Ο Όσιος Σεραφείμ του Σάρωφ.

Μπορείτε να διαβάσετε εδώ τα υπόλοιπα κεφάλαια του βιβλίου: Χαρίσματα και χαρισματούχοι. Ανθολογία χαρισματικών εκδηλώσεων.


Ο όσιος Σεραφείμ του Σάρωφ

Την 1η Ιανουαρίου 1833, ημέρα Κυριακή, ήρθε ο όσιος Σεραφείμ του Σάρωφ για τελευταία φορά στον ναό των αγίων Ζωσιμά και Σαββατίου. Άναψε κεριά μπροστά σε όλες τις εικόνες και τις ασπάσθηκε, πράγμα που δεν είχαν παρατηρήσει να το κάνει άλλοτε. Μετέλαβε τα Άχραντα Μυστήρια και μετά το τέλος της θείας λειτουργίας ζήτησε συγχώρηση από όλους τους αδελφούς, τους ευλόγησε, τους ασπάσθηκε και παρηγορητικά τους είπε:

– Σώζεσθε, μην ακηδιάτε, αγρυπνείτε. Στέφανοι μας ετοιμάζονται!

Κατόπιν έκανε τον γύρο της αγίας τράπεζας και βγήκε από τη βόρεια πύλη. Εκείνη την ώρα όλοι είχαν προσέξει τη μεγάλη του σωματική κατάπτωση. Πνευματικά όμως ο όσιος ήταν θαλερός, ήρεμος και χαρούμενος.

Αργότερα τον επισκέφθηκε η μοναχή του Ντιβέγιεβο Ειρήνη Βασίλιεβνα. Ο στάρετς της έδωσε διακόσια ρούβλια σε χαρτονόμισμα.

Να τα παραδώσεις, είπε, στη μοναχή Παρασκευή Ιβάνοβνα, για ν’ αγοράσει ψωμί στο πλησιέστερο χωριό.

Εκείνον τον καιρό όλα τα αποθέματα της μονής είχαν σωθεί και οι αδελφές αντιμετώπιζαν μεγάλη ανάγκη.

Την ίδια μέρα πήγε στον όσιο και ο ιερομόναχος Θεόκτιστος της μονής Βισοκογκόρσκ του Αρζαμάς.

Τελειώνοντας τη συζήτηση μαζί του είπε ο όσιος:

– Να ιερουργήσεις εδώ.

– Βιάζομαι να επιστρέψω και δεν θα μπορέσω.

– Θα λειτουργήσεις λοιπόν στο Ντιβέγιεβο, στην γυναικεία μονή.

Ο π. Θεόκτιστος δεν πρόσεξε τον προφητικό λόγο και παίρνοντας την ευχή του έφυγε.

Επειδή ο όσιος Σεραφείμ δεν είχε υποτακτικούς, δεν είχε και διακονητή στο κελλί του. Γι’ αυτό τα καθήκοντα του διακονητή εκτελούσε μερικές φορές ο γείτονας του π. Παύλος, στον οποίο είχε απόλυτη εμπιστοσύνη.

Ο αδελφός Παύλος, έλεγε, για την απλότητα της καρδιάς του θα μπει χωρίς κόπο στη βασιλεία του Θεού. Ποτέ δεν κρίνει κανένα! Γνωρίζει μόνο τις δικές του αμαρτίες και τη μηδαμινότητα του.

Ο όσιος είχε τη συνήθεια, όταν έφευγε από το μοναστήρι για την έρημο, ν’ αφήνει στο κελλί του αναμμένα τα κεριά, που έκαιγαν από το πρωί στις ιερές εικόνες. Ο π. Παύλος, επειδή είχε οικειότητα μαζί του, του έλεγε κάπου-κάπου ότι από τα αναμμένα κεριά υπάρχει κίνδυνος πυρκαγιάς.

Όσο ζω, απαντούσε εκείνος, πυρκαγιά δεν θα γίνει! Όταν όμως πεθάνω, ο θάνατος μου θα γίνει αντιληπτός με το άναμμα φωτιάς.

Κατά τη διάρκεια της 1ης Ιανουαρίου του 1833 ο μοναχός Παύλος πρόσεξε ότι ο στάρετς πήγε τρεις φορές στον τόπο, που είχε υποδείξει για τον ενταφιασμό του. Καθόταν εκεί και κοίταζε αρκετή ώρα τη γη. Το βράδυ ο αδελφός άκουσε τον όσιο να ψάλλει στο κελλί του πασχαλινούς ύμνους: «Ανάστασιν Χριστού θεασάμενοι…», «Φωτίζου, φωτίζου η νέα Ιερουσαλήμ…», «Ω Πάσχα το μέγα και ιερώτατον Χριστέ,…», και άλλους θριαμβευτικούς ύμνους.

Στις 2 Ιανουαρίου, στις 6 το πρωί, βγαίνοντας ο π. Παύλος από το κελλί του για την πρωινή θεία λειτουργία, ένιωσε στον προθάλαμο, πλάι στο κελλί του οσίου Σεραφείμ, μυρωδιά καπνού. Πρόφερε τη συνηθισμένη ευχή και άρχισε να χτυπά την πόρτα. Η πόρτα ήταν κλειδωμένη από μέσα και απάντηση στην ευχή δεν πήρε. Βγήκε τότε στον εξώστη και διέκρινε μέσα στο σκοτάδι τους μοναχούς που πήγαιναν στην εκκλησία.

Αδελφοί και πατέρες! φώναξε. Μυρίζει καπνός. Μήπως καίγεται κάτι εδώ κοντά; Ο στάρετς πιθανόν να έφυγε για την έρημο.

Κάποιος αδελφός, ο δόκιμος Ανίκητος, όρμησε στο κελλί του οσίου. Βρήκε την πόρτα κλειδωμένη, αλλά την παραβίασε με δύναμη μαζί με τον εσωτερικό σύρτη.

Πολλοί χριστιανοί από ζήλο έφερναν στον όσιο πάνινα αντικείμενα. Αυτά μαζί με τα βιβλία ήταν ριγμένα ακατάστατα στο σκαμνί, πλάι στην πόρτα και κάπνιζαν ίσως από την καύτρα κάποιου κεριού ή από κάποιο κερί που είχε πέσει. Φωτιά όμως δεν είχε πιάσει.

Στην αυλή ήταν σκοτάδι, μόλις έφευγε. Το κελλί του οσίου δεν είχε φως. Ο ίδιος ούτε φαινόταν ούτε ακουγόταν. Οι μοναχοί υπέθεσαν ότι αναπαύεται από τους νυχτερινούς αγώνες, και μπήκαν μέσα. Στον προθάλαμο παρατηρήθηκε μικρή ταραχή. Μερικοί έριξαν χιόνι και έσβησαν τα αντικείμενα που κάπνιζαν.

Η πρωινή θεία λειτουργία συνεχιζόταν κανονικά στον ναό του νοσοκομείου. Έψαλλαν το «Άξιον εστι». Ένας δόκιμος πήγε στον ναό και ανακοίνωσε τα συμβάντα. Οι αδελφοί έσπευσαν στο κελλί του οσίου. Μαζεύθηκαν πολλοί. Ο μοναχός Παύλος και ο δόκιμος Ιωάννης, για να βεβαιωθούν μήπως αναπαύεται, άρχισαν να ψηλαφούν στο σκοτάδι τη φτωχική επίπλωση του κελλιού και βρήκαν τέλος και τον ίδιο τον στάρετς.

Έφεραν κερί. Ο όσιος Σεραφείμ με το λευκό του ζωστικό ήταν γονατιστός στη συνήθη θέση προσευχής μπροστά στην εικόνα της Θεοτόκου, ασκεπής, με τον χάλκινο σταυρό στον λαιμό και τα χέρια στο στήθος σε σχήμα σταυρού!

Νόμισαν ότι τον είχε πάρει ο ύπνος. Προσπάθησαν με προσοχή να τον ξυπνήσουν, αλλά δεν έπαιρναν απάντηση. Ο στάρετς είχε τελειώσει τον δρόμο της ασκητικής του ζωής… Τα μάτια του ήταν κλειστά. Το πρόσωπό του φωτεινό από τη θεωρία του Θεού. Το καταύγαζε η θεία δόξα. Το σώμα του ήταν ζεστό.

Νόμιζες πως το πνεύμα του μόλις εκείνη τη στιγμή είχε αφήσει το κατοικητήριο του. Κανείς πια δεν μπορούσε να τον ξυπνήσει…

Οι μοναχοί με την ευλογία του ηγουμένου σήκωσαν στα χέρια το σκήνωμα του οσίου και το μετέφεραν στο γειτονικό κελλί του ιερομονάχου Ευσταθίου. Έπλυναν το μέτωπο και τα γόνατα, του φόρεσαν το σχήμα, τον έβαλαν σε δρύινο φέρετρο και τον πήγαν στο καθολικό.

Η είδηση της τελευτής του οσίου απλώθηκε σύντομα παντού. Όλοι λυπήθηκαν για τον θάνατο του και έκλαψαν πικρά. Ιδιαίτερα βαρύς ήταν ο χωρισμός για τις μοναχές του Ντιβέγιεβο. Ο θρήνος τους ήταν απαρηγόρητος, γιατί ο όσιος δεν είχε βρει αντικαταστάτη να τις εμπιστευθεί.

Η μοναχή Παρασκευή Ιβάνοβνα, στην οποία ο στάρετς είχε στείλει χρήματα πριν από τον θάνατο του, αγόρασε το ψωμί και επιστρέφοντας στο Ντιβέγιεβο άκουσε καθ’ οδό τη θλιβερή είδηση. Στρέφει τότε το άλογο και κατευθύνεται προς το Σάρωφ.

Ο ιερομόναχος Θεόκτιστος, που είχε έρθει την παραμονή και είχε φύγει την ίδια μέρα από το Σάρωφ, διανυκτέρευσε στο Βερτιάνωφ, και την επόμενη το πρωί ξεκίνησε για μακρύτερα. Καθ’ οδόν όμως, χωρίς προφανή αιτία, το κάλυμμα του έλκηθρου ξεκόλλησε και το άλογο ξεζεύχθηκε, οπότε αναγκάσθηκε να σταθμεύσει στη μονή του Ντιβέγιεβο.

Εκεί βρήκε τις αδελφές σε βαθιά θλίψη και δάκρυα. Θρηνούσαν τον θάνατο του οσίου. Ο εφημέριος του Ντιβέγιεβο απουσίαζε λόγω υπηρεσιακών υποχρεώσεων. Οι μοναχές ζήτησαν από τον π. Θεόκτιστο να λειτουργήσει υπέρ αναπαύσεως της ψυχής του στάρετς. Έτσι βγήκαν αληθινοί οι λόγοι του οσίου: «Εσύ θα λειτουργήσεις στο Ντιβέγιεβο».

Σύμφωνα με την επιθυμία του οσίου τοποθέτησαν στο φέρετρο του και την από σμάλτο εικόνα, που του είχε σταλεί από τη λαύρα της Αγίας Τριάδος του Αγίου Σεργίου.

Η μονή του Σάρωφ ως την ημέρα του ενταφιασμού ήταν κατάμεστη από χιλιάδες λαού, που είχαν έρθει από τις γύρω περιοχές, για ν’ ασπασθούν τον μακάριο στάρετς. Όλοι θρηνούσαν την απώλεια του και προσεύχονταν για την ανάπαυση της ψυχής του, όπως κι εκείνος προσευχόταν, όσο ζούσε, για την υγεία και σωτηρία όλων.

Η κηδεία του οσίου Σεραφείμ έγινε από τον ηγούμενο Νήφωνα. Δεν εκφωνήθηκαν λόγοι στην ταφή του. Η ανάμνηση της ζωής και των έργων του, οι διηγήσεις που ειπώθηκαν γι’ αυτόν πλάι στον τάφο του 1ταν η καλύτερη διδαχή, που αντικατέστησε κάθε λόγο.


(Όσιος Σεραφείμ του Σάρωφ. εκδ. Ιεράς Μονής Παρακλήτου, Ωρωπός 1986)


Από το βιβλίο: Χαρίσματα και χαρισματούχοι. Ανθολογία χαρισματικών εκδηλώσεων. Τόμος πρώτος.
Εκδόσεις Ιεράς Μονής Παρακλήτου, Ωρωπός Αττικής, εκδ. Δ΄ 1990


Προηγούμενο άρθρο
Σχολιάστε

Σχολιάστε