Άγιος Νικόδημος ο Αγιορείτης. (Πνευματικά Γυμνάσματα). Μελέτη Δ΄: Πόσον εἶναι τὸ βάρος τῆς θανασίμου ἁμαρτίας.

Μπορείτε να διαβάσετε το υπόλοιπο βιβλίο εδώ :

Άγιος Νικόδημος ο Αγιορείτης. Πνευματικά Γυμνάσματα.


ΜΕΛΕΤΗ ΤΕΤΑΡΤΗ (Δ΄)

Α΄. Πόσον εἶναι τὸ βάρος τῆς θανασίμου ἁμαρτίας ἀπὸ τὸ πρόσωπον τοῦ βλαπτομένου. 
Β΄. Ἀπὸ τὸ πρόσωπον τοῦ βλάπτοντος. 
Γ΄. Ἀπὸ τὴν βλάβην αὐτὴν καθ’ ἑαυτήν. 

Τὸ βάρος μιᾶς ὕβρεως μετρᾶται ἀπό ταῦτα τὰ τρία πράγματα· ἀπὸ τὸ πρόσωπον ἐκείνου ὅπου βλάπτεται, ἀπό τὸ πρόσωπον ἐκείνου ὅπου βλάπτει καὶ ἀπὸ τὴν βλάβην αὐτὴν καθ’ ἑαυτήν.

Α΄. Πόσον εἶναι τὸ βάρος τῆς θανασίμου ἁμαρτίας ἀπὸ τὸ πρόσωπον τοῦ βλαπτομένου. 

Συλλογίσου λοιπὸν ἀγαπητέ, πὼς ἐκεῖνος ὅπου βλάπτεται ἀπὸ τὴν ὕβριν μιᾶς θανασίμου ἁμαρτίας, εἶναι ὁ Θεός, «διὰ τῆς παραβάσεως τοῦ νόμου τὸν Θεὸν ἀτιμάζεις» (Ρωμ. β’ 21), ὅστις εἶναι ἕνας Δεσπότης ἀπείρως ἀγαθὸς εἰς ἐσὲ καὶ ἀπείρως ἀγαθὸς εἰς τὸν ἑαυτόν Του, ἐπειδὴ τί καλὸν ἠμπορεῖς νὰ λάβῃς ἐσὺ ποτὲ χωρὶς αὐτόν; εἰς καιρὸν ὅπου χωρὶς Αὐτὸν εἶναι ἀδύνατον νὰ εἶσαι τέλειος εἰς τὸν κόσμον; Ὅθεν ἁμαρτάνωντας ἐσὺ ὕβρισες τὸν Ποιητήν σου ὅπου χωρὶς τὴν νεῦσιν Του, δὲν ἦτο δυνατὸν νὰ γεννηθῇς ποτέ, ὕβρισες τὸν προνοητὴν καὶ διαφυλακτήν σου, χωρὶς τοῦ ὁποίου τὴν πρόνοιαν καὶ τὴν βοήθειαν δὲν ἤθελες διαμείνει εἰς τὸν κόσμον οὔτε κἅν μίαν στιγμήν· ὕβρισες τὸν Λυτρωτήν σου, ὁ ὁποῖος μὲ ἕνα θάνατον γεμάτον ἀπὸ ὀνειδισμοὺς καὶ πόνους σοῦ ἀγόρασε μίαν μακαριότητα εἰς τὸν παράδεισον καὶ χωρὶς Αὐτὸν τὸν Λυτρωτὴν ἤθελες ἀπολεσθῆ αἰωνίως.

Παρομοίως ὕβρισες ἕνα Δεσπότην τόσον ἀγαθὸν εἰς τὸν ἑαυτόν Του, ὅπου ἀνίσως καθ’ ὑπόθεσιν οἱ δαίμονες ὅπου τὸν μισοῦν ἄκρως κάτω εἰς τὸν ᾅδην, ἦτο δυνατὸν νὰ τὸν ἰδοῦν μίαν μόνην φορὰν καθαρὰ καὶ ἀκαταλήπτως, βέβαια κάθε ἕνας ἀπὸ αὐτοὺς ἤθελεν ἀναγκασθῆ νὰ τὸν ἀγαπήσῃ ἀσυγκρίτως περισσότερον ἀπὸ ὅ,τι τὸν ἐμίσησαν ὅλοι ὁμοῦ ἕως ἐκείνην τὴν ὥραν καὶ ἀνίσως ἡ πρὸς Θεὸν ἀγάπη τους αὕτη, ἤθελε τοὺς προξενήσει μίαν νέαν κόλασιν, βέβαια ἔμελλε νὰ τὴν δεχθῇ ὁ καθεὶς ἀπὸ αὐτοὺς μετὰ χαρᾶς, μόνον διὰ νὰ τὸν ἀγαπήσῃ περισσότερον καὶ διὰ νὰ μὴ τοῦ δώση καμμίαν μικρὰν δυσαρέσκειαν ὁμολογώντας μεγαλοφώνως ὅτι, ὅλαι αὐταὶ αἱ ἀποδείξεις τῆς πρὸς αὐτὸν ἀγάπης του εἶναι πάντοτε τὸ οὐδέν, συγκρινόμεναι μὲ τὴν ἀξιότητα ὅπου ἔχει αὐτὸ τὸ ἄπειρον ἀγαθόν, εἰς τὸ νὰ ἀγαπᾶται καὶ πάντοτε, καὶ παρὰ πάντων.

Καὶ λοιπὸν Αὐτὸς εἶναι ἐκεῖνος ὁ αὐθέντης Θεός, ὅπου ἐσὺ ἀδελφὲ ἔβλαψες ἁμαρτάνωντας’ ἢ διὰ νὰ εἰπῶ καθαρώτερα ἐκεῖνο τὸ ὅν ὅπου εἶναι ἀπείρως τελειότερον καὶ ὑψηλότερον ἀπὸ ὅλους τους ἰδικούς σου διαλογισμοὺς καὶ ἀπὸ ὅλους τοὺς διαλογισμοὺς ὅλων ὁμοῦ τῶν ἁγίων ἀγγέλων. Ἄχ! καὶ ἠμπορεῖς ἐσὺ σύντροφέ μου ἁμαρτωλέ, νὰ πιστεύσῃς αὐτὰ ὅπου εἶπα μὲ θείαν πίστιν, καὶ νὰ μὴν ἀποθάνῃς ἀπὸ τὴν λύπην σου; Ἐπειδὴ ἀντὶ νὰ ἀγαπήσῃς αὐτὴν τὴν οὕτως ἄπειρον ἀγαθότητα, ἐσὺ τὴν ἐμίσησες, ὡσὰν νὰ ἦτο ὁ μεγαλύτερός σου ἐχθρὸς καὶ ἔκαμες ἕναν παντοτεινὸν χωρισμὸν ἀπὸ αὐτὴν καθὼς παραπονετικῶς φωνάζει ὁ ἴδιος, «Ἔθεντο κατ’ Ἐμοῦ κακὰ ἀντὶ ἀγαθῶν, καὶ μίσος ἀντὶ τῆς ἀγαπήσεώς Μου» (ψάλμ. ρη’. 4.)

Ὅθεν ἐπειδὴ καὶ δὲν ἔμεινεν εἰς ἐσὲ κανένας τρόπος, διὰ νὰ κάμῃς ἀνταπόδοσιν εἰς τὴν ἀγάπην τοῦ Θεοῦ, καὶ νὰ ἐξαλείψῃς τὸ ἔγκλημά σου, κἄν τώρα ὅπου ὁ Κύριος σοῦ ἔδωκε καιρὸν μετανοίας, μίσησε τὰς ἁμαρτίας σου ὡς ἄκρον πάντων τῶν κακῶν, διότι αὐταὶ ἐναντιοῦνται εἰς αὐτὸν τὸν ἴδιον Θεόν. Εὐχαρίστησέ Τον εἰς τὴν μακρὰν ὑπομονὴν ὅπου ἐμεταχειρίσθη διὰ νὰ σὲ ὑποφέρῃ τόσον καιρόν. Ὁμολόγησε ἔμπροσθεν εἰς ὅλους τοὺς ἁγίους τὴν φρικτὴν ἐπιβουλὴν ὅπου ἔκαμνες κατὰ τοῦ Θεοῦ σου, γινόμενος σχεδὸν ἄλλος διάβολος, σύντροφος ἐκείνου κατὰ τὸ πταίσιμον, μολονότι καὶ κατώτερος κατὰ τὴν φύσιν.

Βεβαίωσε τάς ἀποφάσεις ὅπου ἔκαμνες, ὅτι νὰ θελήσῃς καλλίτερα νὰ ἀποθάνῃς χιλίας φοράς, παρὰ νὰ ἁμαρτήσῃς θανασίμως ἄλλην μίαν φορὰν καὶ νὰ ἀποστατήσῃς πλέον ἀπὸ τὸν Θεὸν· καὶ παρακάλεσέ Τον νὰ δείξῃ τὴν ἀγαθότητά του εἰς ἐσέ, μὲ τὸ νὰ ἀλλάξῃ τελείως τὴν καρδίαν σου, καὶ νὰ σὲ διαφυλάττῃ ὅλον διὰ τὸν ἑαυτόν Του· «οἱ ὑπομένοντες τὸν Θεὸν ἀλλάξουσιν ἰσχύν» (Ἡσ. μ’. 31).

Β΄. Ἀπὸ τὸ πρόσωπον τοῦ βλάπτοντος. 

Συλλογίσου τὴν ποιότητα τοῦ βλάπτοντος, ἡ ὁποία εἶναι τὸ πλήρωμα τῆς ὕβρεως· διότι ἐκεῖνος ὁποῦ βλάπτει τὸν Θεὸν μὲ τὴν ἁμαρτίαν, εἶσαι ἐσὺ ὁ ἴδιος· καὶ διὰ νὰ καταλάβῃς πόση εἶναι ἡ ἀχρειότης σου, στοχάσου ἐν πρώτοις τὸ σῶμά σου, τὸ ὁποῖον τώρα μὲν εἶναι ἕνα σκεῦος γεμάτον ἀπὸ ἀκαθαρσίας, πρὸ ὀλίγου δὲ ἦτον εὐτελέστερον καὶ ἀπὸ τὸν κώνωπα, διότι ἦτον ἕνα οὐδέν, καὶ μετ’ ὀλίγον ἔχει νὰ γίνῃ φαγητὸν τῶν σκωλήκων καὶ ἕνας βρῶμος καὶ μία λάσπη καὶ δυσωδία.

Δεύτερον, στοχάσου καὶ τὴν ψυχήν σου, ἡ ὁποία εἶναι γεμάτη ἀπὸ ἀγνωσίαν, ἀπὸ ἀδυναμίαν, ἀπὸ κακίαν, ἀπὸ ἀφροσύνην καὶ πονηρίαν, πολεμουμένη ἀπὸ ἀναριθμήτους ἐχθροὺς ὁρατοὺς καὶ ἀοράτους· ἀμπωθουμένη ἀπὸ τόσους πειρασμοὺς διὰ νὰ πέσῃ· συρομένη πρὸς τὰ κάτω ἀπὸ τόσα ἄτακτα καὶ ἄλογα πάθη· κρεμασμένη εἰς τὴν ἄβυσσον ὅλων τῶν πταισμάτων καὶ ὅλων τῶν τιμωριῶν, εἰς τὰς ὁποίας ἤθελες πίπτει κάθε στιγμήν, ἂν ἴσως καὶ Ἐκεῖνος ὁ ἴδιος Θεὸς ὅπου ὕβρισες μὲ τὰς ἁμαρτίας σου, δὲν ἤθελε σὲ διακρατῇ μὲ τὴν χάριν Του.

Στοχάσου καὶ τρίτον τὴν κακὴν καὶ πονηράν σου προαίρεσιν, μὲ τὴν ὁποίαν ἐμεταχειρίσθης καὶ τὰς αἰσθήσεις τοῦ σώματός σου, καὶ τὰς δυνάμεις τῆς ψυχῆς σου, ὄργανα διὰ νὰ ἁμαρτάνῃς, καὶ δὲν ἐστάθης δι’ ἄλλο καλός, παρὰ διὰ νὰ διαφθείρεσαι μὲ τὰ κακὰ καὶ νὰ φονεύῃς τὸν ἴδιον ἑαυτόν σου· «τῇ διαφθορᾷ σου Ἰσραὴλ τὶς βοηθήσει;» (Ὠσηὲ ιγ’. 9)

Εἰ δὲ καὶ αὐτὰ ὅπου εἴπομεν δὲν εἶναι ἀρκετὰ νὰ σὲ κάμουν νὰ καταλάβῃς τὴν ἀχρειότητα καὶ εὐτέλειάν σου, στοχάσου τί εἶσαι ἐσὺ συγκρινόμενος μὲ ὅλους τοὺς ἀνθρώπους ὅπου εὑρίσκονται τώρα εἰς τὸν κόσμον; Τί εἶσαι ἐσὺ συγκρινόμενος μὲ ὅλους τοὺς ἀνθρώπους ὅπου ἦσαν προτήτερα; Τί εἶσαι ἐσὺ συγκρινόμενος μὲ ὅλους ἐκείνους τοὺς ἀνθρώπους ὅπου θέλουν γεννηθῆ ἕως τῆς συντελείας τοΰ κόσμου; Τί εἶσαι ἐσὺ συγκρινόμενος μὲ ὅλους τοὺς ἀγγέλους τοῦ οὐρανοῦ; Στοχάσου τίς ἤθελεν ἠξεύρει νὰ σὲ εὔρῃ καὶ νὰ σὲ διακρίνῃ ἀνάμεσα εἰς τόσον ἄπειρον πλῆθος; Ἤ τίς δύναται νὰ κρατήσῃ λογαριασμὸν διὰ λόγου σου; Ἤ τί ἤθελε λείψει ἀπὸ αὐτὸ τὸ ἀναρίθμητον πλῆθος, ἐὰν ἐσὺ ἔλειπες ἀπὸ αὐτό; Βέβαια ἤθελε λείψει ἕνα ἄτομον ὄντος, τὸ ὁποῖον οὔτε κἄν εἶναι ιδικόν σου ἀλλὰ τοῦ Θεοῦ. Στοχάσου τί εἶσαι ἐσὺ συγκρινόμενος μὲ ὅλα τὰ κτίσματα, ὅσα ὁ Θεὸς δύναται νὰ κάμη μὲ τὴν ἄπειρον παντοδυναμίαν Του; Ἤ τί ἤθελε λείψει ἀπὸ αὐτά, ἂν ἐσὺ ἔλειπες; Βέβαια τὸ οὐδὲν· μὲ ὅλον τοῦτο, ὅλον τὸ πλῆθος τῶν κτισμάτων ὅπου εἶναι ἐνεργείᾳ καὶ ὅλον τὸ πλῆθος τῶν κτισμάτων ὅπου εἶναι δυνάμει, συγκρινόμενον μὲ τόν Θεόν, εἶναι ἀπείρως μικρότερον ἀπὸ ἕνα σπειρὶ ἄμμου, ἀναφερόμενον εἰς ὅλον τὸν κόσμον, ὡς λέγει ὁ Ἡσαΐας «πάντα τὰ ἔθνη, ὡς οὐδέν εἰσι, καὶ εἰς οὐδὲν ἔλογίσθησαν· καὶ πάλιν· τὴν δὲ γῆν, ὡς οὐδὲν ἐποίησεν» (μ’. 17. 23).

Ἐσὺ λοιπὸν ὅπου εἶσαι ὀλιγωτερον ἀπὸ μίαν στιγμὴν ὄντος, καὶ ὅπου ἐκεῖνο τὸ ὀλίγον εἶναι ὅπου ἔχεις ἀναμεταξὺ εἰς ὅλα τὰ κτίσματα, τὸ ἔχεις διὰ μόνην τὴν χάριν τοῦ Κυρίου· ἐσὺ λέγω ἀπετόλμησες νὰ ἀποστατήσῃς ἐναντίον εἰς τὸ θεῖον Του θέλημα, διὰ νὰ ζῇς κατὰ τὴν ὄρεξίν σου. Ἐσὺ ὅπου μὲ τὴν ἰδικήν σου δύναμιν δὲν ἠμπορεῖς νὰ σηκώσῃς ἀπὸ τὴν γῆν, οὔτε ἕνα ἄχυρον, ἠθέλησες νὰ κάμῃς μάχην μὲ ἕνα Θεὸν Παντοδύναμον· ἐσὺ ὅπου ὀλίγον προτήτερα ἤσουν ἕνα οὐδέν, ἐπαρώργισες ἕνα Θεὸν αἰώνιον ὅπου ἦτο καὶ εἶναι καὶ θέλει εἶναι διὰ πάντα· ἐσὺ ὅπου ἔχεις χρείαν ὡς καὶ ἀπὸ τὴν πνοὴν ὅπου ἀναπνέεις, ἐκινήθης εἰς πόλεμον ἐναντίον τοῦ Δεσπότου ὅλου τοῦ κόσμου· ἐσὺ ὅπου εἴσαι ὅλος ἕνα σύνθετον τῆς θείας ἐλεημοσὺνης. ἀπεστράφης καὶ ἀπέβαλες τὴν φιλίαν τοῦ μόνου Ὑψίστου· ἀληθῶς ἀδελφέ. «Ἑξέστη ὁ οὐρανὸς ἐπὶ τούτῳ καὶ ἔφριξεν ἐπιπλεῖον σφόδρα, λέγει Κύριος» (Ἱερ. β’. 12).

Τώρα σὲ παρακαλῶ νὰ μοῦ εἰπῇς, τοιουτοτρόπως πρέπει νὰ κάμνῃ μὲ ἕνα Θεὸν καὶ ἄπειρον καὶ εὐεργέτην, ἕνα κτίσμα Του τόσον ταλαίπωρον καὶ τόσον πολλὰ εὐεργετημένον ἀπὸ Αὐτόν; Ἄχ, ἀγαπητέ καὶ πῶς ἐτόλμησες νὰ κάμῃς τόσον κακόν; ὡς λέγει ὁ προφήτης Ἱερεμίας «Ἰδοὺ ἐποίησας τὰ πονηρὰ ταῦτα καὶ ἠδυνάσθης» (γ’. 5), ἢ διατὶ ἐπαρακινήθης νὰ τὸ κάμης; Τάχα διὰ καμμίαν σου μεγάλην ἀνάγκην; Τάχα διὰ κανένα μεγάλον σου κέρδος; Ὄχι· ἀλλὰ διὰ πράγματα οὐτιδανά, διὰ πράγματα εὐτελῆ καὶ συγχαμερώτατα, τὰ ὁποῖα τώρα δὲν εἶναι πλέον εἰς τὸν κόσμον, ἀλλ’ ἐχάθησαν καὶ ἠφανίσθησαν, ὡσὰν ἡ πρωϊνὴ δρόσος καθὼς λέγει ὁ Ἰὼβ· «ὥσπερ ὁμίχλη δρόσου ἀφανὴς ἐγένετο» (κδ’. 20) μὲ ὅλον τοῦτο, ἐσὺ ἐπρόκρινες καλλίτερα αὐτὸν τὸν σαπημὲνον πηλὸν ἀπὸ ἐκεΐνο τὸ ἄπειρον πέλαγος τῆς τελειότητος, ὅπου εἶναι ὁ Θεὸς·

Άρα γε τί νὰ εἶπαν; Καὶ πῶς νὰ ἐθρήνησαν οἱ ἄγγελοι δι’ αὐτὸ ποὺ ἔκαμες; Καθὼς γέγραπται «ἄγγελοι ἀποσταλήσονται πικρῶς κλαίοντες» (Ἡσ. λγ’. 7) καὶ πόσον νὰ ἐχάρη ὁ διάβολος καὶ ὅλοι οἱ δαίμονες ὅταν σὲ εἶδαν πῶς ἔγινες σύντροφός τους κατὰ τὴν πονηρίαν; Ὡς λέγει ὁ Ἰὼβ «Ἐποίησε χαρμονὴν τετράποσιν ἐν τῷ ταρτὰρῳ» (μ’. 20)* καὶ τώρα ποία ἄβυσσος θέλει εὑρεθῆ τόσον βαθεῖα, ὅπου νὰ εἶναι ἱκανὴ εἰς τὴν ἰδικήν σου ἀχρειότητα;

* Λέγει δὲ καὶ ὁ Μακάριος Αὐγουστῖνος «Ὁσάκις τὰ ἀγαθὰ πράττομεν, χαίρουσιν οἱ ἄγγελοι, λυποῦνται δὲ οἱ δαίμονες, ὁσάκις δὲ ἀποπίπτομεν τοῦ ἀγαθοῦ τῷ μὲν διαβόλῳ ἡδονῆς αἴτιοι καθιστάμεθα, τοῖς δὲ ἁγγέλοις τῆς ἰδίας ἀποστεροῦμεν χαρᾶς· χαρὰ γάρ ἐστι τούτοις ἐπὶ ἐνὶ ἁμαρτωλῶ μετανοοῦντι· ἀλλὰ τί, τῷ ἐπὶ ἑνὶ δικαὶῳ τὴν μετάνοιαν καταλιπόντι ποιήσουσιν;» (Εὐχ. ε’. ἢ κη’.)

Ἔως πότε λοιπόν, ἀδελφέ, ἕως πότε νὰ πλανᾷ ὁ διάβολος τὴν καρδίαν σου καὶ νὰ σὲ βυθίζῃ ἡ ἁμαρτία; Κατὰ τὸν Ἡσαΐαν «Ἡ καρδία μου πλανᾶται καὶ ἡ ἀνομία μὲ βυθίζει» (κα΄. 4.). Έλα εἰς τὸν ἑαυτόν σου καὶ γνώρισε τί λογῆς ἐκαταστάθης διὰ τὰς ἁμαρτίας ὅπου ἔκαμες· καὶ ἀποστράφου αὐτὰς καὶ μὴ παύσῃς ποτὲ ἀπὸ τὸ νὰ τὰς μισῇς καὶ νὰ τὰς βδελύττεσαι, καθὼς σοῦ προαγγέλλει ὁ Θεὸς· «καὶ μνησθήσεσθε τὰς ὁδοὺς ὑμῶν τὰς πονηρὰς καὶ τὰ ἐπιτηδεύματα ὑμῶν τὰ μὴ ἀγαθά καὶ προσοχθιεῖτε κατὰ πρόσωπον αὐτῶν ἐν ταῖς ἀνομίαις ὑμῶν» (Ἰεζεκ. λς’. 30.). Ὁμολόγησε ἐμπρὸς εἰς τὸν Θεὸν, πῶς εἶσαι ἄξιος μυρίων κολάσεων καὶ ἀποφάσισε νὰ θέλῃς νὰ ἀποθάνῃς χιλίας φοράς καλλίτερα, παρὰ νὰ μεταστραφῇς πλέον εἰς τὴν ἀμαρτίαν. Παρακάλεσε θερμῶς τὸν Κύριον ὅπου ἠθέλησε μὲ τὸ ἴδιόν Του αἷμα νὰ θανατώσῃ τὴν ἁμαρτίαν, νὰ μὴ παραχωρήση ποτὲ νὰ τὴν δεχθῇς πλέον εἰς τὴν καρδίαν σου, καὶ νὰ τὴν κάμῃς πλέον σπήλαιον λῃστῶν, ἀπὸ ἐκεῖ ὅπου εἶναι τώρα οἶκος Θεοῦ καὶ ἱερὸν προσευχῆς· «Ὁ Οἶκος, μου, Οἶκος προσευχῆς κληθήσεται, ὑμεῖς δὲ ἐποιήσατε Αὐτὸν σπήλαιον λῃστῶν» (Λουκ ιθ’. 46).

Γ΄. Ἀπὸ τὴν βλάβην αὐτὴν καθ’ ἑαυτήν. 

Συλλογίσου τὴν μεγάλην βλάβην ὅπου προξενεῖς εἰς τὸν Θεὸν ἀδελφέ, ὅταν κάμῃς καμμίαν θανάσιμον ἁμαρτίαν· ἐπειδὴ καὶ αὐτὴ εἶναι μία ὕβρις φρικωδεστάτη ὅπου περιέχει μίαν ἄκραν καταφρόνησιν τοῦ Θεοῦ καὶ μίαν ἄκραν σκληρότητα.

Περιέχει μίαν ἄκραν καταφρόνησιν, διότι ἐσὺ ὅταν ἔχῃς νὰ ἁμαρτήσῃς, ἀπὸ μὲν τὸ ἕνα μέρος στέκει ὁ Θεὸς ὅπου σὲ προστάζῃ νὰ μὴν ἁμαρτήσῃς· ἀπὸ δὲ τὸ ἄλλο μέρος στέκει ἡ θέλησις ἡ ἰδική σου καὶ ἡ κακή σου ὄρεξις· λοιπὸν ἐσὺ ἁμαρτάνοντας ἐπρόκρινες τὴν θέλησίν σου καλλίτερα ἀπὸ τὸν ἴδιον Θεὸν καὶ φαίνεσαι πῶς Τοῦ λέγεις, φύγε ἀπὸ ἐμένα, δὲν θέλω νὰ ἠξεύρω τὸν νόμον Σου καὶ τὰς ἐντολάς Σου, κατὰ τὸν Ἰὼβ· «Λέγει δὲ Κυρίῳ· ἀπόστα ἀπ’ ἐμοῦ ὁδούς Σου εἰδέναι οὐ βούλομαι» (κα’. 14). Καὶ ἠθέλησες μὲ τοῦτον τὸν τρόπον καλλίτερα νὰ παρακούσῃς τὸν Πλάστην σου, μόνον διὰ νὰ τελείωσῃς τὴν κακήν σου ὅρεξιν, καὶ ἐνῷ ὁ Θεὸς σὲ ἐπρόσταζε μὲ ὅλην τὴν ἐξουσίαν Του νὰ μὴν ἁμαρτήσῃς, ἐνῷ καὶ σὲ ἐφοβέριζε μὲ ὅλην τὴν παντοδυναμίαν Του ὅτι ἔχει νὰ σὲ κολάσῃ μολονότι καὶ σὲ ἐπροσκαλοῦσεν εἰς τὴν ἀπόλαυσιν τῆς βασιλείας Του μὲ ὅλην Του τὴν ἀγαθότητα· ὅμως ἐσὺ ἐκαταφρόνησες ὅλα ταῦτα καὶ ἀπεφάσισες πῶς εἶναι καλλίτερον νὰ κάμῃς τὴν γνώμην σου παρὰ νὰ ὑπακούσῃς εἰς τὴν ἐντολὴν ἐκείνης τῆς Ὑψίστου Μεγαλειότητος τοῦ Θεοῦ, καθὼς ὁ ἴδιος παραπονεῖται καὶ λέγει διὰ τοῦ Ἰεζεκιήλ, «Ἀπέρριψάς μὲ ὀπίσω τοῦ σώματός σου» (κγ’. 35).

Περιέχει καὶ μίαν ἄκραν σκληρότητα ἐναντίον τοῦ Θεοῦ ἡ θανάσιμος ἁμαρτία σου, διότι αὐτὴ ἀποβλέπει κατ’ εὐθεῖαν εἰς τὸ νὰ κάμνῃ τὸν Θεὸν νὰ ἀηδιάζῃ τρόπον τινά, εἰς τὸ νὰ ταράττῃ τήν ἄπειρον ἐκείνην εἰρήνην του καὶ εὐδαιμονίαν, εἰς τὸ νὰ κινῇ εἰς ὀργὴν τὴν ἄκραν του ἀγάπην καὶ ἡμερότητα καὶ εἰς τὸ νὰ διαφθείρῃ, ἂν ἦτο δυνατόν, καὶ αὐτὸ τὸ εἶναι καὶ τὴν οὐσίαν του, ἐπειδὴ καθὼς ἡ ἀρετὴ ἔχει τοιαύτην δύναμιν καὶ καλωσύνην, ὅπου ἀνίσως ὁ Θεὸς δὲν ἤθελεν ἔχει ἐκ φύσεως ἐκεῖνα τὰ καλὰ ὅπου ἔχει αὐτὴ μόνη ἤθελε τοῦ τὰ δώσῃ· ἔτσι καὶ ἡ θανάσιμος ἁμαρτία, ὅπου εἶναι ἄκρως ἐναντία μὲ τὴν ἀρετήν, ἒχει τόσην σκληρότητα καὶ κακίαν, ὅπου ἂν ἦτο δυνατὸν νὰ ὑστερηθῇ ὁ Θεὸς τὰ φυσικὰ καλὰ ὅπου ἔχει, αὐτὴ μόνη ἤθελε τοῦ τὰ στερήσῃ* · Διὰ τοῦτο ὁ ἴδιος Θεὸς παραπονεῖται εἰς πολλὰ μέρη μὲ τὸ στόμα τοῦ προφήτου Ἱερεμίου, διὰ μίαν τοιαύτην σκληρότητα ὅπου ἔδειξαν εἰς Αὐτὸν καὶ οἱ ἀπειθεῖς Ἰουδαῖοι· «ἐσκλήρυναν τὸν τράχηλον αὐτῶν, τοῦ μή εἰσακούειν τῶν ἐντολῶν μου», (ιθ’. 15. ζ’. 25, ιζ’. 23.).

* Ὅθεν δίκαιον εἶχε καὶ ἕνας ἐπίσκοπος ἐνάρετος νὰ λέγῃ, ὅτι «Ἄν ἔβλεπεν ἀπὸ τὸ ἕνα μέρος ἀνοικτὴν τὴν πόρταν τῆς κολάσεως· καὶ ἀπὸ τὸ ἄλλο μίαν θανάσιμον ἁμαρτίαν, ἐπρόκρινε καλλίτερα νὰ ριφθῇ εἰς τὴν κόλασιν, παρὰ νὰ πέσῃ εἰς τὴν ἁμαρτίαν· ἀλλὰ καὶ ἡ Μαγδαληνὴ Μαρία, λέγουσί τινες, ὅτι· ὅταν ἤκουε μόνον τὸ ὄνομα τῆς θανασίμου ἁμαρτίας, ἔτρεμεν ὅλη ἀπὸ κεφαλῆς ἕως ποδῶν καὶ ἔπιπτε κατὰ γῆς ὡς ἀποθαμένη, ἥτις καὶ ἔλεγεν, ὅτι δὲν ἠδυνήθη ποτὲ νὰ καταλάβῃ πῶς ἀπετόλμα ἕνας ἄνθρωπος νὰ ἁμαρτήσῃ θανασίμως καὶ νὰ παραπικράνῃ τόσον τὸν Θεὸν». (παρὰ τῇ Ἑρμην. τοῦ Ἐλέησόν με ὁ Θεὸς κεφ. δ’.).

Ὅθεν στοχάσου τώρα ἁμαρτωλέ, τί ἔκαμες ὅταν ἥμαρτες· ἐσὺ ἔκαμες εἰς τὸν Θεὸν ὅλον τὸ κακὸν ὅπου ἠδύνατο νὰ Τοῦ κάμῃ ἕνα κτίσμα δηλ. Τὸν παρήκουσες, τὸν κατεφρόνησες, τὸν ἔσκληρυνες, καὶ τὸν ἐκίνησες εἰς ὀργὴν· καὶ τὸ μεγαλύτερον ἀπὸ ὅλα ἐξουδένωσες καὶ διέφθειρες τὸ εἶναι Του, ὅσὸν ἀπὸ μέρος εἰδικόν σου, διὰ τὴν ἁμαρτίαν σου, μολονότι καὶ Αὐτὸς διὰ τὰς ἄκρας Του τελειότητας, δὲν ἐστάθη χωρητικὸς τῆς τοιαύτης διαφθορᾶς σου· ἐσὺ ὅμως ἐμεταχειρίσθης αὐτὴν τὴν φρικτὴν ἐπιβουλήν, μὲ τὴν ὁποίαν κατήντησες εἰς τοιαύτην κατάστασιν ὅπου θέλει τὴν βδελύσσεται αἰωνίως ὁ Θεὸς καὶ δὲν θέλει εἶναι δυνατὸν ποτέ, ἢ νὰ μὴ τὴν βλέπῃ, ἢ νὰ μὴ τὴν βδελύσσεται, ἢ νὰ μή τὴν πολεμῇ μὲ ὄλας τὰς ἀπείρους Του τελειότητας; Καὶ λοιπόν, ἐὰν ὁ Θεὸς βδελύσσεται καὶ μισῇ τόσον ἀναγκαίως τὴν ἁμαρτίαν σου, ὅπου ἐὰν δὲν ἤθελε τὴν μισῇ, δὲν ἤθελεν ἦτο Θεός· διατὶ ἐσὺ νὰ μὴ τὴν μισῇς καὶ νὰ μὴ τὴν ἀποστρέφεσαι; διατὶ νὰ τὴν στοχάζεσαι ὡς ἕνα ὀλίγον κακὸν καὶ δὲν τὴν φοβεῖσαι ὠσὰν τὸν πλέον μεγαλύτερόν σου ἐχθρόν; Διατὶ δὲν φεύγεις ὡσὰν φωτίαν, τὰς κακὰς συναναστροφὰς καὶ τὰ αἴτια ὅπου σὲ κάμνουν πάλιν νὰ πέσῃς εἰς τὴν ἁμαρτίαν; Δὲν ἠξεύρεις ὅτι ὅποιος ἀγαπᾷ τὸν κίνδυνον, ἐκεῖνος θέλει πέσει εἰς αὐτόν; Ὡς λέγει ὁ Σειρὰχ «Ὁ ἀγαπῶν κίνδυνον ἐν αὐτῷ ἐμπεσεῖται» (γ’. 26).

Ἐλθὲ λοιπὸν εἰς τὸν ἑαυτόν σου ἀδελφέ μου ἠγαπημένε· ταπεινώσου βαθέως διὰ τὰς ἁμαρτίας σου. Ἐπιθύμησε νὰ εἶχες ἕνα πέλαγος δακρύων, διὰ νὰ κλαύσῃς ἀξίως καὶ καθὼς πρέπει, τὰς ἐπιβουλὰς ὅπου ἔκαμες εἰς τὸν Κύριον· ζήτησέ Του μυρίας φορὰς νὰ σοῦ δώση μετάνοιαν καὶ συγχώρησιν καὶ παρακάλεσέ Τον καλλίτερα νὰ σοῦ κόψῃ τὴν ζωήν, παρὰ νὰ παραχωρήσῃ πλέον νὰ ἁμαρτήσῃς θανασίμως. Καὶ νὰ καταφρονήσῃς ἢ νὰ σκληρύνῃς ἄλλην μίαν φορὰν τὴν θείαν Του μεγαλειότητα, διότι ὅσοι καταφρονοῦν τὸν Θεόν, θέλουν ἀπωλεσθεῖ· «ὁδοὶ καταφρονούντων ἐν ἀπωλείᾳ» (Παροιμ. ιγ’. 16)· καὶ ὅσοι φαίνονται σκληροὶ ἐναντίον Του, ὅλοι ἔχουν νὰ ἀφανισθοῦν· «Τίς σκληρὸς γενόμενος ἐναντίον Αὐτοῦ, ὑπέμεινεν;» (Ἰώβ. θ’. 4).

Σχολιάστε

Σχολιάστε