Άγιος Νικόδημος ο Αγιορείτης. (Πνευματικά Γυμνάσματα). Μελέτη ς΄: Περί του αριθμού των αμαρτιών εκάστου ανθρώπου. Περί του βάρους αυτών. Περί της αχαριστίας που δείχνει ο άνθρωπος εις τας ευεργεσίας του Θεού με τας τοιαύτας αμαρτίας.

Μπορείτε να διαβάσετε το υπόλοιπο βιβλίο εδώ :

Άγιος Νικόδημος ο Αγιορείτης. Πνευματικά Γυμνάσματα.


ΜΕΛΕΤΗ ΕΚΤΗ (ς΄)
Α΄. Περὶ τοῦ ἀριθμοῦ τῶν ἁμαρτιῶν ἑκάστου ἀνθρώπου. 
Β΄. Περὶ τοῦ βάρους αὐτῶν. 
Γ΄. Περὶ τῆς ἀχαριστίας ὅπου δείχνει ὁ ἄνθρωπος εἰς τὰς εὐεργεσίας τοῦ Θεοῦ μὲ τὰς τοιαύτας ἁμαρτίας. 

α΄. Περὶ τοῦ ἀριθμοῦ τῶν ἁμαρτιῶν ἑκάστου ἀνθρώπου. 

Συλλογίσου τὸν μεγάλον καὶ φοβερὸν ἀριθμὸν τῶν ἁμαρτημάτων σου, τοῦ ὁποίου τὸ ὀλιγώτερον μέρος ἴσως νὰ ᾖναι ἐκεῖνο ποῦ ἐνθυμεῖσαι, τὸ δὲ περισσότερον τὸ ἐλησμόνησες, ἐπειδὴ κατὰ τὸν Ψαλμῳδὸν «Παραπτώματα τὶς συνήσει;» (ψαλμ. ιη’. 13)· καὶ κατὰ τὸν Ἐκκλησιαστὴν «καὶ ὑστέρημα οὐ δυνήσεται ἀριθμηθῆναι» (α’. 15.). Ὅθεν διὰ νὰ ἠμπορέσῃς νὰ ἐνθυμηθῇς κάποιον τί ἀπὸ αὐτά, κἄν συγκεχυμένως, στοχάσου ὅλους τοὺς τόπους πού διέτριψες εἰς τὴν ζωήν σου, ὅλας τὰς ὑποθέσεις ποὺ ἐμεταχειρίσθης, ὅλας τὰς ἀξίας ποὺ ἔλαβες, ὅλας τὰς ἡλικίας καὶ τοὺς χρόνους ποὺ ἐπέρασες, ὅλους τοὺς ἀνθρώπους μὲ τοὺς ὁποίους συνανεστράφης καὶ τότε θέλεις ἱδεῖ πόσον μακρὰ εἶναι ἡ ἅλυσος τῶν ἁμαρτιῶν ποὺ ἔπραξες· ἐπειδὴ καὶ τὸ τέλος τῆς μίας σου ἁμαρτίας, ἐστάθη ἡ ἀρχὴ τῆς ἄλλης, εἰς τρόπον ὥστε δὲν ἄφησες νὰ περάσῃ κανένα μέρος τῆς περασμένης σου ζωῆς, τὸ ὁποῖον νὰ μὴ τὸ ἐμόλυνες μὲ ἁμαρτίας ὅλας τὰς αἰσθήσεις σου, τὰς ἔκαμες ὡσὰν τόσες πόρτες, ἀπὸ τὰς ὁποίας ἐμβαίνει ὁ θάνατος εἰς τὴν ψυχήν σου κάθε ὥραν, ὡς λέγει ὁ Ἱερεμίας· «ἀνέβη θάνατος διὰ τῶν θυρίδων» (θ’. 20).

Όλας τὰς ἐσωτερικὰς δυνάμεις τῆς ψυχῆς σου τὰς ἐμεταχειρίσθης ὡσὰν ὄργανα ὅλων τῶν ἁμαρτιῶν ὅπου ἠμπόρεις νὰ κάμῃς εἰς τὴν στάσιν ποὺ εὑρίσκεσαι· ὥστε, ἐκεῖνο μόνον τὸ κακὸν δὲν ἔκαμες ποὺ δὲν σὲ ἐνώχλησεν, ἢ ποὺ δὲν ἠδυνήθης ἢ ποὺ δὲν εἶχες εὐκαιρίαν διὰ νὰ τὸ πράξῃς ὅ,τι δὲ κακὸν ἠδυνήθης, τὸ ἔκαμνες· «τίς ἠδύνατο παραβῆναι, καὶ οὐ παρέβη;» (Σειρ. λα’. 11). Καὶ ἐπάνω εἰς ὅλα τὴν θὲλησιν ἐκείνην ποὺ σοῦ ἐδόθη διὰ νὰ ἐπιθυμῇς μὲ αὐτὴν τὸ ἄκρον ἀγαθὸν ποὺ εἶναι ὁ Θεός, ἐσὺ τὴν μετεχειρίσθης, φεῦ! εἰς τὸ νὰ ἐπιθυμῇς μὲν καὶ νὰ ἀγκαλίζεσαι ὅλα τὰ σιχαμερὰ καὶ ἀνάξια τοῦ λογικοῦ πράγματα· εἰς τὸ νὰ ἀποστρέφεσαι δέ τὸν ἄκρως ἐπιθυμητὸν Θεόν, καὶ τοῦτο τὸ ἔκαμνες μὲ μίαν εὐκολίαν τόσον ἀπίστευτον, ὡσὰν νὰ μὴν ἥσουν ὑποκείμενος τελείως οὔτε εἰς τὸν φυσικὸν νόμον, οὔτε εἰς τὸν Θεϊκόν.

Διὰ τοῦτο πρέπει νὰ ὁμολογήσῃς ἀδελφὲ πώς ἡ ψυχή σου εἶναι ἐμπρὸς εἰς τοὺς ὀφθαλμοὺς τοῦ Θεοῦ, ὡσὰν τὸ σῶμα τοῦ Ἰὼβ ὅλη πληγωμένη, ὅλη σαπημένη, ὡσὰν ἕνα βρωμερὸν καὶ συχαμερὸν ἀπόστημα, ὅλη σκωληκιῶσα, «Καὶ ἔπαισεν τὸν Ἰώβ ἕλκει πονηρῷ ἀπὸ ποδῶν ἕως κεφαλῆς». (Ἰώβ β’. 7). Διότι, ἐὰν μία ἁμαρτία, κἄν καὶ συγγνωστὴ εἶναι, κυριεύῃ ὅμῶς ἐκεῖνον ποὺ
τὴν κάμνει, εἶναι ἀξία διὰ θάνατον ἐσὺ ἄρά γε πόσαις φοραῖς ἔγινες ἄξιος διὰ νὰ θανατωθῇς καί νὰ εὔγῃς ἀπὸ τὸν κόσμον διὰ τὰς συγγνωστὰς ἁμαρτίας ὅπου σὲ ἐκυρίευσαν; Καὶ ἐὰν μία μόνη θανάσιμος ἁμαρτία είναι ἀξία διὰ τὸν ᾅδην, ἐσὺ ἀδελφὲ ἄρα γε πόσαις φοραῖς νὰ ἐγκρεμίσθης εἰς τὸν ᾅδην διὰ τὰς θανασίμους σου ἁμαρτίας; μὲ ὅλα ταῦτα δὲν ἠμπορεῖς νὰ ἀρνηθῇς πὼς
εὐσπλαγχνία ποὺ ἔδειξεν ὁ Θεὸς εἰς ἐσὲ ἐστάθη μεγάλη καὶ ὑπερβολική, ἐπειδὴ ὄχι μόνον σὲ ὑπέφερε τόσον καιρὸν φορτωμένον ὄντα μὲ τόσας ἁμαρτίας, ἀλλ’ ἀκόμη καὶ σοῦ ἔκαμνεν τόσας καὶ τόσας εὐεργεσίας.

Τώρα λοιπὸν ἀγαπητέ, ἕως πότε ἔχεις γνώμην νὰ κακομεταχειρίζεσαι τοιουτοτρόπως αὐτὴν τὴν Θείαν εὐσπλαγχνίαν; νὰ ποὺ ἔμεινες νικημένος ἀπὸ αὐτὴν διὰ τὰ τόσα καλὰ ποῦ σοῦ ἔκαμνεν καὶ σοῦ κάμνει· διὰ τοῦτο ἀφιέρωσον τὸν ἑαυτόν σου εἰς αὐτήν·
Ωμολόγησε τὴν κακίαν σου καὶ μίσησέ την ὅσον περισσότερον ἠμπορεῖς· ζήτησε ταπεινῶς ἀπὸ τὸν Θεὸν μίαν συγχώρησιν ὅπου νὰ ἰσομετρῆται μὲ τὰς ὑπερβολὰς τῶν ἁμαρτιῶν ποὺ ἔκαμνες, ὑποσχόμενος νὰ ἀγαπᾷς Αὐτὸν εἰς τὸ ἑξῆς, τόσον πλέον θερμότερα ὅσον πλέον αὐθαδέστερα τὸν ἐπαρώργισες καὶ ἔχε θάρρος, ὅτι ὡς πολυεύσπλαγχνος θέλει σοῦ βοηθήσει καὶ θέλει σὲ περικρατήσει μὲ τὴν χάριν Του ἀπὸ τὸ νὰ μὴ πέσῃς πλέον εἰς τὰς προτέρας σου ἁμαρτίας· «Κύριε καὶ Δέσποτα τῆς ζωῆς μου μὴ ἐγκαταλείπῃς μὲ ἐν βουλῇ αὐτῶν, μὴ ἀφῇς μὲ πεσεῖν ἐν αὐτοῖς» (Σειρ. κγ’ 1).

β΄. Περὶ τοῦ βάρους αὐτῶν. 

Συλλογίσου ἀκόμη καὶ τὸ βάρος τῶν ἁμαρτιῶν σου, ἐπειδὴ κάθε μία ἀπὸ τὰς συγγνωστάς ἁμαρτίας σου εἶναι τὸ μεγαλύτερον κακὸν καὶ ἡ δυστυχία τοῦ κόσμου· καὶ κάθε θανάσιμος ἁμαρτία σου, ὡσὰν ὅπου εἶναι ἕνα κακὸν ποὺ ἀναφέρεται εἰς τὸν Θεὸν ὑπερβαίνει μὲ ἄπειρον ὑπερβολὴν ὅλα τὰ κακὰ ὅπου ἁπλῶς ἀναφέρονται εἰς τὰ κτίσματα, διότι αἱ ὕβρεις καὶ αἱ καταφρονήσεις ὅπου κάμῃ τινὰς εἰς ὅλα ὁμοῦ τὰ κτίσματα παρόντα καὶ περασμένα καὶ μέλλοντα, μὲ τὸ νὰ ἀναφέρωνται πάντοτε εἰς τελειότητας πεπερασμένας καὶ περιωρισμένας, δὲν εἶναι ἀρκεταί νὰ συγκριθοῦν μὲ ἕνα μόνον ἁμάρτημα θανάσιμον, μὲ τὸ ὁποῖον ὁ ἁμαρτωλὸς ὑβρίζει καὶ καταφρονεῖ τὰς ἀπείρους τελειότητας τοῦ Θεοῦ. Ὅθεν τὸ χρέος ὅπου χρεωστεῖ μία ἁμαρτωλὴ ψυχὴ διὰ μίαν μόνην θανάσιμον ἁμαρτίαν της εἶναι τόσον πολὺ καὶ μεγάλον, ὥστε ὅπου ὅλαι αἱ ἀγαθοεργίαι τῶν ἁγίων, ὅλαι αἱ ἁγιότητες τῶν ἀγγέλων, ὅλαι αἱ ἀξιομισθίαι ἀκόμη καὶ τῆς Παναγίας Παρθένου, πολλαπλασιασμέναι μύριαι φοραί, δὲν ἠμποροῦν νὰ τὸ πληρώσουν· οὔτε μένει ἄλλο πρᾶγμα ποὺ νὰ ἠμπορῇ εἰς τὰ ζύγια τῆς Θείας Δικαιοσύνης νὰ βαρύνῃ ἴσια μὲ τὸ βάρος μιᾶς θανασίμου ἁμαρτίας, πάρεξ ὁ Σταυρὸς καὶ τὸ Αἷμα τοῦ Λυτρωτοῦ· καὶ διὰ τοῦτο ἡ ἁμαρτία εἶναι τὸ ἄκρον πάντων τῶν κακῶν, εἶναι τὸ μόνον κακόν, εἶναι τὸ ἀληθινὸν κακὸν καὶ ὅλα τὰ ἄλλα, ὅσα ἡμεῖς συνηθίζομεν νὰ ὀνομάζωμεν κακὰ *, συγκρινόμενα μὲ τὴν ἁμαρτίαν, ποὺ μόνη εἶναι τὸ ἀληθινὸν κακόν, εἶναι ἕνας ἴσκιος τοῦ κακοῦ.

* Καθὼς λόγου χάριν ὀνομάζονται κακά, ὅλαι αἱ δυστυχίαι τοῦ κόσμου· ὅλαι αἱ πενίαι, αἱ ἀτιμίαι, αἱ διάφοραις ἀσθένειαι τοῦ σώματος, αὐτὸς ὁ θάνατος καὶ αὕτη ἡ μετὰ θάνατον κόλασις, τὰ ὁποῖα ὅλα δέν δύνανται νὰ συγκριθοῦν μὲ τὴν κακίαν τῆς ἁμαρτίας.

Ὅθεν ἐὰν ἦτο δυνατὸν νὰ συγκριθοῦν ὅλαι αἱ τιμωρίαι τοῦ ᾅδου μὲ μίαν ἁμαρτίαν θανάσιμον, ἤθελεν εἶναι ὀλιγώτερον δυστυχὴς ἐκεῖνος ποὺ ἤθελε τιμωρεῖται μὲ ὅλας αὐτάς, παρὰ ποὺ εἶναι δυστυχής, ἐκεῖνος ποὺ κάμνει μίαν ἁμαρτίαν θανάσιμον, καθὼς λέγει τὸ Πνεῦμα τὸ ἅγιον διὰ τοῦ Σειρὰχ «λυσιτελὴς μᾶλλον ὁ ᾅδης αὐτῆς» (κη’. 21). Τόσον εἶναι τὸ βάρος μιᾶς βαρείας παραβάσεως ἐναντίον τοῦ θείου θελήματος. Καὶ ἐκεῖνος ποὺ ἀποτολμᾷ νὰ κάμνῃ μίαν τοιαύτην παράβασιν, βέβαια ἔχει καρδίαν πέτρινην· εἶναι τελείως ἄλογον ζῶον, ἢ μᾶλλον εἴπεῖν, εἶναι ξύλον τελείως ἀναίσθητον· διότι ἁμαρτάνει μὲ τόσην αὐθάδειαν, καὶ ἀθεοφοβίαν, ὡσὰν νὰ ἔβλαπτεν ἕνα Θεόν, ὄχι ἀληθινὸν καὶ ζωντανόν, ἀλλὰ ψευδῆ καὶ ζωγραφισμένον· τί λέγω; Ἐκεῖνος ὁ Χριστιανὸς ποὺ ἁμαρτάνει καὶ βλάπτει τὸν Θεὸν μὲ τοιαύτην τόλμην, κάμνει πρᾶγμα ποὺ δὲν ἐτολμοῦσαν νὰ τὸ κάμνουν, οὔτε αὐτοὶ οἱ Ἕλληνες καὶ εἰδωλολάτραι πρὸς τοὺς ψευδοθεοὺς αὐτῶν τοὺς ξυλίνους καὶ τοὺς λιθίνους· καθὼς ὁ ἴδιος Θεὸς παραπονούμενος διὰ τοῦτο λέγει, «διέλθετε εἰς νήσους Χεττιεὶμ (ἦτοι τῶν εἰδωλολατρῶν), καὶ ἴδετε… εἰ γέγονε τοιαῦτα». (Ἱερεμ. β’. 10).

Ἕως τόσον ἐσὺ ἀγαπητέ, τί ἄλλο πρέπει νὰ κάμνῃς, πάρεξ νὰ κλαίῃς εἰς ὅλην τὴν ζωὴν μὲ μαῦρα δάκρυα διὰ μίαν τοιαύτην αὐθάδειαν καὶ σκληρότητα ποὺ ἔδειξες εἰς τὸν Θεὸν ἁμαρτάνοντας; Τί ἄλλο πρέπει νὰ κάμνῃς παρὰ νὰ ἐπιθυμῇς νὰ ἀποκτήσῃς ἕναν πόνον μεγαλύτερον ἀπὸ ὅλους τοὺς πόνους * διὰ νὰ ἀποδώσῃς τὴν τιμὴν εἰς τὴν ἄπειρον ἐκείνην Μεγαλειότητα τοῦ Θεοῦ, τὴν ὁποίαν τόσον ἐκαταφρόνησες; Ζήτησε λοιπὸν ἀπὸ τὸν Κύριον ἐξ ὅλης καρδίας νὰ σοὺ χαρίσῃ τὸν πόνον αὐτὸν, ἐπειδὴ καὶ ἐσὺ ἀπὸ λόγου σου εἶσαι τόσον ταλαίπωρος, ὅπου ἠμπορεῖς μὲν νὰ ἁμαρτήσῃς, ἀλλὰ δὲν ἠμπορεῖς νὰ
μετανοήσῃς καθὼς πρέπει χωρὶς τὴν βοήθειαν τῆς θείας του χάριτος, εἰς τὴν ὁποίαν ἐφάνης τόσον ἀνάξιος. Παρακάλεσε θερμῶς τὸν Δεσπότην νὰ σὲ εὐσπλαγχνισθῇ καὶ καθὼς τόσας φοράς ἔδειξε τὴν ὑπομονὴν Του εἰς τὸ νὰ ὑποφέρῃ τὰς ἁμαρτίας σου, τοιουτοτρόπως νὰ θελήσῃ καὶ τώρα νὰ δείξῃ ἄλλο τόσον τὴν ἀγαθότητά Του καὶ παντοδυναμίαν Του μὲ τὸ νὰ τὰς ἐξαλείψῃ ὅλας διὰ μόνον τὸ ἔλεός Του καὶ νὰ μὴ τὰς ἐνθυμηθῇ, καθὼς τὸ ὑπόσχεται μόνος Του, «Ἐγώ εἰμι ὁ ἐξαλείφων τὰς ἀνομίας σου ἕνεκεν ἐμοῦ καὶ τὰς ἁμαρτίας σου καὶ οὐ μὴ μνησθήσομαι» (Ἡσ. μγ’ 25).

* Περὶ τοῦ πόνου τούτου ὄρα εἰς τὴν β’ Ἀνάγνωσιν ὅσα λέγομεν κατὰ πλάτος.

γ΄. Περὶ τῆς ἀχαριστίας ὅπου δείχνει ὁ ἄνθρωπος εἰς τὰς εὐεργεσίας τοῦ Θεοῦ μὲ τὰς τοιαύτας ἁμαρτίας. 

Συλλογίσου τὴν ἀχαριστίαν ὅπου δείχνεις εἰς τὸν Θεὸν μὲ τὰς ἁμαρτίας σου, καὶ ποίαν ἀνταπόδοσιν κάμνεις εἰς τὰς τόσας εὐεργεσίας ὅπου σοῦ κάμνει ὅ Θεός· βάλε εἰς τὸν νοῦν σου μὲ κάποιαν προσοχὴν τὸ πλῆθος καὶ τὴν ὑπεροχὴν τῶν ἀγαθῶν ὅπου σοῦ ἔδωκεν ὁ Κύριος, τόσον τῶν κοινῶν, ὅπου δίδει εἰς ὅλους, ὅσον καὶ μερικῶν ποὺ ἔδωκεν εἰς ἐσὲ μόνον καὶ σὲ ἐπροτίμησεν περισσότερον ἀπὸ τὰ ἄλλα του Κτίσματα. Ἔπειτα ἐξέτασε ἀκριβῶς τὴν ἄκραν ἀναξιότητα ποὺ ἐσὺ ἔχεις διὰ νὰ εὐεργετηθῇς τοιουτοτρόπως· ἐξέτασε τὸ ἄπειρον μεγαλεῖον τοῦ εὐεργέτου σου Θεοῦ, διὰ τὸ ὁποῖον κάθε μικρόν Του χάρισμα εἶναι ἄκρας τιμῆς· ἐξέτασε παρομοίως καὶ τὴν ἄπειρον ἀγάπην ποὺ ἔδειξεν εἰς ἐσὲ ὁ Θεὸς ἐκλέγοντάς σε ἀπὸ τοῦ αἰῶνος, διὰ νὰ σοῦ κάμνῃ τόσα καλά, διὰ τὰ ὁποῖα εἶσαι χρεώστης καὶ ἐσὺ νὰ λέγῃς ἀπὸ διαθέσεως ψυχῆς ἐκείνας τὰς εὐχαριστήριους φωνὰς τοῦ Δαβίδ. «Τὶς εἰμι ἐγὼ Κύριε ὁ Θεός; καὶ τὶς ὁ οἶκος τοῦ Πατρός μου, ὅτι ἠγάπησάς με ἕως αἰῶνος;» (α’. Παραλειπ. ιζ’. 16.) Καὶ πάλιν «Τί ἀνταποδώσω τῷ Κυρὶῳ περὶ πάντων ὧν ἀνταπέδωκέν μοι;» (Ψαλμ. ρε’. 3).

Συλλογίσου καὶ τοῦτο ἀκόμη, ὅτι ἀνίσως καὶ δι’ ἐσένα μόνον ἤθελε καταβῆ ὁ Θεὸς ἀπὸ τὸν οὐρανὸν εἰς τὴν γῆν νὰ γενῇ ἄνθρωπος τόσον πτωχός, νὰ ταπεινωθῇ, νὰ πάθῃ καὶ νὰ ἀποθάνῃ, τί ἤθελον εἴπεῖν εἰς τοῦτο οἱ ἄγγελοι; καὶ τί ἤθελον εἰπεῖν οἱ ἄνθρωποι βλέποντάς σε νὰ δείχνῃς τόσην ἀχαριστίαν εἰς αὐτόν; Μὲ ὅλον τοῦτο ἐσὺ δὲν εἶσαι ὀλιγώτερον χρεώστης εἰς αὐτὸν· ἐπειδὴ καὶ ἔπαθεν καὶ ἀπέθανεν δι’ ἐσὲ μὲ τόσην ἀγάπην, ὡσὰν νὰ ἤσουν ἐσὺ μόνος εἰς τὸν κόσμον διὰ νὰ λάβῃς ὄφελος καὶ σωτηρίαν ἀπὸ τὸν θάνατόν Του. Τώρα βλέποντας ἐσὺ ἀδελφέ, τὸν ἑαυτόν σου περικυκλωμένον ἀπὸ τόσας εὐεργεσίας τοῦ Θεοῦ, δὲν ἔπρεπε νὰ ἔχῃς ἀδύνατον, ὄχι μόνον τὸ νὰ θέλῃς νὰ ἁμαρτάνης καὶ νὰ βλάπτῃς τὸν Θεόν σου, ἀλλὰ καὶ τὸ νὰ βάλλῃς ψιλὸν λογισμὸν εἰς τὸ νὰ ἁμαρτήσῃς; Δὲν ἔπρεπε νὰ λέγῃς καὶ ἐσὺ ἐκεῖνο ποὺ εἶπεν ὁ σώφρων Ἰωσήφ, «καὶ πῶς ποιήσω τὸ ρῆμα τὸ πονηρὸν τοῦτο, καὶ ἁμαρτήσομαι ἐναντίον τοῦ Θεοῦ;» (Γεν. λθ. 9.) Πῶς εἶναι δυνατὸν νὰ\ παροργίσω ἐγὼ τόσον πολλὰ τὸν ἄκρον μου εὐεργέτην; Τὸν γλυκύτατόν μου Θεόν; Τὸν Φιλοστοργώτατόν μου Πατέρα;

Μὲ ὅλον τοῦτο ἐσὺ ὄχι μόνον ἐσυλλογίσθης καὶ ἠθέλησες καὶ ἠδυνήθης νὰ τὸν παροργίσῃς, ἀφ’ οὗ ἔλαβες ἀπὸ αὖτὸν τόσας εὐεργεσίας, ἀλλ’ εἰς τὸν ἴδιον καιρὸν ποὺ αὐτὸς μὲ πληρεστάτην χεῖραν σοῦ τὰς ἔδιδεν, Τὸν ἔβλαψες· μάλιστα αὐτὰ τὰ ἴδια
χαρίσματά Του ἔμεταχειρίσθης ὡσὰν ἅρματα διὰ νὰ τὸν πολεμῇς· ὢ πράγμα φρικωδέστατον! Ὁ Θεὸς νὰ σὲ δημιουργήσῃ ἀπὸ τὸ οὐδέν, καὶ ἐσὺ νὰ τὸν καταφρονήσῃς διὰ τὸ οὐδέν; Ὁ Θεὸς νὰ σὲ προτιμήσῃ ἀπὸ τόσους καὶ τόσους διὰ νὰ σὲ εὔεργετήσῃ, καὶ ἐσὺ νὰ τὸν ψηφίσης ὀλιγώτερον ἀπὸ τὸ ἰδικόν σου κορμὶ ποὺ εἶναι μιὰ σαπίλα; Ὁ Θεὸς νὰ ἀποθάνῃ διὰ νὰ σοῦ δώσῃ ζωήν, καὶ ἐσὺ ἀντὶ νὰ τοῦ δώσῃς τὴν ζωήν σου, νὰ ἄνανεὠσης τὰ πάθη Του, τὸν Σταυρόν Του, τὴν λόγχην Του, καὶ νὰ αὐξάνῃς τὰς πληγάς Του μὲ τὰς ἁμαρτίας σου;

Καθὼς λέγει ὁ Παῦλος «ἀνασταυρούντας ἑαυτοῖς τὸν Υἱόν τοῦ Θεοῦ, καὶ παραδειγματίζοντας», (Ἑβρ. ς’. 6.)· ὁ Θεὸς νὰ σὲ ἀγαπήσῃ τόσον, καὶ σὺ ἀντὶ νὰ Τὸν ἀγαπήσῃς καθὼς Τοῦ πρέπει, νὰ ἀγαπήσῃς καλλίτερα ἀπὸ αὐτὸν μίαν συγχαμερὰν ἡδονήν, μίαν σκιὰν φεύγουσαν; Ὁ Θεός, καθὼς λέγει ὁ ἱερὸς Αὐγουστῖνος, «Πολλῶν κινδύνων σὲ ἐλύτρωσεν· πλανηθέντα πρὸς τὴν ὁδὸν ἐπανήγαγεν· ἀγνοούντα σὲ ἐδίδαξεν· λυπούμενον παρεκάλεσεν· ἀπειρηκότα ἐνίσχυσεν· πεσόντα ἠνώρθωσεν· ἱστάμενον ἐκράτησεν· πορευόμενον ὡδήγησεν· ἐρχόμενον ὕπεδέξατο· κοιμώμενον ἐφύλαξεν· κράζοντα ἐπήκουσεν», (Εὐχ. κα’. ἢ ιγ’). Καὶ σὺ διὰ ὅλα αὐτὰ νὰ τὸν ἀνταμείψης καὶ νὰ τὸν λυπήσῃς μὲ τὰς ἁμαρτίας σου; Ὤ ἀχαριστία ἀνήκουστος! Ἥτις κατὰ τὸν αὐτὸν ἱερὸν Αὐγουστῖνον «ἄνεμός τις ἐστὶ ξηραίνων καὶ καίων πᾶν ἀγαθὸν καὶ ἐμφράττων τὴν πηγὴν τῆς εἰς τὸν ἄνθρωπον θείας εὐσπλαγχνίας», (Εὐχὴ κς’. ἢ ιη’.).

Καὶ λοιπὸν σύγκρινε τώρα ἁμαρτωλὲ αὐτὰ τὰ δύο μέτρα, ἐκεῖνο ποὺ ἐμέτρησεν ὁ Θεὸς ἐσένα μὲ τὰς εὐεργεσίας Του, καὶ ἐκεῖνο ποὺ ἐμέτρησες ἐσὺ τὸν Θεὸν μὲ τὰς ἁμαρτίας σου, καὶ ἐντράπου ἒμπροσθεν· τοῦ Θεοῦ καὶ τῶν ἀγγέλων Του καὶ τῶν ἁγίων ποὺ τόσον ἐμπιστευμένα τὸν ἐδούλευσαν· ἀνανέωσε ἔμπροσθέν τους τὸ ἐπάγγελμά σου ὡσὰν Χριστιανὸς ποὺ εἶσαι, τὸ ὁποῖον εἶναι τὸ νὰ δουλεύῃ εἰς τὸ ἑξῆς τὸν Ποιητήν σου καὶ Λυτρωτὴν· θαύμασε πῶς σὲ ὑπέφεραν τόσον οἱ ἄγγελοι καὶ οἱ ἅγιοι ὡσὰν καὶ τὰ θηρία καὶ ὅλα τὰ ἄλλα Ποιήματα τοῦ Θεοῦ καὶ δὲν ἐσηκώθησαν καταπάνω σου νὰ σὲ ἀφανίσουν διὰ τὴν ὕβριν καὶ ἀτιμίαν ποὺ ἔκαμνες τοῦ Δεσπότου των καθὼς εἶναι γεγραμμένον· «Συνεκπολεμήσει αὐτῷ ὁ κόσμος ἐπὶ τοὺς παράφρονας», (Σοφ’ ε’. 20). Ὁμολόγησε πῶς ἐσὺ ἔγινες ἄξιος ν’ ἀνοίξῃ ἡ γῆ ὑποκάτω τῶν ποδῶν σου νὰ σὲ καταπίῃ ζωντανὸν· πῶς ἔγινες ἄξιος νὰ σοὺ σηκώσῃ ὁ ἀέρας τὴν ἀναπνοήν, νὰ σὲ πνίξῃ ἡ θάλασσα μὲ τὰ κύματά της καὶ νὰ σὲ κατακαύσῃ ὁ ἥλιος μὲ τὰς ἀκτῖνας του καὶ πῶς ἔγινες ἄξιος νὰ γίνῃ ἐπὶ ταὐτοῦ δι’ ἐσένα καὶ μόνον ἕνας ἄλλος ᾅδης μὲ φλόγας καυστικωτέρας, καὶ μὲ δαίμονας
σκληροτέρους διὰ νὰ σέ βασανίζῃ εἰς τοὺς αἰώνας.

Πλὴν ἐπειδὴ σοῦ ἐδόθη καιρὸς ἀπὸ τὴν εὐσπλαγχνίαν τοῦ Θεοῦ διὰ νὰ μετανοήσῃς εἰς τὰ περασμένα σου σφάλματα, κάμνε ὑπόσχεσιν νὰ ζήσῃς εἰς τὸ ἐρχόμενον μίαν νέαν ζωήν, καὶ παρακάλεσεν ταπεινὰ τὸν Θεὸν κοντὰ εἰς τόσας εὐεργεσίας ποῦ σοῦ ἔκαμνε, νὰ προσθέσῃ καὶ ταύτην, δηλαδὴ τὸ νὰ λησμονήσῃ τὰς παρανομίας σου καὶ διὰ τῆς χάριτός Του νὰ μὴ σὲ ἀφήσῃ πλέον νὰ μετακυλισθῇς εἰς αὐτὰς ὡσὰν χοῖρος μηδὲ νὰ ἐπιστραφῇς πάλιν ὡσὰν σκύλος εἰς τὸ πρῶτον σου ξέρασμα κατὰ τήν παροιμίαν «συμβέβηκε δὲ αὐτοῖς τὸ τῆς ἀληθοῦς παροιμίας, κύων ἐπιστρέψας ἐπὶ τὸ ἴδιον ἐξέρασμα, καὶ ὓς λουσαμένη εἰς κύλισμα βορβόρου», (Β’. Πέτρου. β’. 22.)

Σχολιάστε

Σχολιάστε