Το Γεροντικόν του Σινά. Αββάς Συμεώνης.

Μπορείτε να διαβάσετε και το υπόλοιπο βιβλίο εδώ: Το Γεροντικόν του Σινά.


ΣΥΜΕΩΝΗΣ

1. Αν κάποιος θεληματικά παρέλειπε τον Γέροντα Συμεώνη [1] και την ανάμνηση της πνευματικής του ζωής παρέδιδε στη λήθη, φυσικά δεν θ’ απέφευγε την κατηγορία της αδικίας και του φθόνου σαν άνθρωπος που δεν θέλει να επαινεί αυτά που αξίζει να επαινεθούν, ούτε να παρουσιάσει για μίμηση τα αξιαγάπητα σ’ αυτούς που θέλουν να ωφεληθούν. Εγώ βέβαια όχι από τον φόβο μήπως κατηγορηθώ, αλλά από την επιθυμία να επαινεθώ θα διηγηθώ τη ζωή του.

Αυτός λοιπόν πάρα πολύ χρόνο έζησε ακολουθώντας την ερημική ζωή μένοντας σ’ ένα μικρό σπήλαιο. Δεν απολάμβανε καμιά ανθρώπινη παρηγοριά γιατί είχε προτιμήσει να ζει μόνος του – και διαρκώς συνομιλούσε με τον Θεό των όλων. Για τροφή του είχε τα βρώσιμα χόρτα…

2. Αλλά λαχταρώντας περισσότερη ησυχία, επιθύμησε να πάει στο όρος Σινά. Όταν το έμαθαν πολλοί από τους πιο σπουδαίους που ακολουθούσαν τον ίδιο τρόπο ζωής, έσπευσαν λαχταρώντας να πάνε μαζί του. Αφού βάδισαν πολλές μέρες και σαν έφτασαν στην έρημο που ήταν τα Σόδομα, βλέπουν από μακριά να βγαίνουν μέσα από ένα λάκκο δύο ανθρώπινα χέρια, που υψώνονταν προς τον ουρανό. Στην αρχή το πήραν για δαιμονική απάτη, αφού όμως προσευχήθηκαν εντονότερα και βλέποντας πάντα το ίδιο θέαμα, έτρεξαν προς εκείνον τον τόπο.

Τότε βλέπουν ένα μικρό όρυγμα, σαν αυτό που συνηθίζουν να κάνουν οι αλεπούδες, όταν κατασκευάζουν τις κρύπτες τους. Δεν είδαν όμως κανέναν εκεί, διότι ακούγοντας τα βήματα αυτός που είχε υψωμένα τα χέρια, κρύφθηκε βαθύτερα μέσα στην κρύπτη.

3. Αφού έσκυψε ο Γέροντας τον εκλιπαρούσε πάρα πολύ να τον δει, αν βέβαια είναι άνθρωπος κι όχι κάποιος δαίμονας, που ξεγελάει παίρνοντας τέτοιες μορφές. «Διότι και εμείς», είπε, «ακολουθώντας τον ασκητικό βίο και αγαπώντας την ησυχία, πλανιόμαστε σ’ αυτήν την έρημο επιθυμώντας να προσκυνήσουμε τον Θεό όλων στο όρος Σινά, σ’ αυτό όπου, αφού παρουσιάστηκε στον δούλο του Μωυσή, έδωσε τις πλάκες του Νόμου.

Βέβαια δεν νομίζουμε ότι ο Θεός μπορεί να περιοριστεί σε κάποιον τόπο, γιατί τον ακούμε να λέει “Εγώ πληρώ τον ουρανό και τη γη, λέει ο Κύριος(Ιερ. 23, 24) και ότι “Εξουσιάζει όλη τη γη κι όλους εκείνους, που σαν ακρίδες κατοικούν σ’ αυτή(Hσ. 40, 22). Συμβαίνει όμως σ’ αυτούς που πολύ αγαπούν, να τους είναι πολυπόθητοι όχι μόνο οι αγαπημένοι, αλλά και οι τόποι όπου έζησαν και μίλησαν».

4. Ενώ ο Γέροντας έλεγε αυτά και παρόμοια, βγαίνει από την κρύπτη ο άνθρωπος που ήταν κρυμμένος. Ήταν άγριος στην όψη, αναμαλλιασμένος, το πρόσωπο του ρυτιδωμένο, τα μέλη του σώματος του σκελετωμένα κι ήταν ντυμένος με λίγα βρώμικα κουρέλια καμωμένα από φύλλα φοινίκων [2].

Αφού τους χαιρέτησε και τους απηύθυνε τον χαιρετισμό της ειρήνης, ζητούσε να μάθει ποιοι ήταν, από που έρχονταν και που πήγαιναν. Ο Γέροντας απάντησε στην ερώτηση του και ζήτησε κι αυτός να μάθει από που είχε έρθει και για ποιο λόγο είχε διαλέξει αυτήν τη ζωή.

Αυτός είπε· «Κι εγώ είχα την ίδια επιθυμία, που κι εσείς έχοντας την ξεκινήσατε για το Σινά, και είχα σύντροφο σ’ αυτήν την πορεία κάποιον φίλο, που είχε τις ίδιες ιδέες μ’ εμένα και τον ίδιο σκοπό, και ανταλλάξαμε όρκους μεταξύ μας, να μη μας χωρίσει από την κοινή ζωή ούτε ο θάνατος. Όμως ενώ προχωρούσαμε συνέβη εκείνος να πεθάνει σ’ αυτό εδώ το μέρος.

Τότε εγώ, όντας δεμένος με τον όρκο, άνοιξα όπως μπορούσα ένα λάκκο και έθαψα το σώμα του. Αφού δίπλα σ’ αυτόν τον τάφο άνοιξα άλλον ένα για τον εαυτό μου, σ’ αυτό το μέρος περιμένω το τέλος της ζωής και προσφέρω στον Κύριο τη συνηθισμένη λατρεία. Για τροφή μου έχω τους χουρμάδες, που μου φέρνει ένας αδελφός ύστερα από εντολή Αυτού που φροντίζει για όλα».

5. Ενώ λέγονταν αυτά, φάνηκε από μακριά ένα λιοντάρι κι οι σύντροφοι του Γέροντα καταλήφθηκαν από αγωνία. Όταν το αντιλήφθηκε ο ερημίτης που καθόταν μέσα στον λάκκο, σηκώθηκε κι έκανε νόημα στο λιοντάρι να πάει από την άλλη μεριά. Αυτό αμέσως υπάκουσε και ήρθε φέρνοντας τον καρπό των φοινίκων. Μετά, έκανε στροφή κι έφυγε κι αφού ξάπλωσε μακριά απ’ αυτούς κοιμήθηκε.

Ο ερημίτης λοιπόν, αφού μοίρασε σ’ όλους τους χουρμάδες κι αφού πήρε μαζί τους μέρος στην προσευχή και στην ψαλμωδία, πολύ πρωί μετά το τέλος της λειτουργίας αποχαιρετώντας τους τους ξεπροβόδισε, αφήνοντας τους έκπληκτους από το παράδοξο θέαμα.

6. Κι αν κανένας δεν πιστεύει σ’ αυτά που ειπώθηκαν, ας θυμηθεί τη ζωή του ξακουστού προφήτη Ηλία και την υπηρεσία που του πρόσφεραν τα κοράκια, τα οποία το πρωί του έφερναν ψωμί και το απόγευμα κρέας (βλ. Γ΄ Βασ. 17, 6). Διότι είναι εύκολο στον Δημιουργό του παντός να βρίσκει κάθε τρόπο για την εξυπηρέτηση των δικών του.

Έτσι και τον Ιωνά στην κοιλιά του κήτους τον διαφύλαξε τρία μερόνυχτα (βλ. Ιωνάς 2) και τα λιοντάρια στον λάκκο έκανε να μείνουν έκθαμβα στη θέα του Δανιήλ (βλ. Δανιήλ 6, 8 έ.). και την άψυχη φωτιά έκανε να ενεργεί με λογική και τους μέσα να φωτίζει, ενώ τους έξω να κατακαίει (ό.π. 3.). Αλλά βέβαια θεωρώ περιττό να παραθέσω αποδείξεις της θείας δυνάμεως.

7. Όταν λοιπόν έφτασαν στο ποθητό Όρος, στον τόπο όπου ο Μωυσής αξιώθηκε να δει τον Θεό – τον είδε βέβαια όπως ήταν δυνατόν στην ανθρώπινη φύση – εκείνος ο θαυμαστός Γέροντας (ο Συμεώνης), λέγεται ότι γονάτισε και δεν σηκώθηκε, ώσπου άκουσε θεϊκή φωνή να του εκφράζει τη δεσποτική ευμένεια.

Κι αφού όλη την εβδομάδα την πέρασε έτσι σκυμμένος χωρίς να φάει το παραμικρό, τον διέταξε ή φωνή να πάρει και να φάει πρόθυμα αυτά που βρίσκονταν μπροστά του. Και τότε, αφού άπλωσε το χέρι και βρήκε τρία μήλα, τα έφαγε, όπως του παρήγγειλε αυτός που του τα έδωσε, και αφού ανέκτησε όλες του τις δυνάμεις με χαρά, όπως ήταν φυσικό, χαιρέτησε τους συντρόφους του.

Ξαναπήρε λοιπόν τον δρόμο της επιστροφής λάμποντας από χαρά, επειδή είχε ακούσει τη θεϊκή φωνή και είχε απολαύσει τη θεόσδοτη τροφή…

8. Τέτοια διδάσκοντας, έτσι ζώντας, τόσο μεγάλα θαύματα κάνοντας και εκπέμποντας κάθε είδους ακτινοβολία, δέχτηκε το τέλος του επίπονου βίου και αποδήμησε στην αγέραστη και χωρίς λύπη ζωή, αφήνοντας άσβεστη δόξα και θύμηση που μένει αιώνια.

Η μακάρια και τρισμακάρια μητέρα μου, δέχτηκε την ευλογία του, όσο εκείνος ζούσε, και πολλές φορές μου διηγήθηκε πολλές από τις ιστορίες του. Κι εγώ τώρα παρακαλώ να πρεσβεύει για μένα και ξέρω ότι θα το πετύχω, διότι θα δεχτεί την αίτηση μου θέλοντας να μιμηθεί τη φιλανθρωπία του Κυρίου.


[1] Βλ. σχετικά BHG 1674, τόμ. 2, σ. 255. Η μνήμη του εορτάζεται στις 26 Ιανουαρίου (Βλ. Συναξάριον Κωνσταντινουπόλεως, στ. 425-426).

[2] Βλ. πιο πάνω Ανώνυμος Ζ΄, σημ. 3 και Μάρκος, σημ. 3.

* Το κείμενο είναι απόσπασμα από το έργο του Θεοδώρητου Κύρου, Φιλόθεος ιστορία 6, σ. 345 και 354-364.


Απόσπασμα από το βιβλίο: Το Γεροντικόν του Σινά. (Δημητρίου Γ. Τσάμη). Έκδοση 3η, επαυξημένη. Ορθόδοξη Χριστιανική Αδελφότητα «Λυδία», Θεσσαλονίκη 2000.


Σχολιάστε

Σχολιάστε