Ο όσιος Σίμων ο διορατικός.

Μπορείτε να διαβάσετε και υπόλοιπα κεφάλαια του βιβλίου εδώ: «Ημείς μωροί δια Χριστόν». (Βίος και πολιτεία οσίων σαλών).


ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΚΒ΄

Ο ΟΣΙΟΣ ΣΙΜΩΝ Ο ΔΙΟΡΑΤΙΚΟΣ
(4 Νοεμβρίου 1684)

Ο όσιος Σίμων γεννήθηκε στο χωριό του Οντέλεβο της Ρωσσίας. Οι γονείς του ήταν απλοί, ευσεβείς αγρότες. Σε νεαρή ηλικία αποφάσισε να αφιερώσει τη ζωή του εξ ολοκλήρου στον Θεό και άρχισε την άσκηση της σαλότητας.

Ο όσιος έκρινε πως δεν ήταν καλό να παραμείνει στην εγχώρια πόλη του και κρυφά προχώρησε στα πυκνά και άγρια δάση της γύρω περιοχής. Το καλοκαίρι περιπλανιόταν από την μία περιοχή στην άλλη ενώ το χειμώνα αποσυρόταν στα απάτητα δάση και φαράγγια. Συχνά φαινόταν κοντά στο χωριό Ελνάτ.

Κάποτε, μερικοί ξυλοκόποι από το Ελνάτ, συνάντησαν τον άγιο στο δάσος ενώ έκοβαν ξύλα. Τον ρώτησαν ποιος είναι και από που ερχόταν, αλλά αυτός απαντούσε μόνο με μια αλλόκοτη έκφραση: «Σίμων, Σίμων…», επαναλαμβάνοντας το όνομά του συνέχεια.

Οι αγρότες τον λυπήθηκαν και τον πήγαν στον εφημέριο του χωριού τους για να του δώσει καταφύγιο. Ο ιερέας, π. Ιωσήφ, πήρε τον όσιο στο σπίτι του και του έδωσε μερικές απλές δουλειές να κάνει. Προς έκπληξη του, ο όσιος Σίμων εκπλήρωσε αυτές τις εργασίες στο ακέραιο και λογικά.

Ο ιερέας τότε του έδωσε πιο σοβαρές εργασίες να εκπληρώσει και ο σαλός τις τελείωσε όλες ειρηνικά, δουλεύοντας στον ιερέα σαν να ήταν υπηρέτης του. Επιπλέον, ήταν πάν τα σε ετοιμότητα για να βοηθήσει οποιονδήποτε από τους χωρικούς σε οποιαδήποτε βαριά εργασία είχε. Τούς υπηρετούσε όλους σαν να ήταν σκλάβος.

Παρ’ όλα αυτά πολλοί απερίσκεπτοι άνθρωποι κακοποιούσαν, προσέβαλαν τον όσιο και τον χτυπούσαν συχνά, αλλά ο ίδιος ποτέ δεν παραπονέθηκε για αυτή την κακή του μεταχείριση, απεναντίας δε προσευχόταν ταπεινά για όλους όσους τον καταδίωκαν.

Ο όσιος Σίμων πέρασε δεκαπέντε χρόνια στο χωριό αυτό και έπειτα μετακινήθηκε προς την πυκνοκατοικημένη πόλη του Γιούρεβιτς. Εδώ, συνέχισε την άσκηση της σαλότητας του. Στις χειμερινές νύχτες, περιτριγύριζε σε διάφορα μέρη, στις πλατείες της πόλης ή ακόμα και στον παγωμένο Βόλγα ανυπόδητος και ντυμένος μόνο με έναν μακρύ, λερωμένο πουκάμισο. Κατά τη διάρκεια της ημέρας προσευχόταν μερικές φορές στα προαύλια των εκκλησιών και συχνά επισκεπτόταν τη μονή των Θεοφανίων.

Έτσι, ο ταλαιπωρημένος όσιος απέκτησε με τους αγώνες του διάφορα χαρίσματα.

Επιβεβαίωση αυτών των χαρισμάτων αποτελούν και τα παρακάτω περιστατικά:

Το σπίτι ενός ευσεβούς αστού Πέτρου ήταν κτισμένο από την μία πλευρά του Βόλγα. Κάποτε μια φθινοπωρινή νύχτα, όταν όλοι κοιμόντουσαν, ο ευλαβής Πέτρος πήγε σε ένα παράθυρο, το άνοιξε και κοίταξε έξω προς τον Βόλγα. Ένας δυνατός άνεμος φυσούσε και ψηλά κύματα σηκώθηκαν στον ποταμό, αλλά ο ουρανός ήταν καθαρός και είχε πανσέληνο.

Ξαφνικά ο Πέτρος άνοιξε τα μάτια του διάπλατα με έκπληξη. Είδε την φιγούρα ενός ανθρώπου πάνω στο Βόλγα, ο οποίος περπατούσε σαν να ήταν ξηρά. Ο Πέτρος κοίταζε προς την πλευρά εκείνη για πολλή ώρα και μη πιστεύοντας στα μάτια του βγήκε έξω βιαστικά να δει καλύτερα. Φθάνοντας στη δεξιά πλευρά του ποταμού, παρακολουθούσε με τρόμο και κατάπληξη αφού μια μαύρη φιγούρα πηδούσε από κύμα σε κύμα σαν να ήταν τα κύματα αμμόλοφοι. Η φιγούρα διέσχισε τον Βόλγα, πήδηξε στην ξηρά και κατευθύνθηκε προς τον Πέτρο.

Αμέσως ο Πέτρος τον αναγνώρισε. Ήταν ο Σίμων ο σαλός. Ο όσιος περπάτησε ως τον κλονισμένο Πέτρο, τον ακούμπησε ευγενικά στους ώμους του και ήρεμα του είπε: «Ειρήνη σε σένα φίλε. Μην πεις σε κανέναν μέχρι τον θάνατο μου ότι με είδες να περπατάω πάνω στο Βόλγα, αλλιώς θα λάβεις τιμωρία αντί για ευλογία από τον Κύριο. Ήταν οικονομία από τον Θεό να δεις τον ανάξιο δούλο του».

Μετά από αυτό ο όσιος έφυγε γρήγορα από την πόλη. Ο Πέτρος δόξασε τον Θεό και τον ευχαρίστησε που του χάρισε αυτή την θαυμάσια αποκάλυψη. Σιωπηρά, μπήκε στο σπίτι του και έπεσε στο κρεβάτι του, αλλά δεν μπορούσε πλέον να κοιμηθεί. Απλά καθόταν ξύπνιος θαυμάζοντας την σοφία του Θεού.

Σε κάποια άλλη περίπτωση, μία ήσυχη καλοκαιρινή νύχτα, ένας άλλος πολίτης της ίδιας πόλης είδε τον ευλογημένο Σίμωνα να διασχίζει τον Βόλγα ποταμό. Όταν ο άγιος ήρθε στη ξηρά, πλησίασε τον άνθρωπο, γύρισε και δείχνοντας προς τον λόφο στην άλλη πλευρά του Βόλγα είπε: «Σαράντα χρόνια μετά από την κοίμηση μου, σύμφωνα με το θέλημα του Θεού, ένας ναός θα χτιστεί σε εκείνη την πλευρά». Πράγματι, σαράντα χρόνια μετά την κοίμηση του οσίου χτίστηκε εκεί ένα Ερημητήριο.

Λίγο πριν από τον θάνατο του, ο όσιος χρησιμοποιώντας την σαλότητα του, πήγε στο σπίτι του στρατιωτικού διοικητή της πόλης και άρχισε να τον επιπλήττει. Ο κυβερνήτης εξαγριώθηκε, χτύπησε τον όσιο άσπλαχνα και διέταξε τον υπηρέτη του να πετάξει στο πεζοδρόμιο τον αιμόφυρτο αγωνιστή.

Κάποιοι ευλαβείς χριστιανοί που περνούσαν, πήραν τον όσιο σπίτι τους. Όμως, ο άγιος, όπως ήταν αναμενόμενο, αρρώστησε από την υγρασία του πεζοδρομίου. Ικέτευσε τότε έναν από τους υπηρέτες του σπιτιού να φωνάξει έναν ιερέα. Πώς χάρηκε όταν, με τη χάρη του Θεού, ένας ιερέας έφτασε και τον κοινώνησε! Ο ενάρετος σαλός εξομολογήθηκε και μετά παρέδωσε την ψυχή του ειρηνικά στον Κύριο την 4η Νοεμβρίου 1584.

Ένα τεράστιο πλήθος κόσμου συγκεντρώθηκε για την εξόδιο ακολουθία του οσίου, ενώ πολλές θεραπείες ασθενών άρχισαν να γίνονται από τα καθαγιασμένα λείψανα του.


«Ημείς μωροί δια Χριστόν». (Βίος και πολιτεία οσίων σαλών)
εκδ. Ιεράς Καλύβης, Αγίου Ιωάννου του Θεολόγου
Νέα Σκήτη, Αγίου όρους, 2006.


Προηγούμενο άρθρο
Σχολιάστε

Σχολιάστε