Όσιος Εφραίμ ο Σύρος: Έλεγχος του εαυτού του και εξομολόγηση (Ι).

Μπορείτε να διαβάσετε και τα υπόλοιπα κεφάλαια εδώ: Οσίου Εφραίμ του Σύρου. Έργα.


Έλεγχος του εαυτού του και εξομολόγηση (Ι)

Αδελφοί, δείξτε συμπάθεια σ’ εμένα, επειδή έχετε φιλευσπλαχνία· διότι δεν έχει πει άσκοπα η θεία Γραφή· «αδελφός βοηθούμενος από αδελφό είναι σαν πόλη οχυρή και υψηλή» (Παροιμ. 18, 19)· είναι μάλιστα δυνατός όπως ένα βασίλειο που έχει θεμέλια. Και πάλι λέει· «να εξομολογείσθε τις αμαρτίες σας ο ένας στον άλλο και να προσεύχεσθε ο ένας για τον άλλο, για να θεραπευθείτε» (Ιακ. 5, 16).

Δεχθείτε λοιπόν την παράκληση, εκλεκτοί του Θεού, από μένα που έκανα συμφωνία να ευαρεστήσω τον Θεό, και είπα ψέματα στον Δημιουργό μου, ώστε με την ικεσία σας να γλυτώσω από τις αμαρτίες που με περιβάλλουν και, αφού γίνω υγιής, να σηκωθώ από το κρεβάτι της ολέθριας αμαρτίας· διότι από τα παιδικά μου χρόνια έγινα σκεύος άχρηστο και ανάξιο για τιμή (Ρωμ. 9, 21 Β΄ Τιμ. 2, 20).

Και τώρα αν και ακούω για τη μέλλουσα κρίση, δείχνω αδιαφορία, σαν να είμαι μακριά από σφάλματα και αμαρτήματα· και ενώ νουθετώ τους άλλους να αποφεύγουν τα ανώφελα έργα, εγώ τα κάνω στον διπλάσιο βαθμό. Αλίμονο, σε τι κατάκριση βρίσκομαι! αλίμονο, σε τι ντροπή είμαι πεσμένος! αλίμονο, διότι τα κρυφά μου έργα δεν είναι όπως τα φανερά!

Γι’ αυτό, αν η ευσπλαχνία του Θεού δε με φωτίσει γρήγορα, δεν υπάρχει καμιά ελπίδα σωτηρίας εξαιτίας των έργων μου. Διότι ενώ μιλώ για την αγνότητα, σκέφτομαι την ακολασία. Ενώ ασχολούμαι με τα λόγια για την απάθεια, το ενδιαφέρον για τα αισχρά πάθη υπάρχει μέσα μου μέρα και νύχτα. Ποια απολογία λοιπόν θα έχω; Αλίμονο, ποιος έλεγχος με περιμένει! Αληθινά έχω εξωτερική εμφάνιση ευσέβειας, και όχι τη δύναμη της (Β΄ Τιμ. 3, 5).

Λοιπόν, με τι πρόσωπο να παρουσιασθώ στον Κύριο τον Θεό, που γνωρίζει τα κρυφά της καρδιάς μου; Επειδή είμαι ένοχος για τόσα κακά, με κυριεύει ο φόβος μήπως, την ώρα που στέκομαι στην προσευχή, πέσει φωτιά από τον ουρανό και με εξαφανίσει. Αν δηλαδή, αυτούς που πρόσφεραν στην έρημο ξένη φωτιά, βγήκε φωτιά σταλμένη από τον Κύριο και τους κατέκαυσε (Λευϊτ. 10, 1-2), τι να αναμένω εγώ που έχω τόσο μεγάλο βάρος από αμαρτίες;

Τι λοιπόν; Να απελπιστώ για τη σωτηρία μου; Ποτέ κάτι τέτοιο, διότι αυτή είναι και η φροντίδα του Διαβόλου· όταν οδηγήσει κάποιον σε απελπισία, τότε τον κατακρημνίζει. Εγώ όμως δεν απελπίζομαι, διότι έχω εμπιστοσύνη στην ευσπλαχνία του Θεού και στη δική σας μεσιτεία. Μη σταματάτε λοιπόν να παρακαλείτε τον φιλάνθρωπο Θεό, για να ελευθερωθεί η καρδιά μου από τη δουλεία στα επονείδιστα πάθη.

Έχει πορωθεί η καρδιά μου, έχει διαστραφεί ο ευσεβής λογισμός μου, έχει σκοτισθεί η σκέψη μου. Επιστρέφω όπως το σκυλί στα ξεράσματα του (Β΄ Πετρ. 2, 22), και η μετάνοια μου δεν είναι καθαρή. Δεν έχω δάκρυα στην προσευχή μου. Και αν ακόμη στενάξω, ψυχραίνω το πρόσωπό μου, το οποίο ντροπιάσθηκε. Θα χτυπήσω το στήθος μου, όπου κατοικούν τα πάθη.

Δόξα σοι, Θεέ ανεκτικέ· δόξα σοι, μακρόθυμε· δόξα σοι, ανεξίκακε· δόξα σοι, αγαθέ· δόξα σοι, μόνε σοφέ· δόξα σοι, ευεργέτη ψυχών και σωμάτων· δόξα σοι, που ανατέλλεις τον ήλιο για τους πονηρούς και αγαθούς, και βρέχεις για τους δικαίους και τους αδίκους (Ματθ. 5, 45)· δόξα σοι, που τρέφεις όλα τα έθνη, και όλη την ανθρώπινη φύση, σαν έναν άνθρωπο· δόξα σοι, που τρέφεις τα πετεινά του ουρανού και τα θηρία και τα ερπετά και τα υδρόβια, σαν ασήμαντο σπουργιτάκι.

Διότι όλα προσβλέπουν με ελπίδα σ’ εσένα, να δώσεις την τροφή τους στην κατάλληλη στιγμή (Ψαλμ. 103, 27, 146, 9), επειδή είναι μεγάλη η εξουσία σου και η φιλανθρωπία σου, Κύριε, για όλα τα έργα σου. Γι’ αυτό παρακαλώ, Κύριε, με τις μεσιτείες όλων αυτών που ευαρέστησαν ενώπιον σου, μη με απορρίψεις μαζί με αυτούς που σου λένε «Κύριε, Κύριε» (Ματθ. 7, 22), και δεν κάνουν το θέλημα σου· διότι εσύ γνωρίζεις το πάθος που είναι κρυμμένο μέσα μου· εσύ γνωρίζεις καλά τα τραύματα της ψυχής μου. Θεράπευσε με, Κύριε, και θα θεραπευθώ (Ιερ. 17, 14).

Συμπαρασταθείτε με, αδελφοί, με τις προσευχές· ζητήστε φιλανθρωπία από την αγαθότητα του. Μια ψυχή που πικράθηκε από τις αμαρτίες της, γλυκάνετε την με τον καρπό της αληθινής αμπέλου (Ιω. 15, 1), επειδή είστε κλήματα της. Δώστε στον διψασμένο να πιεί από την πηγή της ζωής, εσείς που αξιωθήκατε να γίνετε υπηρέτες της φωτίστε την καρδιά μου, εσείς που γίνατε «υιοί του φωτός»· οδηγήστε εμένα που πλανήθηκα από την οδό της ζωής, εσείς που μείνατε σταθεροί σ’ αυτή την οδό· φέρτε με μέσα στη βασιλική πύλη, όπως ένας αφέντης τον δούλο του, επειδή γίνατε κληρονόμοι της βασιλείας, διότι θλίβεται η καρδιά μου.

Ας με προλάβει η φιλανθρωπία του Θεού, με τη βοήθεια της παρακλήσεως σας, προτού να συρθώ στην κρίση μαζί με αυτούς που εργάζονται την ανομία. Εκεί θα φανερωθούν όσα έχουν γίνει στο σκοτάδι, και όσα στα φανερά. Ποια ντροπή θα με κυριεύσει, όταν με δουν να καταδικασθώ, όσοι ισχυρίζονται τώρα ότι είμαι άψογος. Εγκαταλείποντας την πνευματική εργασία, υποτάχθηκα στα πάθη.

Να διδαχθώ δε θέλω, και όμως θέλω να διδάξω. Να υποταχθώ δε θέλω, να έχω υποτακτικούς θέλω. Να κοπιάσω δε θέλω, όμως θέλω να βάλω άλλους σε κόπο. Να εργασθώ δε θέλω, όμως θέλω να είμαι επιστάτης σε έργα. Να τιμήσω δε θέλω, όμως θέλω να με τιμούν. Να υπομείνω ονειδισμούς δε θέλω, όμως θέλω να ονειδίζω. Να εξευτελισθώ δε θέλω, όμως θέλω να εξευτελίζω. Να υπερηφανευθούν άλλοι δε θέλω, όμως θέλω να υπερηφανεύομαι. Να ελεγχθώ δε θέλω, όμως θέλω να ελέγχω. Να ελεώ δε θέλω, όμως θέλω να με ελεήσουν.

Να με επιπλήξουν δε θέλω, όμως θέλω να επιπλήττω. Να αδικηθώ δε θέλω, όμως θέλω να αδικώ. Να με βλάψουν δε θέλω, όμως επιδιώκω να βλάψω. Να με κακολογούν δε θέλω, όμως θέλω να κακολογώ. Να ακούω δε θέλω, όμως αξιώνω να με ακούσουν. Να δοξάζω δε θέλω, όμως επιδιώκω να με δοξάσουν. Να με εξουσιάζουν δε θέλω, όμως θέλω να εξουσιάζω. Στο να συμβουλεύω είμαι σοφός, αλλά όχι στο να εκτελώ. Αυτά που πρέπει να κάνει κανείς, τα λέω, και αυτά που δεν πρέπει να λέγονται, τα κάνω.

Ποιος δε θα κλάψει για μένα; Κλάψτε, όσιοι και δίκαιοι, εμένα που μέσα σε παραβάσεις του νόμου με συνέλαβε η μητέρα μου (Ψαλμ. 50, 7)· κλάψτε εσείς που αγαπήσατε το φως και μισήσατε το σκοτάδι, εμένα που αγάπησα τα έργα του σκότους και όχι τα έργα του φωτός· κλάψτε, εσείς οι γνήσιοι μαθητές, τον αποτυχημένο, οι ελεήμονες και συγχωρητικοί, εμένα που ελεήθηκα και δυσαρέστησα· κλάψτε, εσείς που γίνατε τελείως άψογοι, εμένα που έχω βυθιστεί στις ανομίες· κλάψτε, εσείς που αγαπήσατε το αγαθό και μισήσατε το πονηρό, εμένα που αγάπησα τα πονηρά και μίσησα τα αγαθά.

Κλάψτε, εσείς που έχετε ενάρετη ζωή, εμένα που μόνο κατά την εξωτερική εμφάνιση εγκατέλειψα την κοσμική ζωή· κλάψτε, εσείς που είστε ευάρεστοι στον Θεό, εμένα τον ανθρωπάρεσκο· εσείς που αποκτήσατε την τέλεια αγάπη, εμένα που αγαπώ με τα λόγια, αλλά με τα έργα μισώ τον πλησίον μου. Κλάψτε, εσείς που νοιάζεστε για τις δικές σας ατέλειες, εμένα που ασχολούμαι άσκοπα με τις ξένες. Κλάψτε, εσείς που αποκτήσατε υπομονή και κάνετε καρπό για τον Θεό, εμένα τον ανυπόμονο και άκαρπο· κλάψτε, εσείς που ποθήσατε την παιδαγωγία και τη διδασκαλία, εμένα τον απαιδαγώγητο και άχρηστο.

Κλάψτε, εσείς που ανεπαίσχυντα πλησιάζετε τον Θεό, εμένα τον ανάξιο να ατενίσω και να δω το ύψος του ουρανού· κλάψτε, εσείς που αποκτήσατε την πραότητα του Μωυσή, εμένα που με τη θέληση μου την έχασα· κλάψτε, εσείς που αποκτήσατε τη σωφροσύνη του Ιωσήφ, εμένα που την αρνήθηκα· κλάψτε, εσείς που αγαπήσατε την εγκράτεια του Δανιήλ, εμένα που τη στερήθηκα με τη θέληση μου· κλάψτε, εσείς που αποκτήσατε την υπομονή του Ιώβ, εμένα που έχω αποξενωθεί απ’ αυτήν.

Κλάψτε, εσείς που αποκτήσατε την ακτημοσύνη των Αποστόλων, εμένα που απομακρύνθηκα απ’ αυτήν. Κλάψτε, οι πιστοί και σταθεροί προς τον Κύριο, κατά την καρδία, εμένα τον δίγνωμο και δειλό και αποτυχημένο· κλάψτε, εσείς που αγαπήσατε το πένθος και απαρνηθήκατε το γέλιο, εμένα που αγάπησα το γέλιο και μίσησα το πένθος· κλάψτε, εσείς που διαφυλάξατε ακηλίδωτο το ναό του Θεού*, εμένα που τον κηλίδωσα και τον λέρωσα.

* Εννοεί το σώμα. Πρβλ. Α΄ Κορ. 3, 16-17 και 6, 19

Κλάψτε, εσείς που έχετε στη μνήμη σας το χωρισμό από το σώμα και τον αναπόφευκτο δρόμο, εμένα τον αμνήμονα και ανέτοιμο για την ίδια πορεία. Κλάψτε, εσείς που έχετε στο νου σας τη μετά θάνατον κρίση, εμένα που ομολογώ ότι την έχω στη μνήμη, αλλ’ όμως κάνω τα αντίθετα· κλάψτε, οι κληρονόμοι της βασιλείας των ουρανών, εμένα που είμαι άξιος της γέεννας του πυρός.

Αλίμονο μου, διότι δεν άφησε σ’ εμένα η αμαρτία άβλαβο μέλος ή αίσθηση, την οποία δεν κατέστρεψε. Το τέρμα της ζωής μου, αδελφοί, βρίσκεται πάρα πολύ κοντά. Να! εγώ σας φανέρωσα τα τραύματα της ψυχής μου. Μη λοιπόν αδιαφορήσετε για μένα τον εμπαθή, αλλά δεηθείτε στον Ιατρό για τον ασθενή, στον Ποιμένα για το πρόβατο, στο Βασιλέα για τον αιχμάλωτο, στη Ζωή για τον νεκρό, για να επιτύχω τη σωτηρία, που αξιώνεται ο άνθρωπος εν Χριστώ Ιησού τω Κυρίω ημών, σωτηρία από τις αμαρτίες που με περιβάλλουν, και για να αποστείλει τη χάρη του και να συγκρατήσει την ολισθηρότητα της ψυχής μου.

Διότι προετοιμάζομαι για να αντισταθώ στα πάθη, και κατά τη σύγκρουση μ’ αυτά η δολιότητα του Δράκοντα παραλύει τη δύναμη της ψυχής μου με τη φιληδονία, και πιάνομαι αιχμάλωτος απ’ αυτά. Πάλι δείχνω προθυμία να απομακρύνω από τη φωτιά αυτόν, που κατακαίγεται, αλλά η οσμή της φωτιάς, καθώς ακόμα είμαι νέος, με σέρνει και μένα στη φωτιά. Πάλι τρέχω με ορμή να σώσω αυτόν που καταποντίζεται, όμως από απειρία καταποντίζομαι μαζί του.

Θέλοντας να γίνω γιατρός των παθών, επειδή εγώ ο ίδιος εξουσιάζομαι απ’ αυτά, αντί να προσφέρω «γιατρειά», ταλαιπωρώ τον άρρωστο. Ενώ ο ίδιος είμαι τυφλός, προσπαθώ να οδηγώ τυφλούς. Γι’ αυτό θα χρειασθώ πολλές προσευχές, για να γνωρίσω την κατάσταση μου, ώστε η χάρη του Θεού να πέσει σαν προστατευτική σκιά επάνω μου, και να φωτίσει τη σκοτισμένη καρδιά μου και να βάλει μέσα μου ένοικο τη θεία γνώση, αντί για την άγνοια, διότι κανένα πράγμα δεν είναι αδύνατο για τον Θεό (Λουκ. 1, 37· Γεν. 18, 14).

Ο ίδιος την αδιάβατη θάλασσα την πρόσφερε διάβαση στο λαό του (Έξοδ. 14, 22). Ο ίδιος έβρεξε σ’ αυτούς το μάννα (Έξοδ. 16, 4), και από τη θάλασσα πρόσφερε ορτυκομάνα (Αριθ. 11, 31) σαν την άμμο των θαλασσών. Ο ίδιος από τον απόκρημνο βράχο πρόσφερε νερό, όταν διψούσαν (Έξοδ 17, 6). Μόνο ο ίδιος, αυτόν που έπεσε στα χέρια των ληστών, τον έσωσε με την αγαθότητα του.

Μακάρι να σπλαχνισθεί η αγαθότητα του και εμένα που έπεσα σε αμαρτίες, και που δέθηκα σαν δέσμιος από την υπερηφάνεια. Δεν έχω παρρησία προς τον Θεό, που ερευνά καρδιές και σκέψεις. Κανείς άλλος δεν είναι αυτός που μπορεί να θεραπεύσει τον πόνο της ψυχής μου, παρά μόνο ο ίδιος που γνωρίζει καλά τα βάθη της καρδιάς.

Όσες φορές πήρα για τον εαυτό μου αποφάσεις, και έκτισα τείχη ανάμεσα σ’ εμένα και την αισχρή αμαρτία, και ανάμεσα στους εχθρούς που έρχονται να με πολεμήσουν αντιμέτωποι, η σκέψη κατάργησε τις αποφάσεις, και τα τείχη καταστράφηκαν από τα θεμέλια, επειδή οι αποφάσεις μου δεν εξασφαλίζονταν από το φόβο, μήπως χάσω το Καλύτερο, και τα τείχη δε θεμελιώνονταν πάνω σε ειλικρινή μετάνοια.

Γι’ αυτό και χτυπώ τώρα (Ματθ. 7, 7), για να μού ανοιχθεί η θύρα της μετανοίας. Εξακολουθώ με επιμονή να παρακαλώ, για να επιτύχω το αίτημα μου. Όπως ο αναίσχυντος, ζητώ να ελεηθώ, Κύριε. Εσύ χορηγείς, Σωτήρα μου, τα αγαθά, εγώ ανταποδίδω τα πονηρά. Δείξε μακροθυμία σ’ εμένα τον διεστραμμένο. Δε ζητώ συγχώρηση για ανώφελα λόγια μόνο, αλλά ζητώ από την αγαθότητα σου άφεση και για βδελυρές πράξεις. Ελευθέρωσε με, Κύριε, από κάθε πονηρό έργο, προτού να με προλάβει το τέλος της ζωής μου, για να βρω χάρη ενώπιον σου την ώρα του θανάτου· διότι «στον άδη ποιος θα ομολογήσει τις αμαρτίες του;» (Ψαλ. 6, 6).

Σώσε την ψυχή μου, Κύριε, από το φόβο που με περιμένει, και λεύκανε το λερωμένο χιτώνα μου, χάρη στους οικτιρμούς σου και την αγαθότητα σου, ώστε και εγώ ο ανάξιος, φορώντας λαμπρή στολή, να γίνω άξιος για τη βασιλεία των ουρανών, και φτάνοντας στην ασύλληπτη για τον άνθρωπο χαρά, να αξιωθώ να πω· δόξα σ’ Εσένα που έσωσες από το στόμα του λιονταριού ψυχή θλιμμένη, και την έβαλες στον παράδεισο της τρυφής· διότι σ’ Εσένα τον Πανάγιο Θεό πρέπει δόξα σε όλους τους αιώνες. Αμήν.


Οσίου Εφραίμ του Σύρου. Έργα. τ. Α΄.
μετ. Κωνσταντίνου Γ. Φραντζολά.
εκδ. Το Περιβόλι της Παναγίας, εκδ. Α΄ 1988.


Σχολιάστε

Σχολιάστε