Όσιος Συμεών ο θαυμαστορείτης.

Μπορείτε να διαβάσετε και υπόλοιπα κεφάλαια του βιβλίου εδώ: Νερό από την έρημο.


ΟΣΙΟΣ ΣΥΜΕΩΝ Ο ΘΑΥΜΑΣΤΟΡΕΙΤΗΣ

Η άγια μητέρα του Μάρθα τον γέννησε το 521 στην Αντιόχεια. Στα έξι του κιόλας χρόνια ανέβηκε σ’ ένα μικρό στύλο δίπλα στον γέροντα του Ιωάννη. Δώδεκα χρονών ανέβηκε σ’ ένα στύλο 12 μέτρων. Στην ηλικία αυτή χειροτονήθηκε διάκονος. Για να ησυχάσει από τη ζάλη του κόσμου, που ερχόταν απ’ όλα τα μέρη για να τον απαντήσουν, αναχώρησε σ’ ένα βουνό που λεγόταν θαυμαστό όρος. Εκεί σ’ ένα βράχο έζησε ως ερημίτης 10 περίπου χρόνια. Μετά συνέχισε την άσκηση του, πάλι επάνω σε στύλο. Στα 33 του χρόνια χειροτονήθηκε πρεσβύτερος.

Γύρω από τον τελευταίο στύλο οι μαθητές του ίδρυσαν ένα μοναστήρι. Το κύμα των προσκυνητών του ολοένα και μεγάλωνε. Δεν έρχονταν μόνο Χριστιανοί αλλά και πολλοί ειδωλολάτρες Άραβες. Κοντά του μεγάλος αριθμός από αυτούς γνώρισε τον Χριστό. Τα θαύματα του αγίου, η διδασκαλία του και οι προσευχές του ανάπαυσαν σώματα και ψυχές. Εξεδήμησε στον Κύριο μας το 592. Αλλά και μετά το θάνατό του συνεχίστηκε η ευεργετική του δράση.

Το μοναστήρι, που ίδρυσε ο Συμεών στο θαυμαστό όρος, ανθούσε κι ευεργετούσε τους ανθρώπους, παρ’ όλο που ο διάβολος, ο μόνιμος εχθρός κάθε καλού, βάλθηκε να δημιουργεί σκάνδαλα ανάμεσα στους αδελφούς, να φυτεύει εχθρικά αισθήματα στις καρδιές των κατοίκων των γύρω περιοχών και να σπρώχνει τους προύχοντες των γειτονικών χωριών να διεκδικούν τα βοσκοτόπια της μονής, σκοπεύοντας να συντρίψει το οικοδομητικό για τις ψυχές έργο, που εκτελούσε η αδελφότητα.

Αλλά ευτυχώς, ο αίτιος της καταστροφής, δεν κατόρθωνε να πετύχει το σκοπό του. Άδικα παιδευόταν πάντα νικημένος και ντροπιασμένος έβγαινε, γιατί, χάρη στις προσευχές του δίκαιου δούλου του Θεού, αντί να κερδίζει στο στρατόπεδο του από τους πιστούς, καθημερινά έχανε όσους πίστευαν και σώζονταν προσχωρώντας στις τάξεις της Εκκλησίας. Με τη διδασκαλία του αγίου, που τους φώτιζε το νου με το ανέσπερο φως του Χριστού, πλήθη ειδωλολάτρες, Έλληνες και ξένοι γίνονταν πιστοί, και αιρετικοί ξαναγύριζαν στον Κύριο, καθώς ο λόγος της αλήθειας καταύγαζε τις ψυχές τους

Αλλά και οι πολλοί, που οι μέριμνες του βίου, σκληρύνοντας τις καρδιές τους, τους έκαναν να λησμονούν ότι ήταν μέλη της Εκκλησίας, ξαναθυμόνταν τώρα πάλι τον αγώνα για τη σωτηρία τους. Στο τέλος ξεπεράστηκαν κι οι αντιζηλίες ανάμεσα στους μοναχούς, που ξανάγιναν γαλήνιοι κι ειρηνικοί και οι προύχοντες των χωρών γύρω σταμάτησαν τη διαμάχη με το μοναστήρι κι έψαχναν να βρουν τρόπους για να δείξουν την αγάπη και το σεβασμό τους στο Συμεών. Έτσι κι ο διάβολος νικήθηκε και μια πλατιά αδελφοσύνη καταστάθηκε στην περιοχή.

* * *

Κάποτε κουβάλησαν στον Συμεών ένα μεγαλόσωμο άντρα από την Αντιόχεια, που κατατρυχόταν από βαριά αρρώστια, μάλλον ημιπληγία, και τον απόθεσαν μπροστά του. Ο άνθρωπος αυτός ήταν ειδωλολάτρης. Ο άγιος φωτισμένος από τη θεία Χάρη του είπε·

– «Αν θέλεις να γίνεις καλά πρέπει να ζητήσεις το έλεος του μονογενή Υιού του Θεού, του Κυρίου μας Ιησού Χριστού και της Παναγίας μητέρας του, και ν’ αναθεματίσεις την Αφροδίτη κι όλους τους ψευτοθεούς, που ως τώρα σε κρατούσαν μακριά από το μοναδικό Θεό, τον Πατέρα και τον Υιό και το Άγιο Πνεύμα. Μόνο έτσι θα εισακουστείς».

Ο άρρωστος αν και βρισκόταν σε αξιοθρήνητη κατάσταση, όμως δεν θέλησε ν’ ακολουθήσει την υπόδειξη του αγίου κι επέμενε στην πλάνη, μη τολμώντας ν’ αναθεματίσει τα είδωλα, ν’ αποσπάσει την καρδιά του από την λατρεία τους. Για τρεις ολόκληρες μέρες αφέθηκε να βλέπει τόσους σακάτηδες να καταφτάνουν με πίστη και να φεύγουν γιατρεμένοι από τον Συμεών και μόνο τότε συναισθάνθηκε την αδυναμία του, έβαλε στην άκρη το εγωισμό και κλαίγοντας πικρά αναφώνησε:

– «Χριστέ, Θεέ, που τόσο θερμά ο Συμεών σε κηρύττει, συ που καταδέχτηκες να δανειστείς ανθρώπινη σάρκα από την Παρθένο Μαρία και να γίνεις για χάρη μας άνθρωπος, έλα και βοήθησε με, εισακούοντας τις προσευχές του δούλου σου».

Την ίδια στιγμή αναθεμάτισε την Αφροδίτη και τη λατρεία των ειδώλων και όσους επιμένουν σ’ αυτά. Ο άγιος βλέποντας τη μετάνοια του ζήτησε αμέσως να του φέρουν νερό κι αφού ένιψε μ’ αυτό τα χέρια του, διέταξε ν’ αλείψουν τον άρρωστο. Δεν χρειάστηκε περισσότερο. Ο πελώριος κατάκοιτος άντρας σηκώθηκε και χρησιμοποιούσε τα μέλη του άνετα, σα να μην ήταν ποτέ παράλυτος. Ευχαρίστησε κι έφυγε δοξάζοντας το Θεό.

Στην περιοχή της Απάτης, κοντά στην Αντιόχεια είχαν το εργαστήρι τους μερικοί Ίσαυροι λατόμοι, που έκοβαν πέτρα για το τείχος της πόλης. Μια μέρα τρεις τέσσερις μικρομάστορες κατέβηκαν στο κοντινό δάσος να μαζέψουν ξύλα για τη φωτιά τους. Ένας όμως, ανόητος, πήγε να σηκώσει τεράστιο φορτίο και πιάστηκε ολόκληρος δεν μπορούσε να κινηθεί ούτε βήμα κι έπεσε κάτω ξερός.

Καθώς μάλιστα ήταν ειδωλολάτρης, οι σύντροφοι του φοβήθηκαν πως τον κυρίεψε δαίμονας. Τον άρπαξαν λοιπόν πάνω σ’ ένα πρόχειρο φορείο και τον κουβάλησαν στον άγιο Συμεών. Ο γέροντας, όπως έκανε πάντα, έκανε το σημείο του σταυρού πάνω στον κατάκοιτο. Όμως ο παράλυτος καθόλου δεν κινήθηκε.

Πικραμένος ο Συμεών τον ρώτησε: «Άνθρωπε μου, φαίνεται πως ακολουθείς την πλάνη των ειδώλων παροργίζεις έτσι τον αληθινό Θεό, που για να σε κάνει καλά θα περιμένει πρώτα τη μετάνοια σου».

Ο νεαρός ντράπηκε να ομολογήσει την αλήθεια και διαβεβαίωσε πως τίποτα τέτοιο δεν συνέβαινε. Ο άγιος οπωσδήποτε κατάλαβε το ψέμα, δεν μπορούσε όμως να κάνει το παραμικρό, αν ο ίδιος ο άρρωστος δεν ερχόταν σε επίγνωση και μετανοούσε; ειλικρινά, προσελκύοντας έτσι τη θεραπευτική χάρη του Θεού. Του είπε μονάχα «Αφού κρατάς την καρδιά σου ερμητικά κλεισμένη στην αγάπη του Θεού, δεν έχεις παρά να φύγεις και να γυρίσεις στην πατρίδα σου. Όμως ο Κύριος δε θα σ’ εγκαταλείψει και θα σου δώσει την ευκαιρία να σωθείς».

Τον πήραν τότε οι σύντροφοι του και τον μετέφεραν στον τόπο του. Κι επειδή φυσικά δεν είχαν διάθεση ν’ ασχολούνται μαζί του, τον ακούμπησαν σε μια γωνιά του μεγάλου προσκυνήματος της περιοχής κι ανάθεσαν στην ανύπαντρη αδερφή του να τον περιποιείται και να ζητιανεύει ζητώντας την ελεημοσύνη των προσκυνητών για να εξασφαλίσει τα αναγκαία και για τους δύο.

Τρία ολόκληρα χρόνια έζησε μ’ αυτό τον τρόπο, μέχρι που μαλάκωσε ή καρδιά του, συναισθάνθηκε το σφάλμα του και μετανόησε γυρεύοντας από το Θεό συγχώρεση και γιατρειά. Ο παντογνώστης και φιλάνθρωπος Κύριος παρατηρώντας την καλή αλλοίωση του δούλου του, προνόησε να συμβούν τα πράγματα έτσι ώστε γρήγορα ν’ απολαύσει όσα με πίστη ζητούσε.

Υπήρχε στον τόπο εκείνο ένας άνθρωπος, που πριν πολλά χρόνια ήταν τυφλός κι αφού πήγε στο θαυμαστό όρος, στον άγιο Συμεών, και παρακάλεσε εκεί με δάκρυα το Θεό για τη θεραπεία του, ανέβλεψε. Ο γέροντας είχε ακουμπήσει τα δάχτυλά του στα μάτια του δύστυχου, σχηματίζοντας το σημείο του σταυρού, κι αμέσως ο τυφλός είδε μπροστά του το πρόσωπο του αγίου ολοφώτεινο. Από τότε, η λάμψη έμεινε στα μάτια του κι ή όραση του ήταν εκπληκτική.

Η ευγνωμοσύνη του κι η ανεκλάλητη χαρά του εκδηλώθηκαν μ’ ένα τάμα. Υποσχέθηκε να μοιράζει κάθε χρόνο στους ζητιάνους όλα τα εισοδήματα του, προς τιμή του ευεργέτη του. Μια μέρα λοιπόν, ο κάποτε τυφλός. εκπληρώνοντας το τάμα του ήρθε στο προσκύνημα κι έφερε ψωμιά για να μοιράσει. Έδωσε σ’ αρκετούς κι έφτασε στη γωνιά του παραλύτου.

Η αδερφή του άπλωσε το χέρι για να πάρει το ψωμί, αλλ’ ο δωρητής απαίτησε να παραλάβει την προσφορά ο ίδιος ο άρρωστος. Όσοι παρευρίσκονταν στη σκηνή δυσφόρησαν και κάποιος φώναξε: «Δε βλέπεις που ’ναι ολόκληρος παράλυτος ο άνθρωπος, πως να κινηθεί!».

Ο φωτισμένος τυφλός τότε, γεμάτος ένθεο πάθος, αναφώνησε «Στο όνομα του δούλου του Θεού, του Συμεών του θαυμαστορείτη, άπλωσε το χέρι σου και πάρε απ’ το δικό μου τούτη την ευλογία», και πρότεινε το ψωμί.

Τα μέλη του παράλυτου, σα να ξύπνησαν από μακροχρόνιο λήθαργο με το άκουσμα της φωνής, λύθηκαν, γέμισαν δύναμη και κινήθηκαν άπλωσε και τα δυο χέρια και πήρε το ψωμί. Είχε γιατρευτεί μπροστά στα έκπληκτα μάτια πλήθους προσκυνητών. Η φήμη του θαύματος γοργόφτερη, διαδόθηκε κι απ’ όλα τα στόματα ακουγόταν τώρα, ή δοξολογητική φωνή προς τον Κύριο: «Χριστέ, ο Θεός του Συμεών, δόξα σε σένα».

Την ίδια στιγμή ο γιατρεμένος έβλεπε απέναντι του τη μειλίχια μορφή του άγιου γέροντα, που με απέραντη καλοσύνη του υπέδειξε να τρέξει στο σπίτι του και να πετάξει από κει τα είδωλα που είχε κρυμμένα. Δεν έχασε καιρό, πήγε στο πατρικό του κι έριξε στη φωτιά κάθε ενθύμηση του παλιού εαυτού του.

Λίγους μήνες αργότερα ο νεαρός αποφάσισε να νυμφευτεί τη θυγατέρα ενός Έλληνα ειδωλολάτρη. Έκανε όμως τάμα, πριν από το γάμο να πάει να συναντήσει τον Συμεών και να ευχαριστήσει το Θεό και τον άγιο για τις ευεργεσίες που απόλαυσε. Αλλ’ ο πεθερός του βιαζόταν και τον πίεζε να γίνει αμέσως ο γάμος γιατί αλλιώς θα ’δίνε σ’ άλλον την κόρη του.

Ο φίλος υπέκυψε, ανέβαλε την πραγματοποίηση του τάματος κι ετοιμάστηκε γαμπρός. Μαζεύτηκαν, λοιπόν οι καλεσμένοι κι έγινε η στέψη. Ύστερα στρώθηκαν όλοι στο γαμήλιο γλέντι, τρώγοντας και πίνοντας ξέγνοιαστα. Το περιφρονημένο, όμως τάμα δεν έπρεπε να αφήσει ατιμώρητη την αγνωμοσύνη. Άλλωστε ο Θεός, μερικές φορές, ανοίγει το δρόμο του αληθινού συμφέροντος των ανθρώπων και με τον πόνο.

Την ώρα που ή διασκέδαση είχε κορυφωθεί, μια φοβερή δαιμονική δύναμη τύλιξε τους νιόπαντρους και τις οικογένειες τους και τους έριξε στη γη να σπαράζουν. Οι παρευρισκόμενοι, μόλις είδαν το κακό, έτρεξαν να φύγουν κατατρομαγμένοι, εγκαταλείποντας και γλέντι και φαγητό και νιόπαντρους. Μερικοί ψυχραιμότεροι βάλθηκαν να προσπαθούν να τους καλμάρουν.

Σε λίγο, ηρέμησαν κάπως τα πράγματα κι οι φταίχτες, που φυσικά είχαν καταλάβει το λάθος τους, αποφάσισαν να εκτελέσουν όλοι μαζί το τάμα του γαμπρού. Ξεκίνησαν, έτσι την επόμενη μέρα, ήρθαν στον Συμεών και δείχνοντας έμπρακτα τη μετάνοια τους εξομολογήθηκαν, ενώ τα πεθερικά αποκήρυξαν την ειδωλολατρική πλάνη τους, ζητώντας συγχώρεση για όλα, και για την αγνωμοσύνη.

Ο άγιος τους έδωσε τις απαραίτητες συμβουλές, τους στήριξε στην πίστη του Χριστού, βάφτισε όσους τώρα γίνονταν χριστιανοί, ευλόγησε τους νεόνυμφους και τους έστειλε ειρηνικούς κι ευτυχισμένους στον τόπο τους. Οι γνωστοί τους όταν τους είδαν να γυρίζουν χαρούμενοι και με παρμένη την απόφαση για μια καινούρια ζωή φωτεινή, δόξασαν το Θεό, θαύμαζαν για τη χάρη που παραχώρησε στο δούλο του τον Συμεών.


Van Den Ven, Paul, La Vie Ancienne de s. Syméon Stulite le Jeune (521-592) (Subsidia Hagiographica, αριθ. 32), Bruxelles, 1962, τόμ. 1, σελ. 112,130. 166-169.


Νερό από την έρημο.
Συλλογή κειμένων και σχόλια: Ηλία Βουλγαράκη. Απόδοση στα νεοελληνικά: Κωστή Κυριακίδη.
Αποστολική Διακονία, εκδ. Β΄ 1996.


Προηγούμενο άρθρο
Σχολιάστε

Σχολιάστε