Αποφθέγματα των Πατέρων. Ις΄. Περί ανεξικακίας. § 1-46.

Μπορείτε να διαβάσετε και τα υπόλοιπα αποφθέγματα των Πατέρων εδώ: Το Μέγα Γεροντικόν.


1. Κάποιοι αδελφοί επισκέφθηκαν τον αββά Αντώνιο και του είπαν: «Πες μας κάποιο λόγο, πως θα μπορέσουμε να σωθούμε;»

Κι ο Γέροντας τους είπε: «Ακούσατε τι λέει η Γραφή; Καλά δεν σας τα λέει;».

Κι εκείνοι είπαν: «Και από σένα, πάτερ, θέλουμε να ακούσουμε».

Τότε ο Γέροντας τους είπε: «Λέει το Ευαγγέλιο: Εάν κάποιος σε χτυπήσει στο δεξί μάγουλο, γύρισε του και το άλλο» (Ματθ. 5,39).

Κι αυτοί είπαν: «Αυτό δεν μπορούμε να το κάνουμε».

Τότε τους είπε ο Γέροντας: «Εάν αυτό δεν μπορείτε να κάνετε, τουλάχιστον ανεχθείτε το ένα χτύπημα».

«Ούτε αυτό μπορούμε» του είπαν.

«Εάν ούτε αυτό μπορείτε, τους λέει ο Γέροντας, μην ανταποδώσετε γι’ αυτά που σας έκαναν» (Ρωμ. 12,17).

Και είπαν: «Ούτε αυτό μπορούμε».

Τότε λέει ο Γέροντας στον μαθητή του: «Φτιάξε τους λίγη σούπα από πληγούρι, γιατί είναι άρρωστοι. Εάν αυτό δεν μπορείτε και εκείνο δεν το θέλετε, τι να σας κάνω; Έχετε ανάγκη από προσευχές».


2. Έλεγαν για τον αββά Γελάσιο ότι είχε ένα δερμάτινο βιβλίο που κόστιζε δεκαοκτώ νομίσματα. Περιείχε ολόκληρη την Παλαιά και την Καινή Διαθήκη και ήταν τοποθετημένο στην εκκλησία, για να το διαβάζει όποιος αδελφός ήθελε.

Όταν ήλθε κάποιος ξένος αδελφός και επισκέφθηκε τον Γέροντα, μόλις το είδε, το ζήλεψε. Το έκλεψε λοιπόν και έφυγε. Ο Γέροντας όμως, παρ’ όλο που το κατάλαβε, δεν τον πήρε από πίσω για να τον πιάσει. Έφυγε λοιπόν εκείνος στην πόλη και έψαχνε να το πουλήσει. Και όταν βρήκε αυτόν που ήθελε να το αγοράσει, ζητούσε δεκαέξι νομίσματα. Αυτός όμως που ήθελε να το αγοράσει του λέει: «Δώσε μου το πρώτα να το δω, αν είναι καλό, και μετά σου πληρώνω την αξία του». Του το έδωσε λοιπόν. Και αυτός το πήρε και το έφερε στον αββά Γελάσιο για να το εκτιμήσει, αφού του είπε προηγουμένως και το ποσό που όρισε ο πωλητής. Ο Γέροντας του λέει: «Αγόρασε το, είναι καλό και αξίζει για την τιμή που σου έχει πει».

Αλλά όταν πήγε ο άνθρωπος σ’ αυτόν που το πουλούσε, του είπε άλλα, διαφορετικά απ’ αυτά που του είπε ο Γέροντας Γελάσιος. «Να, του είπε, το έδειξα στον αββά Γελάσιο και μου είπε ότι είναι ακριβό και δεν αξίζει την τιμή που είχες πει».

Εκείνος μόλις άκουσε, του είπε: «Τίποτε άλλο δεν σου είπε ο Γέροντας;» Όχι, του απάντησε. Τότε του είπε: «Δεν θέλω πια να το πουλήσω».

Κατανύχθηκε και ήλθε στον Γέροντα βάζοντας του μετάνοια και παρακαλώντας τον να το δεχθεί. Αλλά ο Γέροντας δεν ήθελε να το πάρει. Και ο αδελφός του είπε: «Εάν δεν το πάρεις πίσω, δεν θα έχει ανάπαυση η ψυχή μου».

Τότε ο Γέροντας του λέει: «Εφ’ όσον δεν αναπαύεσαι, να, το παίρνω».

Και έμεινε εκείνος ο αδελφός μαζί του μέχρι τον θάνατο του, ωφελημένος από την πνευματική εργασία του Γέροντα.


3. Ο αββάς Ευπρέπιος βοηθούσε αυτούς που τον έκλεβαν. Αφού ξεσήκωσαν αυτοί όλα όσα υπήρχαν μέσα και άφησαν τελικά μόνο το μπαστούνι του, στενοχωρήθηκε μόλις το είδε ο αββάς Ευπρέπιος. Το άρπαξε και έτρεχε από πίσω τους για να τους το δώσει. Επειδή όμως αυτοί δεν ήθελαν να το πάρουν, από φόβο μήπως συνέβη κάτι, μόλις συνάντησε κάποιους που βάδιζαν τον ίδιο δρόμο με τους κλέφτες, τους παρακάλεσε επίμονα να πάρουν το ραβδί και να τους το δώσουν.


4. Είπε ο αββάς Ζήνων: «Εκείνος που θέλει ν’ ακούσει γρήγορα ο Θεός την προσευχή του, μόλις σταθεί όρθιος και υψώσει τα χέρια του για να προσευχηθεί προς τον Θεό, πριν απ’ όλα και προτού ακόμα ευχηθεί για τη δική του ψυχή, ας προσευχηθεί απ’ τα κατάβαθα της ψυχής του για τους εχθρούς του. Και μ’ αυτή του την πράξη, για ότι κι αν παρακαλέσει τον Θεό, θα εισακουσθεί»


5. Κάποτε επιτέθηκαν στον αββά Θεόδωρο τρεις ληστές. Και οι μεν δύο τον κρατούσαν, ενώ ο τρίτος κουβαλούσε τα πράγματα του. Μόλις όμως έβγαλε έξω τα βιβλία και ήθελε να πάρει και το ράσο, γυρίζει ο Γέροντας και τους λέει: «Αυτό αφήστε το».

Αυτοί όμως δεν ήθελαν, και με μια κίνηση των χεριών του έριξε κάτω και τους δύο. Αυτοί, όταν είδαν αυτό, τρόμαξαν, οπότε καθησυχάζοντας τους λέει ο Γέροντας: «Μην ταράζεστε καθόλου. Χωρίστε τα αυτά σε τέσσερα μέρη, πάρτε τα τρία και αφήστε μου το ένα».

Πράγματι έτσι έκαναν για να πάρει το αναλογούν μερίδιο, δηλαδή το ράσο που φορούσε στις συνάξεις.


6. Ενώ καθόταν κάποτε ο αββάς Ιωάννης ο Κολοβός μπροστά από την εκκλησία, τον περιτριγύρισαν οι αδελφοί και του εμπιστεύονταν τους λογισμούς τους. Τον είδε κάποιος απ’ τους Γέροντες και επειδή πολεμήθηκε από φθόνο, του είπε: «Το κανάτι σου, Ιωάννη, είναι γεμάτο δηλητήριο».

Και ο αββάς Ιωάννης του είπε: «Έτσι είναι, αββά. Και αυτό το είπες, γιατί βλέπεις μόνο τα έξω. Και τι δεν θα είχες ακόμη να πεις, αν έβλεπες και τα μέσα;»


7. Έλεγαν για τον αββά Ισίδωρο, τον πρεσβύτερο της Σκήτης, πως, εάν κάποιος είχε αδελφό ψυχικά αδύνατο ή αδιάφορο ή αυθάδη και ήθελε να τον διώξει, έλεγε: «Φέρτε τον εδώ». Τον έπαιρνε κοντά του και με την μακροθυμία του τον έσωζε.


8. Είπε ο αββάς Ποιμένας για τον αββά Ισίδωρο ότι, όταν μιλούσε στους αδελφούς στην εκκλησία, αυτόν τον λόγο μόνο έλεγε: «Αδελφοί, συγχωρήστε και θα συγχωρηθούν και οι δικές σας αμαρτίες» (Ματθ. 6,14).


9. Έλεγαν για τον αββά Ιωάννη τον Πέρση πως, όταν του επιτέθηκαν κακούργοι, τους έβγαλε λεκάνη και ήθελε να τους πλένει τα πόδια. Κι εκείνοι από σεβασμό και ντροπή άρχισαν να μετανιώνουν.


10. Έλεγαν για τον μικρό Ιωάννη τον Θηβαίο, που υπήρξε μαθητής του αββά Αμμώη, ότι δώδεκα χρόνια υπηρέτησε τον Γέροντα, όταν ήταν άρρωστος. Και μετά την υπηρεσία του καθόταν σε μια ψάθα. Ο Γέροντας σαν να αδιαφορούσε γι’ αυτόν. Ενώ έκανε πολλούς κόπους, καμιά φορά δεν του είπε: «Είθε να σωθείς».

Όταν πλησίαζε το τέλος του κι ενώ κάθονταν γύρω του οι Γέροντες, του κράτησε ο Γέροντας του το χέρι του και του είπε: «Είθε να σωθείς, να σωθείς, να σωθείς». Και παραδίδοντας τον στους Γέροντες είπε: «Αυτός είναι άγγελος και όχι άνθρωπος».


11. Έλεγαν για τον αββά Λογγίνο ότι του κατηγόρησαν κάποτε έναν από τους μαθητές του, ώστε να αναγκασθεί να τον διώξει. Όταν ήλθαν κάποιοι απ’ τη συνοδεία του αββά Θεοδώρου, του είπαν: «Αββά, κάτι άσχημο ακούμε για τον αδελφό αυτόν και αν συμφωνείς, τον παίρνουμε από σένα και σου φέρνουμε έναν καλό αδελφό».

Κι ο Γέροντας είπε: «Εγώ δεν τον διώχνω, γιατί με αναπαύει».

Αλλά μόλις έμαθε την αιτία, είπε: «Αλίμονο μου, ερχόμαστε εδώ για να γίνουμε άγγελοι και γινόμαστε άλογα και βρωμερά ζώα».


12. Ο αββάς Μακάριος ο Αιγύπτιος πέτυχε στο κελί του, κάποιον με το ζώο του, που του έκλεβε το νοικοκυριό του. Και αμέσως και ο ίδιος σαν κάποιος περαστικός στάθηκε και βοηθούσε τον κλέφτη φορτώνοντας μαζί του το ζώο και ύστερα τον κατευόδωνε πολύ ήρεμα λέγοντάς του: «Όταν γεννηθήκαμε δεν φέραμε τίποτε στον κόσμο και είναι φανερό πως και τίποτε δεν θα μπορέσουμε να πάρουμε μαζί μας (Α΄ Τιμ. 6,7). Ο Κύριος τα έδωσε και όπως Αυτός θέλησε, έτσι και έγινε. Ας είναι ευλογημένο το όνομα του για όλα» (Ιωβ 1,21).


13. Έλεγαν για τον αββά Μακάριο ότι κάποια φορά, που έλειπε ο ίδιος, μπήκε ένας ληστής στο κελί του. Όταν γύρισε ο αββάς, βρήκε τον ληστή να φορτώνει στην καμήλα τα σκεύη του. Μπήκε και ο ίδιος στο κελί του και έπαιρνε απ’ τα σκεύη του και τα φόρτωνε μαζί με τον κλέφτη στην καμήλα.

Αφού λοιπόν τα «φόρτωσαν όλα, άρχισε ο ληστής να χτυπά την καμήλα για να σηκωθεί, αλλά αυτή δεν σηκωνόταν. Όταν είδε ο αββάς Μακάριος ότι δεν σηκωνόταν, ξαναμπήκε στο κελί και βρήκε ένα σκαλιστηράκι. Το έβαλε κι αυτό πάνω στην καμήλα και είπε: «Αδελφέ, αυτό ζητούσε η καμήλα». Και αφού την χτύπησε με το πόδι του ο Γέροντας, είπε: «Σήκω». Και αμέσως σηκώθηκε και προχώρησε λίγο υπακούοντας στον λόγο του. Αλλά και πάλι κάθισε και δεν σηκώθηκε, ώσπου ξεφόρτωσαν όλα τα σκεύη και έτσι έφυγε.


14. Κάποτε που συνεδρίαζαν οι Πατέρες στη Σκήτη, θέλοντας να δοκιμάσουν τον αββά Μωυσή, τον εξευτέλισαν λέγοντας: «Τι και αυτός ο αράπης έρχεται ανάμεσα μας;».

Κι αυτός, όταν τ’ άκουσε, σώπασε. Αργότερα, όταν διαλύθηκαν αυτοί, του είπαν: «Αλήθεια, αββά, δεν ταράχτηκες;».

 Τούς απάντησε: «Ταράχτηκα, αλλά δεν μίλησα».


15. Διηγήθηκε για τον αββά Μώτιο ο αββάς Ισαάκ, και μαθητής του -και οι δύο έγιναν αργότερα επίσκοποι- ότι στην αρχή έφτιαξε ο Γέροντας μοναστήρι στο Ηράκλειο και όταν αναχώρησε από κει, πήγε σ’ άλλον τόπο και έκανε κι εκεί μοναστήρι. Αλλά κατ’ ενέργειαν του διαβόλου, βρέθηκε κάποιος αδελφός που τον εχθρευόταν και τον στενοχωρούσε. Σηκώνεται λοιπόν ο Γέροντας και φεύγει στο χωριό του, όπου φτιάχνει ένα μοναστήρι για τον εαυτό του και αρχίζει να ζει ως έγκλειστος.

Μετά από κάποιο χρονικό διάστημα, ήλθαν οι Γέροντες του τόπου απ’ όπου έφυγε ο αββάς Μώτιος, πήραν μαζί τους και τον αδελφό, που εξαιτίας του ήταν λυπημένος ο αββάς, και πήγαν να τον παρακαλέσουν για να επιστρέψει μαζί τους στο μοναστήρι του. Όταν πλησίασαν στο σημείο που βρισκόταν ο αββάς Σώρης, άφησαν τα επανωφόρια τους σ’ αυτόν, μαζί και τον αδελφό που ήταν λυπημένος. Σαν χτύπησαν την πόρτα του Γέροντα, έβαλε ο Γέροντας τη σκαλίτσα και σκύβοντας τους γνώρισε και είπε: «Πού είναι τα επανωφόρια σας;».

Κι αυτοί απάντησαν: «Να εδώ μαζί με τον τάδε αδελφό».

Μόλις άκουσε ο Γέροντας το όνομα του αδελφού, που εξαιτίας του είχε λυπηθεί, από τη χαρά του πιάνει το τσεκούρι, χαλάει την πόρτα του και βγαίνει τρέχοντας προς το μέρος που βρισκόταν ο αδελφός. Πρώτος βάζει αυτός μετάνοια, τον ασπάζεται και τον φέρνει στο κελί του. Και επί τρεις ημέρες τους περιποιήθηκε και ο ίδιος ήταν μαζί τους, πράγμα που δεν συνήθιζε να το κάνει. Και τελικά σηκώθηκε ο Γέροντας και πήγε μαζί τους. Ύστερα απ’ αυτά έγινε επίσκοπος, γιατί έκανε και θαύματα. Επίσης και τον μαθητή του, τον αββά Ισαάκ, τον έκανε επίσκοπο ο μακαριστός Κύριλλος.


16. Ο Παΐσιος, ο αδελφός του αββά Ποιμένος, σχετιζόταν με κάποιον που έμενε έξω απ’ το κελί του, πράγμα που δεν το ήθελε ο αββάς Ποιμένας Σηκώθηκε λοιπόν ο άββας Ποιμένας και πάει στον αββά Αμμωνά και του λέει: «Ο αδελφός μου, ο Παΐσιος, έχει σχέσεις με κάποιον και αυτό δεν με αναπαύει».

Και του απαντά ο αββάς Άμμωνας: «Ποιμένα, ακόμα ζεις; Πήγαινε κάθισε στο κελί σου και βάλε στα κατάβαθα της καρδιάς σου ότι έχεις ήδη έναν χρόνο που είσαι μέσα στο μνήμα».


17. Είπε ο αββάς Ποιμήν: «Οποιαδήποτε ταλαιπωρία κι αν πέσει επάνω σου, θα τη νικήσεις με τη σιωπή».


18. Ακόμα είπε: «Η πονηρία δεν εξουδετερώνει καθόλου την πονηρία, αλλά, εάν κάποιος σου κάνει κακό, εσύ ευεργέτησε τον, για να εξαφανίσεις την κακία με τα καλά έργα».


19. Άκουσε ο αββάς Ποιμένας για κάποιον που έτρωγε κάθε έξι ημέρες, διότι οργιζόταν. Και είπε ο Γέροντας: «Έμαθε να σηκώνει το βάρος της νηστείας των εξ ημερών και δεν έμαθε να διώχνει την οργή του»


20. Ο μακαριστός Πίωρ, αφού εργάστηκε στο χωράφι κάποιου θερίζοντας, του θύμιζε ότι έχει να πάρει μισθό. Επειδή όμως εκείνος ανέβαλλε συνεχώς, γύρισε πίσω στο μοναστήρι. Πάλι όταν ήλθε ο καιρός, αφού θέρισε στο χωράφι του και εργάστηκε με προθυμία, γύρισε πίσω στο μοναστήρι, χωρίς να πάρει τίποτε. Και την επόμενη τρίτη χρονιά, αφού τελείωσε τη συνηθισμένη εργασία ο Γέροντας, έφυγε πάλι χωρίς να πληρωθεί. Και όταν ο Κύριος έστειλε μία δοκιμασία στο σπιτικό του αφεντικού του, πήρε τον μισθό και γύριζε στα μοναστήρια ψάχνοντας να βρει τον άγιο. Μόλις τον βρήκε έπεσε στα πόδια του και δίνοντας το χρέος έλεγε: Εμένα με πλήρωσε ο Κύριος.

Εκείνος όμως (ο αββάς Πίωρ) τον έστειλε να τα δώσει αυτά στον ιερέα για την Εκκλησία.


21. Ο αββάς Παύλος ο κοσμήτης* και ο Τιμόθεος ο αδελφός του, έμειναν μαζί στη Σκήτη και πολλές φορές μάλωναν μεταξύ τους.

* κοσμητής. αυτός που είχε το διακόνημα, να ευτρεπίζει τον χώρο της μονής.

Είπε λοιπόν ο αββάς Παύλος: «Έως πότε θα είμαστε έτσι;».

Και του λέει ο αββάς Τιμόθεος: «Κάνε αγάπη και όταν σου επιτίθεμαι να με υπομένεις και όταν κι εσύ μου επιτίθεσαι, θα υπομένω κι εγώ εσένα».

Και κάνοντας έτσι είχαν ανάπαυση τις υπόλοιπες ημέρες της ζωής τους.


22. Κάποιος αδελφός, που αδικήθηκε από άλλον αδελφό, ήλθε στον αββά Σισώη και του είπε: «Αδικήθηκα από κάποιον αδελφό και θέλω να πάρω πίσω το δίκιο μου».

Ο Γέροντας όμως τον παρακαλούσε λέγοντας: «Μη, τέκνο, καλύτερα άφησε το στον Θεό, το θέμα του δίκιου σου».

Κι εκείνος επέμεινε: «Δεν θα σταματήσω την υπόθεση, ώσπου να πάρω το δίκιο μου πίσω».

Τότε ο Γέροντας του είπε: «Ας σηκωθούμε για προσευχή, αδελφέ».

Και, αφού σηκώθηκε, είπε ο Γέροντας: «Θεέ, δεν σε έχουμε πλέον ανάγκη να φροντίζεις για μας, γιατί εμείς οι ίδιοι παίρνουμε πίσω το δίκιο μας».

Μόλις λοιπόν τ’ άκουσε αυτό ο αδελφός, έπεσε στα πόδια του Γέροντα λέγοντας: «Συγχώρεσε με, αββά, δεν θα ζητήσω πλέον το δίκιο μου απ’ τον αδελφό».


23. Σχετικά με τον Σπυρίδωνα, τόσο μεγάλη καθαρότητα βίου υπήρχε στον βοσκό αυτόν, ώστε να αξιωθεί να γίνει ποιμενάρχης μιας απ’ τις πόλεις της Κύπρου, της Τριμυθούντος. Σ’ αυτόν έλαχε ο κλήρος να γίνει επίσκοπος, και επειδή δεν είχε καθόλου υπερηφάνεια, παράλληλα προς την επισκοπή, έβοσκε και τα πρόβατα.

Κάποια λοιπόν μεσάνυχτα όρμησαν κρυφά κλέφτες στη μάντρα των προβάτων του και κοίταγαν πως να κλέψουν τα πρόβατα. Ο Θεός όμως που φυλάει τον ποιμένα, έσωσε και τα πρόβατα. Γιατί οι κλέφτες δέθηκαν από κάποια αόρατη δύναμη στη μάνδρα, ώσπου ξημέρωσε και ήλθε και ο ποιμένας στα πρόβατα.

Μόλις τους βρήκε με τα χέρια πισθάγκωνα, κατάλαβε τι συνέβη. Προσευχήθηκε τότε και τους έλυσε (με την προσευχή του). Και δίνοντάς τους πολλές νουθεσίες να φροντίζουν να ζουν με δίκαια μέσα και όχι με αδικίες, τους άφησε ελεύθερους χαρίζοντας τους κι ένα κριάρι. Και χαριτολογώντας πρόσθεσε: «Για να μη φανεί ότι άδικα ξαγρυπνήσατε».


24. Κάποιος αδελφός απ’ τη Λιβύη πήγε κάποτε στον αββά Σιλουανό, στο όρος Πανεφώ και του είπε: «Αββά, έχω έναν εχθρό που μου προκάλεσε πολλές συμφορές, ακόμη και το χωράφι μου άρπαξε τότε που ήμουν στον κόσμο και πολλές φορές επεδίωξε να με βλάψει και τώρα έβαλε και μάγους εναντίον μου για να μου κάνουν κακό. Και θέλω να τον παραδώσω στον άρχοντα».

Κι απάντησε ο Γέροντας: «Κάνε, παιδί μου, όπως αναπαύεσαι».

Είπε ο αδελφός στον Γέροντα: «Σίγουρα πολύ θα ωφεληθεί η ψυχή του, εάν τιμωρηθεί».

«Όπως σου φαίνεται καλό, κάνε, παιδί μου», πρόσθεσε ο Γέροντας.

Λέει τότε ο αδελφός στον Γέροντα: «Σήκω, πάτερ, να προσευχηθούμε και μετά πάω στον άρχοντα».

Και ο Γέροντας σηκώθηκε. Και καθώς έλεγαν αυτοί το “Πάτερ ημών’’ όταν έφθασαν στο σημείο να πουν: «Και άφες ημίν τα όφειληματα ημών, ως και εμείς αφίεμεν τοις οφειλέταις ημών» είπε ο Γέροντας: «Και μην αφήσεις ημίν τα οφειλήματα ημών, ως ουδέ εμείς αφίεμεν τοις οφειλέταις ημών».

Και είπε ο αδελφός στον Γέροντα: «Όχι έτσι, πάτερ».

Ρώτησε ο Γέροντας: «Αλλά πως, τέκνον; Όντως, αν θέλεις να πας στον άρχοντα, για να σε υπερασπισθεί, ο Σιλουανός άλλου είδους προσευχή δεν κάνει για σένα». Μετά απ’ αυτό έβαλε μετάνοια ο αδελφός και συγχώρησε τον εχθρό του.


25. Κάποιος αδελφός έφτιαξε αντικλείδι και άνοιγε το κελί κάποιου απ’ τους Γέροντες και έπαιρνε τα κέρματα του. Κι ο Γέροντας του έγραψε σημείωμα λέγοντας του: «Κυρ-αδελφέ, όποιος κι αν είσαι, κάνε αγάπη και άφησε μου τα μισά για τις ανάγκες μου». Και αφού χώρισε τα κέρματα σε δύο μέρη, άφησε και το σημείωμα.

Εκείνος όμως, όταν ξαναμπήκε, έσχισε το χαρτί και πήρε όλα τα χρήματα,

Μετά από δύο χρόνια βρέθηκε στα τελευταία του αυτός, αλλά η ψυχή του δεν έβγαινε. Τότε κάλεσε τον Γέροντα και του είπε: «Πάτερ, ευχήσου για μένα, γιατί εγώ ήμουν που σου έκλεβα τα χρήματα».

 Είπε ο Γέροντας: «Και γιατί δεν το ‘πες νωρίτερα;». Όμως, μόλις προσευχήθηκε ο Γέροντας, παρέδωσε την ψυχή του.


26. Κάποιος άλλος παραδόθηκε από τη δούλη του στο μαρτύριο. Και την ώρα που πήγαινε για να τελειωθεί, είδε τη δούλη του, που τον πρόδωσε, και βγάζοντας το χρυσό δαχτυλίδι που φορούσε, της το έδωσε λέγοντάς της: «Σ’ ευχαριστώ, γιατί μου στάθηκες πρόξενος τόσο μεγάλων και τέτοιων αγαθών».


27. Κάποιος που είχε δει έναν φιλόπονο* να κουβαλάει έναν νεκρό σε φορείο, του είπε: «Τούς νεκρούς κρατάς; Πήγαινε και άντεξε τους ζωντανούς».

* φιλόπονοι ή σπουδαίοι. εθελοντικές ομάδες αφιερωμένων Χριστιανών, που επιδίδονταν σε έργα φιλανθρωπίας.


28. Έλεγαν για κάποιον μοναχό. ότι όσο περισσότερο κάποιος τον κακολογούσε ή φαινόταν να τον ερεθίζει, τόσο περισσότερο έτρεχε προς αυτόν, λέγοντας πως αυτού του είδους οι άνθρωποι γίνονται αίτιοι στους εκλεκτούς για να προκόψουν, ενώ αυτοί που τους επαινούν, τους παραπλανούν και ταράζουν την ψυχή τους. Γιατί έχει γραφεί ότι αυτοί που σας επαινούν σας παραπλανούν [οι μακαρίζοντες υμάς, πλανώσιν υμάς] (Ησ. 3,12).


29. Κάποτε στο ασκητήριο ενός Γέροντα, ληστές και του είπαν: «Έχουμε έλθει να σου πάρουμε όσα έχεις στο κελί σου».

Κι εκείνος είπε: «Πάρτε όσα νομίζετε, παιδιά μου».

Πήραν λοιπόν όσα βρήκαν στο κελί, ξέχασαν όμως ένα σακούλι που ήταν εκεί κρεμασμένο. Το πήρε λοιπόν ο Γέροντας και έτρεχε από πίσω τους φωνάζοντάς τους και λέγοντας: «Παιδιά, πάρτε αυτό που ξεχάσατε στο κελί».

Κι εκείνοι, επειδή θαύμασαν την αγαθότητα του Γέροντα, έβαλαν στη θέση τους όλα τα πράγματα του κελιού και μετανιωμένοι έλεγαν μεταξύ τους: «Πραγματικά αυτός είναι άνθρωπος του Θεού».


30. Κάποιος αδελφός επισκέφθηκε έναν Γέροντα που ασκήτευε σε έναν έρημο τόπο και βρήκε έξω απ’ το ασκητήριο παιδιά που έβοσκαν ζώα και έλεγαν άπρεπα λόγια. Αφού του εμπιστεύθηκε τους λογισμούς του και ωφελήθηκε απ’ την πείρα του Γέροντα, του είπε: «Πώς ανέχεσαι, αββά, αυτά τα παιδιά και δεν τους λες να μην παραφέρονται;»

Κι ο Γέροντας είπε: «Πράγματι, αδελφέ, πάνε μέρες που θέλω να τους μιλήσω και τα βάζω με τον εαυτό μου λέγοντας: “Εάν αυτό το λόγο δεν μπορώ να σηκώσω, πως αν με βρουν πειρασμοί, θα τους σηκώσω;” Γι’ αυτό δεν τα είπα τίποτε, για να μου γίνει συνήθεια να αντέχω αυτά που θα μου έρχονται».


31. Έλεγαν για κάποιον αδελφό, που γειτόνευε μ’ έναν μεγάλο Γέροντα, ότι έμπαινε στο κελί του Γέροντα και έκλεβε. Παρόλο που το έβλεπε ο Γέροντας, δεν τον έλεγχε, αλλά εργαζόταν περισσότερο, λέγοντας ότι ίσως έχει ανάγκη ο αδελφός. Και δυσκολευόταν πολύ ο Γέροντας να εξασφαλίσει το λιγοστό ψωμί του.

Όταν επρόκειτο να πεθάνει ο Γέροντας, τον περικύκλωσαν οι αδελφοί και μόλις είδε αυτόν που του έκλεβε, του είπε: «Πλησίασε με». Και έπιασε και φιλούσε τα χέρια του λέγοντας: «Ευχαριστώ αυτά τα χέρια, γιατί εξαιτίας αυτών πηγαίνω στη Βασιλεία των Ουρανών».

Ο αδελφός κατανύχθηκε, μετανόησε και έγινε και ο ίδιος άξιος μοναχός από το παράδειγμα του μεγάλου Γέροντα.


32. Έλεγε κάποιος απ’ τους Γέροντες: «Άκουσα από κάποιους αγίους ότι υπάρχουν νέοι μοναχοί που οδηγούν στη ζωή». Και διηγήθηκε το εξής. Ζούσε κάποτε ένας Γέροντας μέθυσος που δούλευε το ψαθί καθημερινά και το πουλούσε στο χωριό και ξόδευε στο πιοτό τα χρήματα που έπαιρνε απ’ αυτό. Αργότερα ήλθε κάποιος αδελφός κοντά του κι έμεινε μαζί του και δούλευε κι αυτός το ψαθί. Όμως το’ παιρνε και αυτό ο Γέροντας, το πουλούσε και έπινε τα χρήματα των εισπράξεων και των δυο στον αδελφό έφερνε μόνο λίγο ψωμί κάθε βράδυ. Αυτό το έκανε επί τρία χρόνια, και ο αδελφός δεν του είπε τίποτε.

Αλλά κατόπιν είπε μέσα του ο αδελφός: «Να, και από ρούχα στερούμαι και το ψωμί που τρώω είναι λιγοστό. Να σηκωθώ λοιπόν και να φύγω από εδώ». Πάλι όμως συλλογίστηκε: «Και που έχω να πάω; Ας παραμείνω πάλι. Γιατί εγώ για τον Θεό μένω στο κοινόβιο». Κι αμέσως του παρουσιάστηκε ένας άγγελος που του είπε: «Καθόλου μη φύγεις από δω, γιατί αύριο έρχομαι για σένα».

Παρακαλούσε λοιπόν ο αδελφός τον Γέροντα εκείνη την ημέρα, λέγοντας του: «Μη φύγεις πουθενά, γιατί έρχονται σήμερα οι δικοί μου να με πάρουν».

Αλλά όταν ήλθε η ώρα για να φύγει ο Γέροντας, έλεγε στον αδελφό: «Δεν θα έρθουν σήμερα, παιδί μου. Να, πέρασε η ώρα».

Κι ο αδελφός είπε: «Ναι, αββά, οπωσδήποτε θα έλθουν». Και ενώ μιλούσε μαζί του, εκοιμήθη.

Και τότε κλαίγοντας ο Γέροντας έλεγε: «Αλίμονο, παιδί μου, πολλά χρόνια ζω αμελής και συ μέσα σε λίγο χρόνο έσωσες την ψυχή σου με την υπομονή σου». Και από τότε ο Γέροντας έβαλε μυαλό και έγινε καλός μοναχός.


33. Διηγήθηκαν οι Γέροντες, για κάποιον άλλον Γέροντα, ότι ζούσε μαζί με κάποιον νεαρό αδελφό και όταν τον είδε να κάνει κάτι που δεν συνέφερε, στον ίδιο τον αδελφό, του είπε: « Άλλη φορά μην το ξανακάνεις αυτό».

Όμως ο νεαρός αδελφός δεν τον άκουσε. Μετά την ανυπακοή αυτή σταμάτησε να νοιάζεται ο Γέροντας, ρίχνοντας σ’ αυτόν όλη την ευθύνη για την υπόθεση.

Κι ο νεαρός κλείδωσε την πόρτα του κελιού, όπου βρίσκονταν τα ψωμιά, και επί δεκατρείς ημέρες άφησε τον Γέροντα νηστικό. Και δεν είπε ο Γέροντας που ήσουν ή σε ποιο μέρος πας έξω. Είχε όμως ο Γέροντας κάποιο γείτονα, ο οποίος, μόλις αντιλαμβανόταν ότι άργησε να επιστρέψει ο νεαρός, έφτιαχνε λίγο φαγητό και του το έδινε από το τείχος παρακαλώντας τον να βάλει κάτι στο στόμα του. Και αν τύχαινε και του έλεγε ο γείτονας γιατί καθυστέρησε ο αδελφός, απαντούσε ο Γέροντας: «Μόλις ευκαιρήσει, θα ‘ρθει».


34. Διηγήθηκαν κάποιοι ότι μερικοί φιλόσοφοι θέλησαν να δοκιμάσουν κάποτε τους μοναχούς. Περνούσε λοιπόν κάποιος μοναχός καλοντυμένος και του λένε: «Έ, εσύ, έλα εδώ».

Εκείνος όμως θύμωσε και τους έβρισε.

Πέρασε και ένας άλλος μοναχός από τα μέρη της Λιβύης και του είπαν: «Έ συ μοναχέ, κακόγερε, έλα εδώ». Κι αυτός πήγε πρόθυμα και του δίνουν ένα χαστούκι. Τότε εκείνος έστριψε και το άλλο μάγουλο.

Οπότε αυτοί σηκώθηκαν αμέσως και του έβαλαν μετάνοια λέγοντας: «Να, πραγματικός μοναχός».

Και βάζοντας τον να καθίσει ανάμεσα τους άρχισαν να τον ρωτούν: «Τι περισσότερο κάνετε εσείς οι μοναχοί στην έρημο; Νηστεύετε; Κι εμείς νηστεύουμε. Αγρυπνείτε; Κι εμείς αγρυπνούμε. Ότι κάνετε, το κάνουμε. Τι περισσότερο λοιπόν κάνετε μένοντας στην έρημο;».

Κι ο Γέροντας τους απάντησε: «Εμείς ελπίζουμε στην Χάρη του Θεού και προσέχουμε τους λογισμούς μας».

Κι είπαν οι φιλόσοφοι: «Εμείς δεν μπορούμε αυτό να το κάνουμε». Και αφού ωφελήθηκαν, άφησαν τον μοναχό να φύγει.


35. Δύο μοναχοί κατοικούσαν σ’ έναν τόπο και τους επισκέφθηκε κάποτε ένας μεγάλος Γέροντας. Θέλοντας αυτός να τους δοκιμάσει, πήρε ένα ραβδί και άρχισε να καταστρέφει τα λαχανικά του ενός. Ο αδελφός μόλις τον είδε, κρύφτηκε. Και όταν πια έμεινε μία ρίζα, λέει στον Γέροντα: «Αββά, αν θέλεις, άφησε την αυτήν για να τη μαγειρέψω και να φάμε μαζί».

Τότε έβαλε ο Γέροντας μετάνοια στον αδελφό και του είπε: «Για την ανεξικακία που έχεις, αδελφέ, έχει αναπαυθεί σε σένα το Πνεύμα το Άγιο».


36. Κάποιος Γέροντας έπιασε ληστές στη Σκήτη να αδειάζουν το κελί του, και τους είπε: «Βιαστείτε, μην έρθουν οι αδελφοί και μ’ εμποδίσουν να πραγματοποιήσω την εντολή του Χριστού που είπε: Μη ζητάς πίσω απ’ αυτόν που πήρε τα δικά σου» (Λουκ. 6,35).


37. Είπε ένας Γέροντας: «Αν ακούσεις ότι κάποιος σε μισεί και σε κακολογεί, στείλε ή δωσ’ του κάποια ευλογία ανάλογη με τη δύναμη σου, για να μπορείς να πεις την ώρα της κρίσεως με παρρησία: Άφες ημίν, Δέσποτα, τα οφειλήματα ημών, ως και ημείς αφήκαμεν τοις οφειλέταις ημών (Συγχώρεσε μας, Κύριε, αυτά που οφείλουμε, όπως και εμείς συγχωρήσαμε σ’ αυτούς που μας οφείλουν)» (Ματθ. 6,12).


38. Κάποιοι αδελφοί καθώς βάδιζαν, έχασαν τον δρόμο και ρώτησαν κάποιους για να τον βρουν. Συνέβη όμως αυτοί, τους οποίους ρώτησαν, να ‘ναι κακούργοι, και τους έστειλαν να χαθούν στις ερημιές. Ένας όμως από τους ληστές, τους πήρε από πίσω, με σκοπό να τους κλέψει. Και καθώς έδωσε εντολή να περάσουν κάποια διώρυγα, μόλις άρχισαν να περνάνε, ερχόταν με ορμή προς τον ληστή ένας κροκόδειλος. Και ο δούλος του Θεού δεν αδιαφόρησε, αλλά φώναξε στον κακούργο επισημαίνοντας την επίθεση του θηρίου, με αποτέλεσμα να τον ευχαριστεί εκείνος, γιατί σώθηκε, και να θαυμάζει την αγάπη του.


39. Διηγήθηκε κάποιος απ’ τους Αιγύπτιους Πατέρες το εξής: «Κάποτε σκέφθηκα να ξενιτευθώ. Μπήκα λοιπόν στο πλοίο και έφθασα στην Αθήνα. Και όταν κόντευα να μπω στην πόλη, βλέπω έναν γέροντα μοναχό περιποιημένο που κρατούσε ένα μικρό κλειστό βαβυλωνιακό σακούλι και έτρεχε. Από πίσω του έτρεχαν και άλλοι.

Μόλις μπήκε στην πόλη, τον προϋπάντησε πολύς κόσμος και τον τραβούσαν στο θέατρο. Ρώτησα κάποιον ποιος είναι αυτός, και μου είπε: «Αυτός ήταν παλιά ειδωλολάτρης, ο μεγαλύτερος απ’ όλους τους φιλοσόφους, και έχει γίνει χριστιανός. Έκτισε μάλιστα μοναστήρι για τον εαυτό του κι έγινε μοναχός. Και μετά από δεκαπέντε χρόνια έρχεται στην πόλη, γι’ αυτό τρέχουμε να ακούσουμε τι θα πει».

Πήγα λοιπόν κι εγώ μαζί τους. Και μόλις ήρθαν οι άρχοντες, τον παρακάλεσαν: «Πες μας ό,τι έχεις να μας πεις».

Και είπε: «Δεν υπάρχει έθνος κάτω απ’ τον ουρανό, σαν αυτό των Χριστιανών. Δεν υπάρχει επίσης τάξη σαν την τάξη των μοναχών, αλλά αυτό μόνο την χαλάει, που σπέρνει ο διάβολος ανάμεσα τους μνησικακία, ώστε να λένε ‘‘μου είπε και του είπα’’ και ενώ έχουν μπροστά τους τα άσχημα και αδύνατα σημεία τους, δεν τα βλέπουν». Τα άκουσαν αυτό όλοι και αφού τον επευφήμησαν πολύ, αναχώρησε.


40. Είπε ένας απ’ τους Πατέρες: «Εάν κάποιος σε κακολογήσει, εσύ πες του καλά λόγια. (Α΄ Κορ. 4,12). Εάν τα δεχθεί, θα είναι καλό και για τους δύο. Εάν πάλι δεν τα δεχθεί, αυτός θα λάβει απ’ τον Θεό για τα υβριστικά του λόγια και συ για τα καλά σου λόγια».


41. Είπε Γέροντας: «Εάν κάποιος θυμηθεί αυτόν που τον έθλιψε ή τον περιφρόνησε ή τον κακολόγησε ή τον έβλαψε, οφείλει να τον φέρνει στη μνήμη του σαν γιατρό σταλμένο απ’ τον Χριστό. Και έχει χρέος να τον θεωρεί ευεργέτη του.

Διότι το ότι στενοχωρείσαι, είναι χαρακτηριστικό άρρωστης ψυχής, εάν δεν ήσουν άρρωστος, δεν θα σε πείραζε. Οφείλεις να χαίρεσαι με τον αδελφό, διότι αυτός σου φανέρωσε την αρρώστια σου, και να εύχεσαι γι’ αυτόν ωσάν να πρόκειται για ένα θεραπευτικό φάρμακο που σου το ‘στειλε ο ίδιος ο Χριστός. Αν όμως νιώθεις μίσος γι’ αυτόν, είναι σαν να λες μέσα σου κατά του Χριστού: Δεν θέλω να δεχτώ τα φάρμακα σου θέλω να σαπίσω μέσα στα τραύματά μου»


42. Είπε άλλη φορά: «Αυτός που θέλει να γιατρευθεί απ’ τα φοβερά τραύματα της ψυχής, προκειμένου ν’ απαλλαγεί απ’ την αρρώστια, οφείλει να υπομένει όσα θα του κάνει ο γιατρός. Γιατί ούτε κι αυτός που πάσχει σωματικά δέχεται ευχαρίστως να τον κόβουν ή να τον καυτηριάζουν ή να πάρει καθαρτικό, αλλά και μόνο που τα θυμάται αηδιάζει. Όμως πείθει τον εαυτό του πως χωρίς αυτό του είναι αδύνατον ν’ απαλλαγεί απ’ την αρρώστια. Και υπομένει όσα του κάνει ο γιατρός, γιατί γνωρίζει πως δοκιμάζοντας προσωρινά κάτι όχι ευχάριστο, θα απαλλαγεί από την μακροχρόνια ασθένεια.

Όργανο του Χριστού που καυτηριάζει είναι αυτός που σε προσβάλλει, ή σε κακολογεί και σε απαλλάσσει απ’ την κενοδοξία. Καθαρτικό που σου στέλνει ο Χριστός είναι αυτός που σου προκαλεί υλική ζημία, γιατί σε απαλλάσσει απ’ την πλεονεξία.

Και αυτός που αποφεύγει έναν πειρασμό απ’ τον οποίο θα έχει ωφέλεια, αποφεύγει ζωή αιώνια. Και ποιος άλλος χάρισε στον άγιο Στέφανο τέτοια δόξα, σαν αυτή που απέκτησε απ’ αυτούς που τον λιθοβόλησαν;


43. Άλλη φορά είπε: «Εγώ δεν κατακρίνω αυτούς που με κατηγορούν, αλλά τους αποκαλώ ευεργέτες μου. Κι ούτε πάλι κάνω πέρα τον γιατρό των ψυχών, την ώρα που προσφέρει το φάρμακο της ατιμίας, στην κενόδοξη ψυχή μου».


44. Άλλοτε είπε: «Βλέπουμε τον σταυρό του Χριστού, διαβάζουμε για τα πάθη του, κι όμως εμείς δεν σηκώνουμε καμιά προσβολή».


45. Είπε κάποιος Γέροντας ότι επί της εποχής του μεγάλου Ισιδώρου, του πρεσβυτέρου της Σκήτης, υπήρχε κάποιος αδελφός, διάκονος, τον οποίο χάρη της αρετής του τον χειροτόνησε ιερέα με απώτερο σκοπό να τον αφήσει διάδοχο του μετά τον θάνατο του. Αυτός όμως από ευλάβεια αρκέστηκε στα καθήκοντα του διακόνου και δεν έκανε χρήση της χειροτονίας του εις ιερέα. Αυτόν λοιπόν, από κακόβουλο σχέδιο του διαβόλου, τον φθόνησε κάποιος απ’ τους Γέροντες. Και την ώρα που βρίσκονταν όλοι στην εκκλησία για τη Θεία Λειτουργία, αυτός έφυγε απ’ τη σύναξη και πήγε κι έβαλε κρυφά το δικό του βιβλίο στο κελί του ενάρετου αδελφού. Όταν γύρισε, ανέφερε στον αββά Ισίδωρο «κάποιος απ’ τους αδελφούς μου έκλεψε το βιβλίο».

Απόρησε ο αββάς Ισίδωρος λέγοντας πως ποτέ ως τώρα δεν έχει συμβεί κάτι τέτοιο στη Σκήτη. Λέει, λοιπόν, στον αββά Ισίδωρο ο γέροντας που έβαλε κρυφά το βιβλίο: «Στείλε μαζί μου, δύο απ’ τους Πατέρες, για να ψάξουμε στα κελιά».

Πράγματι έφυγαν αυτοί απ’ τη σύναξη και τους πήγε ο γέροντας (πού φθόνησε) για να ψάξουν στα κελιά των άλλων αδελφών και τελευταία στο κελί του ενάρετου αδελφού. Και εκεί βρήκε πράγματι το βιβλίο και το έφερε στην εκκλησία στον ιερέα.

Και βάζει μετάνοια ο αδελφός ενώπιον όλου του λαού στον αββά Ισίδωρο, τον πρεσβύτερο, λέγοντας: «Ήμαρτον, βάλε μου επιτίμιο».

Και του έδωσε επιτίμιο να μην κοινωνήσει επί τρεις εβδομάδες. Και κάθε φορά που ερχόταν σε σύναξη στην εκκλησία, έβαζε μετάνοια μπροστά σ’ όλο το πλήθος λέγοντας: «Συγχωρήστε με, γιατί έχω αμαρτήσει».

Μετά βέβαια από τις τρεις εβδομάδες έγινε δεκτός στη Θεία Κοινωνία. Και αμέσως δαιμονίστηκε ο γέροντας που τον συκοφάντησε και άρχισε να ομολογεί λέγοντας: «Συκοφάντησα τον δούλο του Θεού». Και παρόλο που ευχήθηκε γι’ αυτόν όλο το εκκλησίασμα, δεν θεραπευόταν.

Τότε ο μεγάλος Ισίδωρος είπε στον ενάρετο αδελφό ενώπιον όλων: «Προσευχήσου γι’ αυτόν, γιατί συ ο ίδιος συκοφαντήθηκες. Και αν δεν θεραπευθεί με τη δική σου προσευχή, δεν θεραπεύεται καμία φορά». Μόλις προσευχήθηκε ο ενάρετος αδελφός, αμέσως θεραπεύθηκε ο γέροντας.


46. Υπήρξε κάποιος Πατριάρχης στην πόλη που ονομαζόταν Θεούπολη*, ο οποίος ήταν πολύ ελεήμων, πολύ πονετικός στους αμαρτάνοντες και σπλαχνικός και φιλάνθρωπος. Γιατί κάποτε ένας απ’ τους γραμματείς του, του ‘κλεψε χρυσάφι και επειδή φοβήθηκε, έφυγε και πήγε στη Θηβαΐδα της Αιγύπτου.

* Θεούπολις. ονομάστηκε η μεγάλη Αντιόχεια της Συρίας, επί Ιουστινιανού.

Αυτόν λοιπόν που περιπλανιόταν από δω και από κει, τον συνάντησαν οι βάρβαροι της Αιγύπτου, που είναι πιο άγριοι και πιο σκληροί κι απ’ αυτά τα άγρια θηρία, και τον οδήγησαν στα βάθη της χώρας τους.

Και μόλις το έμαθε ο ευσεβέστατος άνθρωπος του Θεού, ο αρχιεπίσκοπος δηλαδή Αλέξανδρος* τον εξαγόρασε, καθώς ήταν αιχμάλωτος, με ογδόντα πέντε χρυσά νομίσματα.

* Αλέξανδρος ο Α΄ αρχιεπίσκοπος Αντιοχείας, (403-420).

Κι όταν επέστρεψε, τόσο σπλαχνικά και φιλάνθρωπα και καλά του φέρθηκε, ώστε έφτασε να πει κάποιος απ’ τους κατοίκους της πόλης τότε ότι τίποτε δεν φέρνει μεγαλύτερη ωφέλεια από το να κάνει κάποιος κακό στον Πατριάρχη της πόλης εκείνης.


Απόσπασμα από το βιβλίο: Το Μέγα Γεροντικόν, Τόμος Δ΄. εκδ. Ιερό Ησυχαστήριο «Το Γενέσιον της Θεοτόκου».

Σχολιάστε

Σχολιάστε