Άγιος Νικόδημος ο Αγιορείτης. (Πνευματικά Γυμνάσματα), Περὶ τῆς δόξης τοῦ Παραδείσου, τὴν ὁποίαν οἱ μακάριοι ἔχουν νὰ ἀπολαμβάνουν.

Μπορείτε να διαβάσετε το υπόλοιπο βιβλίο εδώ :

Άγιος Νικόδημος ο Αγιορείτης. Πνευματικά Γυμνάσματα.


 

ΜΕΛΕΤΗ IΗ΄.

Περὶ τῆς δόξης τοῦ Παραδείσου, τὴν ὁποίαν οἱ μακάριοι ἔχουν νὰ ἀπολαμβάνουν.

Α΄. Ὅλα ὁμοῦ τὰ ἀγαθὰ.
Β΄. Ὅλα τέλεια.
Γ΄. Ὅλα τέλεια αἰωνίως.

Α΄. Ὅλα ὁμοῦ τὰ ἀγαθὰ.

Συλλογίσου ἀγαπητέ, ὅτι διὰ νὰ εἶναι τινὰς μακάριος εἰς τὸν Παράδεισον, κάμνει χρεία, α΄. νὰ ἔχῃ ὅλα τ’ ἀγαθά, β΄. νὰ τὰ ἔχῃ τελείως καὶ γ΄, νὰ τὰ ἔχῃ αἰωνίως. Ὅθεν ἀνίσως καὶ ἡ ἰδική σου ψυχὴ γίνῃ ἀξία διὰ τὸν Παράδεισον, ἐν πρώτοις θέλει ἀπολαύσει ὅλα τ’ ἀγαθά· διότι εἶπεν ὁ Νύσσης Θεῖος Γρηγόριος, «ὅτι μακαριότης ἐστὶ περίληψις παντὸς ἀγαθοῦ».

[ΑΔΙΑΝΟΗΤΑ ΤΑ ΑΓΑΘΑ ΤΟΥ ΠΑΡΑΔΕΙΣΟΥ, ΥΠΕΡΒΑΙΝΟΥΝ ΤΟΝ ΑΝΘΡΩΠΙΝΟ ΝΟΥ]

Όμως θέλει ἀπολαύσει ὅλα τ’ ἀγαθὰ ἡ ψυχή σου, ὄχι καθὼς ἐσὺ τώρα ἠμπορεῖς νὰ τὰ συλλογισθῇς, ἀλλὰ ἀγαθὰ ἀπείρως ἀνώτερα ἀπὸ κάθε σου συλλογισμόν, τοιαύτης λογῆς, ὥστε ὅπου πολλαπλασιαζόμενα ἀπείρως, ὅλον ἐκεῖνο ὅπου ἐπιθύμει ἡ καρδία σου, δὲν ἤθελες δυνηθῆ ποτὲ νὰ φαντασθῆς μὲ τὸν νοῦν σου, οὔτε ἕνα ἐλάχιστον μέρος τῆς χαρᾶς ἐκείνης ὅπου σὲ προσμένει εἰς τὸν οὐρανόν. Διὰ τοῦτο εἶπεν ὁ Θεῖος Παῦλος, ἐκ τῶν ἀποκρύφων τοῦ προφήτου Ἠλιοῦ τοῦτο ἐρανισάμενος, ὡς λέγει ὁ κριτικὸς Φώτιος, «ἃ ὀφθαλμὸς οὐκ εἴδε καὶ οὖς οὐκ ἤκουσε καὶ ἐπὶ καρδίαν ἀνθρώπου οὐκ ἀνέβη, ἃ ἡτοίμασεν ὁ Θεὸς τοῖς ἀγαπῶσιν Αὐτόν» (Α΄ Κορ. β΄. 9). Ὅθεν καὶ ὁ Ἀρεοπαγίτης Διονύσιος ὑπὲρ νοῦν ἕνωσιν ὀνομάζει τὴν μετὰ τοῦ Θεοῦ τῶν μακαρίων ἕνωσιν, λέγων «τότε δὲ ὅταν ἄφθαρτοι καὶ ἀθάνατοι γενόμεθα καὶ τῆς Χριστοειδοῦς καὶ μακαριωτάτης ἀφικώμεθα λήξεως, πάντοτε σὺν Κυρίῳ κατὰ τὸ λόγιον, ἐσόμεθα… τῆς νοητῆς αὐτοῦ φωτοδοσίας ἐν ἀπαθεῖ καὶ ἄΰλῳ τῷ νῷ μετέχοντες καὶ τῆς ὑπὲρ νοῦν ἑνώσεως ἐν ταῖς τῶν ὑπερφανῶν ἀκτίνων ἀγνώστοις καὶ μακαρίοις ἐπιβολαῖς» (Κεφ. α΄. περὶ θείων ὀνομάτων)*

* Ἄλλὰ καὶ ὁ Ἱερὸς Αὐγουστῖνος εἶπεν· «ἡ ψυχὴ τότε ἐν τῷ οἴκῳ τοῦ Θεοῦ τῶν ἀρίστων ἀγαθῶν ἀπολαύσει, ὧν τᾖ παραθέσει, πάντα τὰ ἐνταῦθα ὁρώμενα, ὥσπερ οὐδὲν εὐρίσκονται» (εὐχ. ι΄. ἢ κα΄). Καὶ ἀλλαχοῦ ὁ αὑτὸς λὲγει· «Πάντα λόγον ὑπερβαίνει, πᾶσαν τοῦ ἀνθρωπίνου νοὸς τὴν κατάληψιν ὑπερέχει, ἐκείνη ἡ τιμή· ἐκείνη ἡ δόξα· ἐκείνη ἡ ὡραιότης· ἐκείνη ἡ μεγαλειότης».

[ΦΩΤΕΙΝΟ ΚΑΙ ΔΟΞΑΣΜΕΝΟ ΤΟ ΣΩΜΑ ΚΑΙ Η ΨΥΧΗ]

Διότι αἱ αἰσθήσεις σου ὅπου εἶναι τώρα τόσον μεγάλοι ἐχθροὶ τῆς ψυχῆς, τότε θέλουν εἶναι τόσον φίλοι μὲ τὴν ψυχήν, καὶ τόσον γεμάται ἀπὸ τὴν δόξαν της, ὅπου δὲν θέλουν ἐπιθυμεῖ πλέον ἄλλο τίποτε, ἔξω ἀπὸ ἐκεῖνο ὅπου ἐπιθυμεῖ ἡ ψυχή. Τὸ σῶμά σου, ὅπου τώρα σὲ βαρύνει τόσον, τότε θέλει εἶναι ζωντανὴ εἰκόνα τοῦ σώματος τοῦ Ἰησοῦ Χριοτοῦ· «μετασχηματίσει γὰρ φησι τὸ σῶμα τῆς ταπεινώσεως ἡμῶν, εἰς τὸ γενέσθαι αὐτὸ σύμμορφον τῷ σώματι τῆς δόξης αὐτοῦ» (προς Φιλιπ. γ΄. 21). Ὅθεν θέλει εἶναι τόσον ὡραῖον, ὅπου θέλει καταισχύνει καὶ αὐτὸν τὸν ἥλιον καὶ θέλει εἶναι τόσον φωτεινόν, ὅπου ἐὰν θετέον ἤθελες βγάλει ἔξω ἀπὸ τὸν οὐρανὸν ἕνα σου χέρι δεδοξασμένον καὶ νὰ τὸ δείξῃς εἰς τοὺς ἀνθρώπους, μὲ αὐτὸ μόνον ἤθελες δυνηθῆ νὰ κάμῃς ἡμέραν εἰς ὅλον τὸν κόσμον.

Τώρα συλλογίσου πόσον θέλει εἶναι δεδοξασμένη ἡ ψυχή σου, ἥτις ἔχει νὰ εἶναι ὅλη τεθεωμένη, ὅλη καταβυθισμένη μέσα εἰς τὴν ἄβυσσον τῶν τελειοτήτων τοῦ Θεοῦ! Ὅπου θέλει νὰ εἰπῇ, ὅτι, καθὼς τὸ σῶμα εἶναι τόσον ἑνωμένον μὲ τὴν ψυχήν, ὅπου τὰ δύο ὁμοῦ εἶναι ἕνας ἄνθρωπος. Έτσι τότε ἡ ψυχή, τόσον θέλει εἶναι ἑνωμένη μὲ τὸν Θεὸν καὶ διὰ μέσου της ψυχῆς θέλει εἶναι ἑνωμένον ἀναλόγως καὶ τὸ σῶμα. Καὶ ἀντιστρόφως, τόσον θέλει εἶναι ἑνωμένος ὁ Θεὸς μὲ τὴν ψυχήν, καὶ διὰ τῆς ψυχῆς μὲ τὸ σῶμα, ὥστε ὅπου μόνος ὁ Θεὸς νὰ φαίνεται διὰ μέσου ψυχὴς καὶ σώματος, καὶ ὅλα τὰ γνωριστικὰ σημάδια τοῦ σώματος νὰ νικηθοῦν ἀπὸ τὴν ὑπερβολῆν τῆς δόξης, καθὼς θεολογεῖ ὁ Θεοφόρος Μάξιμος*

[ΘΕΩΣΗ ΜΕ ΤΗΝ ΜΕΘΕΞΗ ΤΗΣ ΘΕΙΑΣ ΧΑΡΙΤΟΣ]

* Τὰ λόγια του εἰσι ταῦτα· «ἡ ψυχὴ τὸ ἀεὶ εὖ ὡσαύτως εἶναι ἐνδημῆσαν αὑτῇ δεχομένη, γίνεται Θεὸς τῇ μεθέξει τῆς θεϊκῆς χάριτος, πασῶν τῶν κατὰ νοῦν τε καὶ αἴσθησιν αὐτή τε παυσαμένη καὶ ἑαυτῇ τὰς τοῦ σώματος συναποπαύσασα φυσικὰς ἐνεργείας, συνθεωθέντος αὐτῇ, κατὰ τὴν ἀναλογοῦσαν αὐτῷ μέθεξιν τῆς θεώσεως, ὡς μόνον τὸν Θεὸν διά τέ τῆς ψυχῆς καὶ τοῦ σώματος φαίνεσθαι, νικηθέντων αὐτοῖς τῇ ὑπερβολῇ τῆς δόξης τῶν φυσικῶν γνωρισμάτων» [Με αυτήν η ψυχή δέχεται την παντοτινή και αμετάβλητη ευδαιμονία που ήρθε σ’ αυτήν, και γίνεται θεός με τη μέθεξη της θείας χάρης, παύοντας κάθε ενέργεια του νου και της αισθήσεώς της, μαζί και τις φυσικές ενέργειες του σώματος, καθώς κι αυτό θεώθηκε μαζί μ’ αυτήν κατά τη μέθεξη της θεώσεως που του αναλογεί. Έτσι διά μέσου και της ψυχής και του σώματος φαίνεται μόνον ο Θεός, επειδή τα φυσικά τους γνωρίσματα έχουν παραμεριστεί από την υπερβολή της δόξας] (Κεφ. πη’. τῆς δευτέρας ἐκατοντ. τῶν θεολογικῶν).

Καὶ ὁ Θεολόγος δὲ Γρηγόριος τοῦτο τὸ ἴδιον συνομολογῶν λέγει, ὅτι ἡ ψυχὴ τότε θέλει γίνει ὁμοῦ μὲ τὸ σῶμα ἕνα πνεῦμα καὶ νοῦς καὶ Θεὸς, μὲ τὸ νὰ καταποθῇ ἀπὸ τὴν ζωὴν ἡ φθορὰ καὶ τρεπτότης τοῦ σώματος «καὶ γενομένη σὺν τούτῳ ἕν πνεῦμα καὶ νοῦς καὶ Θεός, καταποθέντος ὑπὸ τῆς ζωῆς τοῦ θνητοῦ τε καὶ ρέοντος» (Λόγ. εἰς Καισάρ.).

[ΠΑΡΑΔΕΙΣΟΣ Η ΕΝΩΣΗ ΜΕ ΤΟΝ ΘΕΟ]

Καὶ λοιπόν, εὐκολώτερα βέβαια ἠμπορεῖ τινὰς νὰ περικλείσῃ μέσα εἰς μίαν φλοῦδαν καρυδίου τὸν Ὠκεανόν, παρὰ νὰ καταλάβῃ μὲ τὴν ἀσθενῆ φαντασίαν του, τί πρᾶγμα εἶναι ὁ Παράδεισος. Όθεν ἕνας ἑνάρετος διδάσκαλος ἐσυνήθιζε νὰ λέγῃ τοῦτο τὸ ὡραῖον ἀπόφθεγμα «Παράδεισε, ἠμεῖς ἠμποροῦμεν νὰ σὲ κερδίσωμεν μὰ δὲν ἠμποροῦμεν νὰ σὲ καταλάβωμεν». Παράδεισος θέλει νὰ εἰπῇ, τὸ νὰ ἀπολαμβάνῃ τινὰς πάντοτε τὸν Θεὸν, καὶ νὰ εὐγαίνῃ ἀπὸ τὸ βάθος τῶν ἰδιοτήτων τοῦ Θεοῦ, ἕνα εἰσόδημα αἰώνιον ἀνεκδιηγήτου εὐδαιμονίας. Παράδεισος θέλει νὰ εἰπῇ, τὸ νὰ εἶναι ἡ ψυχὴ τοιουτοτρόπως ἀμέσως ἑνωμένη μὲ τὸν Θεόν, καθὼς εἶναι ἑνωμένος ὁ πεπυρωμένος σίδηρος μὲ τὸ πῦρ· ὥστε ὅπου σχεδὸν νὰ μὴ διακρίνεται ἀπὸ τὸν σίδηρον καὶ ὁ σίδηρος ἀπὸ τὸ πῦρ. Παράδεισος θέλει νὰ εἰπῇ, τὸ νὰ κάθεται τινὰς εἰς τὸν θρόνον τῆς θεότητος καὶ νὰ μετέχῃ ἀπὸ τὴν θείαν τράπεζαν· ἤγουν νὰ χαίρεται κατὰ μέθεξιν καὶ χάριν ἐκείνην τὴν ἰδίαν εὐδαιμονίαν, τὴν ὁποίαν ὁ Θεὸς χαίρεται κατ’ οὐσίαν. «Ὁ νικῶν δώσω αὐτῷ καθίσαι μετ’ ἐμοῦ ἐν τῷ θρόνῳ μου, ὡς κἀγὼ ἐνίκησα καὶ ἐκάθισα μετὰ τοῦ Πατρός μου ἐν τῷ θρόνῳ Αὐτοῦ» (Ἀποκάλ. γ΄ 21).

[ΤΕΛΕΙΑ ΜΑΚΑΡΙΟΤΗΤΑ Η ΟΡΑΣΗ ΤΟΥ ΘΕΟΥ]

Ὅθεν καὶ ὁ Θεῖος Μάξιμος εἶπε· «πάντα ὅσα ὁ Θεὸς καὶ ὁ κατὰ χάριν τεθεωμένος ἔσται, χωρὶς τῆς κατ’ οὐσίαν ταὐτότητος· ὥστε ὅπου ἐκεῖνο τὸ ἀγαθὸν ποὺ ἠδυνήθη νὰ πληρώσῃ ἀρκετὰ πρὸ τοῦ αἰῶνος τὴν καρδίαν τοῦ ἄκρου ἀγαθοῦ, ἤτοι τοῦ Θεοῦ αὐτὸ τὸ ἴδιον ἔχει νὰ πληρώνῃ ἀρκετὰ ἀμέσως καὶ τὴν καρδίαν ἑνὸς μακαρίου. Ὤ, μακαριότης λοιπόν, ὤ, μακαριότης τοῦ Παραδείσου, εἰς τὴν ὁποίαν θέλεις καταξιωθῆ ἀδελφέ νὰ θεωρῇς τὴν δόξαν τοῦ Θεοῦ, ἡ ὁποία θεωρία εἶναι ὅπου κάμνει μακαρίους τους μακαρίους, κατὰ τὸν μακάριον Αὐγουστῖνον λέγοντα «μακάριος ἔσομαι, εἰ γένωμαι ἐν τῷ τὴν σὴν δόξαν ὁρᾶν» (Εὐχὴ ιγ΄ ἢ κδ΄). Καὶ πάλιν· «αὔτη ἐστὶν ἡ τελεία μακαριότης καὶ ἡ πᾶσα ἀνθρώπου δόξα, τὸ βλέπειν τὸ πρόσωπον τοῦ Θεοῦ αὐτοῦ».

[ΜΑΚΑΡΙΟΤΗΤΑ ΚΑΤΑ ΠΡΟΚΟΠΗ ΚΑΙ ΜΕΤΑΒΑΣΗ – ΚΑΤΑ ΣΤΑΣΗ ΚΑΙ ΤΑΥΤΟΤΗΤΑ]

Ἀνίσως καὶ ὁ Θεὸς ἤθελε νὰ σοῦ φανερώνῃ ὀλίγον κατ’ ὀλίγον τὰς Θείας τελειότητάς του καὶ ὡραιότητας* βέβαια ἠδύνατο εἰς ὅλην τὴν αἰωνιότητα νὰ σὲ κρατῇ πάντοτε εἰς νέα καὶ καινούργια θεάματα, ἄξια θαυμασμοῦ.

* Ἐπειδὴ ἄλλοι μὲν λέγουσι πῶς ἡ κατάστασις τῶν ἐν οὐρανοῖς μακαρίων θέλει εἶναι κατὰ προκοπὴν καὶ μετάβασιν, ἄλλοι δὲ πὼς θέλει εἶναι κατὰ στάσιν καὶ ταυτότητα, διὰ τοῦτο ὁ Θεοφόρος Μάξιμος τοῦτο τὸ ζήτημα καὶ τὴν ἀπορίαν λύων λέγει· «Ότι καθάπερ ἐπὶ τῆς σωματικῆς ζωῆς διττὸς ἐστιν ὁ τῆς τροφῆς λόγος. Ο μὲν γὰρ πρὸς αὕξησιν, ὁ δὲ πρὸς συντήρησιν τῶν τρεφομένων ἐστί· μέχρι γὰρ φθάσωμεν τὸ τέλειον τῆς σωματικῆς ἡλικίας, τρεφόμεθα πρὸς αὕξησιν, ἐπειδᾶν δὲ τὸ σῶμα στῇ τῆς εἰς μέγεθος ἐπιδόσεως, οὐκέτι τρέφεται πρὸς αὕξησιν, ἀλλὰ πρὸς συντήρησιν. Οὔτω καὶ ἐπὶ τῆς ψυχῆς διττὸς ὁ τῆς τροφῆς λόγος· τρέφεται γὰρ προκόπτουσα ταῖς ἀρεταῖς καὶ τοῖς θεωρήμασιν (ἐνταῦθα δηλαδή), μέχρις οὖ διαβᾶσα τὰ ὄντα φθάσῃ τὸ μέτρον τῆς ἡλικίας τοῦ πληρώματος τοῦ Χριστοῦ· ἐν ᾦ γινομένη (εἴτε ἐνταῦθα, εἴτε μετὰ θάνατον) πάσης τῆς πρὸς ἐπίδοσίν τε καὶ αὔξησιν διὰ τῶν μέσων ἵσταται προκοπῆς, ἀμέσως τρεφομένη τὸ ὑπὲρ νόησιν. Καὶ διὰ τοῦτο τυχὸν ὑπὲρ αὕξησιν τῆς ἀφθάρτου τροφῆς τὸ εἶδος πρὸς συντήρησιν τῆς δοθείσης αὐτῇ θεοειδοῦς τελειότητος καὶ ἔκφρασιν τῶν τῆς τροφῆς ἐκείνης ἀπείρων ἀγλαϊῶν» [Μερικοί θέλουν να μάθουν πώς θα είναι η κατάσταση εκείνων που θα αξιωθούν την τελειότητα της βασιλείας του Θεού. Ποιο από τα δύο, θα είναι κατάσταση προόδου και μεταβάσεως, ή στατικής ταυτότητας; Και πώς πρέπει να νομίζομε ότι θα είναι οι ψυχές και τα σώματα; Σ’ αυτό μπορεί ν’ απαντήσει κανείς εύστοχα μ’ ενα παράδειγμα: στη σωματική ζωή, είναι διπλός ο λόγος της τροφής. Ο ένας είναι για να αυξηθεί το σώμα και ο άλλος για να συντηρηθεί. Μέχρις ότου ολοκληρωθεί η σωματική μας ανάπτυξη, τρεφόμαστε για αύξηση, όταν όμως το σώμα σταματήσει να μεγαλώνει, δεν τρέφεται πλέον για αύξηση, αλλά για συντήρηση. Έτσι και στην ψυχή, διπλός είναι ο λόγος της τροφής. Γιατί καθώς προχωρεί, τρέφεται με τις αρετές και τις θεωρίες, μέχρις ότου, αφού περάσει όλα τα όντα, φτάσει το μέτρο της ηλικίας του πληρώματος του Χριστού. Και όταν φτάσει σ’ αυτό, σταματά κάθε πρόοδος προς ανάπτυξη και αύξηση με τα μέσα αυτά και τρέφεται κατά τρόπο άμεσο με αυτό που υπερβαίνει τη νόηση. Και γι’ αυτό, το είδος της άφθαρτης τροφής υπερβαίνει την αύξηση και είναι για να συντηρηθεί η θεοειδής τελειότητα που δόθηκε στην ψυχή και να φανερωθούν οι άπειρες λαμπρότητες της τροφής εκείνης] (κεφ. πη’ τῆς β΄ ἑκατοντάδος τῶν Θεολογικῶν).

[ΟΡΑΣΗ ΤΟΥ ΦΥΣΙΚΩΝ ΠΡΟΣΟΝΤΩΝ ΤΟΥ ΘΕΟΥ, ΟΧΙ ΟΜΩΣ ΚΑΙ ΤΗΣ ΟΥΣΙΑΣ ΤΟΥ]

Ἀλλὰ τί λογῆς θαυμάσιον θέαμα θέλει εἶναι τότε τὸ νὰ βλέπῃς τὸν Θεὸν ἐν τῷ ἅμα ὅλον καὶ ἐν τῷ Θεῷ νὰ βλέπῃς καὶ ὅλους τους λόγους τῶν ὄντων, αἰσθητῶν, νοητῶν, ὑλικῶν, ἀΰλων; ταὐτὸν εἰπεῖν, ἐν τῷ Θεῷ νὰ βλέπῃς καὶ ὅλα τὰ πάντα. Διὰ τοῦτο καλὰ εἶπεν ὁ Θεῖος Γρηγόριος ὁ Διάλογος. «Τί οὐχ ὁρῶσιν οἱ τὸν ὁρῶντα πάντα ὁρῶντες;» (Βιβλ. δ΄ τῶν διαλόγων) καὶ ὁ Μέγας Βασίλειος εἶπε περὶ τῶν μακαρίων «ὅτι πάντα συμπεριλαμβάνουσι καὶ κατανοοῦσι» (Λόγ. περὶ Παρθενίας)*.

* Ὅθεν καὶ ὁ Θεοφόρος Μάξιμος λύων τὴν ἀπορίαν τινῶν, ζητούντων ποίαν διαφορὰν ἔχει ἡ Βασιλεία τῶν Οὐρανῶν ἀπὸ τὴν Βασιλείαν τοῦ Θεοῦ λέγων, «ὅτι κατ’ ἐπίνοιαν μόνον καὶ οὐχὶ πραγματικῶς διαφέρουσιν, ἐπιφέρει ἡ μὲν Βασιλεία τῶν Οὐρανῶν τῆς τῶν ὄντων ἀκραιφνοῦς κατὰ τοὺς ἑαυτῶν λόγους ἐν τῷ Θεῷ προαιωνίου γνώσεως ἐστὶ κατάληψις· ἡ δὲ τοῦ Θεοῦ Βασιλεία, τῶν προσόντων τῷ Θεῷ φυσικῶς ἀγαθῶν κατὰ χάριν ἐστὶ μετάδοσις» [Κάποιοι ζητούν να μάθουν ποια διαφορά έχει η βασιλεία του Θεού από τη βασιλεία των ουρανών. Διαφέρουν μεταξύ τους ουσιαστικά ή νοητώς; Σ’ αυτούς πρέπει να πούμε ότι διαφέρουν όχι ουσιαστικά, αλλά νοητώς. Γιατί η βασιλεία των ουρανών είναι η κατανόηση της προαιώνιας ακέραιης γνώσεως των όντων που βρίσκεται στο Θεό, σύμφωνα με τους λόγους τους. Ενώ η βασιλεία του Θεού είναι μετάδοση κατά χάρη, των αγαθών τα οποία φύσει έχει ο Θεός. Η πρώτη θα συμβεί κατά το τέλος των όντων, ενώ η άλλη θα είναι νοερή, μετά το τέλος των όντων.] (κεφ. Ϟ΄ τῆς β΄ ἑκατοντ. τῶν Θεολογικῶν). Ὅρα δὲ ἐνταῦθα, ὅτι μόνα τὰ φυσικὰ προσόντα τῷ Θεῷ προτίθενται τοῖς μακαρίοις εἰς ὅρασιν καὶ γνῶσιν καὶ ἀπόλαυσιν, οὐ μὴν δὲ καὶ η θεία οὐσία, ἐξ ἦς ταῦτα φυσικῶς καὶ ἀχωρίστως πρόεισιν· αὕτη γὰρ οὐ μόνον ἀκατάληπτος, ἀλλὰ καὶ πάντῃ ἄγνωστός ἐστι καὶ ἀόρατος τοῖς μακαρίοις.

[ΟΜΟΙΟΙ ΚΑΙ ΙΣΟΙ ΜΕ ΤΟΥΣ ΑΓΓΕΛΟΥΣ]

Μολονότι καὶ μόνη ἡ θεωρία τοῦ Θεοῦ εἶναι ὅπου κάμνει μακαρίους τοὺς μακαρίους καὶ ὄχι ἡ θεωρία τῶν ἄλλων, ὡς λέγει ὁ Ἱερὸς Αὐγουστῖνος· «μακάριος ὁ Σὲ γιγνώσκων, καίτοι τὰ ἄλλα ἀγνοῶν· ὁ δὲ Σὲ καὶ τὰ ἄλλα γιγνώσκων, οὐ παρὰ τοῦτο μᾶλλον μακάριος, ἀλλ’ ἢ διὰ σὲ μόνον» (Βιβλ. ε΄ τῶν ἐξομολογ. Κεφ. β΄). Ὦ, μακαριότης τοῦ Παραδείσου! Εἰς τὴν ὁποίαν οἱ μακάριοι θέλουν εἶναι ὅμοιοι καὶ ἴσοι μὲ τοὺς Ἀγγέλους καὶ ὄχι παρὰ βραχὺ ἠλαττωμένοι αὐτῶν καὶ οἱ υἱοὶ τοῦ Θεοῦ, καθὼς εἶπεν ὁ Κύριος· «Ἰσάγγελοι γάρ εἰσι, καὶ υἱοὶ εἰσί τοῦ Θεοῦ τῆς Ἀναστάσεως υἱοὶ ὄντες» (Λουκ. κ΄ 36). Καὶ καθὼς εἶπεν ὁ μακάριος Αὐγουστῖνος «ὅταν ἤδη ἀνακεκαλυμμὲνῳ προσώπῳ τὸ πρόσωπόν σου ὀψόμεθα, τότε τί κωλύσει μὴ εἶναι παραβραχὺ τῶν Ἀγγέλων ἐλάττους ἡμᾶς; Μᾶλλον μὲν οὖν ὅμοιοι διὰ πάντων καὶ ἴσοι τοῖς Ἀγγέλοις ἐσόμεθα». (Εὐχὴ ιε΄ ἢ ζ΄).

[Ο ΘΕΟΣ ΤΑ ΠΑΝΤΑ ΕΝ ΠΑΣΙ]

Ὤ μακαριότης τοῦ Παραδείσου! Εἰς τὴν ὁποίαν ἡ ζωὴ θέλει εἶναι μόνον ζωή, χωρὶς θάνατον! Ἡ χαρὰ μόνον χαρά, χωρὶς λύπην! Ἡ ἡμέρα μόνον ἡμέρα, χωρὶς νύκτα! Ἡ εὐτυχία μόνον εὐτυχία, χωρὶς δυστυχίαν! Ἐν συντομίᾳ, εἰς τὴν ὁποίαν τὰ καλὰ θέλουν εἶναι μόνον καλά, χωρὶς κανένα κακὸν. Όθεν εἶπεν ὁ Ιερὸς Αὐγουστῖνος, «μακάριός ἐστιν ὁ ἔχων πάνθ’ ὅσα θέλει καὶ μηδὲν φαῦλον ἐθέλων». Ὤ μακαριότης τοῦ Παραδείσου! Εἰς τὴν ὁποίαν δὲν θέλουν ἔχει χρείαν οἱ μακάριοι ἀπὸ αἰσθητὸν ἥλιον καὶ ἀπὸ αἰσθητὴν σελήνην διὰ νὰ τοὺς φωτίζῃ, ἐπειδὴ ὁ Θεὸς ἔχει νὰ εἶναι εἰς αὐτοὺς ἀντὶ ἡλίου καὶ σελήνης διὰ νὰ τοὺς φωτίζῃ αἰωνίως· «οὐκ ἔσται σοι ἔτι ὁ ἥλιος εἰς φῶς ἡμέρας, οὐδὲ ἀνατολὴ σελήνης φωτιεῖ σου τὴν νύκτα, ἀλλ’ ἔσται σοι Κύριος φῶς αἰώνιον καὶ ὁ Θεὸς δόξα σου» (Ἡσ. ξ΄ 19). Δὲν θέλουν ἔχει χρείαν ἀπὸ λύχνον διὰ νὰ φέγγῃ τὴν νύκτα, οὐδὲ σπίτια διὰ νὰ κατοικοῦν, ἐπειδὴ ὁ Θεὸς θέλει γίνει εἰς αὐτοὺς καὶ λύχνος καὶ κατοικία· «καὶ νὺξ οὐκ ἔσται ἔτι· καὶ χρείαν οὐκ ἔχουσι λύχνου καὶ φωτὸς ἡλίου ὅτι Κύριος ὁ Θεὸς φωτίζει αὐτοὺς καὶ βασιλεύσουσιν εἰς τοὺς αἰῶνας τῶν αἰώνων» (Ἀποκάλ. κβ΄ 5). Καὶ πάλιν· «καὶ ναὸν οὐκ εἶδον ἐν αὐτῇ γὰρ Κύριος ὁ Θεὸς ὁ Παντοκράτωρ ναὸς αύτῆς ἐστι, καὶ τὸ ἀρνίον» (Αὐτόθ. κα΄ 22). Δὲν θέλουν ἔχει χρεῖαν οἱ μακάριοι, οὔτε ἀπὸ ἀέρα, οὔτε ἀπὸ φαγητὸν, οὔτε ἀπὸ πιοτὸν, οὔτε ἀπὸ κανένα ἄλλο ἐπιθυμητὸν πρᾶγμα τοῦ κόσμου τούτου· ἐπειδὴ ὁ Θεὸς ἔχει νὰ γίνῃ εἰς αὐτοὺς ἀντὶ δι’ ὅλα τὰ πράγματα, καθὼς λέγει ὁ Θεῖος Παῦλος· «ἵνα ᾖ ὁ Θεὸς τὰ πάντα ἐν πᾶσιν» (Α΄ Κορ. ιε΄ 8), τὸ ὁποῖον ρητὸν ἑρμηνεύων ὁ Θεολόγος Γρηγόριος λέγει· «ἔσται δὲ ὁ Θεὸς τὰ πάντα ἐν πᾶσιν ἐν τῷ καιρῶ τῆς ἀποκαταστάσεως… ὅταν μηκέτι πολλὰ ὦμεν, ὥσπερ νῦν, τοῖς κινήμασι καὶ τοῖς πάθεσιν, οὐδὲν ὅλως Θεοῦ ἢ ὀλίγον ἐν ἠμῖν αὐτοῖς φέροντες· ἀλλ’ ὅλοι θεοειδεῖς, ὅλου Θεοῦ χωρητικοὶ καὶ μόνου· τοῦτο γὰρ ἡ τελείωσις πρὸς ἣν σπεύδομεν» (Λόγ. β΄. περὶ Υἱοῦ)*.

* Θαυμαστὴ δὲ εἶναι καὶ ἡ ἑρμηνεία ὅπου κάμνει ὁ Νύσσης Γρηγόριος εἰς τὸ ρητὸν τοῦτο τοῦ Ἀποστόλου· καὶ ὁ Θεσσαλονίκης Θεῖος Γρηγόριος ἐν τοῖς κατὰ Ἀκίνδυνου ἀντιρρητικούς.

[Ο ΠΑΡΑΔΕΙΣΟΣ ΑΠΟΚΤΑΤΑΙ ΜΕ ΚΟΠΟΥΣ, ΜΟΧΘΟΥΣ, ΔΑΚΡΥΑ, ΘΛΙΨΕΙΣ ΚΑΙ ΚΑΛΑ ΕΡΓΑ]

Ὢ Μακαριότης τοῦ Παραδείσου, ἡ ὁποία εἶναι τὸ ὁλοϋστερινὸν καὶ ἔσχατον τέλος, διὰ τὸ ὁποῖον ὁ ἄνθρωπος καὶ ἐπλάσθη διὰ τῆς δημιουργίας, καὶ ἀνεπλάσθη διὰ τῆς ἐνσάρκου οἰκονομίας. Καὶ διὰ νὰ εἰπῶ μὲ συντομίαν· ὥ μακαριότης τοῦ Παραδείσου, εἰς τὴν ὁποίαν οἱ μακάριοι ὁρῶντες ἐν τῷ τρισηλὶῳ φωτὶ τῆς δόξης τὸν Πατέρα, τὸν Υἱὸν καὶ τὸ Ἅγιον Πνεῦμαν, θέλουν εἰπεῖ εἰς τὸν Κύριον ἐκεῖνο ὅπου Τοῦ εἶπε καὶ ὁ Φίλιππος· «Κύριε δεῖξον ἡμῖν τὸν Πατέρα καὶ ἀρκεῖ ἡμῖν», ὡς λέγει ὁ Θεῖος Αὐγουστῖνος, (περὶ Τριαδ. βιβλ.) καὶ εἰς τὴν ὁποίαν εὐρισκόμενος καὶ σὺ ἀδελφέ, θέλει, εἶσαι ὄχι πλέον μακάριος, ἀλλ’ αὐτὴ σχεδὸν ἡ ἰδία μακαριότης· καθὼς σοῦ ὑπόσχεται ὁ Κύριος λέγων· «καὶ θήσω σὲ ἀγαλλίαμα αἰώνιον, εὐφροσύνην γενεαῖς γενεῶν» (Ἡσ. ξ΄ 15). Τώρα εἶναι δυνατόν, ἀγαπητέ, νὰ πιστεύῃς στερεῶς αὐτὸν τὸν Παράδεισον καὶ ἔπειτα νὰ γυρεύῃς νὰ τὸν ἀπολαύσῃς μὲ τόσην ἀμέλειαν; Βλέπεις αὐτὴν τὴν μακαριότητα; Αὐτὴ ἀποκτᾶται μὲ κόπους καὶ μόχθους. Βλέπεις αὐτὴν τὴν χαράν; Αὐτὴ κερδίζεται μὲ δάκρυα καὶ θλίψεις, «οἱ σπείροντες, γάρ φησὶν, ἐν δάκρυσιν, ἐν ἀγαλλιάσει θεριοῦσι»· (Ψαλμ. ρκε΄. 6). Βλέπεις αὐτὴν τὴν δόξαν τοῦ Παραδείσου; Ὁ σπόρος αὐτῆς εἶναι τὰ καλὰ ἔργα.

Ἀμὴ ἐσὺ διατὶ ἀμελεῖς καὶ δὲν μεταχειρίζεσαι ταῦτα εἰς ὅλην σου τὴν ζωήν; Ἕως πότε ἐκείνη ἡ πατρίδα ὅλων τῶν ἀγαθῶν ἔχει νὰ λογίζεται ὡσὰν ἕνας τόπος ἀγνώριστος κοντὰ εἰς ἐσὲνα; Ἕως πότε νὰ ἀλλάζῃς ὅλον τὸν Παράδεισον μὲ μίαν συγχαμερὰν ἡδονὴν καὶ νὰ ἐξουθενῇς ὅλην τὴν οὐράνιον δόξαν, ὡσὰν ἕνα οὐδέν, καθὼς ἐκεῖνοι οἱ σκολιοὶ Ἰουδαῖοι ἐξουθένησαν τὴν ἀντιτύπον τοῦ Παραδείσου Ἱερουσαλήμ; «Καὶ ἐξουδένωσαν γῆν ἐπιθυμητὴν» (Ψαλμ. ρε΄. 24.)

Ἴσως λέγεις ὅτι δύναμαι νὰ ἀπολαύσω καὶ τὴν παρηγορίαν καὶ χαρὰν τοῦ κόσμου τούτου καὶ τὴν παρηγορίαν καὶ χαρὰν τοῦ αἰῶνος ἐκείνου καὶ τῆς μακαριότητος, ἀλλὰ πόσον εἶναι πεπλανημένος ὁ λόγος αὐτὸς τὸ ἀποδείχνει ὁ μακάριος Αὐγουστῖνος λέγων· «οὐδένα δυνατὸν ἐν ἑκατέρῳ τῷ αἰῶνι παρακαλεῖσθαι· οὔτε τὶς δύναται κἀνταῦθα καὶ ἐν τῷ μέλλοντι χαίρειν· ἀλλ’ ἀνάγκη τὴν ἑτέραν τῶν παρακλήσεων ἀπωλέσαι, τὸν τὴν ἑτέραν βουλόμενον κτήσασθαι» (Εὐχ. ιβ΄. ἢ κγ΄.)

Αἰσχύνθητι λοιπὸν ταλαίπωρε, αἰσχύνθητι διὰ τὸν ἴδιον ἑαυτόν σου. Ἀποστράφου τὴν χαυνότητα τῆς γνώμης σου, τὴν ἀδυναμίαν τῆς πίστεώς σου καὶ τὴν ψυχρότητα τῆς ζωῆς σου. Κάμε ὑπόσχεσιν νὰ προτιμήσῃς καλλίτερα τὸν ἴδιον θάνατον, μόνον διὰ νὰ ἐπιτύχῃς ἕνα τόσον ἄπειρον ἀγαθόν. Βλέπεις καὶ μοναχός σου μὲ τὰ μάτια σου πόσον ὑψηλὰ εἶναι ὁ οὐρανός, τὸν ὁποῖον ἔχεις νὰ ἀπολαύσῃς. Λοιπὸν κόπον χρειάζεσαι διὰ νὰ ἀναβῇς ἐκεῖ «τοῦτο γάρ φησὶ κόπος ἐστὶν ἐνώπιόν μου, ἕως οὗ εἰσέλθω εἰς τὸ ἁγιαστήριον τοῦ Θεοῦ» (Ψάλμ. οβ΄. 17). Καὶ ἐπειδὴ ὁ Κύριος, ὅσον ἀπὸ μέρος ἰδικὸν Του, θέλει δραστικῶς νὰ εἶναι Μακάριος ὄχι μοναχός Του, ἀλλὰ μαζὶ μὲ ἐσένα, παρακάλεσέ Τον νὰ σοῦ δώσῃ χάριν νὰ μὴ ἐμποδίσῃς ἐκ μέρους σου αὐτὸν τὸν ἐράσμιον σκοπόν Του καὶ νὰ σὲ δυναμώσῃ νὰ ποθῇς πάντοτε καὶ νὰ σπουδάζῃς διὰ νὰ φθάσῃς τὸ ὀγρηγορώτερον εἰς αὐτὴν τὴν ἀνωτάτην μακαριότητα, φωνάζοντας μὲ τὸν Δαβὶδ· «ὅν τρόπον ἐπιποθεῖ ἡ ἔλαφος ἐπὶ τὰς πηγὰς τῶν ὑδάτων, οὕτως ἐπιποθεῖ ἡ ψυχή μου πρὸς σὲ ὁ Θεὸς» (Ψαλμ. μα΄ 1).

Β΄. Ὅλα τέλεια.

Συλλογίσου ἀγαπητέ, ὅτι εἰς τὸν Παράδεισον ἔχεις νὰ ἀπολαμβάνῃς μὲ τελειότητα ὅλα τὰ ἀγαθὰ* καὶ αὐτὴ ἡ τελειότης θέλει προέλθη μέρος μὲν ἀπὸ τὰς δεδοξασμένας δυνάμεις τῆς ψυχῆς καὶ τοῦ σώματός σου, μέρος δὲ καὶ
ἀπὸ αὐτὰ τὰ ἴδια ἀγαθὰ ὅπου ἀπολαμβάνεις
.

* Ἀξιάγαστα δὲ ἀληθῶς εἶναι τὰ κομψὰ λόγια ὅπου εἶπε περὶ τῶν ἀγαθῶν ἐκείνων τοῦ Παραδείσου ὁ τῳόντι Μακάριος Αὐγουστῖνος «ὅπου ἐστὶ πᾶν ἀγαθόν, κακὸν δὲ οὐδέν, ὅπου πᾶν, ὅπερ ἂν θέλῃς· ὅπου ζωὴ ζωτική, γλυκεῖα καὶ ἐφετὴ καὶ ἀείμνηστος· ὅπου οὐκ ἔστιν ἐχθρὸς πολεμῶν, οὐδέ τις ἀηδία, ἀλλ’ ἄκρα καὶ βεβαία ἀσφάλεια· ἀσφάλεια καὶ ἀσφαλὴς γαλήνη· γαλήνη καὶ ἥσυχος ἡδονή· ἡδονὴ καὶ εὐτυχία ἡδεῖα· εὐτυχία καὶ εὐτυχὴς ἀϊδιότης· ἀϊδιότης καὶ ἀϊδία μακαριότης· μακαριότης καὶ ἡ μακαρία Τριάς· Τριὰς καὶ τῆς Τριάδος Μονάς· Μονὰς καὶ τῆς Μονάδος Θεότης· Θεότης καὶ μακαρία της Θεότητος θεωρία, ἥτις ἐστὶν ἡ χαρὰ τοῦ Κυρίου μου» (Εὐχὴ ἐρωτικ. λγ΄ ἢ λς΄).

[ΚΑΡΔΙΑ ΚΑΙ ΝΟΥΣ]

Διότι τότε ἡ καρδία σου δὲν θέλει εἶναι τόσον ἀθλία καὶ τόσον στενόχωρος, ὅπου νὰ μὴν ἠμπορῇ νὰ δέχεται εἰς ἕναν καὶ τὸν αὐτὸν καιρὸν παντὸς ἀγαθοῦ ἡδονήν. Οὔτε ὁ νοῦς σου θέλει εἶναι τόσον στενός, ὅπου νὰ μὴ χωρῇ νὰ νοῇ ὁμοῦ πολλὰ ἀντικείμενα νοητά, οὐδὲ νὰ τὰ νοῇ ἀμφιβόλως, καθὼς εἶναι ἡ κατάστασίς του ἐν τῇ παρούσῃ ζωῇ, εἰς τὴν ὁποίαν μόλις ἕνα δύναται νὰ νοῇ, καὶ ἐκεῖνο ἀμφιβόλως, ψηλαφώντας τὰ πράγματα ὡσὰν τυφλός, μὲ συλλογισμοὺς καὶ συμπεράσματα καὶ μὴ ἔχοντας τὴν ἀκριβῆ τούτων κατάληψιν.

Αλλὰ ἡ μὲν καρδία σου, δυναμωμένη οὖσα ἀπὸ τὸ φῶς τῆς θείας δόξης, θέλει ἐξαπλώνει τοιουτοτρόπως τὸν κόλπον της, ὅπου νὰ δέχεται τὸ πλήρωμα τῆς ἰδίας χαρᾶς τοῦ Κυρίου, καθὼς μᾶς ἔταξεν, «ἴνα ἡ χαρὰ ἡ ἐμὴ ἐν ὑμῖν μείνῃ, καὶ ἡ χαρὰ ὑμῶν πληρωθῇ» (Ἰωαν. ιε΄ 11). Ο δὲ νοῦς σου ἐνδυναμωθεὶς ἀπὸ τὸ ἄπειρον ἐκεῖνο καὶ ὑπερφυσικὸν φῶς τοῦ Θεοῦ, τόσον θέλει πλατυνθῆ εἰς τὴν θεωρίαν τῶν θείων προσόντων καὶ ἐνεργειῶν τοῦ Θεοῦ, ὥστε ὅπου νὰ γίνη καὶ αὐτὸς ἄναρχος καὶ ἀτελεύτητος καὶ ἄπειρος κατὰ χάριν, καθὼς εἶναι ἄναρχος καὶ ἀτελεύτητος καὶ ἄπειρος κατὰ φύσιν ὁ ὑπ’ αὐτοῦ θεωρούμενος Θεὸς. Ως λέγει ὁ Θεοφόρος Μάξιμος, ἑρμηνεύων ἐκεῖνο τὸ Ἀποστολικὸν περὶ τοῦ Μελχισεδέκ, δηλ. τὸ «μήτε ἀρχὴν ἡμερῶν, μήτε ζωῆς τέλος ἔχων» (Ἑβρ ζ΄ 3), καὶ μὲ μόνην ἁπλὴν ἐπιβολὴν ἔχει νὰ νοῇ πολλὰ νοητὰ ἀντικείμενα, καὶ νὰ τὰ νοῇ ἀκριβῶς, χωρὶς συλλογισμοὺς καὶ συμπεράσματα, καθὼς νοοῦσι καὶ οἱ ἄγγελοι, κατὰ τοὺς θεολόγους.

[ΜΕΓΙΣΤΗ ΜΑΚΑΡΙΟΤΗΤΑ Η ΓΝΩΣΗ ΤΟΥ ΘΕΟΥ]

Ὅθεν ἀνίσως καὶ τὸ νὰ καταλάβῃ ὁ νοῦς ὀλίγον τί τοῦ Θεοῦ εἶναι μεγαλωτάτη μακαριότης, κατὰ τὸν Ιερὸν Αὐγουστῖνον, «Θεοῦ δὲ ἐπὶ ποσὸν ἐφάψασθαι, μεγίστη μακαριότης ἐστί». Πόσον ἀσυγκρίτως τότε θέλει εἶναι ὁ νοῦς σου μακάριος, ὅπου ἔχει νὰ γνωρίσῃ καθαρώτατα καὶ τελειότατα τὸν Θεόν, χωρὶς ἐσόπτρου καὶ προκαλύμματος; Οὕτω γάρ φησιν ὁ Θεολόγος Γρηγόριος, «τί τὸ ἐλπιζόμενον; Βασιλείαν Οὐρανῶν πάντως ἐρεῖς, ἡγοῦμαι δὲ μὴ ἄλλο τί τοῦτο εἶναι ἢ τὸ τυχεῖν τοῦ καθαρωτάτου καὶ τελεωτάτου· τελεώτατον δὲ τῶν ὄντων γνῶσις Θεοῦ» (Λόγ. α΄ περὶ θεολογίας). Καὶ ὁ πρῶτος τῶν Θεολόγων Ἰωάννης «ἐὰν φανερωθῇ, εἶπεν, ὅμοιοι αὐτῷ ἐσόμεθα, ὅτι ὀψόμεθα Αὐτὸν καθώς ἐστι» (Α΄. Ἰω. γ΄ 2), τὸ ὁποῖον τοῦτο ρητὸν οἰονεὶ ἑρμηνεύων ὁ δεύτερος Θεολόγος Γρηγόριος λέγει· «τὸ δὲ ἐκεῖθεν ταμιευσόμεθα, ἵνα ταύτην σχῶμεν τῆς φιλοπονίας τὴν ἐπικαρπίαν, ὅλην τῆς Ἁγίας Τριάδος τὴν ἔλλαμψιν, ἥτις ἐστὶ καὶ οἵα καὶ ὅση, εἰ θέμις τοῦτο εἰπεῖν» (Λόγ. α΄ Θεολ.).

[ΠΛΟΥΤΟΣ ΟΥΡΑΝΙΩΝ ΑΓΑΘΩΝ]

Πάλιν τὰ οὐράνια ἀγαθὰ ὅπου ἔχεις νὰ ἀπολαμβάνῃς, δὲν θέλουν ἐμποδίζει ἕνα τὸ ἄλλο εἰς τὴν ἀπόλαυσίν τους, καθὼς ἐμποδίζουσι τὰ ἀγαθὰ τοῦ κόσμου. Αλλὰ μὲ τὸ νὰ εἶναι φύσεως πνευματικῆς καὶ ἀΰλου, θέλουν ἀπολαμβάνονται καὶ ὅλα ὁμοῦ καὶ πάλιν ὅλα θέλουν δίδει τόπον ἀνάμεσόν τους ἕνα εἰς τὸ ἄλλο διὰ νὰ κάμνουν ἡμᾶς ὅπου τὰ ἀπολαμβάνομεν μακαρίους καὶ εὐδαίμονας. Καὶ ἀκολούθως θέλουν πλουτίζει ἡμᾶς εἰς κάθε στιγμὴν ἀπὸ μίαν αἰωνιότητα τρυφῶν ἀνεκλάλητων καὶ ἀθάνατων.

Διὰ τοῦτο μᾶς λέγει τὸ Πνεῦμα τὸ Ἅγιον ὅτι εἰς τὸν οὐρανὸν ἐμπρὸς εἰς τὸν θρόνον τοῦ Θεοῦ, εἶναι μία θάλασσα ὑαλίνη ὁμοία κρυστάλλῳ (Ἀποκ. δ΄. 6.) διὰ νὰ μάθωμεν, ὅτι, καθὼς ὁ καθαρὸς καὶ διαφανὴς κρύσταλλος δὲν ἐμποδίζει τὰ μάτια ἀπὸ τὸ νὰ βλέπουν, ἀλλὰ τὰ δυναμώνει καὶ δὲν σκεπάζει τὰ ἐν αὐτῷ εὑρισκόμενα σώματα, ἀλλὰ τὰ κάμνει νὰ φαίνονται ὡραιότερα, ἔτσι καὶ κάθε καλὸν εἰς τὸν Παράδεισον δὲν θέλει ἐμποδίσει τοὺς μακαρίους ἀπὸ τὴν ἀπόλαυσιν ἄλλου ἀγαθοῦ, ἀλλὰ θέλει δώσει εἰς αὐτοὺς τόπον καὶ ἐλευθερίαν διὰ νὰ ἀπολαμβάνουν εἰς κάθε στιγμὴν κάθε λογὴς τρυφὴν καὶ εὐφροσύνην. Τί λέγω;

[ΣΥΝΑΠΟΛΑΥΣΗ ΤΩΝ ΑΓΑΘΩΝ ΜΕΣΩ ΤΗΣ ΑΓΑΠΗΣ]

Οἱ μακάριοι δὲν ἔχουν μόνον νὰ ἀπολαμβάνουν μὲ τελειότητα τὰ ἰδικὰ τοὺς ἀγαθὰ, ἀλλὰ ἀκόμη καὶ τὰ ἀγαθὰ ὅλων τῶν ἄλλων μακαρίων, τῶν κοινωνῶν τῆς αὐτῆς δόξης, διὰ μέσου τῆς ἀγάπης. Διότι ἐκεῖ ἡ ἀγάπη θέλει εἶναι τοιουτοτρόπως τελεία ὅπου ἀνίσως καὶ ἦτο δυνατὸν ἀναμεταξὺ εἰς τοὺς μακαρίους νὰ εὑρεθῇ κανένα ἐλάττωμα αὐτὴ παρευθὺς ἤθελε τὸ σκεπάσει· διὰ τοῦτο εἶπεν ὁ Παῦλος, ὅτι ἡ ἀγάπη εἶναι μεγαλυτέρα τῆς πίστεως καὶ τῆς ἐλπίδος, «μείζων δὲ τούτων ἡ ἀγάπη» (Α’. Κορ. ιγ’. 13), διότι ἡ πίστις καὶ ἡ ἐλπίς εἰς τὸν μέλλοντα αἰῶνα δὲν εἶναι, ἀλλὰ μόνη ἡ ἀγάπη. Τώρα ἐκεῖ ὅπου εἶναι ὅλοι ἅγιοι, ὅλοι βασιλεῖς, ὅλοι γεμᾶτοι ἀπὸ καλωσύνην, ἀπὸ σοφίαν, ἀπὸ φιλίαν ἀνείκαστον καὶ ἀγαποῦν ὁ ἕνας τὸν ἄλλον ὡσὰν τὸν ἑαυτόν τους, εἶναι φανερὸν ὅτι ὅσοι εἶναι οἱ κοινωνοὶ ὅπου ταῦτα πάντα μετέχουσι, τόσοι θέλουν εἶναι καὶ οἱ Παράδεισοι.

[ΠΛΗΡΗΣ Η ΟΥΡΑΝΙΑ ΜΑΚΑΡΙΟΤΗΤΑ]

Λοιπόν στοχάσου ἀδελφὲ τί λογῆς εὐδαιμονίαν θέλει ἔχει τότε ἡ καρδία σου διὰ τὴν ὀλίγην δούλευσιν ὅπου ἔκαμες εἰς ὀλίγας ἡμέρας πρὸς τὸν Δεσπότην! Τί λογῆς λαμπρότητα θέλει ἔχει ὁ νοῦς σου καὶ ὅλαι αἱ δυνάμεις τῆς ψυχῆς σου διὰ τὴν φύλαξιν ὅπου ἔκαμες τῶν ἐντολῶν τοῦ Θεοῦ! Ἐπειδὴ καὶ ἔχεις νὰ εὑρεθῇς καταβυθισμένος εἰς ἕναν ὠκεανὸν ἀνεκδιηγήτων τρυφῶν, τῶν ὁποίων τὴν γλυκύτητα δὲν θὰ γεύεσαι ὀλίγον κατ’ ὀλίγον ἀλλ’ ὅλην ὁμοῦ. Επειδὴ θὰ εἶσαι ὅλος γεμάτος, καὶ ὑπεργεμάτος ἀπὸ ἐκεῖνο τὸ πλήρωμα τῆς μακαριότητος. Καὶ ἐπειδὴ σχεδὸν θέλεις μείνει ὡσὰν χαϊμένος μὲν εἰς τὸν ἑαυτόν σου, εὐρημένος δὲ εὐτυχῶς ὅλος εἰς τὸν Θεὸν, καὶ ἐξεστηκῶς ὅλος σεαυτοῦ, καὶ ἀρπαγμένος ὅλος εἰς τὸν Θεόν.

Διὰ τοῦτο εἶπεν ὁ Ιερὸς Αὐγουστῖνος ὅτι ἡ οὐράνιος μακαριότης εἶναι τὸ τέλειον ἀγαθὸν ὅπου τὴν ἐπιθυμίαν τοῦ ἀνθρώπου ἀναπαύει πληρέστατα· διότι κατ’ ἄλλον τρόπον δὲν ἤθελεν εἶναι αὕτη τῶν ἐφετῶν ἡ ἀκρότης, ἀνίσως ἔμεινέ τι περισσότερον νὰ ἐπιθυμήσῃ ἡ καρδία τοῦ ἀνθρώπου· «οὐδὲν γὰρ ἔξωθεν ἔσται τότε, οὖ ἂν εἴη ἐπιθυμία, ὅπου σὺ Κύριε τὸ ἄκρον ἀγαθὸν, ἆθλον ἔσῃ τῶν μακαρίων καὶ διάδημα δόξης αὐτῶν», (εὐχῇ κη΄. ἢ λζ΄). Καὶ πάλιν, «ἐπεὶ γὰρ ἄκρον ἀγαθὸν εἶ καὶ πᾶν ἀγαθὸν, οὐκ ἔχει τίνος ἂν ἐπιθυμήσειεν ἡ ψυχή, τὸ πᾶν ἀγαθὸν κεκτημένη» (εὐχῇ κθ΄ ἢ λα΄ ). Ὅθεν εἶπε καὶ ὁ Δαβὶδ «χορτασθήσομαι ἐν τῷ ὀφθῆναί μοι τὴν δόξαν σου» (Ψαλμ. ις΄. 17).

Καὶ ὁ Θεολόγος Γρηγόριος, «ὅπερ ἐστὶ τοῖς αἰσθητοῖς ὁ ἥλιος, τοῦτο [τοῖς νοητοῖς Θεός. Ὁ μὲν γὰρ τὸν ὁρώμενον φωτίζει κόσμον, ὁ δὲ τὸν ἀόρατον· καὶ ὁ μὲν τὰς σωματικὰς ὄψεις ἡλιοειδεῖς, ὁ δὲ τὰς νοερὰς φύσεις Θεοειδεῖς ἀπεργάζεται. Καὶ ὥσπερ οὗτος τοῖς τε ὁρῶσι καὶ τοῖς ὁρωμένοις, τοῖς μὲν τὴν τοῦ ὁρᾷν, τοῖς δὲ τὴν τοῦ ὁρᾶσθαι παρέχων δύναμιν, αὐτὸς τῶν ὁρωμένων ἐστὶ τὸ κάλλιστον· οὕτω] ὁ Θεὸς τοῖς νοοῦσι καὶ τοῖς νοουμένοις, ὅς τοῖς μὲν τὸ νοεῖν, τοῖς δὲ τὸ νοεῖσθαι δημιουργῶν, αὐτὸς τῶν νοουμένων ἐστὶ τὸ ἀκρότατον· εἰς ὅν πᾶσα ἔφεσις ἴσταται, καὶ ὑπὲρ ὅν οὐδαμοῦ φέρεται. Οὐδὲ γὰρ ἔχει τι ὑψηλότερον, ἢ ὅλως ἕξει, οὐδὲ ὁ φιλοσοφώτατος νοῦς καὶ διαβατικώτατος, ἢ πολυπραγμονέστατος. Τοῦτο γὰρ ἐστὶ τὸ τῶν ὀρεκτῶν ἔσχατον, καὶ οὗ γενομένοις, πάσης θεωρίας ἀνάπαυσις» [Ότι είναι για τα αισθητά ο ήλιος, αυτό είναι στα νοητά ο Θεός. Γατί ο μεν (ήλιος) φωτίζει τον ορατό κόσμο, ο δε (Θεός) τον αόρατο. Και ο μεν (ήλιος) κάνει τις όψεις τον σωμάτων ηλιοειδείς, ο δε (Θεός) τις νοερές φύσεις Θεοειδείς. Και όπως αυτός σ’ αυτούς που βλέπουν και σε εκείνα που βλέπονται, παρέχει την ικανότητα, στους μεν του να βλέπουν, στα δε του να βλέπονται, αυτός (ο Θεός) είναι το ωραιότερο απ’ όσα βλέπονται. Όμοια και ο Θεός, σ΄ αυτά που νοούν και σε εκείνα που νοούνται, που ο ίδιος τα δημιουργεί και τα δύο, είναι το ακρότατο σημείο. Στον οποίον κάθε επιθυμία σταματά, και δεν προχωρεί πέρα απ’ αυτόν. Διότι δεν διαθέτει κάτι υψηλότερο, ούτε πρόκειται να βρει ποτέ, ούτε ο φιλοσοφικότερος, διεισδυτικότερος και πιο πολυάσχολος νους. Γιατί αυτό είναι το τελευταίο από τα επιθυμητά, και σ’ αυτό όταν φτάσουμε, βρίσκουμε ανάπαυση σε κάθε αναζήτηση] (Λόγ. εἰς τὸν Μέγαν Ἀθανάσιον).

[ΚΑΜΜΙΑ ΣΚΛΗΡΑΓΩΓΙΑ ΚΑΙ ΚΟΠΟΣ ΔΕΝ ΕΙΝΑΙ ΑΞΙΑ ΤΗΣ ΜΕΛΛΟΥΣΑΣ ΔΟΞΑΣ]

Τώρα εἶναι δυνατὸν νὰ ἐλπίζῃς, ἀγαπητέ, ὅτι ἔχεις ν’ ἀποκτήσῃς τόσον μεγάλα πράγματα εἰς τὸν τόσον ὀλίγον καιρὸν τῆς ζωῆς σου καὶ ἔπειτα νὰ ἐξοδεύῃς καὶ αὐτὸν τὸν ὀλίγον εἰς τὴν μέριμναν τοῦ Κόσμου καὶ νὰ σύρεσαι ἀπὸ τὰς ταλαιπώρους του ἡδονάς; Εἶναι δυνατὸν νὰ ἀφίνῃς πλέον τὴν καρδίαν σου νὰ δειλιᾷ, πῶς ἔχεις νὰ λάβῃς ὀλίγην σκληραγωγίαν καὶ ὀλίγον κόπον διὰ τὴν ἀπόλαυσιν τοῦ Παραδείσου; Ἂχ ἀδελφέ! Καὶ δὲν ἠξεύρεις πῶς μία τοιαύτη σκληραγωγία καὶ ἕνας τοιοῦτος κόπος ὅπου σοῦ προξενεῖ τόσην δόξαν, δὲν πρέπει νὰ ὀνομάζεται ὁλότελα σκληραγωγία καὶ κόπος; Ὢ μακάριοι οἱ ἱδρῶτές σου ἀδελφέ, διότι θέλουν σοῦ φέρει τόσην ἀνάπαυσιν! Ὤ μακαρία ἡ ἀπονέκρωσις τῶν παθῶν σου, ἡ ὁποία θέλει σοῦ προξενήσει τόσην χαράν! Ὤ μακαρία ἡ ταπείνωσίς σου καὶ κάθε ἄλλη ἀρετὴ ὅπου θέλεις ἐργασθῆ διότι αὕται ἔχουν νὰ μεταβληθοῦν εἰς τόσην τιμήν! Καὶ τί θέλει εἶναι ἀδελφέ τὸ νὰ κοπιάσῃς ἐδῶ εἰς τὰς ὀλίγας ταύτας ἡμέρας σου; Τὸ νὰ καταφρονηθῇς; Τὸ νὰ στενοχωρηθῇς; Καὶ τὸ νὰ θλιβῇς; Μία μόνη ὥρα τοῦ Παραδείσου, εἶναι ἀρκετὴ νὰ πληρώσῃ κάθε σου βάσανον μὲ ἄπειρον κέρδος, «κρείσσων ἡμέρα μία ἐν ταῖς αὐλαῖς σου ὑπὲρ χιλιάδας» (ψαλμ. πγ’, 10). Καὶ ἕνα μόνον γλυκὺ καὶ γαληνὸν βλέμμα νὰ σοῦ δώσῃ ὁ Κύριος, ἀξίζει διὰ μυρίους θανάτους ὅπου ἤθελες λάβει διὰ τὴν ἀγάπην Του.

[Η ΕΝΘΥΜΗΣΗ ΤΟΥ ΠΑΡΑΔΕΙΣΟΥ, ΤΗΣ ΑΛΗΘΙΝΗΣ ΠΑΤΡΙΔΑΣ]

Συλλογίσου τώρα καὶ μετρησε τί λογῆς καταφρόνησιν ἔκαμες τοῦ Παραδείσου καὶ πῶς τόσον ἕως τώρα τὸν ἐλησμόνησες καὶ τὸν ἔβγαλες ἀπὸ τὴν ἐνθύμησίν σου, ὡσὰν νὰ μὴ ἦτο Αὐτὸς ἡ ἀληθινή σου πατρίδα ἡ κατοικία καὶ ἡ ἀνάπαυσις. Ὅθεν κάμε ἀπόφασιν, ἀπ’ ἐδῶ καὶ ἐμπρὸς ἡ πρώτη σου ἐνθύμησις νὰ εἶναι ὁ Παράδεισος. Αν κλείῃς τὰ μάτια σου εἰς τὸν ὕπνον νὰ ἐνθυμῆσαι τὸν Παράδεισον· ἄν περιπατῇς, ἂν δουλεύῃς, ἂν ὅ,τι ἄλλο κάμνῃς νὰ ἐνθυμῆσαι τὸν Παράδεισον· διότι αὐτὴ ἡ ἐνθύμησις τοῦ Παραδείσου σὲ κάμνει νὰ καταφρονῇς ὅλου του κόσμου τὰ πράγματα καὶ νὰ ζῇς μὲν μὲ τὸ κορμὶ εἰς τὸν κόσμον, νὰ εὑρίσκεσαι δὲ μὲ τὸν νοῦν εἰς τὸν οὐρανόν. Καὶ ποῖος ξένος δὲν ἐνθυμεῖται τὴν πατρίδα του, κᾄν καὶ ἦναι ἡ πλέον εὐτελὴς καὶ ταπεινή; Καὶ ἐσὺ ξένος ὅντας εἰς τοῦτον τὸν κόσμον, πῶς δὲν πρέπει νὰ ἐνθυμῆσαι τὴν οὐράνιόν σου πατρίδα; «οὐ γὰρ φησὶν ἔχομεν ᾦδε μένουσαν πόλιν, ἀλλὰ τὴν μέλλουσαν ἐπιζητοῦμεν», (προς Ἐβρ. ιγ΄. 14).

Ποῖον ζῶον, ποῖον πετεινὸν δὲν ἐνθυμεῖται πάντοτε τὴν κατοικίαν καὶ φωλεάν του ὅταν λείπῃ ἀπὸ αὐτήν; «Καὶ γὰρ στρουθίον εὖρεν ἑαυτῷ οἰκίαν, καὶ τρυγὼν νοσσιὰν ἑαυτῇ οὖ θήσει τὰ νοσσία ἑαυτῆς» λέγει ὁ Δαβὶδ (Ψαλμ. πγ΄. 3.) καὶ ἐσὺ ὅπου ἔχεις κατοικίαν τὰ ἀγαπητὰ σκηνώματα τοῦ Παραδείσου, πῶς δὲν πρέπει νὰ τὰ ἐνθυμῆσαι καὶ νὰ ὀλιγοθυμᾷ δι’ αὐτὰ ἡ καρδία σου, λέγουσα μὲ τὸν Δαβὶδ· «Ἐπιποθεῖ καὶ ἐκλείπει ἡ ψυχή μου εἰς τὰς αὐλὰς τοῦ Κυρίου;» (Ψαλμ. πγ΄. 2.) Καὶ ἂν οἱ Ἑβραῖοι ὅταν ἐσκλαβώθησαν εἰς τὴν Βαβυλῶνα, καὶ ἔχασαν τὴν ἀγαπητήν τους πόλιν Ἱερουσαλήμ, τόσον πολὺ ἐπονοῦσεν ἡ καρδίαν τους δι’ αὐτὴν, ὥστε ὅπου διὰ νὰ τὴν ἐνθυμοῦνται συχνὰ, τὴν ἐσκάλισαν ὁ κάθε ἕνας εἰς τὴν πέτραν τοῦ δακτυλιδίου του, καθὼς λέγουν τινὲς ἑρμηνευταί. Καὶ ὅσας φορὰς ἔβλεπαν τὸ δακτυλίδι εἰς τὸ δεξιόν τους χέρι, ἐλάμβανον ἀφορμὴν νὰ ἐνθυμοῦνται τὴν ἐπιθυμητὴν ἐκείνην πατρίδα τους. Διὰ τοῦτο καὶ ὡσὰν κατάραν ἔλεγον τοῦτον τὸν λόγον· ἐὰν σὲ λησμονήσω Ἱερουσαλήμ, νὰ λησμονηθῇ τὸ δεξιόν μου χέρι· «ἐὰν ἐπιλάθωμαί σου Ἱερουσαλήμ, ἐπιλησθείη ἡ δεξιά μου» (Ψαλμ. ρλς΄. 6).

Πόσῳ μᾶλλον ἐσὺ ἀδελφέ σκλάβος ὅντας ἐδῶ εἰς τὸν κόσμον πρέπει νὰ πονῇς διὰ τὴν ἄνω Ἱερουσαλὴμ καὶ νὰ ἐνθυμῆσαι συχνάκις τὴν ὄντως ἀγαπητήν σου πατρίδα; Τὴν γῆν ρέουσαν μέλι καὶ γάλα; Τὴν πεποθημένην ἄνω Σιῶν; Μὴ παρακαλῶ, μὴ φανῆς χειρότερος ἀπὸ τοὺς Ἑβραίους κατὰ τοῦτο, ἀλλὰ εἰς τὸ ἑξῆς ἕνα πρᾶγμα μόνον ζήτει, μίαν μόνην ἐπιθυμίαν ἔχε πῶς νὰ κερδίσῃς τὸν Παράδεισον, λέγωντας μὲ τὸν Προφήτην «μίαν ᾐτησάμην παρὰ Κυρίου· ταύτην ζητήσω τὸ κατοικεῖν μὲ ἐν οἴκῳ Κυρίου, πάσας τὰς ἡμέρας τῆς ζωῆς μου, τοῦ θεωρεῖν μὲ τὴν τερπνότητα Κυρίου» (Ψαλ. κς΄. 4). Καὶ ἀντὶ διὰ δακτυλίδι ἔχε καὶ ἐσὺ σημάδι τοῦ Παραδείσου τὸν οὐρανὸν. Καὶ ὅσας φορὰς βλέπεις τὸν οὐρανόν, ἐνθυμοῦ τὴν οὐράνιόν σου πατρίδα καὶ λέγε ἀγαπητικῶς πρὸς αὐτὴν· Πότε ὦ ποθητή μου Ἱερουσαλὴμ καὶ γλυκυτάτη πατρίς μου, πότε νὰ ἔλθω νὰ ἀπολαύσω τὰ κάλλη σου καὶ τὰ ἀγαθά σου; Πότε νὰ ἀπολαύσω τὴν δόξαν σου καὶ τὸ φῶς σου; Πότε νὰ ἰδῶ μέσα εἰς ἐσένα τὸν Θεόν μου καὶ ὁλοψύχως νὰ χαρῶ; «Πότε ἥξω καὶ ὀφθήσωμαι τῷ προσὼπῳ τοῦ Θεοῦ;» (Ψαλμ. μα΄. 2.) φωνάζω μὲ τὸν Δαβὶδ· «ἐπιθυμεῖ καὶ ἐκλείπει ἡ ψυχή μου» πότε ἤξω ὀφθήσομαί σοι τῇ ἐμῇ εὐφροσύνῃ; φωνάζω μὲ τὸν Ἱερὸν Αὐγουστῖνον. (Εὐχ. ἐρωτικ. α΄).

Τέλος πάντων εὐχαρίστησε τὸν Κύριον ὅπου σοῦ ἡτοίμασε τόσα ἀγαθὰ εἰς τὸν Παράδεισον καὶ παρακάλεσέ Τον μὲ ὅλην σου τὴν καρδίαν νὰ σὲ κυβερνᾷ, εἰς τρόπον ὥστε ἀπὸ τώρα καὶ εἰς τὸ ἑξῆς νὰ μὴ μακρύνῃς ποτὲ ἀπὸ τὴν στράταν ἐκείνην ὅπου σὲ ὁδηγεῖ εἰς τὴν κληρονομίαν τοῦ Παραδείσου· αὐτὴ δὲ ἡ στράτα εἶναι ἡ ὑποταγὴ καὶ ἡ φύλαξις τῶν θείων Του ἐντολῶν «εἰ θέλεις εἰσελθεῖν εἰς τὴν ζωήν, τήρησον τὰς ἐντολάς» (Ματθ. ιθ΄. 17).

Γ΄. Ὅλα τέλεια αἰωνίως.

Συλλογίσου ἀδελφέ, ὅτι ὅλα τὰ ἀγαθὰ ὅπου ἔχεις νὰ ἀπολαύσῃς εἰς τὸν οὐρανὸν μὲ τόσην τελειότητα, ἔχεις ἀκόμη νὰ τὰ ἀπολαμβάνῃς καὶ αἰωνίως. Ποῖος ὅμως ἠμπορεῖ νὰ καταλάβῃ πόσον βάρος καὶ πόσην αὔξησιν προσθέτει εἰς τὸν Παράδεισον αὐτὴ ἡ αἰωνιότης; Ἀνίσως καὶ κάθε ἀγαθὸν τόσον περισσότερον τιμᾶται, ὅσον περισσότερον διαμένει, πόσον ἀπείρως περισσότερον θέλει τιμᾶται αὐτὴ ἡ εὐδαιμονία τοῦ Παραδείσου, ἡ ὁποία κοντὰ ὅπου εἶναι ἄπειρος, εἶναι καὶ παντοτεινή; Ἀνίσως καθ’ ὑπόθεσιν καὶ ἐκεῖ εἰς τὸν οὐρανὸν ἦτο παντοτεινὴ μόνη ἡ πνευματικὴ ἡδονὴ τῆς πλέον κατωτέρας αἰσθήσεώς μας καὶ ὄχι ὅλαι αἱ ἡδοναὶ, πάλιν ἔπρεπε μὲ κάθε δίκαιον αὐτὴ ἡ κατωτέρα πνευματικὴ ἡδονὴ νὰ προκρίνεται ἀπὸ ὅλην τὴν εὐδαιμονίαν ὅλων ὁμοῦ τῶν μακαρίων, ἐὰν δηλ. αὐτὴ ἡ εὐδαιμονία δὲν ἦτο παντοτεινή, ἀλλ’ εἶχε νὰ τελειώσῃ μίαν φοράν.

Τώρα συλλογίσου τί λογῆς μακαριότης θέλει εἶναι ἐκείνη, τὸ νὰ δεχθῇς εἰς τὴν καρδίαν σου μίαν ἀπόλαυσιν, ἀκατανόητον μὲν διὰ τὴν πλουσιότητα ὅλων τῶν ἀγαθῶν, ἀτελεύτητον δὲ διὰ τὸ τρέξιμον ὅλων τῶν αἰώνων; Αὐτὴ ἡ μακαριότης ἔχει νὰ εἶναι τοιαύτη, ὅπου διὰ μέσου αὐτῆς θέλεις ἔχει ἐσὺ μόνος περισσοτέραν ἡδονὴν εἰς γένος ἀγαθοῦ, παρὰ πόνους ὅπου δοκιμάζουν εἰς γένος κακοῦ ὅλοι ὁμοῦ οἱ κολασμένοι. Ωστε ὅπου μία μόνη σταλαγματιὰ ἐκείνης τῆς ἀπείρου χαρᾶς καὶ γλυκύτητος, εἰς τὴν ὁποίαν ἔχεις νὰ καταβυθισθῇς ἤθελεν εἶναι ἀρκετή, ἐὰν πέσῃ εἰς τὸν ᾅδην, νὰ καταγλυκάνῃ ὅλα τὰ βάσανα τῶν κολαζομένων. Ὅθεν ἔλεγεν ὁ Mακάριος Αὐγουστῖνος περὶ τοῦ Ἀποστόλου Πέτρου, ὅταν ἦτο εἰς τὸ Θαβώριον ὄρος καὶ ἀπὸ τὴν γλυκύτητα τοῦ Θείου ἐκείνου φωτὸς μεθυσθεὶς ἔλεγε· «καλὸν ἐστιν ἡμᾶς ᾦδε εἶναι» (Κατά Μάρκον θ΄. 2). «Μία σταγόνα γλυκύτητος ἐγεύσατο οὗτος καὶ ἀηδῶς ἔσχε πρὸς πᾶσαν ἄλλην γλυκύτητα. Τι ἂν εἶπεν, εἰ τὸ μέγα ἐκεῖνο τῆς γλυκύτητος πλῆθος τῆς σῆς θεότητας ἐγεύσατο, ὅπερ ἔκρυψας τοῖς φοβουμένοις Σε;» (Εὐχὴ ιβ’ ἢ κγ’). Και ἀνίσως δὲν εἶναι χαρὰ, ἢ ἀνάπαυσις εἰς τοῦτον τὸν ταλαίπωρον κόσμον, ἡ ὁποία νὰ μὴ ἀποκατασταίνεται ὀγλίγωρα μία λύπη καὶ βάσανος, ἐὰν δὲν μεταβληθῇ. Στοχάσου τί λογῆς μεγάλον θέλει εἶναι ἐκεῖνο τὸ ἀγαθόν της μακαριότητας, τὸ ὁποῖον ἔχει νὰ εἶναι πάντοτε νέον καὶ ἔχει νὰ σὲ κατασταίνῃ ἀκολούθως πάντοτε μακάριον εἰς ἀτελευτήτους αἰῶνας;*

[ΟΙ ΤΡΕΙΣ ΤΟΠΟΘΕΣΙΕΣ ΥΠΑΡΞΗΣ ΤΩΝ ΟΝΤΩΝ]

* Τρεῖς γὰρ καθολικοὶ τόποι εἶναι ὅλων τῶν ὄντων, ὡς λέγει ὁ Θεῖος Αὐγουστῖνος· οὐράνια, καταχθόνια καὶ τὰ μεταξὺ ἑπίγεια. Εἰς τοὺς ὁποίους τόπους μοιράζονται καὶ τὰ καλὰ καὶ τὰ κακὰ. Εἰς τὰ οὐράνια εἶναι μόνον ζωὴ, μόνον χαρά, μόνον ἀνάπαυσις, μόνον καλά. Εἰς τὰ καταχθόνια εἶναι μόνον θάνατος, μόνον λύπη, μόνον κόλασις, μόνον κακά. Εἰς τὰ ἐπίγεια εἶναι μεμιγμένη ἡ ζωὴ μὲ τὸν θάνατον, ἡ χαρὰ μὲ τὴν λύπην, ἡ ἀνάπαυσις μὲ τὴν βάσανον καὶ τὰ καλὰ μὲ τὰ κακά.

Τώρα ἰδὲ ἀγαπητὲ πόσον εἶσαι χρεώστης εἰς τὸν Ἰησοῦν Χριστόν, ὅστις ἔγινε δοῦλος διὰ νὰ ἠμπορῇς ἐσὺ νὰ βασιλεύῃς ὁμοῦ μὲ Αὐτὸν εἰς τὴν αἰώνιον μακαριότητα! Καὶ ἀνέβη ἐπάνω εἰς ἕνα σταυρὸν γεμάτον ἀπὸ θλίψεις καὶ
ὀνειδισμοὺς ἀνεκδιήγητους διὰ νὰ ἀναβῇς ἐσὺ εἰς τὸν θρόνον Του! Ὅθεν ποία διαβολικὴ ἀχαριστία θέλει εἶναι τὸ νὰ μὴ Τὸν ἀγαπᾷς; Καὶ ποία ἀχαριστία πλέον παρὰ διαβολικὴ θέλει εἶναι τὸ νὰ Τὸν βλάπτῃς ἀκόμη καὶ μὲ τὰς ἁμαρτίας; Τί λογῆς ἐφευρέματα ἐφεύρηκεν ὁ Κύριος; Δημιουργίαν ἐκ τοῦ μὴ ὄντος· ἔνσαρκον οἰκονομίαν· αἰώνιον μακαριότητα, διὰ νὰ σὲ κάμῃ νὰ ἀποφασίσῃς νὰ Τὸν δουλεύῃς ἐξ ὅλης σου τῆς καρδίας; Καὶ ἐσὺ πόσον ὀλίγον ψηφᾷς τὴν δούλευσίν Του; Ποῖον χάρισμα μεγαλύτερον ἠδύνατο νὰ σοῦ τάξῃ ὁ Θεὸς ἀπὸ τὴν αἰώνιον μακαριότητα;

[ΟΙ ΤΡΕΙΣ ΤΕΛΕΙΟΤΗΤΕΣ]

Λέγει γὰρ ὁ Ιερὸς Αὐγουστῖνος, ὅτι ὁ Θεὸς τρία πράγματα μόνον δὲν δύναται νὰ κάμῃ τελειότερα καὶ μὲ ὅλον ὅπου εἶναι παντοδύναμος· τὴν ἀνθρωπότητα τοῦ Χριστοῦ, τὴν θεομητορικὴν ἀξίαν τῆς Παρθένου, καὶ τὴν ἀΐδιον δόξαν τῶν μακαρίων.

[ΟΙ ΔΥΟ ΔΡΟΜΟΙ]

Καὶ ἐσὺ ποίαν ἀνταπόκρισιν κάμνεις εἰς αὐτὸ τὸ μέγα χάρισμα; Ἀλλοίμονον ἀδελφέ! Ὅτι ὁ μὲν διάβολος φωνάζει «δουλεύσατέ με καὶ ἐγὼ ἀφ’ οὖ σᾶς βασανίσω ἐδῶ, θέλω πληρώσω τοὺς κόπους σας ἐκεῖ μὲ μίαν αἰωνιότητα βασάνων»· ὁ δὲ Κυριός μας κηρύττει «ἀγαπᾶτε με, καὶ Ἐγὼ ἀφ’ οὖ ἀνταμείψω ἐδῶ τὴν ἀγάπην σας μὲ πολλὰ χαρίσματα, ἔχω νὰ τὴν πληρώσω ἐκεῖ μὲ μίαν αἰωνιότητα ἀπείρων ἀγαθῶν». Καὶ μὲ ὅλον τοῦτο εὑρίσκονται πολλοί, ὅπου στέργουν νὰ δουλεύουν καλλίτερα τὸν διάβολον καὶ ἀποστρέφονται τὴν ἀγάπην καὶ τὴν δούλευσιν τοῦ Κυρίου. Καὶ καθὼς λέγει ὁ Μακάριος Αὐγουστῖνος· «ἐκλείπω βοᾷ ὁ κόσμος σὺ (ὁ Θεὸς δηλ.) βοᾷς ἀναπαύω· ἡ δὲ ἀθλιότης ἡμῶν, μᾶλλον ἕπεται τῷ ἐκλείποντι, ἢ τῷ ἀναπαύοντι» (Εὐχ. κα’. ἢ ιγ’).

Ἀλλὰ ἐσὺ ἀδελφὲ ὅπου εἶσαι τόσον εὐεργετημένος ἀπὸ τὸν Θεὸν μὲ τὴν δημιουργίαν Του· τόσον δυναμωμένος ἀπὸ τὴν χάριν τῆς ἐνσάρκου οἰκονομίας Του· τόσον φωτισμένος ἀπὸ τὴν πίστιν καὶ ἐλπίδα τῆς αἰωνίου μακαριότητος, μὴ τὸ ὑποφέρῃς νὰ γίνῃς ποτὲ ἕνας ἀπ’ αὐτοὺς τοὺς τρισαθλίους, μὴ τὸ ὑποφέρης ἐσὺ ὅπου ἐκλήθης εἰς τὸ νὰ γίνῃς θεὸς καὶ υἱὸς Θεοῦ, νὰ ἀποθνήσκης ὡσὰν ἕνας ἄνθρωπος ὑλικὸς καὶ νὰ κρημνίζεσαι εἰς τὰ κακὰ ὡσὰν ἕνας δαίμονας, «ἐγὼ εἶπα θεοὶ ἐστε, καὶ υἱοὶ Ὑψίστου πάντες, ὑμεῖς δὲ ὡς ἄνθρωποι ἀποθνήσκετε καὶ ὡς εἰς τῶν ἀρχόντων πίπτετε» (Ψαλμ. πα’. 6). Μὴ τὸ ὑπομένῃς ἐσὺ ὅπου ἐκτίσθης διὰ τὸν οὐρανὸν, νὰ κυλιέσαι ὡσὰν χοῖρος μέσα εἰς τὴν λάσπην· ἐσὺ ὁ υἱὸς τῆς ἄνω Σιὼν, ὁ τίμιος καὶ λαμπρὸς ὡς χρυσίον, νὰ γίνεσαι σκεῦος ἄτιμον καὶ ὀστράκινον· «υἱοὶ Σιὼν οἱ τίμιοι καὶ ἐπηρμένοι ἐν χρυσίῳ, πῶς ἐλογίσθησαν εἰς ἀγγεῖα ὀστράκινα;» (Θρῆν. δ’. 2). Καὶ ἐσὺ ὅπου μέλλεις νὰ λάμψῃς ὡσὰν ὁ ἥλιος εἰς τὸ Παράδεισον, νὰ μαυρίζῃς ἀπὸ τὰς ἁμαρτίας ὡσὰν ἄσβολος· «ἐσκότασεν ὑπὲρ ἀσβόλην τὸ εἶδος αὐτῶν» (Θρῆν. δ’. 8).

Λέγουσιν οἱ ἱστορικοί, ὅτι ὁ λέων ὁ βασιλεὺς τῶν τετραπόδων ζώων, ἀφίνει καὶ τὸν δένουν ἕως καὶ μὲ ἕνα λεπτὸν σχοίνιον, καὶ ὑποφέρει νὰ τὸν σέρνῃ ἐδῶ καὶ ἐκεῖ ἕνα μικρὸν παιδάριον. Αλλ’ ἐὰν τύχῃ καὶ περάσῃ ἀπὸ καμμίαν βρύσην ἢ ποταμὸν καὶ ἰδῇ μέσα εἰς τὸ νερὸν τὴν βασιλικὴν μορφήν του, παρευθὺς θυμώνεται, συντρίβει τὰ δεσμά, φονεύει ἐκεῖνον ὅπου τὸν σύρει καὶ φοβερὰ βρυχόμενος τρέχει δρομαῖος εἰς τὰ δάση. Έτσι κάμε καὶ ἐσὺ ἀγαπητέ, μιμούμενος τὸ ἄλογον ζῶον ἐσὺ ὁ λογικὸς. Καὶ ἂν ἕως τώρα ἄφησες καὶ σὲ ἔδεσεν ὁ διάβολος μὲ διάφορα πάθη καὶ ἁμαρτίας καὶ σὲ σέρνει ὅπου θέλει, ἀπὸ τώρα καὶ ὕστερα ἐνθυμήσου τὴν βασιλικὴν εἰκόνα ὅπου ἔχεις. Εντράπου πὼς ἔκαμες τόσον ὀλίγον λογαριασμὸν τῆς ἀξίας σου καὶ τῆς αἰωνίου μακαριότητος ὅπου σὲ προσμένει. Αγανάκτησε ἐναντίον τοῦ ἑαυτοῦ σου καὶ τῆς θελήσεώς σου, ἥτις σὲ ἐπαρακίνησε νὰ ἀπορρίψῃς αὐτὴν τὴν βασιλικήν σου ἀξίαν, διὰ μίαν φαντασίαν, καὶ σὲ ἔβαλεν εἰς κίνδυνον νὰ χάσῃς τὴν κληρονομίαν τοῦ Παραδείσου, καὶ νὰ μὴ ἠμπορῇς πλέον νὰ τὴν ἀποκτήσῃς. Καὶ εἶπε εἰς τὸν διάβολον καὶ εἰς τὸν κακὸν λογισμὸν ὅπου σὲ πειράζει νὰ ἁμαρτήσῃς. Εγὼ εἶμαι Θεοῦ καὶ βασιλέως υἱός· ἐγὼ ἐκαλέσθηκα διὰ νὰ γίνω κληρονόμος μιᾶς αἰωνίου βασιλείας· δι’ ἐμένα εἶναι ἑτοιμασμένος ἀπὸ καταβολῆς κόσμου ἕνας ἀτελεύτητος Παράδεισος καὶ μία παντοτεινὴ μακαριότης· καὶ διατί νὰ καταδέχομαι νὰ μὲ κυριεύουν τὰ ἄλογα καὶ συγχαμερὰ πάθη; διατί νὰ ὑποφέρω νὰ μὲ κάμνῃ ὁ διάβολος ὡσὰν ἕνα παίγνιον μὲ τὴν ἁμαρτίαν, καθὼς ἔκαμναν οἱ ἀλλόφυλοι τὸν ἄνδρειωμένον ἐκεῖνον Σαμψών; Ἄς σπάσω τὰ δεσμὰ τῶν παθῶν ὅπου μὲ νικοῦν καὶ ἂς φύγω ἀπὸ τὰς χεῖρας τοῦ διαβόλου καὶ τῆς ἀμαρτίας· δὲν θέλω σοῦ ὑπακούσω πλέον, ὄχι διάβολε, καὶ νὰ ἁμαρτήσω.

Καὶ τέλος πάντων, παρακάλεσε τὸν Κύριον νὰ κάμῃ δι’ ἐκείνην τὴν ἄπειρον ἀγάπην, διὰ τὴν ὁποίαν πρὸ καταβολῆς κόσμου σοῦ ἡτοίμασε τὴν βασιλείαν Του, καὶ δι’ ἐκεῖνο τὸ κατάπικρον πάθος, μὲ τὸ ὁποῖον σὲ ἔκαμεν ἄξιον τῆς βασιλείας Του, καὶ νὰ σοῦ δώσῃ τώρα τὴν χάριν Του, διὰ νὰ μὴ ὑστερηθῇς τότε ἐκεῖ, ἀπὸ αἰτίαν ἰδικήν σου, τὴν δόξαν Του, ἀλλὰ νὰ τὴν κρατῇς πάντοτε στερεὰν εἰς τὴν ἐνθύμησίν σου καὶ μὲ νέους κόπους καὶ ἔργα θεάρεστα νὰ ἑτοιμάζεσαι καθ’ ἑκάστην διὰ νὰ τὴν λάβῃς λέγοντας· «Κύριε ἐλθέτω ἡ Βασιλεία Σου» (Ματθ. ς΄. 16)*.

* Διὰ τοῦτο καὶ ἡ εὕλαλος γλῶσσα Ἰωάννου τοῦ Χρυσορρήμονος. Ὤ, πόσον γλαφυρὰ παρακινεῖ ὅλους τοὺς Χριστιανοὺς νὰ κάμουν, ὅ,τι κάμουν, μόνον νὰ μὴν ἀποτύχουν τὸ γλυκύτατον πρόσωπον τοῦ Χριστοῦ εἰς τὴν μέλλουσαν ζωήν. Λέγει γὰρ ταῦτα· «οὐκοῦν ἄπαντα πράττομεν, ὥστε τὸ πρόσωπον ἐκεῖνο τὸ θαυμαστὸν ἱδεῖν. Εἰ γὰρ νῦν ἀκούοντες, οὕτως ἐκκαιόμεθα καὶ ἐπιθυμοῦμεν κατ’ ἑκείνας γενέσθαι τὰς ἡμέρας, ἅς ἐπὶ τῆς γῆς διέτριβεν ὁ Χριστὸς καὶ φωνῆς ἀκοῦσαι καὶ ὄψιν ἱδεῖν καὶ προσελθεῖν καὶ ἄψασθαι καὶ διακονῆσαι. Εννόησον ἡλίκον αὐτὸν ἑστιν ἱδεῖν, οὐκ ἔτι ἐν θνητῷ σώματι, οὐδὲ ἀνθρώπινα ποιοῦντα, ἀλλ’ ὑπ’ Ἀγγέλων δορυφορούμενον, ἐν ἀκηράτῳ καὶ αὐτοὺς ὄντας σώματι, καὶ ἐκεῖνον βλέποντας καὶ τῆς ἄλλης εὐημερίας ἀπολαύοντας τῆς πάντα νικώσης λόγον. Δι’ ὅ δὴ παρακαλῶ πάντα πράττομεν, ὥστε μὴ τῆς τοσαύτης ἐκπεσεῖν δόξης. Οὐδὲν γὰρ δύσκολον ἂν θέλωμεν» (Ὁμιλία πζ΄ με τὸν Ἰωάν.).

Σχολιάστε

Σχολιάστε