Όσιος Πέτρος ο Δαμασκηνός – Βιβλίο πρώτο. Περί των επτά σωματικών πράξεων. Περί του θείου φόβου ως πρώτης εντολής. Περί του πένθους ως δεύτερης εντολής. Οι τέσσερις αρετές της ψυχής. Η έμπρακτη γνώση. Οι σωματικές αρετές είναι εργαλεία των ψυχικών. Περί προσοχής και φυλάξεως του νου. Περί αποφυγής των θελημάτων, υποταγής και ησυχίας. (Φιλοκαλία των Ιερών Νηπτικών, Τόμος Γ΄).

Φιλοκαλία των Ιερών Νηπτικών, Τόμος Γ΄ (σελ. 82-97).

Όσιος Πέτρος ο Δαμασκηνός

Βιβλίο πρώτο Περί των επτά σωματικών πράξεων. Περί του θείου φόβου ως πρώτης εντολής. Περί του πένθους ως δεύτερης εντολής. Οι τέσσερις αρετές της ψυχής. Η έμπρακτη γνώση. Οι σωματικές αρετές είναι εργαλεία των ψυχικών. Περί προσοχής και φυλάξεως του νου. Περί αποφυγής των θελημάτων, υποταγής και ησυχίας.

Περί των επτά σωματικών πράξεων

Πρώτη είναι η ησυχία, δηλαδή τρόπος ζωής χωρίς περισπασμούς, μακριά από κάθε βιοτική μέριμνα, για να μπορέσει κανείς με την απομάκρυνση από τους ανθρώπους και τους περισπασμούς να αποφύγει το θόρυβο και το διάβολο που σαν λιοντάρι βρυχιέται και περπατά ζητώντας ποιόν θα καταπιεί(Α΄Πετρ. 5,8) με τις συνομιλίες και τις μέριμνες του βίου, και για να έχει μια μόνο μέριμνα, πώς να αρέσει στον Θεό και να κάνει την ψυχή του να βρεθεί ακατάκριτη στην ώρα του θανάτου, και για να μάθει με κάθε λεπτομέρεια τα τεχνάσματα των δαιμόνων και τις αμαρτίες του που είναι περισσότερες από την άμμο της θάλασσας και οι περισσότεροι τις αγνοούν όπως τη λεπτή σκόνη. Πάντοτε θρηνώντας, λυπάται την ανθρώπινη φύση, ενθαρρύνεται όμως από τον Θεό, γιατί έγινε ευγνώμων, και παρηγορείται γιατί αξιώθηκε να δει εκείνα που δεν ήλπιζε να δει, όταν κάποτε ζούσε έξω από το κελί του. Έχοντας επίγνωση της δικής του αδυναμίας και της δυνάμεως του Θεού, φοβάται και ελπίζει, ώστε μήτε από άγνοια να εμπιστευθεί τον εαυτό του και να πέσει, μήτε να λησμονήσει τη φιλανθρωπία του Θεού και ν’ απελπιστεί, αν κάτι του συμβεί.

Δεύτερη είναι η νηστεία με μέτρο, δηλαδή να τρώει κανείς μία φορά την ημέρα και να μη χορταίνει, να τρώει ένα είδος από ευτελείς τροφές που βρίσκονται εύκολα και που δεν τις επιθυμεί η ψυχή, εκτός και δεν υπάρχει άλλο τίποτε. Αυτό για να νικήσει τη γαστριμαργία, τη λαιμαργία και την επιθυμία και να παραμένει χωρίς περισπασμούς, και ταυτόχρονα να μην απέχει από κανένα είδος τροφής, απορρίπτοντας κακώς εκείνα που έγιναν από τον Θεό πολύ καλά(Γεν. 1,31). Ούτε πάλι να τα καταπίνει όλα χωρίς να κρατιέται από τη φιληδονία, αλλά να τρώει κάθε μέρα από ένα είδος με εγκράτεια και έτσι να τα μεταχειρίζεται όλα για τη δόξα του Θεού, χωρίς να απέχει από κανένα, θεωρώντας το κακό, όπως κάνουν οι καταραμένοι αιρετικοί. Κρασί μόνο στον κατάλληλο καιρό, γιατί στα γηρατειά, στην ασθένεια και στο κρύο το κρασί είναι πάρα πολύ χρήσιμο, αλλά και τότε λιγοστό. Στη νεότητα όμως στη ζέστη και στη υγεία, καλύτερο είναι το νερό αλλά και αυτό λίγο, όσο το δυνατόν, γιατί η δίψα είναι καλύτερη απ’ όλες τις σωματικές πράξεις.

Τρίτη, η αγρυπνία με μέτρο, δηλαδή τι μισή νύχτα κανείς να κοιμάται και την άλλη μισή ν’ αφιερώνει σε ψαλμωδία και προσευχή, στεναγμούς και δάκρυα, για να γίνει με τη μετρημένη νηστεία και αγρυπνία το σώμα υπάκουο στην ψυχή, υγιές και έτοιμο για κάθε καλό έργο, η δε ψυχή να γίνει ανδρεία και να φωτιστεί για να βλέπει και να κάνει τα πρέποντα.

Τέταρτη ψαλμωδία, δηλαδή η σωματική προσευχή με ψαλμούς και γονυκλισίες για να ταλαιπωρηθεί το σώμα και να ταπεινωθεί η ψυχή, να φύγουν οι εχθροί δαίμονες και να πλησιάσουν οι σύμμαχοί μας Άγγελοι και να μάθει κανείς από πού παίρνει βοήθεια. Γιατί όταν το αγνοεί, μπορεί να υπερηφανευθεί, νομίζοντας πως είναι δικό του, ό,τι έπραξε, και να εγκαταλειφθεί από τον Θεό για να αναγνωρίζει την ασθένειά του.

Πέμπτη, η πνευματική προσευχή που γίνεται με το νου , μακριά από κάθε έννοια. Τότε ο νους, μένοντας στα λόγια της προσευχής και προσπίπτοντας στον Θεό με απερίγραπτη συντριβή, ζητεί μόνο να γίνει το θείο θέλημα σε όλα τα έργα και τα νοήματα, χωρίς να δέεται διόλου λογισμό ή σχήμα ή χρώμα ή φως ή φωτιά ή οτιδήποτε άλλο, αλλά καθώς βλέπεται από τον Θεό και συνομιλεί με Αυτόν μόνον, να γίνεται άμορφος, αχρωμάτιστος, ασχημάτιστος. Αυτή είναι η καθαρή προσευχή, που αρμόζει στον πρακτικό ακόμη. Στο θεωρητικό όμως πρέπουν άλλα, μεγαλύτερα απ’ αυτά.

Έκτη, η ανάγνωση των λόγων και των βίων των Πατέρων-χωρίς διόλου κανείς ν’ ακούει ξένα δόγματα ή τίποτε άλλα, και μάλιστα αιρετικά-, για να μάθει από τις ιερές Γραφές και από τη διάκριση των Πατέρων, πώς να νικήσει τα πάθη και ν’ αποκτήσει τις αρετές. Επίσης για να γεμίσει ο νους του από τα λόγια του Αγίου Πνεύματος ώστε να λησμονήσει τα προηγούμενα άπρεπα λόγια και νοήματα που άκουσε, όταν ήταν έξω από το κελί του, και να φτάσει από την πολλή προσευχή και ανάγνωση, να έχει στο νου του καλές έννοιες. Γιατί η προσευχή βοηθείται από την ανάγνωση που γίνεται στην ησυχία, και η ανάγνωση από την καθαρή προσευχή, όταν κανείς προσέχει στα λεγόμενα και δεν διαβάζει ή ψάλλει σαν πάρεργο, ακόμη και όταν καθόλου δεν μπορεί να εννοήσει όπως πρέπει τη δύναμη εκείνων που διαβάζει, ένεκα του σκοτισμού των παθών. Συχνά βέβαια γελιόμαστε από την οίηση, και μάλιστα εκείνοι που νομίζουν ότι έχουν τη σοφία αυτού του κόσμου, αγνοώντας ότι χρειαζόμαστε έμπρακτη γνώση για να κατανοούμε αυτά και ότι δεν ωφελείται μόνον από την ακοή εκείνος που θέλει ν’ αποκτήσει τη γνώση του Θεού. Γιατί άλλο είναι η ακοή και άλλο η πράξη. Όπως δηλαδή μπορεί ο άνθρωπος να γίνει τεχνίτης, ακούγοντας μόνο να του λένε, αλλά εκτελώντας και βλέποντας και λαθεύοντας συχνά και ακούγοντας τις υποδείξεις των εμπειριών, ώστε με την υπομονή και με το κόψιμο των θελημάτων του και με την πολυκαιρία να φτάσει στην κατοχή της τέχνης, έτσι και η πνευματική γνώση δεν έρχεται από τη μελέτη μόνο, αλλά δίνεται κατά χάρη από τον Θεό στους ταπεινόφρονες. Γιατί εκείνος που διαβάζει τις Γραφές και ίσως φαίνεται πως εν μέρει γνωρίζει, δεν είναι για θαυμασμό, αν μάλιστα είναι πρακτικός. Δεν έχει ακόμη αυτός γνώση Θεού, αλλά ακούει τα λόγια εκείνων που έχουν γνώση. Ώστε εκείνοι που τα έγραψαν είχαν πολλές φορές γνώση Θεού, όπως οι προφήτες, αυτός όμως όχι ακόμη. Και εγώ λοιπόν έτσι γνωρίζω, επειδή μάζεψα από τις θείες Γραφές, και όχι επειδή αξιώθηκα να ακούσω από το Πνεύμα, αλλά άκουσα από εκείνους που ακούνε το Πνεύμα, όπως εκείνοι που ακούνε για κάποια πόλη ή για κάποιον άνθρωπο από εκείνους που γνωρίζουν περί αυτών.

Έβδομη , η ερώτηση των εμπειριών για κάθε λόγο και ζήτημα, για να μην εννοεί και κάνει κανείς άλλα αντ’ άλλων από απειρία ή αυταρέσκεια και πλανάται έτσι πολλές φορές και πέφτει στην οίηση νομίζοντας ότι γνωρίζει όπως πρέπει, ενώ δε γνωρίζει τίποτε ακόμη, όπως λέει ο Απόστολος(Α΄Κορ. 8,2).

Έπειτα, μαζί με αυτές τις σωματικές πράξεις, πρέπει να έχει κανείς υπομονή σ’ όλα τα λυπηρά, τα οποία παραχωρεί ο Θεός, για να μάθει και να αποκτήσει πείρα και γνώση της αδυναμίας του. Και μήτε να ξεθαρεύει, μήτε να απελπίζεται για ό,τι του συμβεί καλό ή κακό. Κάθε όνειρο και λόγο και έργο άχρηστο οφείλει να τ’ αποστρέφεται. Επίσης να μελετά πάντοτε το όνομα του Θεού περισσότερο και από την αναπνοή του σε κάθε καιρό, τόπο και έργο, και να προσπίπτει σ’ Αυτόν ολόψυχα, μαζεύοντας το νου από όλα τα νοήματα του κόσμου και μόνο να ζητεί να γίνει το θέλημά του Θεού. Και τότε αρχίζει ο νους να βλέπει τα σφάλματά του, που είναι σαν την άμμο της θάλασσας. Αυτή είναι η αρχή του φωτισμού της ψυχής και τεκμήριο της υγείας του. Και γενικά συντρίβεται η ψυχή και ταπεινώνεται η καρδιά(Ψαλμ. 50,19) και νομίζει τον εαυτό της αληθινά κάτω απ’ όλους. Αρχίζει τότε να κατανοεί τις ευεργεσίες του Θεού και τις ειδικές και τις ευρύτερες, που βρίσκονται στις θείες Γραφές, όπως και τα αμαρτήματά του, και να τηρεί τις εντολές με γνώση, από την πρώτη και τις λοιπές όλες. Επειδή ο Κύριος τις έβαλε όπως σε σκάλα και δεν μπορεί κανείς ποτέ να ξεπεράσει τη μια για να ανεβεί στην άλλη, όπως και στα σκαλοπάτια, έτσι και από την πρώτη εντολή ανεβαίνουμε στη δεύτερη, και από αυτή στη Τρίτη, ώσπου αυτές να κάνουν τον άνθρωπο θεό με τη χάρη Εκείνου που τις χάρισε σε όσους έχουν καλή προαίρεση.

Περί του θείου φόβου ως πρώτης εντολής

Αν κανείς θέλει να προχωρήσει σύντομα, πρέπει στις εντολές μάλλον να δείχνει την επιμέλειά του και όχι αλλού, γιατί αλλιώς θα πέσει σε γκρεμό, ή μάλλον σε χάος. Γιατί όπως στα επτά χαρίσματα του Πνεύματος, αν δεν αρχίσει από το φόβο, δεν μπορεί κανείς ν’ ανέβει ποτέ στα άλλα, έτσι και στους μακαρισμούς του Κυρίου. Καθώς λέει ο Δαβίδ, αρχή της σοφίας είναι ο φόβος του Κυρίου(Ψαλμ. 110,10). Και άλλος Προφήτης, αναφέροντας τα χαρίσματα από την κορυφή προς τα κάτω, είπε: «Πνεύμα σοφίας και συνέσεως, πνεύμα βουλής και ισχύος, πνεύμα γνώσεως και ευσεβείας, πνεύμα φόβου Θεού»(Ησ. 11,2-3). Και ο Κύριος από το φόβο άρχισε να διδάσκει, λέγοντας: «Μακάριοι όσοι νιώθουν φτωχοί μπροστά στον Θεό»(Ματθ. 5,3). Αυτό σημαίνει να γίνει κανείς κατατρομαγμένος από το φόβο του Θεού, και να έχει ταπείνωση συντριβή ψυχής. Ο Κύριος έθεσε ως θεμέλιο αυτή την εντολή, επειδή γνωρίζει ότι χωρίς αυτήν, ακόμη και όταν κανείς ζει στον ουρανό, δεν ωφελείται, αν έχει την παραφροσύνη με την οποία έπεσαν ο διάβολος και ο Αδάμ και πάρα πολλοί άλλοι.

Γι’ αυτό οφείλει εκείνος που θέλει να τηρήσει την πρώτη εντολή, δηλαδή τον φόβο όπως είπαμε, να μελετά με μεγάλη επιμέλεια τα συναπαντήματα της ζωής που γράφτηκαν παραπάνω και τις ευεργεσίες του Θεού, τις αμέτρητες και ανεξερεύνητες, και όσα έκανε και κάνει σ’ εμάς με ορατά και αόρατα μέσα, με εντολές και δόγματα, με απειλές και υποσχέσεις, φυλάγοντάς μας, τρέφοντάς μας, προνοώντας, ζωογονώντας και λυτρώνοντάς μας από ορατούς και αόρατους εχθρούς. Τις ασθένειες που προκαλεί η δική μας αταξία, τις θεραπεύει με τις προσευχές και τις πρεσβείες των Αγίων Του. Στις αμαρτίες, στις ασέβειες και στις ανομίες μας μακροθυμεί πάντα, για όσα κάναμε και κάνουμε και όσα μέλλουμε να κάνουμε. Από αυτά μας λύτρωσε η χάρη Του. Να μελετά επίσης πόσο παροργίζουμε τον Θεό με έργα, λόγια και διαλογισμούς. Και όχι μόνο μας ανέχεται, αλλά και περισσότερο μας ευεργετεί είτε ο Ίδιος, είτε μέσω των Αγγέλων, των Γραφών, των Δικαίων και Προφητών, των Αποστόλων και Μαρτύρων, των διδασκάλων και των οσίων Πατέρων. Και κατανοώντας τους άθλους των μαρτύρων και τους αγώνες των οσίων, έπειτα θαυμάζοντας τη συγκατάβαση του Κυρίου μας Ιησού Χριστού, τη ζωή Του στο κόσμο, τα άχραντα πάθη Του, το Σταυρό, τον θάνατο, την ταφή, την ανάσταση, την ανάληψη, την παρουσία του Αγίου Πνεύματος, τα άρρητα θαύματα που γίνονται πάντοτε και κάθε ημέρα, τον παράδεισο, τα στεφάνια, την υιοθεσία που μας αξίωσε και όλα όσα περιέχει η θεία Γραφή και άλλα πολλά σκεπτόμενος, κυριεύεται από έκπληξη βλέποντας τη φιλανθρωπία του Θεού, ενώ τρέμει και θαυμάζει τη μακροθυμία Του και την ανοχή Του προς εμάς. Και λυπάται για τη ζημιά που έπαθε η ανθρώπινη φύση, που έχασε δηλαδή την αγγελική απάθεια, τον παράδεισο και όλα τα αγαθά από τα οποία ξεπέσαμε, ενώ πέσαμε σε τόσα κακά εννοώ τους δαίμονες, τα πάθη και τις αμαρτίες, και συντρίβεται η ψυχή, κατανοώντας πόσα κακά δημιουργήθηκαν από τη δική μας πονηρία και από την πανουργία των δαιμόνων.

Περί του πένθους ως δεύτερης εντολής

Και έτσι ο Θεός του χαρίζει το μακάριο πένθος, δηλαδή τη δεύτερη εντολή. «Μακάριοι οι πενθούντες»(Ματθ. 5,4), λέει, δηλαδή εκείνοι που πενθούν τον εαυτό τους και τον πλησίον από αγάπη και συμπάθεια γι’ αυτόν. Και φτάνει ο άνθρωπος αυτός να πενθεί όπως για ένα νεκρό, προ του θανάτου, από τα φρικτά νοήματα εκείνων που γίνονται μετά θάνατον, ολολύζοντας και στενάζοντας από τα βάθη της καρδιά του με πολλά πικρά και επίπονα δάκρυα και απερίγραπτους θρήνους. Και έτσι η χάρη του Θεού, η κοινή μητέρα όλων μας, του χαρίζει την πραότητα, την αρχή της μιμήσεως του Χριστού, δηλαδή την τρίτη εντολή, όπως λέει ο Κύριος: «Μακάριοι οι πράοι»(Ματθ. 5,5). Και γίνεται σταθερός σαν βράχος που δεν σαλεύει διόλου από τον άνεμο ή τα κύματα του βίου, αλλά είναι πάντοτε ο ίδιος και στην αφθονία και στη φτώχεια, και στην ευκολία και στη δυσκολία, στην τιμή και στην ατιμία. Και γενικά γνωρίζει σε κάθε περίσταση και κάθε πράξη με τη διάκριση, ότι όλα περνούν, και τα ευχάριστα και τα οδυνηρά, και ότι αυτός ο βίος είναι δρόμος προς τον μέλλοντα αιώνα. Και ότι ίσως και χωρίς να θέλουμε, γίνονται εκείνα που γίνονται, ώστε μάταια ταραζόμαστε(Ψαλμ. 38,7) και χάνουμε το στεφάνι της υπομονής και παρουσιαζόμαστε αντίθετοι στο θέλημα του Θεού. Γιατί όλα όσα κάνει ο Θεός είναι πολύ καλά, μα εμείς δεν το γνωρίζουμε. Όπως λέει η Γραφή, Αυτός θα οδηγήσει τους πράους με κρίση(Ψαλμ. 24,9), ή μάλλον, με τη διάκριση των πραγμάτων.

Αλλά και σε καιρό οργής, ο άνθρωπος αυτός δεν ταράζεται καθόλου. Μάλλον χαίρεται, γιατί βρήκε καιρό κέρδους και φιλοσοφίας, σκεπτόμενος ότι δεν έγινε ο πειρασμός χωρίς αιτία, αλλά θα λύπησε πρωτύτερα συνειδητά ή ασυνείδητα τον Θεό ή τον αδελφό ή κανένα άλλο, και ότι μάλλον βρέθηκε αφορμή για τη συγχώρησή του, ώστε τουλάχιστον με την υπομονή να λάβει συγχώρηση των πολλών του αμαρτιών. Σκέφτεται ακόμη ότι αν δεν συγχωρήσει όσα του έφταιξαν οι άλλοι, ούτε ο ουράνιος Πατέρας θα συγχωρήσει τα αμαρτήματά του(Ματθ. 6,15), και ότι δεν υπάρχει από αυτήν πιο σύντομη αρετή, δηλαδή την εντολή για την συγχώρηση των άλλων. Γιατί ο Κύριος λέει: «Συγχωρήστε και θα συγχωρηθείτε»(Ματθ. 6,14). Χαίρεται και γιατί αξιώθηκε να τα γνωρίζει αυτά και να τα πράττει κατά μίμηση του Χριστού και να γίνει με τη χάρη της εντολής πράος. Λυπάται όμως για τον αδελφό, επειδή με τις αμαρτίες του μπήκε σε πειρασμό ο αδελφός από τον κοινό εχθρό, το διάβολο, και έγινε φάρμακο για θεραπεία της δικής του ασθένειας. Γιατί κάθε πειρασμός παραχωρείται από τον Θεό για τη θεραπεία της ψυχής του αρρώστου, επειδή χαρίζει τη συγχώρηση προηγουμένων και παρόντων κακών και γίνεται εμπόδιο για μελλοντικά. Δεν έχει όμως έπαινο ούτε ο διάβολος, ούτε ο αίτιος του πειρασμού, ούτε ο πειραζόμενος. Γιατί ο διάβολος είναι άξιος μίσους ως κακοποιός, αφού ό,τι κάνει δεν το κάνει για καλό. Ο αίτιος του πειρασμού είναι άξιος να τον ελεήσει ο πειραζόμενος, επειδή ενεργεί όχι από αγάπη, αλλά γιατί εμπαίζεται και ταλαιπωρείται από το διάβολο. Ο πειραζόμενος τέλος, υπομένει τις θλίψεις εξαιτίας των αμαρτιών του και όχι για χάρη κάποιου άλλου, ώστε να έχει έπαινο- γιατί δεν είναι ο ίδιος αναμάρτητος. Αλλά και να είναι, πράγμα αδύνατο, και πάλι υπομένει με την ελπίδα της ανταποδόσεως και από φόβο κολάσεως. Έτσι είναι μ’ αυτούς. Ο Θεός τώρα, επειδή δεν έχει καμιά ανάγκη ή έλλειψη, αλλά σε όλους οικονομεί το συμφέρον, είναι άξιος ευχαριστίας, αφού ανέχεται με μακροθυμία και το διάβολο και τη πονηρία των ανθρώπων, και παρέχει κάθε καλό, και πριν την αμαρτία και μετά την αμαρτία, σε όσους μετανοούν.

Αφού λοιπόν έμαθε κάθε διάκριση εκείνος που αξιώθηκε να γίνει τηρητής της τρίτης εντολής, της πραότητας, δε θα γελαστεί ποια είτε με γνώση του είτε με άγνοιά του, αλλά έχοντας λάβει το χάρισμα της ταπεινώσεως, θεωρεί τον εαυτό του ότι είναι μηδέν. Γιατί η πραότητα είναι το υλικό της ταπεινώσεως, κι αυτή είναι η θύρα που οδηγεί στην απάθεια. Μέσω αυτής εισέρχεται στην άπτωτη και τέλεια αγάπη εκείνος που γνωρίζει τη φύση του, δηλαδή τι ήταν πριν γεννηθεί και τι θα γίνει μετά θάνατον. Γιατί ο άνθρωπος δεν είναι τίποτε, παρά λίγη δυσωδία που χάνεται την ίδια στιγμή, κι απ’ όλη την κτίση χειρότερος. Κι αυτό γιατί κανένα άλλο κτίσμα, άψυχο ή έμψυχο δεν ανέτρεψε το θέλημα του Θεού ποτέ, παρά η ανθρώπινη φύση, που δέχεται πολλές ευεργεσίες από τον Θεό, κι ωστόσο πάντοτε πού Τον παροργίζει.

Και έτσι ο άνθρωπος αξιώνεται της τέταρτης εντολής, δηλαδή του πόθου της αποκτήσεως των αρετών, όπως λέει ο Κύριος: «Μακάριοι όσοι πεινούν και διψούν τη δικαιοσύνη»(Ματθ. 5,6). Και γίνεται ο άνθρωπος σαν το πεινασμένο και διψασμένο για κάθε δικαιοσύνη, εννοώ κάθε αρετή σωματική και ηθική, δηλαδή ψυχική. Αν κανείς δε γευθεί κάποιο πράγμα, δεν γνωρίζει τι στερείται, λέει ο Μέγας Βασίλειος. Εκείνος όμως που γεύθηκε, το ποθεί πολύ. Έτσι και εκείνος που γεύθηκε λίγο τη γλυκύτητα των εντολών και κατάλαβε ότι οι εντολές τον φέρνουν σιγά-σιγά στη μίμηση του Χριστού, ποθεί την απόκτηση όλων, ώστε για χάρη τους και τον θάνατο πολλές φορές καταφρονεί. Κι αφού καταλάβει λίγο τα μυστήρια του Θεού που είναι κρυμμένα μέσα στις θείες Γραφές, διψά πολύ να φτάσει σ’ αυτά. Και όταν τα γνωρίσει, διψά περισσότερο και καίγεται, σαν να πίνει φλόγα. Επειδή όμως το θείο είναι ακατάληπτο για όλους, μένει πάντοτε διψασμένος. Ό,τι είναι για το σώμα η υγεία και η ασθένεια, αυτό είναι για την ψυχή η αρετή και η κακία, και για το νου η γνώση και η αγνωσία. Και όσο κανείς φροντίζει την ευσέβεια, δηλαδή την πρακτική αρετή, τόσο φωτίζεται ο νους στη γνώση.

Και έτσι αξιώνεται του ελέους μέσω της πέμπτης εντολής, όπως λέει ο Κύριος: «Μακάριοι οι ελεήμονες»(Ματθ. 5,7). Ελεήμων είναι εκείνος που ελεεί τον πλησίον από εκείνα που έλαβε από τον Θεό, είτε χρήματα, είτε φαγητά, είτε δύναμη, είτε λόγο ωφέλιμο, είτε προσευχή, και γενικά από ό,τι έχει που μπορεί να δείξει ευσπλαχνία σ’ εκείνον που έχει την ανάγκη του, πιστεύοντας πως είναι χρεώστης, γιατί έλαβε περισσότερα απ’ όσα του ζητούνται και γιατί αξιώθηκε σαν τον Θεό να ονομάζεται ελεήμων, και μάλιστα από τον Χριστό σ’ αυτή τη ζωή και στη μέλλουσα, μπροστά σε όλη την κτίση. Σκέφτεται ότι μέσω του αδελφού, ζητεί τη βοήθειά του ο Θεός και γίνεται χρεωφειλέτης του, και ότι ο φτωχός μπορεί να ζήσει και χωρίς αυτό που του ζητεί, ενώ αυτός, χωρίς να ελεεί κατά τη δύναμή του, δεν μπορεί να ζήσει, ούτε να σωθεί. Γιατί αν δε θέλει να σπλαχνιστεί το συνάνθρωπο, πως παρακαλεί τον Θεό να σπλαχνιστεί αυτόν; Και άλλα πολλά συλλογιζόμενος έτσι εκείνος που αξιώθηκε να τηρήσει τις εντολές, δίνει όχι μόνο τα πράγματά του, αλλά και τη ζωή του ακόμη για χάρη του πλησίον. Αυτή είναι η τέλεια ελεημοσύνη. Όπως ο Χριστός υπέφερε το θάνατο για χάρη μας και έδωσε σε όλους παράδειγμα και τύπο(Α΄ Πετρ.2,21), να πεθάνουμε ο ένας για χάρη του άλλου, κι όχι μονάχα για τους φίλους μας, αλλά και για τους εχθρούς, όταν το καλεί η περίσταση.

Δεν είναι ανάγκη να έχει κανείς, δήθεν για να ελεεί. Αυτό μάλλον είναι μεγάλη ασθένεια. Αλλά κι αν δε έχει κανείς κάτι για να ελεεί, να έχει ευσπλαχνία σε όλους και με ό,τι μπορεί, να βοηθήσει όσους έχουν ανάγκη, αφήνοντας κάθε εμπαθή προσκόλληση στα πράγματα του βίου και έχοντας συμπάθεια ια τους ανθρώπους. Ούτε πρέπει να διδάσκει από κενοδοξία, για να ωφελήσει δήθεν ψυχές ασθενών, αυτός που δεν έκανε προηγουμένως πράξη τα λόγια του, αφού ο ίδιος είναι πιο ασθενής από εκείνους που νομίζει ότι θα ωφελήσει. Κάθε πράγμα χρειάζεται τον καιρό του και διάκριση, για να μη γίνει τίποτε χωρίς να είναι καιρός ή δίχως να χρειάζεται. Για τον αδύνατο προτιμότερο είναι η φυγή απ’ όλα, και η ακτημοσύνη είναι υπερβολικά καλύτερη από την ελεημοσύνη.

Με την απουσία εμπαθών προσκολλήσεων αξιώνεται της έκτης εντολής, όπως λέει ο Κύριος: «Μακάριοι όσοι είναι καθαροί στην καρδιά»(Ματθ. 5,8), δηλαδή εκείνοι που κατόρθωσαν κάθε αρετή με άγιους διαλογισμούς και έφτασαν να βλέπουν τα πράγματα όπως είναι στη φύση τους. Και έτσι περνά κανείς στην ειρήνη των λογισμών. «Μακάριοι, λέει οι ειρηνοποιοί»(Ματθ. 5,9), δηλαδή εκείνοι που έχουν ειρηνοποιήσει την ψυχή και το σώμα με το να υποτάξουν τη σάρκα στο πνεύμα, για να μην επιθυμεί πια η σάρκα εναντίον του πνεύματος(Γαλ. 5,17), αλλά να βασιλεύει η χάρη του Αγίου Πνεύματος στην ψυχή και να την οδηγεί όπως θέλει, αφού της χαρίσει τη θεία γνώση. Με τη γνώση μπορεί ο άνθρωπος να υπομένει διωγμό, ονειδισμό και κακοποίηση για την αρετή και χαίρεται γιατί η ανταμοιβή του θα είναι μεγάλη στους ουρανούς(Ματθ. 5,10-12).

Όλοι λοιπόν οι μακαρισμοί κάνουν τον άνθρωπο θεό κατά χάρη, με το να γίνει πράος, να ποθεί κάθε αρετή, να είναι ελεήμων, απαθής, ειρηνοποιός, να υπομένει κάθε πόνο με χαρά για την αγάπη του Θεού και του πλησίον. Ώστε είναι δώρα του Θεού και οφείλουμε να ευχαριστούμε πολύ τον Θεό γι’ αυτούς και για τα έπαθλα που έχουν, δηλαδή τη βασιλεία των ουρανών στο μέλλον, ενώ σ’ αυτή τη ζωή, παρηγοριά και αφθονία κάθε αγαθού και έλεος από τον Θεό, και τη φανέρωση του Θεού με τη θεωρία των κρυφών μυστηρίων που είναι κρυμμένα στις άγιες Γραφές και σε όλα τα κτίσματα, και μεγάλη ανταμοιβή στους ουρανούς. Και γινόμαστε όμοιοι με τον Χριστό με τη μίμησή Του εδώ στη γη και οι »μακάριοι» κάθε εντολής, πράγμα που είναι το ακρότατο αγαθό, το ανώτερο που μπορεί να επιθυμήσει ο άνθρωπος. Επειδή κατά τον Απόστολο μόνο ο Θεός είναι μακάριος και κατοικεί σε απρόσιτο φως(Α΄Τιμ. 6,15-16). Αλλά μ’ όλο που έχουμε χρέος να φυλάξουμε τις εντολές, ή μάλλον να μας φυλάξουν οι εντολές, ο φιλάνθρωπος Θεός ωστόσο, θα χαρίσει τα έπαθλα της εντολής και εδώ και στον ουρανό σ’ εκείνον που πιστεύει σ’ Αυτόν.

Μ’ όλα αυτά που προέρχονται από το μακάριο πένθος, ανακουφίζεται ο νους από τα πάθη, και συμφιλιώνεται με τον Θεό για τις αμαρτίες του με τα πικρά και πολλά δάκρυα. Σταυρώνεται νοερά μαζί με τον Χριστό με την ηθική ζωή, δηλαδή με την τήρηση των εντολών, όπως είπαμε, και τη φύλαξη των πέντε αισθήσεων, για να μην κάνουν τίποτε απολύτως πέρα απ’ ότι χρειάζεται.

Κυριαρχώντας ο νους στις παράλογες ορμές, αρχίζει να διευθύνει σαν ηνίοχος τα σχετικά μ’ αυτόν πάθη, θέλω να πω, το θυμό και την επιθυμία. Και άλλοτε το θυμό που αγριεύει, τον καταπραΰνει με την ηπιότητα της επιθυμίας, κι άλλοτε με την αυστηρότητα του θυμού κατευνάζει την επιθυμία. Και τότε ο νους, αναλογιζόμενος τον εαυτό του, καταλαβαίνει το αξίωμά του, ότι είναι κύριος του εαυτού του, και αποκτά την ικανότητα να βλέπει τα πράγματα όπως είναι στη φύση τους. Γιατί ανοίγει το αριστερό μάτι, που το τύφλωσε ο διάβολος με την επικράτηση των παθών, και καταξιώνεται ο άνθρωπος να ταφεί μαζί με τον Χριστό νοερά σε σχέση με τα πράγματα του κόσμου. Δεν εξαπατάται πλέον από την εξωτερική ομορφιά, αλλά βλέπει το χρυσό, το ασήμι, τους πολύτιμους λίθους και ξέρει ότι από τη γη βγαίνουν όπως τα λοιπά άψυχα, τα ξύλα και οι πέτρες. Ξέρει επίσης ότι ο άνθρωπος είναι σαν τη σαπίλα και λίγο χώμα μέσα στον τάφο μετά το θάνατο. Και όλα τα ευχάριστα του βίου τα θεωρεί μηδέν και βλέπει τις αλλοιώσεις τους πάντοτε με πολλή σκέψη που προέρχεται από τη γνώση. Και γίνεται με χαρά νεκρός για τον κόσμο και ο κόσμος νεκρώνεται γι’ αυτόν, και δε δυσκολεύεται πλέον, αλλά μάλλον έχει ανάπαυση και έλλειψη εμπαθούς προσκολλήσεως σε οτιδήποτε.

Και έτσι με την καθαρότητα της ψυχής καταξιώνεται να αναστηθεί νοερά μαζί με τον Χριστό και παίρνει δύναμη να βλέπει απαθώς και τις εξωτερικές ομορφιές των πραγμάτων και δια μέσου αυτών δοξάζει τον Ποιητή των όλων. Και θεωρώντας στα αισθητά κτίσματα τη δύναμη και την πρόνοια του Θεού, την αγαθότητα και τη σοφία Του, σύμφωνα με τα λόγια του Αποστόλου(Ρωμ. 1,20), και βλέποντας τα μυστήρια που είναι κρυμμένα μέσα στις θείες Γραφές, αξιώνεται να αναληφθεί ο νους του μαζί με τον Χριστό με τη θεωρία των νοητών κτισμάτων, δηλαδή τη γνώση των νοερών δυνάμεων. Και κατανοώντας με τα πολλά δάκρυα της συνέσεως και της χαράς, από τα ορατά τα αόρατα και από τα πρόσκαιρα τα αιώνια, στοχάζεται ότι, αν ο πρόσκαιρος αυτός κόσμος, που λέγεται εξορία και καταδίκη εκείνων που έχουν παραβεί την εντολή του Θεού, είναι τόσο ωραίος, πόσο περισσότερο είναι τα αιώνια και ακατανόητα αγαθά, που ο Θεός ετοίμασε για όσους Τον αγαπούν(Α΄Κορ. 2,9); Και αν εκείνα τα αγαθά υπερβαίνουν κάθε κατανόηση, πόσο μάλλον ο Θεός που δημιούργησε τα πάντα από το μηδέν;

Αν κανείς σχολάζει * απ’ όλα και φροντίζει τις σωματικές και ψυχικές πράξεις που ονομάζονται από τους Πατέρες ευσέβεια, και δεν πιστεύει κανένα όνειρο και κανένα δικό του νόημα που δεν έχει μαρτυρία από τη Γραφή, κι αν αποφύγει κάθε περιττή συνομιλία, ώστε να μην ακούει διόλου ή να διαβάζει αργό λόγο, και μάλιστα περί αιρέσεως, πληθαίνουν σ’ αυτόν τα δάκρυα της συνέσεως και χαράς, τόσο που να τα πίνει. Και φτάνει στην άλλη προσευχή, την καθαρή, η οποία αρμόζει στον θεωρητικό. Γιατί όπως πριν οφείλει να έχει άλλα αναγνώσματα και άλλα δάκρυα και προσευχή, έτσι και τώρα. Επειδή ο νους ανέβηκε σε πνευματικές θεωρίες, γι’ αυτό από εδώ και πέρα οφείλει να μελετά όλες τις θείες Γραφές, αφού δεν διατρέχει κανένα κίνδυνο από τα δυσνόητα λόγια της Γραφής όπως όσοι ασχολούνται ακόμη με την πράξη και είναι αδύνατοι στη διάνοια. Τούτο γιατί έχοντας πολυκαιρίσει στον αγώνα των σωματικών και ηθικών πράξεων, σταυρώθηκε και τάφηκε μαζί με τον Χριστό με τη γνώση των πραγμάτων, και κατά τη φύση και κατά τη μεταβολή, κι αναστήθηκε μαζί με τον Χριστό με την απάθεια και τη γνώση των μυστηρίων του Θεού, που βρίσκονται στα αισθητά κτίσματά Του. Και από αυτήν ανέβηκε μαζί Του στα υπερκόσμια με τη γνώση των νοητών και των μυστηρίων που είναι κρυμμένα στις θείες Γραφές.

* Οι νηπτικοί και ασκητικοί όροι »σχολάζω» και »(κατά Θεόν) σχολή» σημαίνουν την ανενεργησία του όλου ανθρώπου σ’ όλες τις μέριμνες του κόσμου και την παράδοση των ψυχικών δυνάμεων στον Θεό μέσα στη νηπτική κατάσταση της ησυχίας. Η »σχολή» αποτελεί την προϋπόθεση της προσεγγίσεως του Θεού και της διαμονής σ΄ Αυτόν με την προσευχή και τη θεωρία.

Από τον φόβο ανεβαίνει κανείς στην ευσέβεια, από την οποία προέρχεται η γνώση. Απ’ αυτήν προέρχεται η ουλή, δηλαδή η διάκριση, κι απ’ αυτήν η ισχύς που προξενεί τη σύνεση. Κι έτσι καταλήγει στη σοφία(Ησ. 11,2-3). Με όλες λοιπόν τις προηγούμενες πράξεις και θεωρίες καταξιώνεται να αποκτήσει την καθαρή και τέλεια προσευχή, που δημιουργείται από την ειρήνη και την αγάπη του Θεού και την κατοίκηση μέσα του του Αγίου Πνεύματος. Αυτό είναι εκείνο που λένε: «Απόκτησε τον Θεό μέσα σου». Επίσης τη φανέρωση και την ενοίκηση του Θεού, όπως είπε ο Χρυσόστομος, με το να γίνουν το σώμα και η ψυχή, κατά το δυνατόν, όπως του Χριστού, αναμάρτητα. Και να έχει κανείς νου που να νοεί για τον Χριστό με τη χάρη και τη σοφία του Πνεύματος, η οποία είναι γνώση θείων και ανθρώπινων πραγμάτων(Δ΄ Μακ. 1,16).

Οι τέσσερις αρετές της ψυχής

Τέσσερις είναι οι μορφές της σοφίας: η φρόνηση, δηλαδή η γνώση και εκείνων που πρέπει και εκείνων που δεν πρέπει να κάνουμε και η εγρήγορση του νου. η σωφροσύνη, δηλαδή να γίνει ορθό το φρόνημά μας, ώστε να μπορέσουμε να κρατήσουμε τον εαυτό μας μακριά από κάθε έργο, λογισμό και λόγο που δεν αρέσει στον Θεό. η ανδρεία, δηλαδή η δύναμη και η καρτερία στους κατά Θεόν αγώνες και στους πειρασμούς. η δικαιοσύνη, δηλαδή η διανομή που γίνεται με την ισότητα σε όλα αυτά. Αυτές οι τέσσερις γενικά αρετές γεννιούνται από τις τρεις δυνάμεις της ψυχής. Από το λογισμό, δηλαδή το νου, γεννιούνται δύο, η φρόνηση και η δικαιοσύνη, δηλαδή η διάκριση. Από το επιθυμητικό γεννιέται η σωφροσύνη, και από το θυμικό, η ανδρεία. Κάθε μία από αυτές βρίσκεται ανάμεσα σε δύο παρά φύση πάθη. Η φρόνηση έχει πάνω της την υπερβολική ιδέα και κάτω την ανοησία. Η σωφροσύνη έχει πάνω την ευήθεια και κάτω την ακολασία. Η ανδρεία έχει πάνω το θράσος και κάτω τη δειλία. Η δικαιοσύνη έχει πάνω την κτήση του λιγότερου και κάτω την πλεονεξία. Και αυτές οι τέσσερις αρετές είναι εικόνα του επουράνιου στοιχείου, ενώ τα οκτώ πάθη που τις περιβάλλουν, είναι εικόνα του χωμάτινου(Α΄Κορ. 15,49).

Αυτά όλα τα γνωρίζει ακριβώς ο Θεός, όπως γνωρίζει τα περασμένα, τα παρόντα και τα μέλλοντα, και εν μέρει τα γνωρίζει και εκείνος που έμαθε κατά χάρη τα έργα του Θεού από Αυτόν, και αξιώθηκε να γίνει «κατ’ εικόνα και ομοίωσιν Του»(Γεν. 1,26). Εκείνος που λέει ότι γνωρίζει ορθά μόνον εξ ακοής ψεύδεται. Γιατί ο νους του ανθρώπου δεν μπορεί χωρίς χειραγώγηση να ανεβεί ποτέ στον ουρανό. Ούτε πάλι, αν δεν ανεβεί και δει, μπορεί να πει εκείνο που δεν είδε. Αλλ’ ό,τι ακούει από τη Γραφή, εκείνο μόνο οφείλει να λέει εξ ακοής με ειλικρίνεια και να ομολογεί τον Πατέρα του Λόγου, όπως είπε ο Μέγας Βασίλειος. Αλλιώς θα νομίζει ότι έχει γνώση, και θα είναι χειρότερος από εκείνον που δεν έχει. Γιατί όταν νομίζει κανείς ότι είναι κάτι, δεν μπορεί να γίνει, ό,τι νομίζει πως είναι, λέει ο άγιος Μάξιμος *. Υπάρχει και αξιέπαινη αγνωσία, όπως λέει ο Χρυσόστομος, όπως όταν συνειδητά γνωρίζει κανείς ότι αγνοεί. Και υπάρχει και αγνωσία πέρα από κάθε αγνωσία , όταν δε γνωρίζει κανείς ότι αγνοεί. Υπάρχει και γνώση ψευδώνυμη, όταν νομίζει κανείς ότι γνωρίζει, ενώ δεν γνωρίζει τίποτε, όπως λέει ο Απόστολος(Α΄ Κορ. 8,2).

* Τρίτη εκατοντάδα περί αγάπης, κεφ. 80 (Φιλοκαλία, τόμος Β΄, σελ.87).

Η έμπρακτη γνώση

Υπάρχει γνώση αληθινή και υπάρχει καθολική αγνωσία. Ανώτερη απ’ όλες είναι η έμπρακτη γνώση. Γιατί, τι ωφελείται ο άνθρωπος αν έχει όλη τη γνώση, ή μάλλον αφού τη λάβει κατά χάρη από Θεό όπως ο Σολομών(Γ΄Βασ. 3,12)-είναι βέβαια αδύνατο να παρουσιαστεί δεύτερη όμοια περίπτωση- και έπειτα να πάει στη κόλαση; Τι ωφελείται αν δε λάβει πληροφορία με τη μαρτυρία της συνειδήσεως από τα έργα και τη βέβαιη πίστη του ότι ελευθερώθηκε από τη μέλλουσα κόλαση, καθώς δε θα τον κατηγορεί η συνείδηση ότι παραμέλησε κάτι απ’ όσα κατά τη δύναμή του χρεωστούσε, όπως λέει ο άγιος Ιωάννης ο Θεολόγος; «Αν η καρδιά μας, λέει , δεν μας κατηγορεί πια έχουμε παρρησία μπροστά στον Θεό»(Α΄Ιω. 3,21). Μ’ όλα τούτα, όπως λέει ο άγιος Νείλος και αυτή η συνείδηση κάποτε ψεύδεται. Τούτο γίνεται όταν σκοτεινιάζει από τα πάθη και πέφτει στην κακία, όπως λέει ο Ιωάννης της Κλίμακος. Αν η πονηρία μόνη εκ φύσεως σκοτίζει ο νου, λέει ο Μέγας Βασίλειος , και αν η ιδέα που έχει κανείς για τον εαυτό του τον κάνει τυφλό και δεν τον αφήνει να γίνει ότι νομίζει πως είναι, τι λοιπόν να πούμε για κείνους που δουλεύουν στα πάθη, αν νομίζουν ότι έχουν καθαρή συνείδηση; Και μάλιστα όταν βλέπουμε τον Απόστολο Παύλο, που είχε μέσα του τον Χριστό, να λέει και με τα έργα και με το λόγο ότι « η συνείδησή μου δε με ελέγχει για καμία αμαρτία, αλλά δε σημαίνει ότι μ’ αυτό έχω δικαιωθεί»(Α΄Κορ. 4,4). Οι πολλοί από τη μεγάλη αναισθησία που έχουμε, νομίζουμε ότι είμαστε κάτι, ενώ δεν είμαστε τίποτε. «Αλλά όταν λέει ο Απόστολος, λένε οι άνθρωποι ότι έχουν ειρήνη, τότε επέρχεται σ’ αυτούς η καταστροφή»(Α΄Θεσ. 5,3). Γιατί δεν είχαν ειρήνη, αλλά έλεγαν ότι έχουν επειδή έτσι νόμιζαν, λέει ο Χρυσόστομος, από την πολλή αναισθησία του. Και όπως λέει ο άγιος Ιάκωβος ο αδελφόθεος για τους ανθρώπους αυτούς ότι «ξέχασαν τις αμαρτίες τους»(Ιακ. 1,25), έτσι πάρα πολλοί υπερήφανοι, χωρίς να το καταλάβουν, όπως λέει ο Ιωάννης της Κλίμακος, νόμισαν ότι έχουν απάθεια.

Και εγώ λοιπόν, επειδή τρέμω τους τρείς γίγαντες του διαβόλου, για τους οποίους έγραψε ο άγιος Μάρκος ο ασκητής, δηλαδή τη ραθυμία, τη λήθη και την άγνοια *, γιατί κατέχομαι από αυτές πάντοτε, και επειδή φοβούμαι μήπως αγνοώντας τα όριά μου βρεθώ έξω από τον ίσιο δρόμο, όπως λέει ο άγιος Ισαάκ, έγραψα την παρούσα συλλογή. Γιατί όπως λέει ο Άγιος της Κλίμακος, εκείνος που μισεί τον έλεγχο, είναι φανερό ότι έδειξε το πάθος της υπερηφάνειας. Ενώ εκείνος που τρέχει στον έλεγχο, είναι ελεύθερος από τα δεσμά της. Κι ο Σολομών λέει: «Αν ο ανόητος ρωτάει για σοφία, αυτό θα του λογαριασθεί σοφία»(Παροιμ. 17,28). Γι’ αυτό και έβαλα στην αρχή τα ονόματα των βιβλίων και των Αγίων, για να μη λέω για το κάθε ρητό τίνος είναι και μακραίνει ο λόγος. Γιατί και οι άγιοι Πατέρες έγραφαν τα λόγια των θείων Γραφών πολλές φορές όπως είναι στο κείμενο, όπως ο Θεολόγος Γρηγόριος τα λόγια του Σολομώντα, και οι λοιποί, όπως ο Λογοθέτης Συμεών ο Μεταφραστής είπε περί του Χρυσοστόμου ότι « δεν είναι σωστό να παραμερίσω τα λόγια του και να γράφω τα δικά μου», αν και μπορούσε, γιατί από το ίδιο Άγιο Πνεύμα έλαβαν όλοι. Έτσι οι άγιοι Πατέρες, άλλοτε αναφέρουν τίνος είναι το ρητό που χρησιμοποιούν , επειδή από ταπείνωση αρέσκονται να προτιμούν τα λόγια των Γραφών, και άλλοτε τ’ αφήνουν ανώνυμα λόγω της πληθώρας για να μη μακραίνει ο λόγος.

* Φιλοκαλία, τόμος Α΄, σελ.175.

Οι σωματικές αρετές είναι εργαλεία των ψυχικών

‘Aλλα επειδή είναι καλύτερη η συχνότερη υπενθύμιση, ιδού θα αρχίσω τα περισσότερα απ’ όσα είπα, και δεν είναι δικά μου αυτά, αλλά λόγια και διακρίσεις των θείων Γραφών και Αγίων ανδρών. Λέει ο Δαμασκηνός * ότι οι σωματικές αρετές, ή μάλλον τα εργαλεία των αρετών, είναι αναγκαίες όταν τις εργάζεται κανείς με ταπείνωση και πνευματική γνώση, επειδή χωρίς αυτές δεν επιτυγχάνονται ούτε οι ψυχικές αρετές. Αν όμως δε γίνονται έτσι, αλλά σαν να είναι αυτοσκοπός, δεν ωφελούν σε τίποτε, όπως ούτε τα φυτά χωρίς τους καρπούς τους. Ούτε χωρίς σχολή και κοπή των θελημάτων του μπορεί κανείς να μάθει ποτέ ορθά και με ασφάλεια κάποια τέχνη. Γι’ αυτό λοιπόν, μετά την πράξη, έχουμε ανάγκη και τη γνώση και προπάντων την κατά Θεόν σχολή απ’ όλα και την απασχόληση με τις θείες Γραφές, χωρίς την οποία, κανείς δεν μπορεί ποτέ να αποκτήσει αρετή. Εκείνος που αξιώθηκε να σχολάζει πάντοτε και ολοκληρωτικά, πέτυχε το τελειότατο αγαθό· εκείνος όμως που δεν αξιώθηκε, ας μην αμελήσει να σχολάζει εν μέρει. Μακάριοι ωστόσο είναι εκείνοι που σχολάζουν ολοκληρωτικά, είτε με την υποταγή τους σε κάποιον πρακτικό που ασκεί την ησυχία ορθά, είτε με ησυχία και αμεριμνία υποταγμένοι τελείως στο θείο θέλημα και ζητώντας τις συμβουλές των εμπείρων για κάθε τους προσπάθεια, λόγο και νόημα, όσοι μάλιστα θέλουν να φτάσουν χωρίς κόπο στην απάθεια και την πνευματική γνώση, με την ολοκληρωτική κατά Θεόν σχολή, όπως ο ίδιος ο Θεός είπε μέσω του Προφήτη: «Σχολάσετε και μάθετε ότι εγώ είμαι ο Θεός»(Ψαλμ. 45,11).

* Φιλοκαλία, τόμος Β΄, σελ.301.

Οι απασχολημένοι με τα βιοτικά κοσμικοί και οι δήθεν μοναχοί, ας σχολάσουμε έστω και εν μέρει, όπως οι παλιοί Δίκαιοι, για να εξετάζουμε την άθλια ψυχή μας πριν από το θάνατο και να της προξενήσουμε διόρθωση ή ταπείνωση και να μη χαθεί τελείως με την καθολική αγνωσία και τα συνειδητά και ασυνείδητα αμαρτήματά της. Γιατί και ο Δαβίδ, αν και ήταν βασιλιάς, εντούτοις κάθε νύχτα έβρεχε το στρώμα του και το κρεβάτι του με τα δάκρυα(Ψαλμ. 6,7), ενώ ο Ιώβ έλεγε: «Από την αίσθηση του θείου ανορθώθηκαν οι τρίχες μου»(Ιωβ. 4,15) και τα λοιπά. Κι εμείς λοιπόν ας σχολάσουμε, όπως οι κοσμικοί, μέρος έστω της ημέρας και της νύχτας, και ας δούμε τι θα απολογηθούμε στον δίκαιο Κριτή τη φοβερή ημέρα της κρίσεως. Και ας φροντίσουμε γι’ αυτό σαν για αναγκαίο ζήτημα, από το φόβο της αιώνιας κολάσεως, και όχι για το πως θα ζήσουν οι φτωχοί και πως θα πλουτήσουν οι φιλάνθρωποι, και μη στρέφουμε ανόητα όλη μας τη φροντίδα στα βιοτικά πράγματα. Όπως λέει ο θείος Χρυσόστομος, πρέπει να εργαζόμαστε, όχι όμως να φροντίζουμε και να αγωνιούμε για πολλά(Λουκ. 10,41), όπως είπε ο Κύριος στη Μάρθα. Γιατί η μέριμνα του βίου δεν αφήνει τον άνθρωπο να φροντίζει για την ψυχή του και να μαθαίνει πως είναι, όπως εκείνος που σχολάζει και προσέχει στον εαυτό του. Όπως λέει και στο Νόμο: «Πρόσεχε σεαυτώ κ.λ.π»(Δευτ.15,9). Περί του ρητού αυτού έγραψε ο Μέγας Βασίλειος λόγο αξιοθαύμαστο και γεμάτο από κάθε σοφία.

Περί προσοχής και φυλάξεως του νου

Χωρίς προσοχή και εγρήγορση του νού είναι αδύνατο να σωθούμε και να λυτρωθούμε από τον διάβολο, ο οποίος περπατά σαν λιοντάρι που βρυχιέται και ζητεί ποιόν να καταπιεί(Α΄ Πετρ. 5,8), λέει ο Δαμασκηνός. Γι’ αυτό και ο Κύριος έλεγε συχνά στους μαθητές Του: «Να είστε άγρυπνοι και να προσεύχεστε, γιατί δεν ξέρετε κλπ.»(Ματθ. 24,42 . 26,41) προκαταγγέλοντας σ’ όλους μ’ αυτά τη μνήμη του θανάτου, για να είμαστε έτοιμοι να δώσουμε ευπρόσδεκτη απολογία, η οποία γίνεται από έργα και προσοχή. Οι δαίμονες, όπως λέει ο άγιος Ιλαρίων, είναι άυλοι, άυπνοι και όλη η φροντίδα τους είναι να μας πολεμούν και να οδηγήσουν στην απώλεια τις ψυχές μας, με λόγο, με έργο και λογισμό, ενώ εμείς δεν είμαστε έτσι. Αλλά άλλοτε φροντίζουμε για απόλαυση και δόξα που περνάει, άλλοτε για πράγματα του βίου και για άλλα πολλά, και δε θέλουμε ούτε λίγο ν’ αναλάβουμε να εξετάζουμε το βίο μας, για να συνηθίσει μ’ αυτό ο νους και να μπορέσει να προσέχει στον εαυτό του χωρίς προσπάθεια. Όπως λέει ο Σολομών, περνούμε ανάμεσα από πολλές παγίδες(Σ. Σειρ. 9,13). Γι’ αυτές έγραψε ο Χρυσόστομος, κι εξηγεί λεπτομερώς ποιες είναι αυτές οι παγίδες, με μεγάλη ακρίβεια και πολλή σοφία. Και ο Κύριος, θέλοντας να κόψει κάθε φροντίδα μας, διέταξε να καταφρονούμε και αυτή την τροφή και την ενδυμασία, για να έχουμε μία μόνο μέριμνα, το πως να γλυτώσουμε σαν ζαρκάδι από τη θηλειά και σαν όρνεο από την παγίδα(Παροιμ. 6,5), για να φτάσουμε στην οξυδέρκεια του ζαρκαδιού και στο πέταγμα ψηλά του ορνέου με την αμεριμνία. Και το πιο θαυμαστό είναι ότι ο Σολομών τα έλεγε, αν και ήταν βασιλιάς· επίσης και ο πατέρας του, ο Δαβίδ, έλεγε και έπραττε τα ίδια. Και ενώ είχαν τόσο μεγάλη προσοχή και πολλούς αγώνες και διέθεταν κάθε σοφία και αρετή, ύστερα από τα τόσα χαρίσματα και τη φανέρωση του Θεού, νικήθηκαν -αλοίμονο- από την αμαρτία, ώστε ο μεν Δαβίδ θρήνησε ταυτόχρονα για μοιχεία και φόνο(Β΄ Βασ. 12,9), ο δε Σολομών έπεσε σε τόσα δεινά(Γ΄ Βασ. 11,1-9). Λοιπόν, αυτό δεν είναι γεμάτο από φρίκη και τρόμο για όσους έχουν νου όπως λένε ο άγιος Ιωάννης της Κλίμακος και ο ασκητής Φιλήμων * ; Πως λοιπόν δεν φρίττουμε και δεν αποφεύγουμε τον περισπασμό του βίου, εξαιτίας της ασθένειάς μας, εμείς που δεν είμαστε τίποτε, αλλά μένουμε αναίσθητοι σαν άλογα ζώα; Και μακάρι σαν τα άλογα ζώα να είχα φυλάξει τη φύση μου ο άθλιος, γιατί σ’ αυτό ο σκύλος είναι καλύτερος από μένα.

* Φιλοκαλία, τόμος Β΄, σελ.320.

Περί αποφυγής των θελημάτων, υποταγής και ησυχίας

Αν θέλουμε λοιπόν να δούμε τους εαυτούς μας, σε ποια θανατηφόρα κατάσταση είμαστε, αν απαλλαγούμε από τα θελήματά μας και τα πράγματα του κόσμου. Και με την αποφυγή όλων ας σχολάσουμε με φιλοπονία στη μακάρια και κατά Θεόν σχολή, ζητώντας ο καθένας την ψυχή του μέσα στη μελέτη των θείων Γραφών, είτε με τέλεια υποταγή της ψυχής και του σώματος, είτε στην πανύμνητη ζωή των αγγέλων, την ησυχία, και μάλιστα όσοι είναι ακόμη εμπαθείς και ασυγκράτητοι στις ορέξεις τους, μικρές και μεγάλες. «Κάθισε, λένε στο κελί σου, και αυτό θα σε διδάξει τα πάντα». Και ο Μέγας Βασίλειος λέει: « Αρχή της καθάρσεως της ψυχής είναι η ησυχία». Και ο Σολομών: «Ο Θεός έδωσε περισπασμό πονηρό στους ανθρώπους, να περισπώνται στα μάταια»(Εκκλ. 1,13)· τούτο, για να μην στραφούν προς τα χειρότερα από την άλογη και εμπαθή αργία. Εκείνος τώρα που με την χάρη του Θεού γλύτωσε από τους δύο αυτούς γκρεμούς και καταξιώθηκε να γίνει μοναχός και να φορέσει το μοναχικό και αγγελικό σχήμα, ώστε απ’ αυτό να φανεί ότι αποτελεί μίμηση του μόνου Θεού, κατά το δυνατόν, με έργα και λόγια, όπως λέει ο Μέγας Διονύσιος, πως δεν οφείλει να σχολάζει πάντοτε και να προσέχει νοερά σε κάθε έργο και να έχει πάντοτε κάποια συνεχή θεάρεστη μελέτη, ανάλογη με την κατάστασή του; Έτσι λένε οι άγιοι Πατέρες, ο Εφραίμ και οι λοιποί, προς τους αρχαρίους. Άλλος, λένε, να έχει τον ψαλμό στα χείλη, άλλος το στίχο, και άλλοι να παρακολουθούν με το νου τους προσεκτικά στους ψαλμούς και τα τροπάρια, όσοι, εννοείται, δεν αξιώθηκαν ακόμη να φτάσουν σε κάποια θεωρία, δηλαδή γνώση, για να μη βρίσκεται κανείς έξω από κάποια μελέτη, είτε εργάζεται, είτε βαδίζει, είτε ξαπλώνει για να κοιμηθεί. Αλλά μόλις κάνει τον κανόνα του, ευθύς να περιορίσει το νου του σε κάποια μελέτη, για να μη τον βρει ο εχθρός αργό από τη θεία μνήμη και τον προσβάλει με τα ίδια δεινά. Και αυτά λέγονται για όλους. Όταν όμως κανείς με πολλούς αγώνες, δηλαδή σωματικές και ψυχικές αρετές, μπορέσει να ανεβεί νοερά σε εργασία πνευματική, δηλαδή νοητή, με τη χάρη του Χριστού, για να πενθήσει την ψυχή του, τότε έχει χρέος, εκείνο το στοχασμό που φέρνει τα επίπονα δάκρυα, να τον φυλάξει σαν κόρη οφθαλμού, όπως λέει ο Ιωάννης της Κλίμακος, μέχρις ότου η φωτιά και το νερό φύγουν κατ’ οικονομίαν Θεού, για να αποφύγει δηλαδή την έπαρση. Η φωτιά είναι ο καρδιακός πόνος και η θερμή πίστη, ενώ το νερό είναι τα δάκρυα. Δεν δίνονται αυτά σε όλους, αλλά σ’ εκείνους – όπως λέει ο Μέγας Αθανάσιος – που καταξιώθηκαν να βλέπουν τα πριν από το θάνατο και τα μετά τον θάνατο δεινά με τη γύρω απ’ αυτά ακατάπαυστη θύμηση στην ησυχία. Όπως λέει ο Ησαΐας, «το αυτί του ησυχαστή ακούει εξαίσια»(Ιωβ 4,12), και αλλού λέει: «Σχολάσετε και μάθετε»(Ψαλμ. 45,11). Μόνον η ησυχία γεννά τη γνώση του Θεού, καθώς μπορεί να βοηθήσει τους πολύ εμπαθείς και τους πιο αδύνατους, με την χωρίς περισπασμό ζωή και την αποφυγή των ανθρώπων και των συναντήσεων και των φροντίδων που σκοτίζουν το νού, όχι μόνο των αναγκαίων για τη ζωή, αλλά και των μηδαμινών και εκείνων που δε νομίζονται εφάμαρτες. Όπως λέει ο Ιωάννης της Κλίμακος, και μια μικρή τρίχα ταράζει το μάτι, και τα λοιπά. Και ο άγιος Ισαάκ λέει: «Μη νομίζεις ότι μόνο ο χρυσός και το ασήμι συνιστούν φιλαργυρία, αλλά οτιδήποτε στο οποίο κλίνει ο λογισμός». Και ο Κύριος λέει: «Όπου είναι ο θησαυρός σας, εκεί θα είναι και η καρδιά σας»(Ματθ. 6,21), δηλαδή, είτε στα θεία, είτε στα γήινα πράγματα και νοήματα. Γι’ αυτό σε όλους ταιριάζει η αμεριμνία και η κατά Θεόν σχολή, είτε στους κοσμικούς εν μέρει, όπως είπαμε, για να έρθουν σιγά-σιγά σε φρόνηση και πνευματική γνώση, είτε σ’ εκείνους που μπορούν να σχολάζουν ολοκληρωτικά και να στρέψουν όλη την φροντίδα τους στο να ευαρεστήσουν τον Θεό, για να δει ο Θεός την προαίρεσή τους και να τους χαρίσει ανάπαυση μέσω της πνευματικής γνώσεως και να τους φέρει σε σημείο να μελετούν την πρώτη θεωρία, για να αποκτήσουν ανέκφραστη συντριβή ψυχής, και να γίνουν φτωχοί στο φρόνημα(Ματθ. 5,3). Και έτσι σιγά σιγά ανεβάζοντάς τους και στις λοιπές θεωρίες, να τους καταξιώσει να φυλάξουν τους μακαρισμούς μέχρις ότου φτάσουν στην ειρήνη των λογισμών, η οποία είναι τόπος του Θεού, όπως λέει ο άγιος Νείλος, χρησιμοποιώντας τα λόγια του ψαλτηρίου: «Ο τόπος του βρίσκεται σε ειρηνικό μέρος»(Ψαλμ. 75,3).

Πηγή : Φιλοκαλία των Ιερών Νηπτικών, μεταφρ. Αντώνιος Γαλίτης, εκδ. Το περιβόλι της Παναγίας, 1986, γ΄ τόμος, σελ. 82-97.

Σχολιάστε

Σχολιάστε

Εισάγετε τα παρακάτω στοιχεία ή επιλέξτε ένα εικονίδιο για να συνδεθείτε:

Λογότυπο WordPress.com

Σχολιάζετε χρησιμοποιώντας τον λογαριασμό WordPress.com. Αποσύνδεση /  Αλλαγή )

Φωτογραφία Twitter

Σχολιάζετε χρησιμοποιώντας τον λογαριασμό Twitter. Αποσύνδεση /  Αλλαγή )

Φωτογραφία Facebook

Σχολιάζετε χρησιμοποιώντας τον λογαριασμό Facebook. Αποσύνδεση /  Αλλαγή )

Σύνδεση με %s

Αρέσει σε %d bloggers: