰώνιον, ἐφανέρωσεν ὅτι καὶ τὰ ἄλλα εἴδη τῆς κολάσεως θέλουν εἶναι παντοτεινὰ καὶ αἰώνια· ὢ αἰωνιότης τῆς γεέννης ἐκείνης! ἡ ὁποία ὅσον εἶναι χωρὶς μέτρον καὶ τέλος, ἄλλο τόσον εἶναι καὶ φοβερὰ καὶ τρομακτική.

[ΔΕΥΤΕ ΟΙ ΕΥΛΟΓΗΜΕΝΟΙ ΤΟΥ ΠΑΤΡΟΣ ΜΟΥ, ΚΛΗΡΟΝΟΜΗΣΑΤΕ ΤΗΝ ΗΤΟΙΜΑΣΜΕΝΗΝ ΥΜΙΝ ΒΑΣΙΛΕΙΑΝ ΑΠΟ ΚΑΤΑΒΟΛΗΣ ΚΟΣΜΟΥ, Η ΑΠΟΦΑΣΗ ΥΠΕΡ ΤΩΝ ΔΙΚΑΙΩΝ]

Ποία δὲ εἶναι καὶ ἡ ἀπόφασις ὑπὲρ τῶν δικαίων; «Δεῦτε οἱ εὐλογημένοι τοῦ πατρός Μου, κληρονομήσατε τὴν ἡτοιμασμένην ὑμὶν βασιλείαν ἀπὸ καταβολῆς κόσμου» (Ματθ. κε’. 34.) Δεῦτε, ἐλάτε· ὢ λόγια γλυκύτατα μὲ τὰ ὁποῖα καλεῖ ὁ γλυκὺς Ἰησοῦς Χριστὸς πρὸς τοῦ λόγου Του καὶ εἰς τὰς θείας του ἀγκάλας ἐκείνους ὅπου ἐφύλαξαν τὰς ἐντολάς Του! Εὑλογημένοι τοῦ πατρός Μου ὢ εὐλογία θεοχαριτωμένη, ἡ ὁποία περιέχει κάθε λογῆς εὐλογίαν, καὶ κάθε μακαριότητα καὶ εὐτυχίαν! Κληρονομήσατε τὴν διὰ λόγου σας προετοιμασμένην βασιλείαν ἀπὸ τὴν πρώτην ἀρχὴν τοῦ κόσμου· ὢ χαρά! ὢ ἄγαλλίασις! ὢ βασιλεία, ἥτις δὲν ἔχει τέλος ἀλλὰ θέλει διαμένει εἰς ὅλον τὸ
ἄπειρον διάστημα τῆς αἰωνιότητος
.

[ΚΟΛΑΣΗ ΑΙΩΝΙΑ ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΑΜΑΡΤΩΛΟΥΣ, ΖΩΗ ΑΙΩΝΙΑ ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΔΙΚΑΙΟΥΣ]

Καὶ ὕστερα ἀπὸ τὰς ἀποφάσεις ταύτας οἱ μὲν ἁμαρτωλοὶ θέλουν ὑπάγει εἰς κόλασιν παντοτεινὴν οἱ δὲ δίκαιοι εἰς
παντοτεινὴν ζωὴν
· «καὶ ἀπελεύσονται οἱ ἁμαρτωλοὶ εἰς κόλασιν αἰώνιον οἱ δὲ δίκαιοι εἰς ζωὴν αἰώνιον» (Ματθ. κε’. 46). Αὐτὴ εἶναι ἡ μεγάλη ὑπόθεσις ὅπου ἔχει τότε νὰ ἀποφασισθῇ καὶ θέλει ἐνεργηθῆ εὐθὺς ὅπου ἀποφασισθῆ χωρὶς νὰ περάσῃ οὐδὲ στιγμὴ καιροῦ· τότε θέλει καταπαύσει ἡ κὶνησις τῶν τεσσάρων στοιχείων καὶ τοῦ οὐρανοῦ. Καὶ διὰ μὲν τοὺς ἁμαρτωλοὺς θέλει μείνει μία παντοτεινὴ νύκτα χωρὶς νὰ ἐλπίζουν νὰ ἰδοῦν πλέον ἡμέραν· διὰ δὲ τοὺς δικαίους θέλει μείνει μία παντοτεινὴ ἡμέρα, χωρὶς νὰ φοβοῦνται πῶς ἔχουν πλέον νὰ ἰδοῦν νύκτα. Διότι ὅλα τὰ κακὰ τοῦ κόσμου, ὅλαι αἱ τιμωρίαι καὶ ὅλαι αἱ δυστυχίαι θέλουν σωρευθῆ τότε εἰς τὴν κόλασιν, καθὼς συμμαζώνονται καὶ ὅλαι αἱ δυσωδίαι καὶ αἱ βρῶμαι ἑνὸς καραβίου μέσα εἰς τὴν σεντίναν του· καὶ ἔτσι ὅλα τὰ κτίσματα καθαρισμένα καὶ ἐλευθερωμένα ἀπὸ τὴν δουλείαν καὶ τὴν δυσωδίαν τῶν ἁμαρτωλῶν, θέλουν ἀναπνεύσει καὶ θέλουν ἀπολαύσει ἕνα καινούργιον εἶναι, εὐτυχέστερον, κατὰ τὸν ἐκκλησιαστήν, «καιρὸς τῷ παντὶ πράγματι καὶ ἐπὶ τῷ παντὶ τῷ ποιήματι ἐκεῖ» (γ’. 17). Καὶ μάλιστα κατὰ τὸν θεῖον Παῦλον λέγοντα, «καὶ αὐτὴ ἡ κτίσις ἐλευθερωθήσεται ἀπὸ τῆς δουλείας τῆς φθορᾶς» (Ρωμ. η’. 21). Καὶ διὰ νὰ εἰποῦμεν μὲ ἕναν λόγον· ἐκείνη ἡ ἡμέρα θέλει εἶναι ἡ δύσις τοῦ καιροῦ, καὶ ἡ ἀνατολὴ τῆς αἰωνιότητος καὶ οὔτε ἔγινεν οὔτε θέλει γείνει ποτὲ μία ἡμέρα μεγαλυτέρα ἀπὸ αὐτὴν. Καὶ τότε ἠμποροῦμεν νὰ εἰποῦμεν μὲ περισσότερον δίκαιον ἐκεῖνο ὅπου λέγει ἡ Γραφή, διότι ἡμέραν καθ’ ἣν ἔστησε τὸν ἥλιον ὁ Ἰησοῦς τοῦ Ναυῆ ὅτι «οὐκ ἐγένετο ἡμέρα τοιαύτη οὔτε πρότερον οὔτε ἔσχατον» (Ἰησοῦ Ναυῆ ι΄. 14)*.

* Ἡ ἡμέρα αὕτη ἔγινε διπλῆ ἤτοι ὡρῶν εἰκοσιτεσσάρων, κατὰ τὸν Σειρὰχ λέγοντα περὶ Ἰησοῦ τοῦ Ναυῆ, «οὐχὶ ἐν χειρὶ αὑτοῦ ἀνεπόδισεν ἥλιος, καὶ μίαν ἡμέρα ἐγεννήθη πρὸς δύο;» (μς’. 4) καὶ κατὰ τὸν ἅγιον Μάξιμον σχολιάζοντα τὴν πρὸς Πολύκαρπον Ἐπιστολὴν τοῦ ἁγίου Διονυσίου τοῦ Ἀρεοπαγίτου. Μολονότι δὲ καὶ ἡ ἡμέρα ὅπου ἔγινεν ἐπὶ Ἐζεκίου διὰ θαύματος, ἐστάθη μεγαλειτέρα, (τριανταδύω γὰρ ὡρῶν ἐγένετο κατὰ τὸν ἅγιον Μάξιμον) ὅτε ἡ σκιὰ τοῦ ὡρολογίου τοῦ ἡλιακοῦ ἐπέστρεψεν δέκα βαθμοὺς εἰς τὰ ὀπίσω, (κατὰ τὸ κ’. Κεφ. τῆς δ’. τῶν Βασιλ. στίχ. 11.) δὲν ἀναφέρει ὅμως ἡ Γραφὴ ὅτι τοιαύτη μεγάλη ἡμέρα ούκ ἐγένετο οὔτε πρότερον οὔτε ὕστερον καθὼς ἀναφέρει τοῦτο ἐπὶ τοῦ Ἰησοῦ τοῦ Ναυῆ.

[ΠΙΣΤΗ, ΜΕΤΑΝΟΙΑ, ΥΠΟΜΟΝΗ, ΚΑΛΑ ΕΡΓΑ]

Ἕως τόσον ἐσὺ ἀδελφέ στοχάζεσαι αὐτὰ τὰ πράγματα ὅπου ἔχουν νὰ γίνουν εἰς τὴν ἡμέραν ἐκείνην, πῶς εἶναι μακρὰν καὶ διὰ τοῦτο δὲν τὰ φοβεῖσαι; Λέγω σοι ὅμως, ὅτι κᾄν καὶ μακρὰν ᾖναι πλὴν ἔχουν βέβαια νὰ γίνουν μίαν φορὰν· κᾄν καὶ μακρὰν ᾖναι ἀλλ’ εἶναι ἀληθινά, ἐπειδὴ ὅσον εἶναι ἀληθινόν, ὅτι εἶναι ἕνας Θεὸς, τόσον εἶναι καὶ ἀληθινόν, ὅτι θέλει γίνει μία κρίσις εἰς ὅλον τὸ ὕστερον. Ὅθεν πλησίασε ἀγαπητὲ εἰς αὐτὰς τὰς ἀληθείας μὲ τὴν θεωρίαν τῆς πίστεως, ἥτις καὶ τὰ μακρὰν ὄντα καὶ ἀόρατα, τὰ δείχνει κοντὰ καὶ ὁρατά, «πίστις ἐστὶ πραγμάτων ἔλεγχος οὐ βλεπομένων» (Ἑβρ. ια’. 1) καὶ μὴ λογαριάζεις τώρα εἰς τὰς ἡμέρας σου ἄλλο, πάρεξ ἐκεῖνο ὅπου θέλεις
λογαριάσει τότε εἰς τὴν ἡμέραν τῆς κρίσεως· δηλ· πὼς νὰ εὑρίσκεσαι εἰς τὴν μετάνοιαν· πὼς νὰ ὑπομένῃς τοὺς πειρασμοὺς· καὶ πῶς νὰ ἐργάζεσαι τὰς ἐντολάς τοῦ Κυρίου καὶ τὰ καλὰ ἔργα. Καὶ τοῦτο εἶναι, τὸ νὰ ἦσαι τῇ ἀλήθειᾳ φρόνιμος, ἤγουν τὸ νὰ γνωρίζῃς τὰ πράγματα ἀπὸ μακρὰν πρὶν νὰ ἔλθουν, καὶ νὰ ὠφελῆσαι ἀπὸ αὐτὰ· «ὅς γὰρ φυλάσσει φρόνησιν, εὑρήσει ἀγαθὰ» (Παρ. ιθ’. 8), μάλιστα δὲ ὅπου ἡ ἐξέτασις καὶ ἡ ἀπόφασις, τὰ ὁποῖα εἶναι τὰ πλέον φοβερώτερα ἀπὸ ὅσα ἔχει ἐκείνη ἡ ὁλοϋστερινὴ ἡμέρα, αὐτὰ λέγω δὲν εἶναι μακρὰν ἀπὸ ἐσέ, ἀλλὰ εἶναι τόσον κοντά σου, ὅσον εἶναι κοντὰ εἰς ἐσὲ καὶ ὁ θάνατος, καθὼς εἴπομεν εἰς τὸ προλαβὸν κεφάλαιον περὶ μερικῆς κολάσεως καὶ καθὼς λέγει ὁ ἀδελφόθεος Ἰάκωβος εἰς τὴν ἐπιστολὴν του «ἰδοὺ κριτὴς πρὸ τῶν θυρῶν ἔστηκεν» (ε’. 9), διότι εὐθὺς ὅπου ἀποθάνῃς, ἔχεις νὰ τὰ ἀπαντήσῃς.

[Η ΕΛΕΗΜΟΣΥΝΗ ΛΥΤΡΩΝΕΙ ΑΠΟ ΤΗΝ ΚΑΤΑΔΙΚΑΣΤΙΚΗ ΑΠΟΦΑΣΗ]

Ἐντράπου λοιπὸν πὼς ἐστάθης τόσον πολὺν καιρὸν εἰς τὸν ἀριθμὸν τῶν ἀφρόνων διὰ τὴν ἀστοχασίαν σου, θαύμασε πὼς ἐτόλμησες νὰ ἁμαρτήσῃς τόσας φοράς εἰς καιρὸν ὅπου πιστεύεις πὼς εἶναι ἕνας Θεὸς κριτὴς καὶ
τιμωρητὴς τῶν ἁμαρτιῶν· σπούδασε νὰ ἀποκτήσῃς ἀπ’ ἐδῶ σύντροφον καὶ φίλον τὴν εἰς τοὺς πτωχοὺς ἐλεημοσύνην, διὰ νὰ σταθῇ αὐτὴ τότε νὰ σὲ διαφεντεύσῃ ὡσὰν καλὸς ρήτορας καὶ νὰ σὲ λυτρώσῃ ἀπὸ τὴν φοβερὰν ἐκείνην ἀπόφασιν· ἐπειδὴ ὁ φοβερὸς ἐκεῖνος Κριτὴς δὲν ἔχει νὰ ἐξετάσῃ τοὺς δικαίους πῶς ἐνήστευσαν ἢ ἐπαρθένευσαν, ἢ ἄλλας ἀγαθοεργίας ἔκαμναν· ἀλλὰ μόνον πῶς ἐλέησαν τοὺς πτωχούς, πὼς ἐχόρτασαν τοὺς πεινασμένους καὶ ἐπότισαν τοὺς διψασμένους καὶ ἔνδυσαν τοὺς γυμνοὺς καὶ ἐπεσκέφθησαν τοὺς ἀρρώστους καὶ φυλακισμένους, οὐδὲ ἔχει νὰ κρίνῃ τοὺς ἁμαρτωλοὺς πῶς ἐπόρνευσαν ἢ ἐμοίχευσαν ἢ ἄλλας κακίας ἔκαμναν· ἀλλὰ πὼς δὲν ἤλέησαν τοὺς πτωχοὺς ἀδελφούς των· ὅθεν ὁ μὲν ἀδελφόθεος Ἰάκωδος εἶπε διὰ τοὺς ἀνελεήμονας «ἀνίλεως ἡ κρίσις τῷ μὴ ποιήσαντι ἔλεος καὶ κατακαυχᾶται ἔλεος κρίσεως» (Ἰάκωβ. β’. 13). Ο δὲ Δαβὶδ λέγει διὰ τοὺς ἐλεήμονας «Χρηστὸς ἀνὴρ ὁ οἰκτείρων καὶ κιχρῶν, (ἤτοι δανείζων) οἰκονομήσει τοὺς λόγους Αὑτοῦ ἐν κρίσει» (Ψαλμ. ρια΄. 5)· ἤγουν θέλει δώσει καλὴν ἀπολογίαν τῷ Θεῷ ἐν τῇ ἡμἐρᾳ τῆς κρίσεως διὰ τῆς ἐλεημοσύνης, καθὼς, ἑρμηνεύει ὁ Μέγας Βασίλειος. Παρακάλεσαι τὸν Κύριον νὰ σὲ ἀξιώσῃ μὲ τὴν χάριν του, ὅπου νὰ σταθῇς ἐν τῇ ἡμέρᾳ ἐκείνη ὄχι μὲ τοὺς ἁμαρτωλοὺς καὶ ἀνελεήμονας, ἀλλὰ μὲ τοὺς δικαίους καὶ ἐλεήμονας καὶ νὰ ἀκούσῃς ἀπὸ τὸ στόμα Του, τὴν καλὴν ἐκείνην καὶ εὐλογημένην ἀπόφασιν «Δεῦτε οἱ εὐλογημένοι τοῦ πατρός Μου, κληρονομήσατε τὴν ἡτοιμασμένην ὑμῖν βασιλείαν ἀπὸ καταβολῆς κόσμου» (Ματθ. κέ’. 34).

Σχολιάστε

Σχολιάστε