Όσιος Εφραίμ ο Σύρος: Για τη φλυαρία και τα πάθη.

Μπορείτε να διαβάσετε και τα υπόλοιπα κεφάλαια εδώ: Οσίου Εφραίμ του Σύρου. Έργα.


ΙΗ΄. Για τη φλυαρία και τα πάθη.

Είναι σπαρμένες όλες οι επιθυμίες σε κάθε άνθρωπο, ώστε αυτός να αγωνίζεται συνεχώς μέσα στο νου του. Κάποιος ευχαριστιέται από την ασωτία, ενώ αποστρέφεται τη μοιχεία· κάποιος επιδιώκει την υπερηφάνεια, ενώ αποφεύγει την κλοπή· κάποιος νικιέται από τη φιλαργυρία, ενώ καταφρονεί τον καλλωπισμό, και είναι μέσα στη γαστριμαργία. Κάποιος αγαπά το κρασί, ενώ μισεί την αλαζονεία· κάποιος αποφεύγει τη μοιχεία, ενώ έχει κρυμμένη μέσα στην ψυχή του την υποκρισία· κάποιος είναι συκοφάντης, ενώ αποφεύγει τον καλλωπισμό.

Κάποιος είναι άμεμπτος σε ένα παράπτωμα, ενώ είναι βυθισμένος εντελώς σε κάποιο άλλο· κάποιος είναι μακριά από κάποια κατηγορία, αλλά είναι εντελώς σπιλωμένος από κάποια άλλη· κάποιος είναι ελεύθερος από μια παγίδα, αλλά βυθίζεται σε κάποιον άλλο βόρβορο· επειδή η έκταση των αμαρτημάτων είναι απέραντη, συμβαίνει να κυριεύεται κανείς πολύ σύντομα· διότι η ενέργεια κάθε μεγάλου αμαρτήματος γίνεται γνωστή με μια μικρή γεύση.

Όταν δηλαδή ο Εχθρός θέλει να δέσει τον άνθρωπο, τον δένει με τις επιθυμίες με τις οποίες ο άνθρωπος ευχαριστιέται, ώστε ευχαριστούμενος από τα δεσμά να μη θέλει ποτέ να ελευθερώσει τον εαυτό του. Επειδή δηλαδή αυτός που μας βάζει τα δεσμά είναι πανούργος, ξέρει πολύ καλά με τι δεσμά και με ποιο τρόπο να μας δέσει. Διότι, αν δέσει κάποιον με δεσμά που δεν τα θέλει, αμέσως ο νους σπάζει τα δεσμά και φεύγει γρήγορα.

Τον καθένα λοιπόν τον δένει μ’ αυτό που ευχαριστιέται και μ’ αυτό που επιθυμεί. Έχει βέβαια ο νους μας τη δυνατότητα να αφαιρέσει από τον εαυτό του τα δεσμά, αλλά τώρα, ενώ είμαστε δεμένοι, χαιρόμαστε, και ενώ είμαστε αιχμάλωτοι, υπερηφανευόμαστε· διότι αυτός που είναι δεμένος με το φθόνο, επειδή δεν έχει δεθεί με τη μοιχεία, νομίζει ότι είναι άδετος, και αυτός που είναι δεμένος με τη συκοφαντία, επειδή δε δέθηκε με την κλοπή, νομίζει ότι ποτέ δεν έχει δεθεί.

Ξεχνά ο καθένας τα δικά του δεσμά και δεν αντιλαμβάνεται τις παγίδες, που είναι τοποθετημένες πλάι του, και παθαίνει την αμνησία που παθαίνουν οι μεθυσμένοι· διότι, ενώ ο μεθυσμένος είναι δεμένος, δεν αντιλαμβάνεται ότι είναι δεμένος, επειδή με το κρασί ξεχνά τα δεσμά και με τη μέθη δε βλέπει τις παγίδες που είναι γύρω του.

Αλλά ο φιλάνθρωπος Δεσπότης θέλει να βάλει αυτό το ζυγό πάνω σε όλους, χρησιμοποιώντας διάφορες ευκαιρίες· διότι μοιράζοντας το φορτίο του καθενός, το μοίρασε ανάλογα με τη δύναμη του. Τον καιρό λοιπόν που κατασκευάστηκε η σκηνή στους Εβραίους, πρόσταξε ο Θεός μεταξύ των πλουσίων και των φτωχών συνεισφορά για τη σωτηρία τους*, ώστε ο καθένας να προσφέρει το δικό του ανάλογα με τη δύναμή του.

* Αναφέρεται στη σωτηρία τους από τη δουλεία στον Φαραώ. Βλ. Εξοδ. 25, 1-7.

Αν κάποιος πρόσφερε χρυσάφι, άλλος πρόσφερε μαργαριτάρια και κάποιος άλλος πολύτιμα πετράδια· ο φτωχός πρόσφερε μαλλιά, και κάποιος άλλος δέρματα κατεργασμένα· η πλούσια πρόσφερε μετάξι και η φτωχή χήρα βαμμένο μαλλί· και έτσι με τις προσφορές των πλουσίων και των φτωχών ολοκληρώθηκε η κατασκευή της σκηνής, και με το να στολιστεί από όλους έγινε το στολίδι όλων. Διότι ο Κύριος δέχθηκε από τον καθένα τα τάματα τους, των πλουσίων και των φτωχών, θέλοντας να δείξει ότι, όπως δέχθηκε αυτά που πρόσφερε ο καθένας ανάλογα με τη δύναμη του για την κατασκευή της σκηνής, έτσι δέχεται κατάλληλα, από τον καθένα, τα τάματα της πράξεως του, χωρίς προσωποληψία.

Θέλει λοιπόν ο Κύριος με διάφορες αφορμές να μας οδηγήσει στη σωτηρία. Επιχειρεί βέβαια κατά τον ίδιο τρόπο και ο Εχθρός με διάφορες προφάσεις να μας φονεύσει· και όπως ο ληστής έγινε πολίτης του παραδείσου, με τον ένα λόγο της ομολογίας του (Λουκ. 23, 42-43), έτσι με ένα λόγο βλασφημίας οδηγείται κανείς στην απώλεια και γίνεται ένοχος για τη γέεννα.

Έγινε η Μαριάμ λεπρή και άσπρισε σαν το χιόνι, για να τιμωρηθεί για ένα κακό λόγο που είπε (Αριθ. 12, 10 και 2). Και αν η Μαριάμ που ήταν προφήτισσα τιμωρήθηκε για τη φλυαρία της, πόσο μεγάλο άραγε θα είναι το είδος της τιμωρίας γι’ αυτούς που αψήφιστα μεταχειρίζονται τη βλασφημία: Και παρόλο που η Μαριάμ είπε την πραγματικότητα, αποδοκιμάστηκε η αλήθεια που είπε, διότι εκφράστηκε με διάθεση κακολογίας· κατά τον ίδιο τρόπο, αν κάποιος δίκαια μεταχειριστεί την κακολογία, η δικαιοσύνη του γεμίζει από αδικία.

Ή έλεγξε δηλαδή κάποιον δίκαια, ή μην κακολογήσεις κρυφά· ή επιτίμησε κάποιον με παρρησία ή μη διατυπώσεις κακολογίες κρυφά απ’ αυτόν. Διότι εκμηδενίζεται η δικαιοσύνη, όταν η δολιότητα είναι αναμειγμένη μ’ αυτήν, όπως ακριβώς αποδοκιμάζεται η αγιότητα, αν ενωθεί μ’ αυτήν η ακαθαρσία· εκμηδενίζεται η αγνότητα, αν συνδεθεί μ’ αυτήν η ακολασία· εκμηδενίζεται και η πίστη, αν στρέφει την προσοχή της στις μαντείες· εκμηδενίζεται η ευεργεσία, αν συνοδεύεται από την υπερηφάνεια· εκμηδενίζεται η ομόνοια, αν φανεί πλάι της η υποκρισία· εκμηδενίζεται και η νηστεία, αν συνοδεύεται από την κατάκριση· εκμηδενίζεται και η αγάπη, αν ταράζεται από τη ζήλεια.

Προσέχοντας τα φυσικά πράγματα μάθαινε από αυτά εκείνα που είναι γραμμένα. Το κάλλος της αλήθειας είναι άσχημο, όταν είναι απλωμένο επάνω στη φαυλότητα, και ή τροφή είναι φονιάς, αν έχει κρυμμένο μέσα της το δηλητήριο. Γίνεται απαγορευμένο για μας το καθαρό κρέας, επειδή μολύνεται με τη θυσία του στα είδωλα (Πρβλ. Α΄ Κορ. 10, 28). Είναι απαραίτητο λοιπόν να αντιληφθούμε εμείς τα αφανή δια μέσου αυτών που φαίνονται.

Με την Μαριάμ απεικόνισε και δίδαξε σ’ εμάς την ουσία της αλήθειας. Έγινε δηλαδή το σώμα της λεπρό φανερά, επειδή αμάρτησε κρυφά με όλη την ψυχή της. Με τη βλάβη που φάνηκε, γνώρισε τη βλάβη που έπαθε χωρίς να το αντιληφθεί· με την αποκρουστική λέπρα διδάχθηκε πόσο μεγάλο και μισητό κακό είναι η κακολογία, και το σώμα που φαίνεται έγινε καθρέφτης της ψυχής που είναι μέσα μας και δε φαίνεται καθόλου· με τη φθορά της σάρκας διδάχθηκε και γνώρισε, πως φθείρεται η καρδιά που αγαπά την κακολογία, και με τον εξωτερικό άνθρωπο γνώρισε τον εσωτερικό της άνθρωπο.

Διότι, όπως ακριβώς η ίδια αποχωρίστηκε από τον αδελφό της, έτσι αποχωρίστηκαν και οι σάρκες της από το σώμα, ώστε να μάθει η ίδια με την προσωπική πείρα την αγάπη. Ας διδαχθούμε και εμείς με το παράδειγμά της, την ομόνοια και ας γνωρίσουμε ότι, όπως ντράπηκε εκείνη για το σώμα της που παραμορφωνόταν, έτσι και ο Θεός αποστρέφεται το να είναι κανείς διπλοπρόσωπος προς τον αδελφό του. Και γι’ αυτό το λόγο παραμορφώνεται το σώμα του ανθρώπου με τα διάφορα πάθη. Γίνονται στο σώμα του τα μέλη εχθρικά μεταξύ τους, διότι γίνεται ο ίδιος εχθρός με τους φίλους του, για να διδαχθεί με την έχθρα του σώματος να έχει ομόνοια και ειρήνη με τους φίλους του.

Μεγάλος θόρυβος προξενήθηκε στο στρατόπεδο· η Μαριάμ εμφανίστηκε ξαφνικά με σκεπασμένο το σώμα της από τη λέπρα, επειδή μεταχειρίστηκε εχθρικά τη γλώσσα της εναντίον του πράου αδελφού της, που ευχήθηκε για τη θεραπεία της (Αριθ. 12, 13). Ο δίκαιος Τιμωρός* ζήτησε λόγο από την προφήτισσα για την κακολογία της. Διότι δεν τέρπεται ο δίκαιος Θεός με την κακολογία, με την οποία ευχαριστιούνται να ασχολούνται οι ανόητοι άνθρωποι.

* Αναφέρεται στον Θεό.

Παρόλο που ο Μωυσής έκανε πάρα πολλά σημεία και τέρατα, επειδή αμάρτησε για λίγο η γλώσσα του, στερήθηκε τη γη της επαγγελίας (Αριθ. 20, 10-12). Η μεγάλη και φοβερή θάλασσα δεν μπόρεσε να εμποδίσει το δρόμο μπροστά του, και ένας μικρός λόγος που βγήκε άδικα από το στόμα του, έγινε γι’ αυτόν τείχος, που να μην μπορέσει να το ξεπεράσει. Αν από τον Μωυσή, που έγινε θεός (Εξοδ. 7, 1), ένας λόγος στέρησε τη γη της επαγγελίας, πόσο περισσότερο θα στερήσει από μας τη βασιλεία του Θεού η δική μας κοφτερή και φλύαρη γλώσσα; Το άγιο πυρ κατέκαιγε τους δίκαιους ιερείς που ήταν μέσα στην αγιότητα, επειδή μόλυναν τον εαυτό τους με τα λόγια, παρόλο που έγιναν άγιοι με τις πράξεις (Αριθ. 16, 1-3· 12-14· 35).

Αν έπαθαν τέτοια παθήματα τόσο σπουδαίοι άνθρωποι, πως τότε δείχνει καταφρόνηση η δική μας γλώσσα; Γι’ αυτό ας σταματήσουμε να λοιδορούμε τους αδελφούς μας. Η γη τότε άφησε τους ασεβείς και ακάθαρτους, και κατάπιε τους φλύαρους. Η θάλασσα κατάπιε τους Αιγύπτιους και η γη τους φιλόνεικους (Αριθ. 16, 31-33). Ο στρατηγός είπε ένα λόγο τον καιρό της πείνας, και για το λόγο του τιμωρήθηκε άξια, με το να τον καταπατήσει ο λαός στην πύλη (Δ΄ Βασιλ. 7, 2 και 17). Με αυτή την άμεση κρίση θα βεβαιωθείς για τη μέλλουσα, σύμφωνα με τον λόγο του Σωτήρα, που είπε ότι θα τιμωρηθεί κανείς και για τον αργό λόγο (Ματθ. 12, 36).

Λοιπόν, με διάφορες αφορμές εξουσιάζεται το ταλαίπωρο ανθρώπινο γένος από τον Εχθρό. Υπάρχει άνθρωπος που εξουσιάζεται, επειδή είναι χρεώστης, και υπάρχει άνθρωπος που σύρεται στη φυλακή, επειδή έγινε εγγυητής· και μάλιστα η ίδια η φύση μας διδάσκει ότι καταστρέφεται κανείς εξαιτίας του φίλου του· και ότι, ενώ ο ίδιος δεν χρεωστά τίποτε, βυθίζεται όχι λιγότερο από τον χρεώστη και αυτό είναι παράδειγμα του χρέους των δικαίων και των αδίκων. Διότι ο δίκαιος είναι αθώος στα δικά του, και γίνεται ένοχος στα ξένα.

Διότι κάποιος, ενώ λέγεται μπροστά του μια σωστή γνώμη, αν την περιγελάσει και την κατακρίνει, και φανεί ευχάριστο στον δίκαιο να σιωπήσει, η σιωπή του τον κάνει υπεύθυνο για την κακολογία, επειδή με το να ακούσει και να μην ελέγξει ομολόγησε αυτό που ειπώθηκε άδικα ότι τάχα είναι σωστό· θα σε πείσει άλλωστε γι’ αυτά η εξουσία των ισχυρών αρχόντων. Διότι αν συμβεί να πει κάποιος δίκαια κακό τον βασιλιά που έχει κάνει σφάλμα, κανείς από αυτούς που είναι παρόντες δεν ανέχεται να ακούει όσα λέγονται εναντίον του βασιλιά. Αν μάλιστα ανεχόταν να σταθεί και να ακούσει, η ίδια τιμωρία αποφασίζεται και για τους δυο· γιατί ο ένας φονεύεται εξαιτίας της γλώσσας του και ο άλλος εξαιτίας της ακοής.

Σε συμβουλεύει κάτι ο πανούργος και συ στρέφεις τα αυτιά σου σ’ αυτόν, και δέχεται η αγκαλιά της ακοής σου τον θάνατο που βγάζει με το στόμα του και πήρες το πικρό προζύμι του ψεύδους και το ζύμωσες μέσα σου. Πες μου· από που μπήκε ο θάνατος, όταν ο Όφις μίλησε στην Εύα (Γεν. 3, 1-5), παρά μέσα από τα αυτιά της, από τα οποία είναι φυσικό να μπαίνει η φονική κακολογία; Διότι μπορεί ο Πονηρός να καταστρέψει αυτόν που σιωπά δια μέσου εκείνου που ομιλεί, και αυτόν που είναι αδύνατο να τον φονεύσει με το στόμα τον σφάζει με την ακοή, και αυτόν που είναι αθώος στην πράξη τον φονεύει με τους λογισμούς.

Γι’ αυτό, παρόλο που οι δαίμονες έλεγαν την αλήθεια, δεν ανέχθηκε ο Σωτήρας να μιλήσουν (Μαρκ. 5, 7 και 13· Λουκ. 4, 35). διότι δεν ευδόκησε ο αληθινός Κύριος να γίνει πιστευτός με την ομολογία τους, αλλά να κηρυχθεί το αληθινό κήρυγμα από τους αληθινούς κήρυκες. Για ποιο λόγο οι Απόστολοι δε δέχθηκαν να ακούσουν τον δαίμονα που τους εγκωμίασε (Πραξ. 16, 16-18); Δε δέχθηκαν, για να μη σπαρεί η αηδιαστική φωνή στην καθαρή ακοή. Αν οι Άγιοι απέφυγαν τα εγκώμια του Διαβόλου, σαν πολύ μεγάλη βλάβη, ποιος θα αγαπήσει την κακολογία; Διότι είναι φυσικό ο Εχθρός που αλλάζει πολλά πρόσωπα να εξαπατά αυτόν που τον ανέχεται, μεταχειριζόμενος την αλήθεια. Γι’ αυτό το λόγο ο Σωτήρας δε δέχθηκε τη μαρτυρία των δαιμόνων που συνοδευόταν από την αλήθεια.

Από την ίδια βροχή ποτίζονται τα βλαβερά και τα ωφέλιμα χόρτα. Εξίσου, και η βροχή που είναι καλή ως προς τη φύση της επιδρά στη βλαβερότητα των χόρτων, και το φίδι, αν και τρώει γλυκιά τροφή, τη μεταβάλλει αμέσως σε δηλητήριο· αν μάλιστα το μεταδώσει σε κάποιον, τότε αλίμονο σ’ αυτόν που το δέχθηκε. Έτσι και το ψεύδος συνοδεύεται από την αλήθεια, σαν δηλητήριο γεμάτο από θάνατο· διότι κρύβεται μέσα στα γλυκύτατα λόγια του φοβερό δηλητήριο.

Ας είναι λοιπόν παράδειγμα γι’ αυτό ο Όφις, που έκανε γλυκιά τη γλώσσα του για τους αθώους· θα σε διδάξει άλλωστε γι’ αυτά η διήγηση που αναφέρεται στον Ισκαριώτη, πως με το φίλημα του στόματος και με την ειρηνική γλώσσα έκρυψε την απάτη και ετοίμασε την προδοσία εναντίον του καρδιογνώστη Κυρίου. Και αν φάνηκε ο απατεώνας* τέτοιος απέναντι στον Δημιουργό, πόσο μεγαλύτερος θα γίνει απέναντί σου, ανόητε άνθρωπε; Ποιος είναι πιο βρωμερός από τον απατεώνα, παρά εκείνος που ακούει πρόθυμα τα λεγόμενα απ’ αυτόν;

* Εννοεί τον Διάβολο.

Παρέδωσε ο Σωτήρας τον εαυτό του στο θάνατο, αλλά δεν παρέδωσε την ακοή του στο λόγο του απατεώνα. Άνοιξε το στόμα του και δέχθηκε όξος αναμειγμένο με χολή (Ματθ. 27, 34), αλλά τα αυτιά του δεν δέχθηκαν το λόγο του βρωμερού Διαβόλου. Πρόσφερε το στόμα του, για να το φιλήσει ο προδότης, αλλά δεν έδωσε απάντηση στον απατεώνα. Πρόσφερε το στόμα σου στον ψεύτη να το φιλήσει, αλλά μη στρέφεις σ’ αυτόν τα αυτιά σου· διότι αν του προσφέρεις το στόμα σου, θα τον κατακρίνει το φίλημα· αν όμως στρέψεις τα αυτιά σου, θα σε φονεύσει η γεύση των λόγων του.

Θα κάνεις καλύτερα όμως, αν αποφύγεις την οσμή και τη γεύση του δηλητηρίου. Και από τον καπνό βέβαια απομακρύνεσαι γρήγορα, τον ψεύτη όμως τον ακούς ευχάριστα. Αποστρέφεσαι τη δυσωδία, αλλά κάθεσαι κοντά στον άνθρωπο που κακολογεί. Έχεις καθήκον να φυλάξεις από τα βλαβερά, όσο πρέπει, καθένα από τα μέλη σου. Αν το σώμα σου είναι αθώο από την πορνεία, πρόσεξε το στόμα από την κατάκριση· διότι ενώ το στόμα σου δεν μπορεί να κάνει μοιχεία, μπορεί να πει ψέματα και να συκοφαντήσει.

Αν ένα μέλος του σώματος σου είναι αθώο και το άλλο είναι ένοχο, είσαι ολόκληρος καταδικασμένος από το ένα μέλος σου, που έχει την κατάκριση. Πάρε παράδειγμα από τον πολέμαρχο, που όλο του το σώμα προστατεύεται μέσα σε σιδερένιο θώρακα. Συμβαίνει λοιπόν να τραυματιστεί δια μέσου της χαλαρής κατασκευής. Αν λοιπόν η είσοδος του βέλους μέσα από τις πολύ λεπτές οπές του θώρακα προξενεί τον θάνατο στο γενναίο μαχητή, πόσο περισσότερο προξενεί το θάνατο αυτό που μπαίνει από την ανοιχτή θύρα των αυτιών.

Είναι βέβαια τόσο μεγάλη η είσοδος των αυτιών, ώστε να μπει στον κόσμο μέσα από αυτή η τόσο μεγάλος θάνατος· διότι, παρόλο που καταπίνει όλες τις γενεές, μένει αχόρταγος. Ας κλείσουμε λοιπόν καλά τα αυτιά μας με θυρώματα και αμπάρες, για να μην μπει μέσα μας η κακολογία.

Μην καταφρονήσεις την κατάκριση σαν κάτι ασήμαντο και σαν κάτι που δεν έχει τη δύναμη να σε φονεύσει. Διδάξου από το κυνήγι των θηραμάτων, να μην καταφρονείς το πολύ μικρό, διότι συμβαίνει να κρατιέται το πουλί στην παγίδα με το μικρό του νύχι, και έτσι ταπεινώνεται και νικιέται η δύναμη των φτερών του από την άκρη του ασήμαντου νυχιού του· και ενώ είναι εντελώς έξω από την παγίδα, είναι εντελώς παγιδευμένο σ’ αυτή.

Και ο Απόστολος του Θεού όρισε την ίδια καταδικαστική απόφαση για τους φονείς και τους λοίδορους και τους άσωτους, όπως και για τους μοιχούς· διότι κανείς, λέει, από αυτούς δεν μπορεί να κληρονομήσει τη βασιλεία των ουρανών (Α΄ Κορ. 6, 9-10)· και όρισε για όλους αυτούς ίση μερίδα κατά τον καιρό της δίκαιας κρίσης· τη στέρηση της ουράνιας κληρονομιάς.

Και για να καταλάβεις ότι αυτοί είναι άξιοι για ίση τιμωρία με τους άλλους, σκέψου για ποιο λόγο ο Χαναάν απέκτησε αιώνια κατάρα. Δεν την απέκτησε, επειδή περιγέλασε τον δίκαιο Νώε; (Γεν. 9, 22 και 25).  Διότι δεν κατακρίθηκε για φοβερή πράξη, αλλά για ένα απλό γέλιο πήρε σαν αμοιβή τη φοβερή καταδίκη και για τη θρασύτητα της γλώσσας του δέχθηκε την πικρή οδύνη. Ήταν καθαροί οι λογισμοί του, αλλά το στόμα του τον κατέστρεψε. Αν για λίγο γέλιο δέχθηκε εκείνος τέτοια κατάρα, ποιος δε θα φοβηθεί και δε θα αποφύγει τα περιγελάσματα, με τα οποία έγινε η απόκτηση της κατάρας;

Διότι, αφού ο δίκαιος Νώε απομάκρυνε τον Χαναάν μακριά από τις ευλογίες, τον ξαπόστειλε στις κατάρες· και απεικόνισε μ’ αυτόν την καταδίκη που πρόκειται να γίνει εναντίον εκείνων που αγαπούν να περιγελούν. Αν σε παρακινήσει ο Διάβολος με το πρόσχημα της αγάπης να αστειεύεσαι και να περιγελάς, σκέψου ότι και ο Χαναάν αστειευόμενος περιγέλασε και βρέθηκε μέσα στις κατάρες. Άκου τον σοφότατο Σολομώντα που διακηρύττει και φανερώνει τη βλάβη που είναι κρυμμένη μέσα στο γέλιο. «Αυτός, λέει, που περιγελά έναν άνθρωπο, παροργίζει τον Δημιουργό του» (Πρβλ. Παροιμ. 14, 31). διότι το περιγέλασμα που γίνεται σ’ έναν άνθρωπο, στρέφεται στον Δημιουργό. Εσύ προσέχεις με αθωότητα την επιφάνεια της αστειότητας· αλλά ποια απάτη κρύβεται μέσα της, την αγνοείς.

Ο δίκαιος Νώε, που γνώριζε την απάτη και δεν την φανέρωσε στον Χαναάν, που την αγνοούσε, τον απέκοψε και του στέρησε τις ευλογίες, για να καταλάβεις εσύ ως συνετός άνθρωπος, πόσο μεγάλη είναι η μιαρή ενέργεια του περιγελάσματος, και να σταματήσεις να περιγελάς τους αδελφούς.

Ο Σεμεΐ (Β΄ Βασιλ. 16, 5-8) ξεστόμισε κατάρες, αλλά πάλι ο Απόστολος μίλησε φοβερά εναντίον αυτών που καταριώνται (Πρβλ. Ιακ. 3, 5-10). Ας ερευνήσουμε εμείς και ας δούμε, ποια ωφέλεια είχαν αυτοί που καταράστηκαν. Ο Σεμεΐ σε ποιο παράπτωμα έπεσε; Δεν έγινε μοιχός, ούτε πιάστηκε σαν κλέφτης, αλλά μεταχειρίστηκε κατάρες, από τις οποίες προερχόταν η συκοφαντία. Με τη συκοφαντία, και εκείνα που έγιναν φανερώνονται και εκείνα που δεν έγιναν λέγονται· διότι, καθώς πιάνουν οι ωδίνες τον θυμό, γεννούν κάθε κακό λόγο.

Κινούμενος από αυτό το θυμό, λοιδόρησε ο Σεμεΐ τον ανεξίκακο βασιλιά· διότι έριξε την κατηγορία για τον θάνατο του Σαούλ σ’ αυτόν που έσωσε πολλές φορές τον Σαούλ από τον θάνατο· και επειδή έβγαλε άδικα την απόφαση εναντίον του, ορθά τον καταδίκασε ο δίκαιος κριτής*. Έθεσε σ’ αυτόν όριο, και όρισε να μην το παραβεί, και εκείνος υποσχέθηκε να το τηρήσει· και όταν το παρέβη, η υπόσχεση του διαψεύστηκε· έτσι με τη διάψευση φανερώθηκε σ’ αυτόν η συκοφαντία του για τον δίκαιο Δαβίδ, για να υποστεί ανάλογα με τις πράξεις του τη δίκαια τιμωρία (Γ΄ Βασιλ. 2, 36-46).

* Αναφέρεται στον Σολομώντα.

Ώστε όπως ακριβώς άπλωσε τη γλώσσα του και φόνευσε τον αθώο σαν με ξίφος, έτσι ακριβώς να βγει ένα κοφτερό ξίφος ενάντια σ’ αυτόν που χρησιμοποίησε άδικα τη γλώσσα του και λοιπόν, και σ’ αυτή τη ζωή βρήκε τον θάνατο και στη μέλλουσα έχει φυλαχθεί γι’ αυτόν η κόλαση. Ποιος λοιπόν ευχαριστιέται με τις κατάρες, αφού κινδυνεύει να υποστεί διπλή τιμωρία;

Τους άσωτους και τους λοίδορους τους παρέδωσε ο Απόστολος στην καταδίκη των φονιάδων και των μοιχών (Α΄ Κορ. 6, 9-10). Μάθε ότι η ασωτία απογύμνωσε τον Ησαύ από τα πρωτοτόκια (Γεν. 25, 30-34). Έχεις και συ πρωτοτόκια, τα οποία πρόσεξε να μην τα χάσεις εξαιτίας της ασωτίας· διότι ένας σπουδαίος άνθρωπος δεν μειώνεται με κανένα άξιο λόγο, αλλά χάνει την αξία του με ένα τιποτένιο λόγο. Αν χάσεις την αλήθεια που δίνει ο Θεός, θα είσαι ένας άμυαλος νέος, όπως ο Ησαύ.

Άκου το θαύμα που έγινε· πως νίκησαν τα λόγια τις πράξεις και φάνηκε η πίστη ανώτερη από τη φύση και τη γέννηση. Τα πρωτοτόκια που δεν μπορεί να τα κλέψει κανείς, μπήκε σαν κλέφτης ο λόγος και τα αφαίρεσε, και αυτά, που τα είχε ο Ησαύ από τη φύση, ο Ιακώβ φρόντισε και τα απέκτησε με την πίστη. Η πίστη και ο όρκος μαζί, παρουσίασαν την ενέργεια της γέννησης, και τα πρωτοτόκια, που δόθηκαν σύμφωνα με την ανθρώπινη φύση, κληρονομήθηκαν με πνευματικό τρόπο· αυτά που αρνήθηκε ο όρκος, τα δέχθηκε η πίστη.

Ω για το θαύμα που ακολούθησε ανάμεσα σ’ αυτόν που αρνήθηκε τα πρωτοτόκια και σ’ αυτόν που τα αγόρασε διότι αυτός που αρνήθηκε τα πρωτοτόκια, τα είχε χωρίς να το αισθάνεται, και εκείνος που τα δέχθηκε, έμεινε στην άγνοια. Πως δηλαδή ο Ησαύ αρνήθηκε τα πρωτοτόκια, που είναι αδύνατο να τα αρνηθεί κανείς, και πως ο Ιακώβ δέχθηκε τη στολή, που είναι αδύνατον να την φορέσει κανείς· κατά τον ίδιο τρόπο και οι νέοι έκαναν μια συναλλαγή πάνω από τη φύση τους· η συναλλαγή μάλιστα των νέων μας διαφεύγει, και γι’ αυτό δεν είναι δυνατόν να περιγραφεί όπως πρέπει. Ποιος άλλωστε είναι αυτός που θα τολμήσει να στραφεί σε αναζητήσεις που αναφέρονται στην απερίγραπτη γέννηση του μονογενούς Υιού του Θεού;

Πες μου επίσης, πως ο Ιακώβ, αφού αφαίρεσε τα πρωτοτόκια από τον Μανασσή, τα πρόσφερε στον Εφραίμ (Γεν. 48, 14-19), για να γίνουν γι’ αυτόν τα πρωτοτόκια στήλη δόξας; Είναι τα πρωτοτόκια γεμάτα από θαυμαστά και αμέτρητα εκλεκτά παραδείγματα. Σ’ αυτά απεικονίστηκε το βάπτισμα, σ’ αυτά επιβεβαιώθηκε η πίστη, σ’ αυτά φανερώθηκε η μονανδρία*, (σ’ αυτά προτυπώθηκε η μορφή της ένδοξης παρθενίας). Αυτά ο Ιακώβ τα αγόρασε με τίμημα, αλλά στον Εφραίμ τα πρόσφερε δωρεάν. Ούτε ο Μανασσής πρέπει να κατηγορηθεί γι’ αυτό, ούτε ο Εφραίμ είναι άξιος για θαυμασμό, αλλά μόνο η άμεμπτη εξουσία του δωρεοδότη Θεού.

* μονανδρία· στο κείμενο, ο όρος αναφέρεται στην κληρονομιά των πρωτοτοκίων από ένα μόνο άνδρα, σε κάθε γενεά, έως την έλευση «του πρωτοτόκου πάσης κτίσεως» Χριστού.

Ποιος λοιπόν τολμά να κατηγορήσει τον Θεό για τα πρωτοτόκια των εθνικών; Αν όμως θέλουν να κατηγορήσουν οι Ιουδαίοι, ας κατηγορήσουν πρώτα-πρώτα για την καθαίρεση του Μανασσή· διότι αυτός που αφαίρεσε τα πρωτοτόκια από εκείνον δεν έκανε παρανομία, για να δείξει τη δύναμη του· αλλά αφαίρεσε τα πρωτοτόκια απ’ αυτούς, διότι αμάρτησαν, και το έκανε για να δείξει τη δικαιοσύνη του. Αν για την αφαίρεση των πρωτοτοκίων από τον αναμάρτητο Μανασσή δεν μπορεί να κατηγορήσει κανείς τον Θεό, πως τολμά κάποιος να τον κατηγορήσει, διότι αφαίρεσε τα πρωτοτόκια από αυτούς που φόνευσαν τον Κύριο;

Αν ο όρκος αποδείχθηκε τόσο ισχυρός, ώστε να μπορεί να καταργήσει τα πρωτοτόκια του Ησαύ, διότι με το να ορκιστεί μόνο και χωρίς να παραβεί τον όρκο του, τόσο μεγάλο κακό έπαθε, πες μου, σε ποιο σκοτάδι θα παραδοθεί αυτός που ορκίζεται και παραβαίνει τον όρκο του; Αν ο Ησαύ, παρόλο που αδικούνταν, απέφυγε να αθετήσει το λόγο του, επειδή υποσχέθηκε με όρκο, πως εσύ αρνείσαι τις συμφωνίες σου*, τις οποίες έκανες για τη σωτηρία σου: Αν ο Ηρώδης τήρησε την υπόσχεση (Ματθ. 14, 7-10), η οποία έγινε αιτία για την απώλεια του, εσύ να μην απομακρυνθείς από τις συμφωνίες που έκανες για χάρη της αιώνιας ζωής.

* Εννοεί τη μοναχική υπόσχεση, αλλά και τις υποσχέσεις κατά την ώρα του αγίου βαπτίσματος

Και όπως ακριβώς με το να παρεμβληθεί ο λόγος δημιούργησε σειρά για τα πρωτοτόκια, όπως έγινε με τη γέννηση, έτσι και η λοιδορία, όταν παρεμβάλλεται, μπορεί να αναπληρώσει την πράξη του φονιά. Επίσης η γλώσσα είναι ικανή να βλάψει όχι λιγότερο από το ξίφος, και ο ακάθαρτος λογισμός μπορεί να πάρει τη θέση της μοιχείας, και η κρυμμένη ειρωνεία έχει τη δύναμη να βλάψει εξίσου με την παγίδα, και μπορεί η κακή συμβουλή να γίνει, για όσους την δέχονται, χειρότερη από το δηλητήριο.

Διότι, αν ο Ησαύ έχασε τα πρωτοτόκια, με το να τα αρνηθεί με το λόγο, πολύ περισσότερο θα χάσει ο αχρείος εύκολα τη σωφροσύνη. Αν φορέσει κανείς επάνω του, σαν ένδυμα, το ψέμα, πετά από πάνω του την αλήθεια της υπόσχεσης του, και εκείνος που αρνείται με τα λόγια του την πίστη μετατρέπεται σε σκότος, επειδή αρνείται αυτά που ανήκουν στην πίστη και ο πιστός επίσης, καθώς δέχεται με τα λόγια του την πίστη, φοράει σαν ένδυμα την πίστη.

Ο λόγος που λέγεται, έχει τη δύναμη να φανερώσει την ενέργεια της πράξης· η κακή σκέψη έχει τη δύναμη να γίνει επικίνδυνη πράξη, και το πονηρό βλέμμα έχει τη δύναμη να οδηγήσει στη διάπραξη πονηρού έργου· η ανόητη ζηλοτυπία έχει τη δύναμη να βλάψει όχι λιγότερο από το βέλος· η διαβολή έχει τη δύναμη να σκάψει λάκκους που προξενούν την απώλεια.

Ας αποφύγουμε την ενασχόληση με τους κακούς λογισμούς· διότι η ενασχόληση με τους λογισμούς κρίνεται όμοια με την πράξη. Ας στραφούμε στην καλή πράξη, η οποία παίρνει για τα έργα της το μισθό από αυτόν που ερευνά τις προθέσεις της καρδιάς. Η πρόθεση είναι έργο· διότι η αυτεξουσιότητα μας είναι στηριγμένη σ’ αυτή, η οποία όλα τα πραγματοποιεί. Αλλά για κάθε πράγμα υπάρχει κάτι αντίθετο. Αντιτάσσεται το φως στο σκότος, το γλυκό στο πικρό, η αγρυπνία στον ύπνο. Εκείνος που δημιούργησε αυτά, δεν άφησε κάτι που δεν το σύνδεσε μ’ αυτό που το ανταγωνίζεται.

Διότι αν ο θνητός άνθρωπος μηχανεύεται και επινοεί τρόπους προστασίας από τα αντίθετα, και τρόπους ανακούφισης από τις θλίψεις, και μέσα χρήσιμα για την εξυπηρέτηση του, κατάλληλα για τη θάλασσα και κατάλληλα για την ξηρά, και χρησιμοποιεί το καθένα με σύνεση στην ανάλογη περίσταση, και για τις αρρώστιες του αποτελεσματικά φάρμακα, πόσο περισσότερο ο Δημιουργός μέτρησε και παρέβαλε μεταξύ τους τα πράγματα, και όρισε τόπο για τα δημιουργήματα, και ζυγίζοντας τα, πρόσφερε σ’ αυτά τρόπους προστασίας, και συγκεντρώνοντας τα, τά συνδύασε, για να έχει κανείς το ένα αντιμέτωπο προς το άλλο.

Έχεις λοιπόν, άνθρωπε, όπλα για να αντιμετωπίσεις κάθε αντίθετο. Αν όμως αδιαφορήσεις για όλα αυτά που σου δόθηκαν για βοήθεια και νικηθείς, θα στερηθείς κατά την κρίση από κάθε απολογία. Έχεις πράγματι διάφορα όπλα για να αντιμετωπίσεις τις πανουργίες του αντιπάλου. Αν δηλαδή ο Εχθρός ρίξει σ’ εμάς τα πυρωμένα βέλη του, έχουμε και μεις ανίκητη ασπίδα την προσευχή· αν κινήσει εναντίον μας τον πόλεμο των ηδονών, ας κάνουμε σύμμαχο εναντίον του την αγάπη της ψυχής· αν επιχειρήσει να μας αιχμαλωτίσει με την αδικία, ας καταφύγουμε στη δικαιοσύνη και θα σωθούμε· αν θελήσει να σε τραυματίσει με τη μισανθρωπία, αντιμετώπισε τον με τη δύναμη της φιλανθρωπίας.

Αν σε πολεμά με την υπερηφάνεια, αντιπαράθεσε σ’ αυτόν την ταπεινοφροσύνη· αν κινήσει εναντίον σου τη σαρκική επιθυμία, φόρεσε γρήγορα το θώρακα της σωφροσύνης· αν ρίξει εναντίον μας τις βολίδες της ασέλγειας, ας φορέσουμε εναντίον του την περικεφαλαία της αγνότητας. Αν προβάλει τον πλούτο, έχουμε τον μακαρισμό της φτώχειας (Πρβλ. Λουκ. 6, 20)· αν προσπαθήσει να μας νικήσει με την ασωτία, ας χρησιμοποιήσουμε εμείς σαν φτερά τη νηστεία, και επειδή ο φθόνος είναι αίτιος της καταστροφής, υπάρχει κοντά μας η αγάπη, αν θέλουμε, η οποία μπορεί να μας ανορθώσει και να μας οικοδομήσει.

Και επειδή είναι κοντά μας τα βέλη των εχθρών, υπάρχουν βέλη και για μας τους αδύναμους· αν μας καταδιώκει ο Εχθρός, όπως ο Φαραώ, υπάρχει η θάλασσα που έχει τη δύναμη να τον καταποντίσει (Εξoδ. 14, 28)· αν κρύψει παγίδες στη γη, υπάρχει στον ουρανό εκείνος που μας σώζει απ’ αυτές· αν επιτίθεται εναντίον μας, όπως ο Γολιάθ, υπάρχει ο Δαβίδ που έχει τη δύναμη να τον ταπεινώσει (Α΄ Βασιλ. 17, 8-9 και 49)· αν επαρθεί, όπως ο Σισάρα, φονεύεται από τη συνάθροιση του λαού (Κριτ. 1, 2 και 21)· αν αρχίσει πόλεμο, όπως ο Σενναχειρήβ, εξαφανίζεται με το πένθος (Δ΄ Βασιλ. 18, 13· 19, 1 και 35-37). Αν μιμηθεί τον τύραννο της Βαβυλώνας, υπάρχουν άγιοι, όπως ο Δανιήλ (Δαν. 6, 7-10)· αν υψωθεί, όπως ο Νεεμάν*, υπάρχουν νηστευτές που έχουν τη δύναμη να τον ρίξουν κάτω.

* Εννοεί τον Αμάν. Βλ. Εσθήρ 3, 1-2· 4, 16· 7, 10.

Αν ανάψει τη φλόγα της επιθυμίας, υπάρχουν άνθρωποι σώφρονες, μιμητές του Ιωσήφ (Γεν. 39, 9 και 12). Ποια ενέργεια του άλλωστε δεν θα διαλυθεί από μας; Ποιο πάθος φέρνει, που το φάρμακο του δεν είναι έτοιμο; Ποια νοθεία κατασκευάζει, για την οποία δεν υπάρχει δοκιμαστήριο για τον έλεγχο της: Ποια βλάβη διαθέτει, για την οποία δεν έχουμε υπερασπιστή: Ποιες παγίδες κρύβει, που η γνώση τους μας διαφεύγει; Ποια πανουργία μηχανεύθηκε, που δεν τη διέλυσαν ακόμη και απλοϊκοί άνθρωποι; Ποιο οχυρό είχε, που δεν το κυρίευσαν ακόμη και γυναίκες: Ποια κάμινο άναψε, που δεν την έσβησαν πιστοί νέοι (Πρβλ. Δαν. 3, 23). Ποιο λάκκο έσκαψε, που δεν τον καταφρόνησαν ο Δανιήλ και οι όμοιοι του; (Δαν. 6, 10-13). Ποιο φαγητό ετοίμασε, που δεν το περιφρόνησαν ο Ανανίας και οι σύντροφοί του; (Δαν. 1, 8 και 11-12).

Έσπειρε ο Εχθρός την υπερηφάνεια, αλλά την καταπάτησε η ταπεινοφροσύνη του Μωυσή (Εβρ. 11, 24-26). Ο Νεεμάν κολάκευσε τον Ελισαίο με το χρυσάφι, αλλά ο προφήτης τον καταφρόνησε και τον απομάκρυνε (Δ΄ Βασιλ. 5, 15-16). Ο Σίμων πρόσφερε χρήματα, αλλά ο Πέτρος έβγαλε εναντίον του την πρέπουσα απόφαση (Πραξ. 8, 18-20), στο όνομα του Ιησού Χριστού, του Κυρίου μας, στον οποίο ανήκει η δόξα και η δύναμη, στους αιώνες των αιώνων. Αμήν.


Οσίου Εφραίμ του Σύρου. Έργα. τ. Β΄.
μετ. Κωνσταντίνου Γ. Φραντζολά.
εκδ. Το Περιβόλι της Παναγίας, εκδ. Α΄ 1989.


Σχολιάστε

Σχολιάστε