Άγιος Αυγουστίνος Ιππώνος: Οι εξομολογήσεις – Βιβλίο Α΄. Ο άνθρωπος εξυμνεί τον Θεό εμπνεόμενος από τον ίδιο τον Θεό.

ΟΙ ΕΞΟΜΟΛΟΓΗΣΕΙΣ

ΒΙΒΛΙΟ Α΄

Ο Συγγραφέας, κατόπιν μιας επικλήσεως προς τον Θεό, αφηγείται τις απαρχές της ζωής του μέχρι του δεκάτου πέμπτου έτους της ηλικίας του. Εξομολογείται τις αμαρτίες των παιδικών του χρόνων, ως και των χρόνων της πρώτης νεότητας του και ομολογεί, ότι κατά την εποχή εκείνη τον ενδιέφεραν περισσότερο οι διασκεδάσεις και τα παιχνίδια παρά η μελέτη και τα μαθήματα.

Ο άνθρωπος εξυμνεί τον Θεό εμπνεόμενος από τον ίδιο τον Θεό

«Μέγας Κύριος καὶ αἰνετὸς σφόδρα» (Ψαλμ. 47, 2). Μεγάλη είναι η δύναμη Σου και άπειρη η σοφία Σου. Και όμως ο άνθρωπος, πολλοστημόριο της πλάσεως Σου, θέλει να σ’ εξυμνεί. Ο άνθρωπος, που περιάγει παντού τον θάνατο του, που φέρει επάνω του το τεκμήριο της αμαρτίας [1], και την απόδειξη, ότι Συ στους υπερήφανους αντιτάσσεσαι [2].

[1] Εννοεί την προπατορική αμαρτία
[2] Κάνει υπαινιγμό στον υπεροπτικό πόθο του ανθρώπου να εξισωθεί προς τον Θεό, ως και στην τιμωρία του Αδάμ και της Εύας, που εκδιώχθηκαν για τον πόθο τούτο από τον παράδεισο.

Ω ναι ! Ο άνθρωπος πολλοστημόριο της Δημιουργίας Σου, θέλει να Σε δοξάζει. Και είσαι Συ, που αφυπνίζεις τον πόθο του να Σ’ εξυμνεί, διότι μας έπλασες για Σένα, η δε ψυχή μας αγωνιά, έως ότου αναπαυθεί στους κόλπους Σου. Δίδαξε με, αν πρέπει πρώτα να Σ’ επικαλεσθώ και ύστερα να δε εννοήσω ή πρώτα να Σ’ εννοήσω και ύστερα να Σε επικαλεσθώ.

Αλλά ποιος Σ’ επικαλείται, χωρίς να Σε γνωρίζει; Εκείνος, που δεν σε γνωρίζει, μπορεί άλλον αντί άλλου να επικαλεσθεί. Ή μήπως Σ’ επικαλούνται με τον σκοπό να Σε εννοήσουν; «Πῶς οὖν ἐπικαλέσονται εἰς ὃν οὐκ ἐπίστευσαν; πῶς δὲ πιστεύσουσιν οὗ οὐκ ἤκουσαν;» (Ρωμ. 10, 14). «Καὶ αἰνέσουσι Κύριον οἱ ἐκζητοῦντες αὐτόν;» (Ψαλμ. 21, 27) Διότι εκείνοι, που τον ζητούν, θα τον βρουν, και εκείνοι που θα τον βρουν θα Τον δοξάσουν.

Ας Σε ζητήσω λοιπόν, ω Θεέ μου, αφού Σ’ επικαλεσθώ και ας Σ’ επικαλεσθώ, αφού Σε πιστεύσω. Διότι Συ κηρύχθηκες σ’ εμάς. Σ’ επικαλείται, ω Θεέ, η πίστη, εκείνη, που μου δώρισες, που μου ενέπνευσες δια της ενανθρωπήσεως του Υιού Σου, δια της ενεργείας Εκείνου, που κήρυξε τον λόγο Σου.

Αλλά πως θα επικαλεσθώ τον Θεό και Κύριο μου; Διότι; εφ’ όσον Τον επικαλούμαι, Τον καλώ στον εαυτό μου. Υπάρχει χώρος σ’ εμένα, για να δεχθώ τον Θεό μου, ποιητή του ουρανού και της γης; Υπάρχει κάτι σ’ εμένα, που να μπορεί να Σε περιλάβει; Μήπως το Σύμπαν, που δημιούργησες και στους κόλπους του οποίου έπλασες κι εμένα, δύναται να σε περιλάβει; Ή μήπως το γεγονός, ότι τίποτε δεν υπάρχει άνευ Σου δείχνει, ότι κατασκηνοίς σε κάθε ύπαρξη;

Αφού λοιπόν και εγώ υπάρχω, γιατί να έλθεις προς εμένα, που δεν θα υπήρχα, αν δεν βρισκόσουν Συ σ’ εμένα; Δεν είμαι ακόμη στον Άδη, αλλά και εκεί είσαι παρών, διότι «ἐὰν καταβῶ εἰς τὸν ᾅδην, πάρει» (Ψαλμ. 138, 8). Δεν υπήρχα λοιπόν, δεν θα υπήρχα απολύτως, εάν δεν ήσουν Συ σ’ εμένα. Η μάλλον δεν θα υπήρχα, εάν δεν ήμουν εγώ σε Σένα, εκ του οποίου, δια του οποίου και στον οποίο βρίσκονται τα πάντα. Αυτή είναι, ω Θεέ, η καθαρή πραγματικότητα.

Πού λοιπόν να Σε καλέσω, αφού ευρίσκομαι σε Σένα και από που να Σε καλέσω ; Πού πρέπει να καταφύγω, πέραν του ουρανού και της γης, για να έλθει από εκεί προς εμένα ο Θεός, που είπε «πληρῶ τὸν οὐρανὸν καὶ τὴν γῆν» (Ιερ. 23, 24);

Ο Ουρανός λοιπόν και η γη Σε περιλαμβάνουν, αφού τους πληροίς ή μένει κάτι από Σένα μετά την πλήρωση τους; Και που σκορπάς αυτό, που μένει, ω Θεέ ; Ή μάλλον μήπως δεν έχεις καμία ανάγκη, όπως κάτι οποιοδήποτε περιλάβει Σε, που περιλαμβάνεις τα πάντα. Εσέ, ο οποίος ό,τι πληροίς, το πληροίς, περιλαμβάνοντας το στον εαυτό Σου.

Τα αγγεία, που πληρούνται από Σένα, δεν Σε κρατούν σε ισορροπία και αν συντριβούν, Συ ουδόλως εκφεύγεις. Δεν κατατέμνεσαι, αλλά μάς συγκεντρώνεις γύρω Σου. Αλλά Συ ο τα πάντα πληρών, πληροίς τα πάντα εξ ολοκλήρου της ουσίας Σου; Η, εφ’ όσον δεν μπορούν να Σε περιλάβουν, περιλαμβάνουν ένα μέρος και όλα το ίδιο μέρος; Ή μήπως κάθε πλάσμα που λαμβάνει το δικό του μέρος, τα μεγάλα το μεγαλύτερο, τα μικρά το μικρότερο; Υπάρχουν λοιπόν σ’ Εσένα μεγαλύτερα και μικρότερα μέρη; Ή μήπως είσαι ολόκληρος παντού και τίποτε δεν μπορεί να Σε περιλάβει;

Ποιος είσαι, ω Θεέ μου, ποιος είσαι, ερωτώ, εάν μη ο Θεός και Κύριος μου; Διότι «ὅτι τίς Θεὸς πλὴν τοῦ Κυρίου, καὶ τίς Θεὸς πλὴν τοῦ Θεοῦ ἡμῶν;» (Ψαλμ. 17, 32). Ύψιστος, απείρως αγαθός, φιλεύσπλαγχνος και δίκαιος, απόρρητος και πανταχού παρών, αμετάβλητος και μεταβάλλων τα πάντα· ουδέποτε νέος, ουδέποτε γέροντας, ανανεώνων τα πάντα και περιάγων εις γήρας τους υπερηφάνους χωρίς αυτοί να το γνωρίζουν πάντοτε ενεργών, πάντοτε ηρεμών, συγκεντρώνων από παντού, χωρίς να έχεις ανάγκη από κανένα. Φέρεις, πληροίς, τρέφεις και προστατεύεις τα πλάσματα, στα οποία ενεφύσησες την ζωή.

Αγαπάς, αλλά δεν παραφέρεσαι. Ζηλοτυπείς, αλλά δεν ανησυχείς. Μετανοείς χωρίς να πάσχεις. Οργίζεσαι χωρίς να πάσχεις. Οργίζεσαι και είσαι γαλήνιος. Μεταβάλλεις τα έργα Σου, αλλ’ όχι και τα σχέδια Σου. Ουδέποτε πτωχός, αγαπάς το κέρδος. Ουδέποτε φίλος του χρήματος, ζητείς τόκους*.

[1] Ως προς αυτήν την παραβολή, βλ. Ματθ. 25, 27 : «ἔδει οὖν σε βαλεῖν τὸ ἀργύριόν μου τοῖς τραπεζίταις, καὶ ἐλθὼν ἐγὼ ἐκομισάμην ἂν τὸ ἐμὸν σὺν τόκῳ» και Λουκ. 19, 23. «Καὶ διατί οὐκ ἔδωκας τὸ ἀργύριόν μου ἐπὶ τὴν τράπεζαν, καὶ ἐγὼ ἐλθὼν σὺν τόκῳ ἂν ἔπραξα αὐτό;»

Σου δίδονται περισσότερα παρ’ όσα έδωσες* για να είσαι οφειλέτης και όμως κανείς δεν έχει κάτι που να μην είναι δικό Σου. Πληρώνεις τα χρέη σου, και τίποτε δεν οφείλεις και τα πληρώνεις, χωρίς καμία απώλεια να υφίστασαι. Αλλά τι σημαίνουν τα λόγια αυτά, ω Θεέ μου, αγία της ζωής μου χαρά; Και ποιος μπορεί ομιλών περί Σου να πει τι; Αλλοίμονο σ’ εκείνους, που σιωπούν ως προς Σε, αφού και εκείνοι, που λαλούν δια Σε είναι ανάξιοι.

* Supererogatur tibi, ut debeas=quodcumque supererogaveris. Πρβλ. Λουκ. 10, 35. «Καὶ ὅτι ἂν προσδαπανήσῃς, ἐγὼ ἐν τῷ ἐπανέρχεσθαί με ἀποδώσω σοι».

Ποιος θα με καταστήσει ικανό ν’ αναπαυθώ στους κόλπους Σου; Ποιος θα με βοηθήσει να δε δεχθώ στην καρδιά μου, που κυριεύεται από παράφορη χαρά, για να λησμονήσω τους πόνους μου και ν’ ασπασθώ το μονάκριβο αγαθό μου; Ποιος είσαι για μένα, Κύριε; Αξίωσε με να το πω.

Ποιος είμαι εγώ, που διατάσσεις να Σε αγαπά και τον οποίο, εφ’ όσον δεν Σε υπακούει, απειλείς με τις μεγαλύτερες συμφορές; Είναι ήδη μικρή η συμφορά, το ότι δεν απευθύνω την αγάπη μου σ’ Εσένα; Αλλοίμονο σ’ εμένα ! Πες μου, ω Θεέ και Κύριε εν ονόματι της ευσπλαχνίας σου, ποιος είσαι για εμένα;

Πες στην ψυχή μου «Σωτηρία σου ἐγώ εἰμι» (Ψαλμ. 34, 3). Αλλά μίλησε, έτσι ώστε να Σε ακούσω. Ιδού η καρδιά μου, ενώπιον Σου, Σε ακούει. Άνοιξε την και πες στην ψυχή μου, «Σωτηρία σου ἐγώ εἰμι». Ύστερα δε από αυτήν την φωνή, ας μπορέσω να σπεύσω προς Σε και να ενωθώ μαζί Σου. Μην αποκρύψεις το πρόσωπο Σου από μένα. Ας πεθάνω, βλέποντας αυτό, για να μην πεθάνω.

Είναι στενή η ψυχή μου για κατοικία Σου, διεύρυνε την, επισκεύασε την, διότι καταπίπτει σε ερείπια. Φέρει κηλίδες, που προσβάλλουν το πρόσωπο Σου. Αλλά ποιος θα την εξαγνίσει και σε ποιον θα μπορέσω να φωνάξω «ἐκ τῶν κρυφίων μου καθάρισόν με. καὶ ἀπὸ ἀλλοτρίων φεῖσαι τοῦ δούλου σου» (Ψαλμ. 18, 13-14) «Επίστευσα, διὸ ἐλάλησα» (Ψαλμ. 115, 1). Θεέ, Συ το γνωρίζεις.

Για τα ανομήματα μου δεν κατηγόρησα εγώ ο ίδιος τον εαυτό μου; Και Συ δεν έχεις συγχωρήσει την ασέβεια της καρδίας μου; Όχι, δεν θέλω ν’ αμφισβητήσω δια της κρίσεως μου Εσένα, που είσαι η αλήθεια και να εξαπατήσω τον εαυτό μου, ότι «ἐψεύσατο ἡ ἀδικία ἑαυτῇ» (Ψαλμ. 26, 12). Δεν θα Σε αμφισβητήσω δια της κρίσεως μου, διότι «ἐὰν ἀνομίας παρατηρήσῃς, Κύριε Κύριε, τίς ὑποστήσεται;» (Ψαλμ. 129, 3)


Αγίου Αυγουστίνου. Αι εξομολογήσεις.
Εισαγωγή – μετάφραση – σημειώσεις: Ανδρέα Δαλέζιου.
Αθήνα 1958 (Γ΄ εκδ.)


* Το κείμενο έχει μεταφερθεί στη νεοελληνική γλώσσα

Σχολιάστε

Σχολιάστε