Όσιος Εφραίμ ο Σύρος. Προσευχή (II).

Μπορείτε να διαβάσετε και τα υπόλοιπα κεφάλαια εδώ: Οσίου Εφραίμ του Σύρου. Έργα.


Προσευχή (II)

Δέσποτα Κύριε, ο Θεός του ουρανού και της γης, Βασιλιά των αιώνων, ευδόκησε να ανοιχθεί για μένα η πόρτα της μετάνοιας, διότι σε ικετεύω με πόνο ψυχής. Δες στοργικά με την πολλή ευσπλαχνία σου, και δέξου τη δέηση μου, και μην αρνηθείς την ικεσία μου, αλλά συγχώρησε εμένα που έπεσα σε πολλά παραπτώματα. Στρέψε το αυτί σου στη δέηση μου, και συγχώρησε μου όλες τις αμαρτίες που ως άνθρωπος έπραξα, επειδή νικήθηκα από την προαίρεση μου. Διότι ζητώ ανάπαυση και δε βρίσκω, επειδή η συνείδηση μου είναι μολυσμένη· αλλά ούτε ειρήνη υπάρχει μέσα μου εξαιτίας του πλήθους των αμαρτιών μου.

Άκουσε, Κύριε, μια καρδιά που κράζει σ’ εσένα με πόνο, και μην προσέξεις στα φαύλα έργα μου, αλλά ρίξε στοργικά το βλέμμα σου στον πόνο της ψυχής μου, και σπεύσε γρήγορα να θεραπεύσεις εμένα που είμαι τραυματισμένος φοβερά, και δος μου καιρό να συνέλθω, σύμφωνα με τη χάρη της φιλανθρωπίας σου, και ελευθέρωσε με από τα αισχρότατα έργα μου, και μη μου ανταποδώσεις αντάξια με τα έργα που έπραξα, για να μην απολεσθώ εντελώς και στερηθώ από κάθε προθυμία και από κάθε σκέψη να διορθώσω τον εαυτό μου. Πέφτω λοιπόν και γονατίζω στην ευσπλαχνία σου, για να ελεήσεις εμένα που είμαι ριγμένος στη γη από την καταδίκη των έργων μου.

Επανάφερε με, Δέσποτα, εμένα που κατέχομαι αιχμάλωτος από τις πράξεις μου και σφίγγομαι σαν να είμαι δεμένος με αλυσίδα· διότι μόνο εσύ ξέρεις να ελευθερώνεις εκείνους που είναι δεμένοι, και να θεραπεύεις τα αφανή τραύματα, που μόνο εσύ τα ξέρεις καλά, ως γνώστης των κρυφών. Διότι σε όσα πάθη αμαρτιών υπάρχουν σ’ εμένα, σε όλα σε βρίσκω να είσαι γιατρός εκείνων που είναι άρρωστοι, να είσαι πόρτα εκείνων που κλαίνε έξω, να είσαι λυτρωτής εκείνων που οδηγούνται στην αιχμαλωσία, να συγκρατείς συνεχώς το χέρι σου και να μην αφήνεις να ξεσπάσει η οργή σου, που είναι ετοιμασμένη για τους αμαρτωλούς, αλλά χάρη στην πολλή σου φιλανθρωπία σε βρίσκω να δίνεις σ’ εμάς καιρό να συνέλθουμε· διότι εσύ είσαι ο γρήγορος σε ευσπλαχνία και βραδύς σε τιμωρία. Θέλησε λοιπόν να απλώσεις το χέρι σου σ’ εμένα και να με ανασηκώσεις από το βόρβορο των αμαρτιών μου, εσύ που δεν χαίρεσαι με την απώλεια του ανθρώπου, και δεν αποστρέφεις το πρόσωπο από εκείνον που ατενίζει σ’ εσένα με δάκρυα.

Άκουσε, Κύριε, τη φωνή του δούλου σου που κράζει σ’ εσένα, και φανέρωσε το πρόσωπο σου σ’ εμένα τον σκοτισμένο, και φώτισε με μέ την παρουσία του Αγίου Πνεύματος, και χάρισε σ’ εμένα τον αχρείο προθυμία, και μετάτρεψε, Κύριε, το θρήνο μου σε χαρά, και ξέσχισε το σάκκο* του πένθους μου, και ζώσε με ολόγυρα με ευφροσύνη (πρβλ. Ψαλ. 29, 12), και ας ανοιχθεί η πόρτα της βασιλείας σου, για να μπω σ’ αυτή και να δοξάζω το πανάγιο όνομα σου, του Πατρός και του Υιού και του Αγίου Πνεύματος, στους αιώνες των αιώνων. Αμήν.

* σάκκος, ασκητικό ένδυμα τραχύ, κατασκευασμένο από μαλλί κατσίκας· δηλωτικό του πένθους.


Δέσποτα Κύριε, ὁ Θεὸς τοῦ οὐρανοῦ καὶ τῆς γῆς, Βασιλεῦ τῶν αἰώνων, εὐδόκησον ἀνοιγῆναί μοι θύραν τῆς μετανοίας, ὅτι ἐν ὀδύνῃ ψυχῆς ἱκετεύω σε. Ἐπίβλεψον τῇ πολλῇ σου εὐσπλαγχνίᾳ, καὶ πρόσδεξαί μου τὴν δέησιν, καὶ μὴ ἀπώσῃ μου τὴν ἱκεσίαν, ἀλλὰ σύγγνωθί μοι τῷ ἐν πολλοῖς πταίσμασιν εὑρεθέντι. Κλῖνον τὸ οὖς σου εἰς τὴν δέησίν μου, καὶ συγχώρησόν μοι πάντα ὅσα, ὡς ἄνθρωπος ἡττηθεὶς τῇ προαιρέσει μου, εἰργασάμην κακά. Ζητῶ γὰρ ἄνεσιν καὶ οὐχ εὑρίσκω διὰ τὸ τὴν συνείδησίν μου εἶναι μεμολυσμένην· ἀλλ’ οὐδὲ εἰρήνη ἐστίν ἐν ἐμοὶ διὰ τὸ πλῆθος τῶν ἀνομιῶν μου.

Ἄκουσον, Κύριε, καρδίας ἐν ὀδύνῃ βοώσης πρὸς σέ, καὶ μὴ πρόσχες τοῖς φαύλοις μου ἔργοις, ἀλλ’ ἐπίβλεψον ἐπὶ τὴν ὀδύνην τῆς ψυχῆς μου, καὶ τάχυνον τοῦ ἰάσασθαί με δεινῶς τετραυματισμένον, καὶ δός μοι καιρὸν ἀνανήψεως κατὰ τὴν χάριν τῆς φιλανθρωπίας σου, καὶ ῥῦσαί με ἀπὸ τῶν κακίστων ἔργων μου, καὶ μὴ ἀνταποδῷς μοι ἄξια, ὧν ἔπραξα, ἵνα μὴ τελείως ἀπόλωμαι καὶ πάσης προθυμίας ἐρημωθῶ καὶ ἐννοίας εἰς τὸ διορθώσασθαι ἐμαυτόν. Προσπίπτω οὖν τοῖς οἰκτιρμοῖς σου τοῦ ἐλεῆσαί με ἐπὶ γῆς ἐρριμμένον ἐν καταδίκῃ ἔργων μου.

Ἀνακάλεσαί με, Δέσποτα, τὸν αἰχμάλωτον κατεχόμενον ὑπὸ τῶν πράξεών μου, καὶ ὡς ὑπὸ ἁλύσεως σφιγγόμενον· σὺ γὰρ μόνος οἶδας λύειν πεπεδημένους, καὶ ἰᾶσθαι τὰ ἄδηλα τραύματα, ἃ σὺ μόνος ἐπίστασαι, ὡς τῶν κρυπτῶν γνώστης. Ὅσα γὰρ πάθη πρόσεστί μοι κακῶν, εἰς πάντα σε εὑρίσκω ὀνομαζόμενον ἰατρὸν τῶν κακῶς ἐχόντων, θύραν τῶν ἔξω παροδυρομένων, λυτρωτὴν τῶν ἀπαγομένων, ἐπέχοντα ἀεὶ τὴν χεῖρά σου καὶ μὴ ἐπαφιέντα τὴν ὀργήν σου τὴν τοῖς ἁμαρτωλοῖς ἡτοιμασμένην, ἀλλὰ διὰ τὴν πολλήν σου φιλανθρωπίαν διδόντα ἡμῖν καιρὸν ἀνανήψεως· σὺ γὰρ εἶ ὁ ταχὺς ἐν ἐλέει καὶ βραδὺς ἐν κολάσει. Θέλησον οὖν ὀρέξαι μοι χεῖρα καὶ ἀναστῆσαί με ἐκ τοῦ βορβόρου τῶν ἀνομιῶν μου, ὁ μὴ τερπόμενος ἐν ἀπωλείᾳ ἀνθρώπου καὶ μὴ ἀποστρεφόμενος πρόσωπον ἐν δάκρυσιν εἰς σὲ ἀτενίζοντος.

Εἰσάκουσον, Κύριε, φωνὴν τοῦ δούλου σου βοῶντος πρὸς σέ, καὶ ἐπίφανον τὸ πρόσωπόν σου εἰς ἐμὲ τὸν ἐσκοτισμένον, καὶ φώτισόν με τῇ τοῦ Ἁγίου σου Πνεύματος παρουσίᾳ, καὶ χάρισαί μοι μιαρῷ προθυμίαν, καὶ στρέψον, Κύριε, τὸν κοπετόν μου εἰς χαρὰν ἐμοί, καὶ διάρρηξον τὸν σάκκον μου, καὶ περίζωσαί με εὐφροσύνῃ, καὶ ἀνοιγήτω μοι ἡ θύρα τῆς βασιλείας σου, ὅπως εἰσελθὼν ἐν αὐτῇ δοξάζω τὸ πανάγιον ὄνομά σου, τοῦ Πατρὸς καὶ τοῦ Υἱοῦ καὶ τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, εἰς τοὺς αἰῶνας τῶν αἰώνων. Ἀμήν.


Οσίου Εφραίμ του Σύρου. Έργα. τ. ΣΤ΄.
μετ. Κωνσταντίνου Γ. Φραντζολά.
εκδ. Το Περιβόλι της Παναγίας, εκδ. Α΄ 1995.


Σχολιάστε

Σχολιάστε