Οσίου Εφραίμ του Σύρου. Για την προσευχή (ΙΙ).

Μπορείτε να διαβάσετε και τα υπόλοιπα κεφάλαια εδώ: Οσίου Εφραίμ του Σύρου. Έργα.


Για την προσευχή

Μεγάλο πραγματικά όπλο είναι η προσευχή. Η προσευχή είναι θησαυρός που δεν του λείπει τίποτε, πλούτος που ποτέ δεν εξαντλείται, λιμάνι ακύμαντο, θεμέλιο γαλήνης, και ρίζα και πηγή και μητέρα αμέτρητων αγαθών, και δυνατότερη από την ίδια τη βασιλική εξουσία.

Πολλές φορές λοιπόν, όταν αυτός που φορεί το στέμμα έχει πυρετό, και είναι ξαπλωμένος στο κρεβάτι και φλέγεται, στέκονται πλάι του γιατροί, σωματοφύλακες, υπηρέτες, στρατηγοί, και ούτε οι θεραπείες των γιατρών, ούτε η παρουσία των φίλων, ούτε η περιποίηση των υπηρετών, ούτε η αφθονία των φαρμάκων, ούτε η πολυτελής επίπλωση, ούτε ο πλούτος των χρημάτων, ούτε κανένα άλλο από τα ανθρώπινα έχει τη δύναμη να ανακουφίσει την αρρώστια που τον βασανίζει.

Αν όμως έρθει κάποιος, που έχει παρρησία στον Θεό, και αγγίξει μόνο το σώμα, και απευθύνει καθαρή την προσευχή γι’ αυτόν, διώχνει όλη την ασθένεια του σώματος· και αυτό που δεν κατόρθωσε ο πλούτος και το πλήθος των υπηρετών και η πείρα της ιατρικής και η μεγαλοπρέπεια της βασιλικής εξουσίας, αυτό το κατόρθωσε συχνά η προσευχή ενός πεινασμένου και φτωχού· και προσευχή εννοώ όχι αυτή την τυπική και γεμάτη ραθυμία, αλλά εκείνη που γίνεται με επιμονή, με πονεμένη ψυχή, με πρόθυμο νου· διότι αυτή η προσευχή είναι εκείνη που ανεβαίνει στον ουρανό.

Και όπως τα νερά, όσο καιρό κυλούν σε ισόπεδη έκταση και έχουν πολλή ευρυχωρία, δεν ανυψώνονται· όταν όμως τα χέρια των υδρονομέων τα περιφράξουν από κάτω και τα αναγκάσουν, από την πίεση εξακοντίζονται προς το ύψος, ορμητικότερα από κάθε βέλος.

Έτσι λοιπόν και ο ανθρώπινος νους, όσο καιρό έχει πολλή άνεση, διασκορπίζεται και διαφεύγει· όταν όμως κάποια δύσκολη κατάσταση τον πιέσει από κάτω, και τον εξαναγκάσει σωστά, απευθύνει τις προσευχές του στον ουρανό καθαρές και δυνατές· και για να μάθεις ότι εκείνες κυρίως οι προσευχές θα μπορούσαν να εισακουσθούν, αυτές δηλαδή που συνοδεύονται από θλίψη, άκουσε τι λέει ο Προφήτης «Στον Κύριο κραύγασα στον καιρό της θλίψης μου, και με άκουσε», [Πρός Κύριον ἐν τῷ θλίβεσθαί με ἐκέκραξα, καὶ εἰσήκουσέ μου] (Ψαλ. 119, 1).

Ας θερμάνουμε λοιπόν καλά τη συνείδηση μας. Ας θλίψουμε την ψυχή μας με την ανάμνηση των αμαρτημάτων μας. Ας θλίψουμε την ψυχή μας, όχι για να την πιέσουμε, αλλά για να την κάνουμε ικανή να ακουσθεί, για να την βοηθήσουμε να προσέχει και να αγρυπνά και να αγγίζει τα ίδια τα ουράνια πράγματα. Τίποτε δε διώχνει τόσο πολύ τη ραθυμία και την αδιαφορία, όσο η λύπη και η θλίψη, η οποία από παντού συγκεντρώνει το νου, και τον κάνει να επιστρέψει στον εαυτό του.

Εκείνος που θλίβεται έτσι και προσεύχεται, θα κατορθώσει να δεχθεί μέσα στην ψυχή του, μετά από την προσευχή, πολλή ευχαρίστηση. Και όπως η συννεφιά, στην αρχή κάνει σκοτεινό τον αέρα, όταν όμως αφήσει τις σταγόνες, τη μια μετά την άλλη, αποθέτοντας τη βροχή, κάνει όλο τον αέρα γαλήνιο και λαμπερό· έτσι λοιπόν και η λύπη, όσο καιρό στριφογυρίζει μέσα μας, σκοτίζει το λογισμό μας· όταν όμως φύγει με τα λόγια της προσευχής που συνοδεύονται από εκείνα τα δάκρυα, και διασκορπισθεί έξω, φέρνει μέσα μας άφθονη τη χαρά της βοήθειας του Θεού, σαν να έπεσε κάποια φωτεινή ακτίνα στο νου εκείνου που προσεύχεται.

Όμως ποιος είναι ο ψυχρός λόγος των πολλών; «Δεν έχω παρρησία, λέει, επειδή είμαι γεμάτος ντροπή· ούτε μπορώ να ανοίξω το στόμα μου». Αυτή είναι σατανική ευλάβεια· αυτά είναι προσχήματα της ραθυμίας· διότι ο Διάβολος θέλει να κλείσει εντελώς τις πόρτες της εισόδου προς τον Θεό.

Δεν έχεις παρρησία; Αυτό είναι μεγάλη παρρησία, το να θεωρείς δηλαδή τον εαυτό σου ότι δεν έχει παρρησία, όπως βέβαια είναι πολύ μεγάλη ντροπή και καταδίκη το να νομίζεις ότι έχεις παρρησία. Διότι και αν ακόμη έχεις πολλά κατορθώματα, και δε σε ελέγχει η συνείδηση σου για κανένα πονηρό πράγμα, αλλά νομίζεις ότι έχεις παρρησία, απέτυχες σε όλη την προσευχή.

Και αν ακόμη έχεις στη συνείδηση σου αμέτρητα φορτία αμαρτημάτων, και πείσεις τον εαυτό σου μόνο γι’ αυτό, ότι δηλαδή είσαι τελευταίος από όλους (Πρβλ. Μαρκ. 9, 35), θα έχεις πολλή παρρησία στον Θεό· μολονότι αυτό δεν είναι καν γνώρισμα ταπεινοφροσύνης, το να νομίζει δηλαδή κάποιος, που είναι αμαρτωλός, ότι είναι αμαρτωλός. Διότι ταπεινοφροσύνη είναι, όταν κάποιος, που έχει τη συνείδηση ότι έκανε πολλά και μεγάλα κατορθώματα, δε φαντάζεται για τον εαυτό του ότι έκανε κάτι σπουδαίο· όταν κάποιος, που είναι όπως ο Παύλος και μπορεί να λέει, «Δε με ελέγχει η συνείδησή μου για τίποτε», [οὐδὲν γὰρ ἐμαυτῷ σύνοιδα] (Α΄ Κορ. 4, 4), και όμως λέει επίσης, «Ο Ιησούς Χριστός ήρθε να σώσει τους αμαρτωλούς, από τους οποίους πρώτος είμαι εγώ», [Χριστὸς Ἰησοῦς ἦλθεν εἰς τὸν κόσμον ἁμαρτωλοὺς σῶσαι, ὧν πρῶτός εἰμι ἐγώ] (Α΄ Τιμ. 1, 15).

Αυτό είναι ταπεινοφροσύνη, το να ταπεινώνει δηλαδή κάποιος τον εαυτό του από την ιδέα που έχει για τον εαυτό του, παρόλο που είναι ένδοξος από τα κατορθώματα του. Αλλά όμως ο Θεός χάρη στην ανέκφραστη ευσπλαχνία του αφήνει να έρθουν κοντά του και δέχεται όχι μόνο αυτούς που ταπεινώνουν τον εαυτό τους, αλλά και εκείνους που ομολογούν τα αμαρτήματα τους με ειλικρίνεια, και γίνεται εύσπλαχνος και επιεικής σ’ αυτούς που έχουν τέτοια συμπεριφορά.

Και για να μάθεις πόσο καλό είναι το να μη φαντάζεται κάποιος κανένα κατόρθωμα σπουδαίο για τον εαυτό του, κατασκεύασε δυο άρματα με το νου σου· ζεύξε στο ένα τη δικαιοσύνη και την αλαζονεία, και στο άλλο την αμαρτία με την ταπεινοφροσύνη, και θα δεις το ζευγάρι της αμαρτίας να προσπερνά τη δικαιοσύνη, όχι από τη δύναμη της, αλλά από την ισχύ που έχει το ταίρι της, η ταπεινοφροσύνη.

Και το άλλο ζευγάρι επίσης θα δεις να καθυστερεί, όχι από την αδυναμία της δικαιοσύνης, αλλά από το βάρος και τον όγκο της αλαζονείας· διότι όπως η ταπεινοφροσύνη, χάρη στην υπεροχή της, νικά τη βαρύτητα της αμαρτίας και κατορθώνει να ανεβεί προς τον Θεό, έτσι και η αλαζονεία, από το πολύ βάρος και τον όγκο της, μπορεί να κρατήσει ακόμη και την ελαφρότατη δικαιοσύνη και να την σύρει εύκολα προς τα κάτω.

Και ότι αυτό το ζευγάρι είναι ταχύτερο από κείνο, θυμήσου τον Φαρισαίο και τον τελώνη. Έζευξε ο Φαρισαίος τη δικαιοσύνη και την αλαζονεία, μιλώντας έτσι· «Σέ ευχαριστώ, διότι δεν είμαι όπως οι άλλοι άνθρωποι, άρπαγες, πλεονέκτες, ούτε όπως αυτός εδώ ο τελώνης», [εὐχαριστῶ σοι ὅτι οὐκ εἰμὶ ὥσπερ οἱ λοιποὶ τῶν ἀνθρώπων, ἅρπαγες, ἄδικοι, μοιχοί, ἢ καὶ ὡς οὗτος ὁ τελώνης] (Λουκ. 18, 11). Ω για τη μανία του! Δε χόρτασε την αλαζονεία του όλη η ανθρώπινη φύση, αλλά εφόρμησε με πολλή αφροσύνη στον τελώνη, που στέκονταν κοντά του.

Τί λοιπόν έκανε εκείνος; Δεν αντέκρουσε τις προσβολές, δεν πόνεσε για την κατηγορία, αλλά δέχθηκε με ειλικρίνεια τα λόγια, και έγινε το βέλος του εχθρού φάρμακο γι’ αυτόν και θεραπεία, και η προσβολή έγινε έπαινος, και η κατηγορία στεφάνι. Τόσο μεγάλο καλό είναι η ταπεινοφροσύνη, τόσο μεγάλο κέρδος είναι, για να μη θλιβόμαστε από τους χλευασμούς που προέρχονται από τους άλλους, ούτε να εξαγριωνόμαστε από τις βρισιές των πλησίων μας.

Διότι είναι δυνατό και από αυτά να κερδίσουμε κάποιο μεγάλο και εκλεκτό καλό, αυτό ακριβώς που συνέβη και στον τελώνη· διότι με το να δεχθεί τις προσβολές, απέθεσε τα αμαρτήματα, και με το να πει, «Σπλαχνίσου με τον αμαρτωλό, κατέβηκε δικαιωμένος παρά ο άλλος», [ἱλάσθητί μοι τῷ ἁμαρτωλῷ… κατέβη οὗτος δεδικαιωμένος… ἢ γὰρ ἐκεῖνος] (Λουκ. 18, 13-14), και τα λόγια υπερίσχυσαν από τα έργα, και οι φράσεις νίκησαν τις πράξεις.

Διότι ο ένας πρόβαλλε την ευσέβεια του και τις νηστείες και τις προσφορές, ο άλλος όμως πρόφερε απλές φράσεις (πρβλ. Λουκ. 18, 12-13), και απέθεσε όλα τα αμαρτήματα. Διότι ο Θεός δεν άκουσε μόνο τις φράσεις, αλλά είδε και τη διάνοια με την οποία πρόβαλλε αυτές τις φράσεις, και όταν την βρήκε ταπεινή και συντριμμένη, την ευσπλαχνίσθηκε και έδειξε τη φιλανθρωπία του.

Αυτά τα λέω, όχι για να αμαρτάνουμε, αλλά για να έχουμε καλή διάθεση· διότι ο τελώνης, άνθρωπος έσχατης κακίας, χωρίς να δείξει ταπεινοφροσύνη, αλλά με το να έχει καλή διάθεση μόνο, και με το να πει τα αμαρτήματα του, και να ομολογήσει αυτό που ήταν, απέσπασε από τον Θεό τόσο μεγάλη εύνοια, όση βοήθεια θα κερδίσουν αυτοί που κατόρθωσαν μεγάλα καλά και δεν είχαν για τον εαυτό τους καμιά σπουδαία εκτίμηση.

Γι’ αυτό προτρέπω και παρακαλώ και ικετεύω να εξομολογείσαι συνεχώς στον Θεό· δε σε παρακινώ δηλαδή να γίνεις θέαμα για τους ομόδουλους, ούτε σε αναγκάζω να φανερώσεις στους ανθρώπους τα αμαρτήματα σου. Άνοιξε τη συνείδηση σου μπροστά στον Θεό· σ’ αυτόν δείξε τα τραύματα, και από αυτόν ζήτησε τα φάρμακα. Δείξε τα σ’ αυτόν, που δε χλευάζει, αλλά θεραπεύει. Διότι και αν ακόμη σιωπήσεις, εκείνος τα γνωρίζει όλα.

Ομολόγησε τα λοιπόν, για να έχεις ωφέλεια. Ομολόγησε τα, για να αποθέσεις εδώ τις αμαρτίες σου και να αποχωρήσεις εκεί καθαρός, και να γλυτώσεις από εκείνη την αβάσταχτη διαπόμπευση. Οι τρεις Παίδες ήταν μέσα στην κάμινο και πρόσφεραν τη ζωή τους για χάρη της ομολογίας τους στον Δεσπότη· αλλά όμως ύστερα από τόσα πολλά και τέτοια κατορθώματα λένε «Δεν έχουμε τη δύναμη να ανοίξουμε το στόμα μας, γίναμε ντροπή και χλευασμός για τους δούλους σου», [καὶ νῦν οὐκ ἔστιν ἡμῖν ἀνοῖξαι τὸ στόμα· αἰσχύνη καὶ ὄνειδος ἐγενήθημεν τοῖς δούλοις σου καὶ τοῖς σεβομένοις σε] (Δανιήλ, 3. Ύμνος τριών παίδων 9). Γιατί λοιπόν ανοίγετε το στόμα; Για να πούμε, λένε, αυτό το ίδιο· ότι δηλαδή δεν έχουμε τη δύναμη να ανοίξουμε το στόμα και να προσελκύσουμε με αυτό το στόμα τον Δεσπότη.

Η δύναμη της προσευχής έσβησε τη δύναμη της φωτιάς (Ύμνος τριών παίδων 1 και 26), συγκράτησε την οργή των λιονταριών (Δαν. 6, 10 και 18), έβαλε τέλος στους πολέμους, σταμάτησε τις μάχες, εξαφάνισε τις θύελλες, έδιωξε τους δαίμονες, άνοιξε τις πύλες του ουρανού, διέλυσε τα δεσμά του θανάτου, έτρεψε σε φυγή τις αρρώστιες, απέκρουσε τις βλάβες, κράτησε σταθερές τις πόλεις που σείονταν, αλλά και τις πληγές που έρχονταν από τον ουρανό, και τις επιβουλές που απειλούσαν οι άνθρωποι, και όλα γενικά τα δεινά τα εξαφάνισε.

Προσευχή όμως λέω επίσης, όχι αυτήν που βρίσκεται μόνο στο στόμα, αλλά αυτήν που ανεβαίνει από το βάθος του νου. Διότι όπως, όσα από τα δένδρα θα απλώσουν τις ρίζες τους στο βάθος, και αν ακόμη δεχθούν αμέτρητα χτυπήματα από τους ανέμους, δεν τσακίζονται, δεν ξεριζώνονται, επειδή οι ρίζες σφίγγονται με σταθερότητα στο βάθος της γης· έτσι λοιπόν και οι προσευχές που στέλνονται ψηλά, από κάτω από το βάθος του νου, είναι ριζωμένες με ασφάλεια, και φτάνουν στα ύψη, και δεν αλλάζουν πορεία με καμιά επίθεση του λογισμού. Γι’ αυτό και ο Προφήτης λέει «Από τα βάθη της καρδιάς μου κραύγασα σ’ εσένα, Κύριε», [ἐκ βαθέων ἐκέκραξά σοι, Κύριε·] (Ψαλ. 129, 1).

Σ’ αυτόν ανήκει η δόξα, στους αιώνες. Αμήν.


Οσίου Εφραίμ του Σύρου. Έργα. τ. Ε΄.
μετ. Κωνσταντίνου Γ. Φραντζολά.
εκδ. Το Περιβόλι της Παναγίας, εκδ. Α΄ 1994.


Σχολιάστε

Σχολιάστε