Αββάς Δωρόθεος (Γάζας): Μην κατακρίνεις.

Μπορείτε να διαβάσετε και τους υπόλοιπους λόγους αγίων εδώ: Η φωνή των πατέρων.


Πρόλογος

«Η Φωνή των Πατέρων», που κατά διαστήματα θα εκδίδουμε σε μικρά τεύχη, θα περιλαμβάνει σε ελεύθερη απόδοση εκλεκτά πατερικά κείμενα (κάποτε λίγο συντετμημένα, λόγω ελλείψεως χώρου, αλλά και για να διαβάζονται απ’ όλους εύκολα και ευχάριστα) και θα διανέμεται δωρεάν ως προσφορά αγάπης στους αδελφούς μας.

Η σειρά εγκαινιάζεται με το λόγο του αββά Δωροθέου «Περί του μη κρίνειν τον πλησίον».

Ο γλαφυρός και επιβλητικός συγγραφέας ζούσε σε τον 6ο αιώνα στην Παλαιστίνη. Από μικρός αφοσιώθηκε με εξαιρετικό ζήλο στη μόρφωση. Αργότερα έγινε μοναχός στη μονή του Σερίδου. Εκεί ίδρυσε με χρήματα του αδελφού του, νοσοκομείο για μοναχούς και γι’ άλλους φτωχούς αρρώστους. Τελικά συγκρότησε μοναστήρι στη Γάζα.

ΙΕΡΑ ΜΟΝΗ ΠΑΡΑΚΛΗΤΟΥ


Μην κατακρίνεις

Αν είχαμε στο νου μας, αδελφοί, τα λόγια των αγίων πατέρων, αν τα μελετούσαμε παντοτινά, δύσκολα θ’ αμαρτάναμε, δύσκολα θα παραμελούσαμε τους εαυτούς μας. Αν π.χ., όπως είπαν εκείνοι, δεν καταφρονούσαμε όσα μας φαίνονται μικρά και τιποτένια, δεν θα πέφταμε στα μεγάλα και βαριά.

Όλοι ξέρετε πόσο μεγάλο αμάρτημα είναι να κρίνουμε τον πλησίον. Τι βαρύτερο υπάρχει απ’ αυτό; Τι άλλο μισεί και αποστρέφεται τόσο ο Θεός; Όπως είπαν και οι πατέρες, δεν υπάρχει χειρότερο πράγμα από την κατάκριση. Και όμως, σ’ ένα τέτοιο μεγάλο κακό φτάνει κανείς από μερικές ασήμαντες απροσεξίες.

Αν δεχθείς μια μικρή υποψία για τον πλησίον, αν πεις, “Τι είναι ν’ ακούσω τι λέει αυτός ο αδελφός; Τι είναι να πω κι εγώ ένα λόγο; Τι είναι αν δω τι πάει να κάνει αυτός ο αδελφός ή εκείνος ο ξένος;”, τότε ο νους αρχίζει ν’ αφήνει τις δικές του αμαρτίες και ν’ ασχολείται συνεχώς με τους άλλους.

Από κει φτάνει κανείς στην κατάκριση, στην καταλαλιά και στην εξουδένωση. Κι έπειτα πέφτει σ’ εκείνα που κατακρίνει. Τίποτα δεν απογυμνώνει τόσο τον άνθρωπο και δεν τον φέρνει σε εγκατάλειψη Θεού, όσο η καταλαλιά, η κατάκριση και η εξουδένωση του πλησίον. Γιατί άλλο είναι καταλαλιά, άλλο κατάκριση και άλλο εξουδένωση.

Καταλαλιά είναι το να πεις για κάποιον: “Είπε ψέματα” ή “οργίστηκε” ή “έπεσε σε πορνεία” κ.λπ. Ήδη μ’ αυτόν τον τρόπο καταλάλησες, δηλαδή λάλησες σε βάρος του άλλου, φανέρωσες με εμπάθεια το αμάρτημα του.

Κατάκριση είναι να πεις: “Ο τάδε είναι ψεύτης”, “είναι οργίλος”, “είναι πόρνος”. Έτσι κατέκρινες ολόκληρη τη ζωή του. Αυτό είναι βαρύτερο αμάρτημα. Γιατί άλλο είναι να πεις, “οργίστηκε”, και άλλο να πεις, «είναι οργίλος”, και να βγάλεις έτσι συμπέρασμα, καθώς είπα, για τη ζωή του ολόκληρη.

Και είναι τόσο βαριά ή κατάκριση, περισσότερο από κάθε αμαρτία, ώστε κι ο ίδιος ο Χριστός έφτασε να πει: «Υποκριτή! Βγάλε πρώτα το δοκάρι από το δικό σου μάτι, και τότε θα δεις καθαρά και θα μπορέσεις να βγάλεις το σκουπιδάκι από το μάτι του αδελφού σου» (Ματθ. 7:5). Παρομοίασε έτσι την αμαρτία του πλησίον με αγκίδα, ενώ τη δική σου κατάκριση με δοκάρι. Τόσο βαριά είναι η κατάκριση.

Κι εκείνος ο Φαρισαίος, που προσευχόταν κι ευχαριστούσε το Θεό για τα κατορθώματα του, δεν έλεγε ψέματα. Την αλήθεια έλεγε. Και δεν καταδικάστηκε γι’ αυτό. Γιατί έχουμε χρέος να ευχαριστούμε το Θεό, όταν αξιωθούμε να κάνουμε κάτι καλό, αφού Αυτός είναι συνεργός και βοηθός μας. Γι’ αυτό, καθώς είπα, ο Φαρισαίος δεν καταδικάστηκε επειδή είπε, “Δεν είμαι σαν τους άλλους ανθρώπους. Όταν όμως, γυρνώντας στον τελώνη, είπε, “ούτε σαν κι αυτόν τον τελώνη(Λουκ. 18, 9), τότε καταδικάστηκε. Γιατί τότε κατέκρινε και αμάρτησε.

Τίποτα βαρύτερο λοιπόν, τίποτα χειρότερο από την κατάκριση ή εξουδένωση του πλησίον. Γιατί να μην κατακρίνουμε καλύτερα τους εαυτούς μας και τις δικές μας αμαρτίες, που τις ξέρουμε με ακρίβεια, και που γι’ αυτές θα δώσουμε λόγο στο Θεό; Γιατί αρπάζουμε την κρίση από το Θεό; Τι γυρεύουμε από το πλάσμα του Θεού; Μα δεν τρέμουμε, ακούγοντας τι έπαθε εκείνος ο μεγάλος ασκητής;

Αυτός έμαθε για κάποιον αδελφό ότι έπεσε σε πορνεία, και είπε:

– «Αχ, άσχημα έκανε!”.

Δεν ξέρετε τι φοβερό λέει γι’ αυτόν στο Γεροντικό; Ότι του έφερε άγιος άγγελος την ψυχή εκείνου που αμάρτησε, και του είπε:

– “Να, αυτός που έκρινες πέθανε. Πού ορίζεις λοιπόν να τον βάλω; Στον παράδεισο ή στην κόλαση;.

Υπάρχει τίποτα φοβερότερο απ’ αυτή την ενοχή; Τι άλλο σημαίνει ο λόγος του αγγέλου στο γέροντα, παρά τούτο: “Επειδή εσύ είσαι ο κριτής των δικαίων και των αμαρτωλών, πες μου, τι διατάζεις γι’ αυτή τη φτωχή ψυχή; Την ελεείς ή την κολάζεις;”.

Συγκλονισμένος απ’ αυτό ο άγιος εκείνος γέροντας, πέρασε την υπόλοιπη ζωή του με στεναγμούς, με δάκρυα, με μύριους κόπους, παρακαλώντας το Θεό να του συγχωρήσει εκείνη την αμαρτία. Και τα έκανε όλ’ αυτά, αν και είχε πέσει με το πρόσωπο στα πόδια του αγγέλου και πήρε τη συγχώρηση.

Τι θέλουμε λοιπόν κι εμείς ν’ ασχολούμαστε με τον άλλο; Τι θέλουμε να σηκώνουμε ξένο φορτίο; Έχουμε κάτι για να μεριμνήσουμε, αδελφοί: Καθένας ας κοιτάξει τον εαυτό του και τα δικά του σφάλματα. Μόνο του Θεού είναι έργο είτε να δικαιώσει είτε να καταδικάσει. Εκείνου, που ξέρει του καθενός και την κατάσταση και τη δύναμη και το περιβάλλον και τα χαρίσματα και την ιδιοσυγκρασία και τις ικανότητες, και που κρίνει ανάλογα με όλ’ αυτά, όπως Αυτός μόνο ξέρει. Αλλιώς κρίνει ο Θεός έναν επίσκοπο κι αλλιώς έναν άρχοντα, αλλιώς τον ηγούμενο κι αλλιώς τον υποτακτικό, αλλιώς το γέρο κι αλλιώς τον νέο, αλλιώς τον άρρωστο κι αλλιώς τον υγιή.

Θυμάμαι πως άκουσα κάποτε κάτι σχετικό: Ένα πλοίο με σκλάβους αγκυροβόλησε σε κάποια πόλη. Σ’ αυτή την πόλη κατοικούσε μια ενάρετη μοναχή, που φρόντιζε πάρα πολύ την ψυχή της. Μόλις έμαθε πως ήρθε εκείνο το πλοίο, χάρηκε, γιατί ποθούσε ν’ αγοράσει ένα πολύ μικρό κοριτσάκι. Λογάριαζε με το νου της: “Θα το πάρω και θα το αναθρέψω όπως θέλω, έτσι που να μη γνωρίσει τίποτε από την κακία και την αμαρτία του κόσμου”.

Έστειλε λοιπόν και φώναξε τον καραβοκύρη, που πράγματι είχε δυο μικρά κοριτσάκια, όπως ακριβώς τα ήθελε η μοναχή. Αμέσως πληρώνει με χαρά και παίρνει το ένα.

Μόλις έφυγε ο καραβοκύρης από κείνη την αγία και προχώρησε λίγο, τον συναντάει μια αισχρή και κακόφημη θεατρίνα. Βλέπει το άλλο κοριτσάκι και θέλει να το πάρει. Συμφωνεί την τιμή, πληρώνει και φεύγει, παίρνοντάς το μαζί της.

Βλέπετε μυστήριο Θεού; Βλέπετε ανεξιχνίαστη βουλή; Ποιος μπορεί να δώσει εξήγηση σ’ αυτό;… Παίρνει λοιπόν η αγία μοναχή εκείνο το κοριτσάκι και το ανατρέφει μέσα στο φόβο του Θεού, συνηθίζοντας το σε κάθε καλό έργο και διδάσκοντας το κάθε λεπτομέρεια της μοναχικής ζωής και όλη γενικά την ευωδία των αγίων εντολών του Θεού. Πήρε και η θεατρίνα το δύστυχο το άλλο, και το έκανε όργανο του διαβόλου.

Τι μπορούμε να πούμε γι’ αυτό το παράδοξο και φοβερό μυστήριο; Κι οι δυο ήταν μικρές. Κι οι δυο πουλήθηκαν, χωρίς να ξέρουν ούτε που πάνε. Και η μία βρέθηκε στα χέρια του Θεού, ενώ η άλλη έπεσε στα χέρια του διαβόλου. Είναι δυνατόν να πει κανείς, πως όσα θ’ απαιτήσει ο Θεός από την πρώτη, θ’ απαιτήσει κι από τη δεύτερη; Πώς είναι δυνατόν;

Και αν πέσουν κι οι δυο σε πορνεία ή σε άλλο παράπτωμα, είναι δυνατό να κριθούν με το ίδιο μέτρο; Πώς μπορεί; Η μια έμαθε για τη μέλλουσα κρίση, έμαθε για τη βασιλεία του Θεού, μέρα και νύχτα άκουγε τα θεία λόγια. Η άλλη, ή ταλαίπωρη, ποτέ δεν είδε ούτε άκουσε κάτι καλό, μα, αντίθετα, όλα τα αισχρά, όλα τα διαβολικά. Πώς μπορεί επομένως να ζητηθεί κι από τις δυο η ίδια ακρίβεια στην τήρηση των θείων εντολών;

Ο άνθρωπος λοιπόν δεν μπορεί να ξέρει τίποτε από τις βουλές του Θεού. Μόνο Αυτός είναι που όλα τα γνωρίζει και μπορεί να κρίνει αλάθητα τον καθένα.

Πραγματικά, συμβαίνει καμιά φορά να κάνει ένας αδελφός κάποιο σφάλμα από απλότητα. Αυτή όμως η απλότητα ευαρεστεί το Θεό περισσότερο από ολόκληρη τη δική σου ζωή. Κι εσύ κάθεσαι και τον κατακρίνεις και κολάζεις την ψυχή σου; Κι αν κάποτε υποκύψει στην αμαρτία, που ξέρεις πόσο αγωνίστηκε, πόσο αίμα έχυσε πριν κάνει το κακό, ώστε η αμαρτία του τελικά να μοιάζει σχεδόν σαν αρετή μπροστά στα μάτια του Θεού;

Γιατί, φυσικά, ο Θεός βλέπει τον κόπο του και τη θλίψη που πέρασε, πριν κάνει την αμαρτία. Έτσι, τον ελεεί και τον συγχωρεί. Ο Θεός λοιπόν τον ελεεί, κι εσύ τον καταδικάζεις και χάνεις την ψυχή σου; Και που ξέρεις πόσα δάκρυα έχυσε ενώπιον του Θεού γι’ αυτό; Εσύ είδες την αμαρτία, αλλά τη μετάνοια δεν την ξέρεις.

Άλλες φορές πάλι συμβαίνει όχι μόνο να κατακρίνουμε, αλλά και να εξουδενώνουμε. (Καθώς είπα, άλλο είναι κατάκριση και άλλο εξουδένωση). Εξουδένωση είναι όχι μόνο να κατακρίνει κανείς, αλλά και να εκμηδενίζει τον πλησίον, να τον σιχαίνεται σαν κάτι αηδιαστικό. Αυτό είναι βέβαια χειρότερο από την κατάκριση και πολύ πιο καταστρεπτικό.

Όσοι όμως θέλουν να σωθούν, δεν προσέχουν καθόλου τα ελαττώματα του άλλου. Κοιτάνε πάντα τις δικές τους μόνο αδυναμίες, κι έτσι προκόβουν πνευματικά.

Τέτοιος ήταν εκείνος που είδε τον αδελφό του ν’ αμαρτάνει, και είπε αναστενάζοντας:

– “Αλίμονο μου! Σήμερα αυτός, αύριο οπωσδήποτε κι εγώ!”.

Βλέπεις ασφάλεια; Βλέπεις ετοιμασία ψυχής; Πώς βρήκε αμέσως τρόπο ν’ αποφύγει την κατάκριση του αδελφού του; Λέγοντας, “αύριο οπωσδήποτε κι εγώ”, έβαλε στον εαυτό του φόβο και μέριμνα για τις αμαρτίες που δήθεν θα έκανε. Κι έτσι ξέφυγε την κατάκριση του πλησίον. Και δεν αρκέστηκε μόνο ως εδώ, μα έβαλε τον εαυτό του πιο κάτω, λέγοντας:

– “Και αυτός μεν θα μετανοήσει για την αμαρτία του, ενώ εγώ δεν είναι σίγουρο πως θα μετανοήσω.

Κι εμείς, οι άθλιοι, κατακρίνουμε ασύστολα, αποστρεφόμαστε, εξουδενώνουμε, αν τύχει να δούμε ή ν’ ακούσουμε ή να υποψιαστούμε κάτι. Και το φοβερότερο είναι, ότι δεν σταματάμε μέχρι τη δική μας βλάβη, αλλά συναντάμε κι άλλον αδελφό και αμέσως του λέμε: “Αυτό κι αυτό έγινε”. Έτσι βλάπτουμε κι εκείνον, βάζοντας στην καρδιά του αμαρτίες. Και δεν φοβόμαστε το Θεό… Αλλά ενώ κάνουμε έργο διαβολικό, δεν ανησυχούμε κιόλας. Και γινόμαστε συνεργάτες των δαιμόνων τόσο για τη δική μας καταστροφή όσο και του αδελφού.

Και γιατί τα παθαίνουμε αυτά; Επειδή δεν έχουμε αγάπη. Αν είχαμε αγάπη, συμπάθεια και συμπόνια, θ’ αποφεύγαμε να βλέπουμε τα ελαττώματα του πλησίον, όπως είναι γραμμένο: «Η αγάπη καλύπτει πολλές αμαρτίες» (Α΄ Πέτρ. 4:8). Και αλλού: Η αγάπη «δεν σκέπτεται το κακό,… όλα τα σκεπάζει» (Α΄ Κορ. 13:5, 7) κ.λπ.

Κι εμείς λοιπόν, όπως είπα, αν είχαμε αγάπη, θα σκεπάζαμε κάθε σφάλμα, όπως κάνουν οι άγιοι, όταν βλέπουν τα ελαττώματα των ανθρώπων. Μήπως είναι τυφλοί οι άγιοι και δεν βλέπουν τις αμαρτίες; Και ποιος μισεί τόσο την αμαρτία όσο οι άγιοι; Και όμως, δεν μισούν τον αμαρτωλό ούτε τον κατακρίνουν. Δεν τον αποστρέφονται, αλλά υποφέρουν μαζί του, τον νουθετούν, τον παρηγορούν τον γιατρεύουν σαν άρρωστο μέλος του σώματος τους. Τα πάντα κάνουν για να τον σώσουν.

Να, όπως η μητέρα που έχει άσχημο παιδί, δεν το αποστρέφεται, αλλά το στολίζει μ’ ευχαρίστηση και κάνει ότι μπορεί για να το ομορφύνει, το ίδιο κι οι άγιοι, πάντα σκεπάζουν και στολίζουν και βοηθούν, ώστε και τον ένοχο να διορθώσουν και άλλον να μην αφήσουν να πάθει κακό απ’ αυτόν.

Τι έκανε ο αββάς Αμμωνάς, όταν ήρθαν εκείνοι οι αδελφοί ταραγμένοι και του είπαν,

– “Έλα να δεις, αββά, ότι υπάρχει γυναίκα στο κελλί του τάδε αδελφού;

Πόση ευσπλαχνία έδειξε! Πόση αγάπη φανέρωσε η αγία εκείνη ψυχή! Καταλαβαίνοντας ότι ο αδελφός έκρυψε τη γυναίκα μέσα στο πιθάρι, πήγε και κάθισε πάνω σ’ αυτό, κι έπειτα τους είπε να ψάξουν σ’ όλο το κελλί. Και καθώς δεν τη βρήκαν, τους λέει:

– ‘‘Ο Θεός να σας συγχωρήσει.

Έτσι τους έκανε να νιώσουν ντροπή και τους βοήθησε να μην πιστεύουν εύκολα κατηγορίες για τον πλησίον. Κι εκείνον όμως τον συνέτισε, γιατί όχι μόνο τον σκέπασε, με τη βοήθεια του Θεού, αλλά, βρίσκοντας κατάλληλη την ευκαιρία, τον διόρθωσε κιόλας: Και μόνο που του έπιασε το χέρι, αφού έβγαλε όλους τους άλλους έξω, και του είπε, “Φρόντισε την ψυχή σου, αδελφέ, αμέσως εκείνος ντράπηκε και κατανύχθηκε.

Κι εμείς λοιπόν ας αποκτήσουμε αγάπη, ας αποκτήσουμε ευσπλαχνία για τον πλησίον, για να φυλαχθούμε από τη φοβερή καταλαλιά, την κατάκριση και την εξουδένωση του άλλου. Ας βοηθήσουμε ο ένας τον άλλο σαν να είμαστε μέλη του ίδιου σώματος. Ποιος έχει τραύμα στο χέρι ή στο πόδι ή σε κάποιο άλλο μέλος του, και σιχαίνεται τον εαυτό του ή κόβει το μέλος κι αν ακόμα σαπίσει; Ίσα ίσα που το καθαρίζει, το πλένει, του βάζει έμπλαστρα, το σταυρώνει, το ραντίζει με αγιασμό, προσεύχεται, παρακαλεί τους αγίους να πρεσβεύσουν γι’ αυτόν, όπως έλεγε κι ο αββάς Ζωσιμάς. Με δυο λόγια, δεν εγκαταλείπει και δεν αποστρέφεται το μέλος του ούτε τη βρωμιά του, αλλά τα πάντα κάνει για να το γιατρέψει.

Έτσι οφείλουμε κι εμείς να συμπάσχουμε με τους αδελφούς μας και να τους συμπαραστεκόμαστε μόνοι μας ή με τη βοήθεια άλλων πιο ικανών. Τα πάντα να επινοούμε και να κάνουμε, για να βοηθήσουμε και τους εαυτούς μας και τους άλλους, γιατί είμαστε μέλη ο ένας του άλλου, όπως λέει ο απόστολος (Ρωμ. 12:5). Αν λοιπόν είμαστε ένα σώμα και μέλη ο ένας του άλλου, τότε, όταν υποφέρει ένα μέλος, υποφέρουν όλα τα μέλη.

Τι νομίζετε ότι είναι τα κοινόβια; Δεν καταλαβαίνετε, ότι είναι ένα σώμα όλοι, και ότι καθένας είναι μέλος του άλλου; Όσοι διοικούν, είναι η κεφαλή. Όσοι προσέχουν και διορθώνουν, είναι τα μάτια. Όσοι ωφελούν με λόγο, είναι το στόμα. Αυτιά είναι όσοι υπακούουν. Χέρια είναι όσοι δουλεύουν. Πόδια οι αποκρισάριοι* κι οι διακονητές. Λοιπόν, κεφαλή είσαι; Διοίκησε. Μάτι είσαι; Πρόσεξε, κατάλαβε. Αυτί είσαι; Υπάκουσε. Χέρι είσαι; Δούλεψε. Πόδι είσαι; Διακόνησε.

* Αποκρισάριοι, λέγονται οι μοναχοί που αντιπροσωπεύουν το μοναστήρι τους στις εξωτερικές υποθέσεις του.

Αγωνιστείτε να βοηθάτε πάντα ο ένας τον άλλον, είτε διδάσκοντας και βάζοντας στην καρδιά του αδελφού λόγο Θεού, είτε παρηγορώντας τον σε καιρό λύπης, είτε δίνοντας του χέρι και βοηθώντας τον σε κάποια δουλειά. Μ΄ ένα λόγο, καθένας, ανάλογα με τη δύναμη του, όπως είπα, κάντε το παν να ενωθείτε μεταξύ σας. Γιατί όσο ενώνεται κανείς με τον πλησίον, τόσο ενώνεται και με το Θεό.

Σας φέρνω ένα παράδειγμα από τους πατέρες, για να καταλάβετε τη δύναμη του λόγου που σας είπα: Φανταστείτε ένα κύκλο στη γη, δηλαδή μια στρογγυλή γραμμή, χαραγμένη με διαβήτη, που έχει ένα κέντρο. Κέντρο ονομάζεται το μέσο ακριβώς του κύκλου. Δώστε προσοχή σ’ αυτό που λέω: Υποθέστε ότι αυτός ο κύκλος είναι όλος ο κόσμος, και το κέντρο του κύκλου ο Θεός. Οι ακτίνες του κύκλου, δηλαδή οι ευθείες γραμμές που οδηγούν από την περιφέρεια στο κέντρο, υποθέστε ότι είναι οι δρόμοι, δηλαδή οι διάφοροι τρόποι ζωής των ανθρώπων.

Όσο προχωρούν οι άνθρωποι προς το κέντρο, ποθώντας να πλησιάσουν το Θεό, τόσο βρίσκονται κοντά και στο Θεό και μεταξύ τους. Και όσο πλησιάζουν το Θεό, πλησιάζουν και ο ένας τον άλλο. Όσο πάλι πλησιάζουν ο ένας τον άλλο, τόσο πλησιάζουν και το Θεό.

Αντίστροφα τώρα, φανταστείτε το χωρισμό: Όσο απομακρύνονται από το Θεό και γυρίζουν πίσω, προς τα έξω, τόσο αποχωρίζονται και μεταξύ τους. Και όσο απομακρύνονται μεταξύ τους, τόσο απομακρύνονται κι από το Θεό.

Τέτοια είναι η φύση της αγάπης: Όσο είμαστε έξω και δεν αγαπάμε το Θεό, τόσο έχουμε απόσταση κι από τον πλησίον. Αν όμως αγαπήσουμε το Θεό, όσο τον πλησιάζουμε με την αγάπη μας, τόσο αυτή η αγάπη μας ενώνει και με τον πλησίον. Και όσο ενώνεται κανείς με τον πλησίον, τόσο ενώνεται και με το Θεό


Σχολιάστε

Σχολιάστε