Η Οσία Μακρίνα.

Μπορείτε να διαβάσετε εδώ τα υπόλοιπα κεφάλαια του βιβλίου: Χαρίσματα και χαρισματούχοι. Ανθολογία χαρισματικών εκδηλώσεων.


Η οσία Μακρίνα

Ο άγιος Γρηγόριος, επίσκοπος Νύσσης, επισκέφθηκε στο μοναστήρι της την άρρωστη αδελφή του οσία Μακρίνα († 379). Στο εγκώμιο που έγραψε αργότερα για την θαυμαστή ηγουμένη περιγράφει την μακάρια κοίμηση της:

«Η Μακρίνα βασανιζόταν από την αρρώστια. Ήταν ξαπλωμένη όμως όχι σε κρεββάτι ή σε στρώμα, αλλά καταγής, πάνω σε μια σανίδα! Μια άλλη σανίδα, λοξά τοποθετημένη, στήριζε το κεφάλι της αντί για προσκέφαλο, υποβαστάζοντας ανακουφιστικά τον αυχένα.

Μόλις με αντίκρυσε να πλησιάζω στην πόρτα, ανασηκώθηκε στηριζόμενη στον αγκώνα της. Να έρθει όμως κοντά μου δεν μπορούσε βέβαια, γιατί ο πυρετός είχε εξαντλήσει τις δυνάμεις της. Στήλωσε τα χέρια στο έδαφος κι έβγαλε το σώμα της έξω απ’ τα στρωσίδια, όσο μπορούσε, αποδίδοντας με τον τρόπο αυτό την τιμή της υποδοχής. Κι εγώ σπεύδοντας κοντά της, κράτησα στα χέρια μου το πρόσωπο της, που ήταν σκυμμένο κάτω, την ανασήκωσα και την έβαλα πάλι να ξαπλώσει στη συνηθισμένη της θέση. Εκείνη τότε ύψωσε τα χέρια της προς τον Θεό και είπε:

– Θεέ μου, κι αυτή τη χάρη μου εκπλήρωσες και δεν παρέβλεψες την επιθυμία μου, να φέρεις εδώ τον υπηρέτη σου!

Αμέσως όμως, για να μη φέρει στην ψυχή μου καμμιά στενοχώρια, μαλάκωσε τον στεναγμό και προσπαθούσε κάπως να κρύψει τη δυσκολία της αναπνοής της και με κάθε τρόπο ν’ αλλάξει προς το ευχάριστο την ατμόσφαιρα.

Άρχιζε μάλιστα η ίδια διάφορες συζητήσεις και μου έδινε την αφορμή ν’ απαντώ σε όσα ρωτούσε. Όταν στη συνέχεια φθάσαμε στη μνήμη του αοιδίμου αδελφού μας Μεγάλου Βασιλείου, η δική μου ψυχή λύγισε. Έσκυψα σκυθρωπός το πρόσωπο μου και δάκρυα έρρεαν από τα μάτια μου. Εκείνη όμως τόσο μακριά βρισκόταν από τη δική μου συντριβή, ώστε παίρνοντας σαν αφορμή τη μνήμη του, άνοιξε μια βαθιά θεολογική συζήτηση ερμηνεύοντας τα μυστήρια της ανθρώπινης φύσεως και τη θεϊκή οικονομία που κρύβεται στις θλίψεις…

Αργότερα έκανε μια θερμή προσευχή:

– Εσύ, Κύριε μου, εξαφάνισες από μέσα μας τον φόβο του θανάτου. Έκανες το τέλος αυτής της πρόσκαιρης ζωής ξεκίνημα της αληθινής και αιώνιας. Αναπαύεις για λίγο με τον ύπνο του θανάτου τα σώματα μας και πάλι θα τα ξυπνήσεις με τη σάλπιγγα της δευτέρας παρουσίας σου. Παραδίνεις προσωρινά στης γης τα σπλάχνα το χωματένιο σώμα μας, και το ξαναπαίρνεις πάλι λαμπρό και άφθαρτο. Μας γλύτωσες από την κατάρα και την αμαρτία, αφού δέχθηκες κι έγινες κατάρα και αμαρτία για τη δική μας σωτηρία. Μας έδωσες τον τύπο του παναγίου Σταυρού σου, για να νικάμε τον διάβολο και ν’ ασφαλίζουμε τη ζωή μας.

Σε σένα παραδόθηκα από την ώρα που γεννήθηκα. Εσένα αγάπησε η ψυχή μου με όλη της τη δύναμη. Σε σένα αφιέρωσα και το σώμα και την ψυχή μου από τα νεανικά μου χρόνια μέχρι σήμερα. Εσύ, Κύριε, βάλε και τώρα στο πλευρό μου φωτεινό άγγελο να με οδηγήσει στον τόπο της αναψυχής, στους κόλπους των αγίων πατέρων. Εσύ που έφερες στον παράδεισο τον ληστή που σταυρώθηκε μαζί σου, θυμήσου κι εμένα στη βασιλεία σου. Γιατί κι εγώ σταυρώθηκα μαζί σου, αφού για τον άγιο φόβο σου νέκρωσα τη σάρκα μου και τα θελήματα της. Συγχώρησε με, Κύριε, για ν’ αναπαυθώ και να βρεθώ ενώπιον σου χωρίς ρύπο ή κηλίδα. Δώσε να γίνει δεκτή η ψυχή μου στα χέρια σου, καθαρή και αμόλυντη, θυμίαμα ευωδιαστό ενώπιον σου.

Λέγοντας αυτά σφράγιζε συγχρόνως με το σημείο του σταυρού τα μάτια της, το στόμα της και την καρδιά της. Σιγά-σιγά η γλώσσα της, που φρυγάνιασε από τον πυρετό, δεν άρθρωνε πλέον καθαρά τις λέξεις. Η φωνή της χανόταν, και μόνο με το ανοιγόκλεισμα των χειλιών της καταλαβαίναμε πως προσευχόταν ακόμη.

Εν τω μεταξύ, όταν σουρούπωσε και κάποια αδελφή έφερε ένα λυχνάρι, άνοιξε ορθάνοιχτα τα μάτια της και βλέποντας προς την ανατολή, έδειχνε ολοφάνερα πως επιθυμούσε να πει την εσπερινή ακολουθία. Επειδή όμως η φωνή της είχε σβήσει, μόνο με την καρδιά και την ικετευτική κίνηση των χεριών της ικανοποιούσε την επιθυμία της. Κινούσε και τα χείλη της σύμφωνα με την εσωτερική της διάθεση. Σαν αποτελείωσε την προσευχή της, σήκωσε το χέρι στο πρόσωπό της κάνοντας το σημείο του σταυρού, για να δηλώσει το τέλος της προσευχής. Έπειτα, αφού ανέπνευσε βαθιά και δυνατά, μαζί με την προσευχή τελείωσε και τη ζωή της…

Καθώς βρισκόταν πλέον ακίνητη και χωρίς πνοή μπροστά μου, θυμήθηκα τις εντολές της, όσες έδωσε ευθύς από την πρώτη στιγμή που συναντηθήκαμε, λέγοντας πως θέλει τα δικά μου χέρια να της κλείσουν τα μάτια κι από μένα να γίνουν οι κανονισμένες φροντίδες για το νεκρό της σώμα. Πλησίασα τότε το χέρι μου πάνω στο άγιο πρόσωπο της, όσο για να μη φανεί πως αδιαφόρησα στην εντολή της, γιατί τα μάτια της δεν είχαν ανάγκη να τα κλείσει κανείς. Είχαν σκεπασθεί κόσμια με τα βλέφαρα της, όπως γίνεται στην ώρα του φυσικού ύπνου. Τα χείλη της ήταν κλεισμένα όπως έπρεπε, και τα χέρια της ήταν ευπρεπώς στο στήθος τοποθετημένα. Και όλο το σώμα της έλαβε από μόνο του την αρμόζουσα θέση, ώστε δεν χρειαζόταν καθόλου ξένο χέρι να το ευπρεπίσει.

Τότε ξαφνικά ξέσπασε ένας πικρός κι ασταμάτητος θρήνος από τις μοναχές που την περιέβαλαν, ώστε δεν μπόρεσα ούτε κι εγώ πλέον να συγκρατηθώ. Ο θρήνος σαν ένας πλημμυρισμένος χείμαρρος με παρέσυρε και αμελώντας τις υποχρεώσεις μου για την ταφή, παραδόθηκα ολόκληρος στη θρηνωδία.

Μου φάνηκε βέβαια δικαιολογημένη και φυσική η αφορμή του πένθους για τις μοναχές. Δεν θρηνούσαν τη στέρηση ενός αγαπητού προσώπου ή ενός ευσπλαχνικού ευεργέτη και προστάτη, ούτε για κάτι παρόμοιο με αυτά που συνήθως θλίβονται οι άνθρωποι. Θρηνούσαν επειδή χωρίσθηκαν απ’ αυτή, που ήταν η ελπίδα τους προς τον Θεό και η σωτηρία της ψυχής τους! Έτσι φώναζαν κι έλεγαν:

– Σβήσθηκε το λυχνάρι των ματιών μας! Χάθηκε το φως που καθοδηγούσε τις ψυχές μας, η ασφάλεια της ζωής μας, η σφραγίδα της αφθαρσίας μας, ο σύνδεσμος της ομοφροσύνης μας. Συντρίφθηκε το στήριγμα των αδυνάτων, έλειψε η θεραπεία των ασθενών… Όταν ζούσε ανάμεσα μας και η νύχτα έλαμπε σαν μέρα από το φως της αγνής ζωής της. Τώρα και η μέρα θα μεταβληθεί σε σκοτάδι…

Πιο βαριά από τις υπόλοιπες υπόφεραν όσες στην περίοδο της πείνας, σκορπισμένες στους δρόμους, τις μάζεψε, τις ανέθρεψε και τις οδήγησε στην καθαρή κι αγνή ζωή.

Όταν λοιπόν μπόρεσα και κάπως συνήλθα, παρακάλεσα τις μοναχές να πάνε για λίγο στο κοντινό οίκημα και να μείνουν μόνο μερικές απ’ αυτές, όσες δεχόταν ευχαρίστως να την διακονούν όταν ζούσε. Μία απ’ αυτές είχε φυλάξει ένα σκούρο φόρεμα της μητέρας μου και μ’ αυτό καλύψαμε το ιερό λείψανο, που φαινόταν τώρα να λάμπει. Ήταν δώρο του Κυρίου αυτή η υπερκόσμια ομορφιά που ακτινοβολούσε το ασκητικό πρόσωπο!

Εν συνεχεία τελέσθηκε αγρυπνία με υμνωδίες, όπως γίνεται σε πανηγύρεις μαρτύρων. Τα πλήθη των ανδρών και των γυναικών, που είχαν καταφθάσει από όλα τα μέρη, κάλυπταν με τους θρήνους τους την ψαλμωδία. Τότε τους χώρισα κι έβαλα τις γυναίκες με το χορό των παρθένων και τους άνδρες με τους μοναχούς. Φρόντισα ν’ ακούγεται μια ψαλμωδία από κάθε πλευρά, με ρυθμό και αρμονία.

Το πρωί, αφού τελείωσε η αγρυπνία, ήρθε ο επίσκοπος της περιοχής εκείνης Αράξιος με όλο το ιερατείο του. Ξεκινήσαμε λοιπόν για την εκφορά. Σήκωσα εγώ το νεκροκρέββατο από το ένα μέρος, κάλεσα κι εκείνον από την άλλη πλευρά, ενώ δύο διακεκριμένοι κληρικοί βάσταζαν το πίσω μέρος. Άνοιγα δρόμο ανάμεσα στο πλήθος και προχωρούσαμε σιγά-σιγά.

Έπειτα από πολλές ώρες πορεία φθάσαμε στον ναό των Αγίων Μαρτύρων, όπου ήταν θαμμένα τα σώματα των γονέων μας. Και εκεί, στον τάφο τους, αποθέσαμε το ιερό της λείψανο, όπως η ίδια είχε παραγγείλει».


Γρηγορίου Νύσσης. Εις τον βίον της οσίας Μακρίνης. εκδ. Ιεράς Μονής Αγίων Πάντων, Σπέτσες 1986 (Β΄ εκδ.)


Από το βιβλίο: Χαρίσματα και χαρισματούχοι. Ανθολογία χαρισματικών εκδηλώσεων. Τόμος δεύτερος.
Εκδόσεις Ιεράς Μονής Παρακλήτου, Ωρωπός Αττικής, 1989.


Προηγούμενο άρθρο
Σχολιάστε

Σχολιάστε