Όσιος Ευθύμιος ο Μέγας.

Μπορείτε να διαβάσετε και υπόλοιπα κεφάλαια του βιβλίου εδώ: Νερό από την έρημο.


ΟΣΙΟΣ ΕΥΘΥΜΙΟΣ Ο ΜΕΓΑΣ

Γεννήθηκε στην Αρμενία το 377 και απεβίωσε στην Παλαιστίνη το 473. Σε ηλικία 18 χρόνων επί σκέφτηκε τα Ιεροσόλυμα. Έζησε με μεγάλη άσκηση στα σπήλαια μεταξύ της αγίας Πόλης και της Νεκράς Θάλασσας. Όταν χειροτονήθηκε πρεσβύτερος ήταν 28 χρονών. Ίδρυσε πολλά μοναστικά κέντρα. Τα σπουδαιότερα ήταν ένα κοινόβιο, που τη διεύθυνση του εμπιστεύτηκε στο μοναχό Θεόκτιστο και μια ξακουστή λαύρα. Θαυμάστηκε για την άγια ζωή του και τα θαύματα του, που εξακολούθησε να κάνει και μετά το θάνατο του. Συγκέντρωσε γύρω του ένα μεγάλο αριθμό μοναχών. Η μνήμη του γιορτάζεται στις 20 Ιανουαρίου.

Η ιστορία του γεροντότερου Τερέβωνα, όπως τη διηγείται ο ομώνυμος εγγονός του, ο πασίγνωστος φύλαρχος των Σαρακηνών, φωτίζει την ιεραποστολική δράση του οσίου Ευθυμίου ανάμεσα στους Άραβες.

Εκείνος ο Τερέβωνας, όταν ήταν παιδί προσβλήθηκε από την ενέργεια κάποιου δαίμονα κι έμεινε παράλυτος σ’ ολόκληρο το δεξί μέρος του σώματος του. Ο πατέρας του Ασπέβετος τον γύρισε σ’ όλους τους γιατρούς της οικουμένης, μα μάταια ξόδεψε τα χρήματα του.

Την ίδια εποχή ο φύλαρχος κι οι σύντροφοι του είχαν γίνει υπήκοοι των Βυζαντινών, αφού εξαναγκάστηκαν να εγκαταλείψουν την Περσία, όπου κατοικούσαν, επειδή, σ’ ένα διωγμό των χριστιανών στη χώρα αυτή, ο Ασπέβετος, αν και ειδωλολάτρης, δε δέχτηκε να εφαρμόσει τα απάνθρωπα μέτρα της εξουσίας. Έτσι έχασε την εύνοια του βασιλιά κι από φόβο για το χειρότερο, πήρε το παράλυτο παιδί του και τη φατρία του και κατέφυγε στο στρατηγό Ανατόλιο, διοικητή της γειτονικής επαρχίας του βυζαντινού κράτους, που τον κατέστησε αρχηγό των Σαρακηνών της περιοχής.

Εκεί στην Αραβία που εγκαταστάθηκαν, ο παράλυτος Τερέβωνας είδε ένα παράξενο όνειρο που το διηγήθηκε αμέσως στον πατέρα του. Ο Ασπέβετος έσπευσε να πραγματοποιήσει ότι το όνειρο υποδείκνυε. Με μεγάλη ακολουθία ξεκίνησε κι ήρθε φέρνοντας το παράλυτο παιδί του στον τόπο της υπόδειξης, τον τόπο ακριβώς, όπου ασκήτευσαν ο Ευθύμιος κι ο Θεόκτιστος με τη συνοδεία τους.

Βλέποντας οι μοναχοί το πλήθος των Αράβων τρόμαξαν, αλλά ο Θεόκτιστος πήγε μπροστά και θαρραλέα ρώτησε τι ζητούσαν οι νεοφερμένοι. Αυτοί απάντησαν πως γύρευαν τον Ευθύμιο, τον απεσταλμένο του Θεού. Ο καλόγερος τους πληροφόρησε πως ο ασκητής είχε πάρει την απόφαση να ησυχάσει για λίγες μέρες και δεν μπορούσε να συναντήσει κανέναν. Ο Ασπέβετος άρπαξε ικετευτικά το χέρι του μοναχού και με βλέμμα παρακλητικό του έδειξε το παιδί του. Ο Τερέβωνας τότε, εξιστόρησε τα όσα έπαθε και την ταλαιπωρία του, όταν αναζητούσε θεραπεία στους γιατρούς και τους μάγους.

Και πως, κατόπιν, όταν ήρθαν στη νέα τους πατρίδα, μια μέρα σκεφτόταν για την ματαιότητα των ως τότε προσπαθειών να θεραπευτεί και την ανικανότητα των επιτήδειων ειδωλολατρών να τον βοηθήσουν και κατέληξε στο συμπέρασμα πως αν δεν ευδοκήσει ο Θεός, κανένα από τα γιατροσόφια δεν είναι ωφέλιμο.

Μ΄ αυτές τις σκέψεις απευθύνθηκε ικετεύοντας με δάκρυα το Θεό: «Παντοδύναμε Κύριε, που δημιούργησες τον ουρανό και τη γη μ’ όλα τους τα στολίδια, αν με λυτρώσεις απ’ αυτό το οδυνηρό πάθος θα γίνω αμέσως χριστιανός, εγκαταλείποντας τη λατρεία των ειδώλων».

Εξιστόρησε τέλος πως καθώς αυτές οι σκέψεις περνούσαν από το μυαλό του, τον πήρε ο ύπνος κι ονειρεύτηκε ένα γέροντα μοναχό με μακριά γενειάδα, που τον ρώτησε ποιος ήταν ο πόνος, κι αφού αυτός του περιέγραψε την αρρώστια του, του είπε, πως αν εκπληρώσει την υπόσχεση που έδωσε στο Θεό, θα γίνει καλά.

Ο Τερέβωνας απάντησε, πως ήταν πρόθυμος να πραγματοποιήσει το τάμα μόλις απαλλασσόταν από την αρρώστια.

Τότε ο γέροντας του είπε· «Είμαι ο Ευθύμιος ο μοναχός και βρίσκομαι στο ασκηταριό της ανατολικής ερήμου των Ιεροσολύμων, κοντά στο χείμαρρο. Έλα χωρίς καθυστέρηση να με βρεις και θα προσευχηθώ για να σε θεραπεύσει ο Θεός».

Σηκώθηκε τότε, ξύπνησε τον πατέρα του, του διηγήθηκε το όνειρο κι αποφάσισαν μαζί να σπεύσουν γρήγορα, αφήνοντας κάθε άλλη απασχόληση, να συναντήσουν τον Ευθύμιο. Και κατέληξε ο παράλυτος με τούτα τα λόγια «Σας παρακαλώ, μη στέκεστε εμπόδιο στο συναπάντημα μου με το γιατρό, που μου έδειξε ο Θεός».

Ο Θεόκτιστος μετέφερε στον γέροντα, που ήταν πάντα κλεισμένος στο κελί του, όσα έγιναν στην αυλή, κι ο Ευθύμιος μόλις τ’ άκουσε σκέφτηκε πως δεν είχε δικαίωμα, για χάρη της δικής του ησυχίας, ν’ αντιταχθεί στο σχέδια του Θεού.

Κατέβηκε λοιπόν, στην αυλή ήρθε κοντά στους ξένους, γονάτισε ανάμεσα τους και προσευχήθηκε θερμά για την υγεία του Τερέβωνα. Σε λίγο σηκώθηκε, σχημάτισε το σημείο του σταυρού πάνω στον παράλυτο και το θαύμα ολοκληρώθηκε. Ο νέος απέκτησε ξανά τις χαμένες δυνάμεις του, τα μέλη του ορθώθηκαν και περπάτησε.

Οι συνοδοί του κατάπληκτοι απ’ αυτήν την αστραπιαία ενέργεια, την ακατανόητη γι’ αυτούς επέμβαση του Θεού, πίστεψαν στο Χριστό και πέφτοντας κατά γης παρακαλούσαν να βαφτιστούν. Ο Ευθύμιος, που είχε αξιωθεί να είναι ο μεταφορέας της χάρης του Θεού, κατάλαβε πως είχαν πιστέψει ειλικρινά και παράγγειλε να ετοιμάσουν σε μια γωνιά της σπηλιάς του μικρή κολυμβήθρα κι αφού τους κατήχησε όλους μαζί στην χριστιανική πίστη, τους βάφτισε, κάνοντας τους μέλη της Εκκλησίας.

Τον Ασπέβεστο, που τον βάφτισε πρώτο τον μετονόμασε Πέτρο. Δεύτερος βαφτίστηκε ο Μάρης, εξ ίσου σπουδαίο μέλος της οικογένειας, γυναικάδελφος του πρώτου, γνωστός για τη σύνεση και τα πλούτη του. Στη συνέχεια πήρε το φώτισμα ο Τερέβωνας και οι υπόλοιποι ακολούθησαν. Οι νεοφώτιστοι έμειναν στο μοναστήρι σαράντα μέρες και ο όσιος γέροντας φρόντισε να καταυγαστεί το πνεύμα τους με το φως της Αλήθειας και να στηριχτούν στην πίστη.

Έφυγαν, όχι πια όπως ήρθαν, απόγονοι της Άγαρ και του άκληρου Ισμαήλ, αλλά της Σάρρας και αφού μετατράπηκαν σε κληρονόμους της επαγγελίας του Θεού και μεταβλήθηκαν, με το βάπτισμα, από δούλοι σε ελεύθερους. Ο Μάρης, μάλιστα, προτίμησε να μείνει στο μοναστήρι και ν’ ακολουθήσει το μοναχικό βίο, εγκαταλείποντας τον κόσμο. Διέθεσε όλη τη μεγάλη περιουσία του για το κτίσιμο και το μεγάλωμα της μονής και με τα χρόνια διακρίθηκε για την αγιότητα του και την αφοσίωση του στον Κύριο.

Αυτό το καταπληκτικό θαύμα, που έγινε με τα χέρια του Ευθύμιου, γνωστοποιήθηκε πολύ γρήγορα στην περιοχή κι άρχισαν να συρρέουν στο ασκηταριό προσκυνητές και άρρωστοι, που όλοι εύρισκαν την υγειά τους. Έτσι η φήμη του οσίου απλώθηκε σ’ όλη την Παλαιστίνη και τις γύρω χώρες.

Ανάμεσα σε κείνους που λυτρώθηκαν χάρη στον Ευθύμιο ήταν κι η γενιά των Ζιφαίων που παλιότερα είχαν ασπαστεί την αίρεση του Μάνη* και τώρα παρακολουθώντας το κήρυγμα του Ευθύμιου παράτησαν τον αιρεσιάρχη και, φωτισμένοι πια, συνδέθηκαν με τη ορθόδοξη Εκκλησία.

* [σημ. μας: τον Μανιχαϊσμό].

Αργότερα ο όσιος θέλησε να ξαναβρεί λίγη ησυχία κι αναχώρησε σε μια μικρή σπηλιά, λίγο ψηλότερα απ’ το μοναστήρι, μαζί με τον υποτακτικό του, το Δομετιανό. Κατέβαιναν μόνο τις Κυριακές για την κοινή λατρευτική σύναξη των αδελφών. Δεν ήταν, όμως, θέλημα του Θεού, ν’ αφήσει ο γέροντας το φωτισμό των Σαρακηνών.

Ο Πέτρος, ο παλιός Ασπέβετος, έφτασε μια μέρα στο μοναστήρι αναζητώντας τον Ευθύμιο. Είχε φέρει ένα πλήθος ανδρών και γυναικόπαιδων ομοφύλων του, που γύρευαν να ακούσουν τον όσιο και να γίνουν Χριστιανοί. Ο άνθρωπος του Θεού, παρά την επιθυμία του να ησυχάσει, έτρεξε, μόλις το ’μαθε, να κατέβει στο μοναστήρι για να τους κατηχήσει. Κι αφού τους βάφτισε, έμειναν μαζί του μια βδομάδα παρακολουθώντας τα ιερά λόγια.

Ύστερα οι νεοφώτιστοι θέλησαν ν’ ανέβουν στην σπηλιά του, κι εκεί ο αρχηγός τους ο Πέτρος έδωσε εντολή να σκάψουν ένα πηγάδι μες στο περιβολάκι, να κτίσουν φούρνο και τρία κελιά καθώς κι ένα παρεκκλήσι για να δείξουν έτσι την ευγνωμοσύνη τους στον άγιο γέροντα.

Πραγματικά, τι παράξενο! Αυτοί οι χτεσινοί άγριοι λύκοι της Αραβίας, σήμερα είχαν γίνει πρόβατα του Χριστού και παρακαλούσαν τον ασκητή να τους επιτρέψει να κτίσουν και τα δικά τους καταλύματα γύρω στη σπηλιά του. Όμως ο φιλέρημος Ευθύμιος τους υπέδειξε, αφού ήθελαν να ζήσουν κοντά του, μια περιοχή λίγη ώρα απόσταση από το ερημητήριο του στο δρόμο προς το μοναστήρι. Έτσι, κι αυτός θα μπορούσε να έχει την ποθητή του ησυχία κι εκείνων ο πόθος να ζουν στο πλευρό του θα εκπληρωνόταν.

Οι νεοφώτιστοι δέχτηκαν, κι η πρώτη δουλειά ήταν το θεμελίωμα του ναού τους από τον πνευματικό τους πατέρα, που ύστερα τους ορμήνεψε να στήσουν γύρω τις σκηνές τους. Στο καινούργιο χωριό των αναγεννημένων παιδιών του, κατέβαινε συχνά ο όσιος και φρόντισε να χειροτονηθούν κληρικοί.

Στο μεταξύ έμαθαν για την εγκατάσταση οι πρώτοι μαθητές, αυτοί που ’χαν έρθει με τον Τερέβωνα κι έσπευσαν να ’ρθούν κι αυτοί φέρνοντας κι άλλους αβάφτιστους, που ο άγιος τους χειραγωγούσε στην είσοδο τους στην Εκκλησία.

Σιγά σιγά το χωριό μεγάλωσε και καθώς ο τόπος ήταν μικρός, οι νεοφερμένοι δημιουργούσαν παραπέρα καινούριες κοινότητες, έτσι που με το καιρό ή περιοχή γέμισε μικρά χωριά-«παρεμβολές».

Τότε ο Ευθύμιος απευθύνθηκε στον Πατριάρχη Ιεροσολύμων Ιουβενάλιο ζητώντας του να χειροτονήσει επίσκοπο για τις ανάγκες του νέου ποιμνίου. Ο Πατριάρχης κατανόησε την ανάγκη και ίδρυσε την Επισκοπή Παρεμβολών χειροτονώντας πρώτο αρχιερέα της τον Πέτρο, που πραγματικά είχε εξελιχτεί σε πνευματικό ποιμένα των ομοφύλων του.

Κι η υπόθεση δε σταμάτησε εδώ. Μπορούσε να δει κανείς να καταφθάνουν ασταμάτητα πλήθη Σαρακηνών, να βαπτίζονται από τον Ευθύμιο και τον Πέτρο και να εγκαθίστανται στις Παρεμβολές, λατρεύοντας τον αληθινό Θεό.

* * *

Και μετά την κοίμηση του ο άγιος δεν έπαψε να οδηγεί τους Σαρακηνούς στο λιμάνι της Εκκλησίας. Όταν ζούσε ακόμα στον κόσμο, κοντά στις άλλες φροντίδες του για το μοναστήρι είχε νοιαστεί και για την ανανέωση δυο πηγαδιών, που υπήρχαν στην περιοχή από πολύ παλιά. Μάλιστα το ένα το παραχώρησε στους νεοφώτιστους, που εγκαταστάθηκαν εκεί. Το άλλο το περιποιήθηκε και το άφησε για τις ανάγκες της μονής, αφού για να το προφυλάξει, του έφτιαξε σιδερένια πόρτα και κλειδαριές.

Με τον καιρό τα πηγάδια αχρηστεύτηκαν πάλι, αλλά με μια χρονιά μεγάλης ξηρασίας οι μοναχοί αναγκάστηκαν να ξαναχρησιμοποιήσουν το δικό τους, χωρίς να πάψουν να το ασφαλίζουν, όπως είχε υποδείξει ο Ευθύμιος. Η λειψυδρία είχε δημιουργήσει σοβαρά προβλήματα και στους Σαρακηνούς, που άρχισαν να φιλονικούν μεταξύ τους, φτάνοντας πολλές φορές αδιάκριτα σε καταστροφές και λεηλασίες.

Μια μέρα, λοιπόν, εμφανίστηκαν στο μοναστήρι τρεις απόγονοι του Πέτρου και του Τερέβωνα κουβαλώντας έναν άγρια δαιμονισμένο ομόφυλο τους. Εξήγησαν στους πατέρες ότι πριν λίγο είχαν πάει στο πηγάδι της μονής για να ποτίσουν τις καμήλες τους κι επειδή το βρήκαν κλειδωμένο, ο φίλος τους άρπαξε μια μεγάλη πέτρα και έσπασε την κλειδαριά της πόρτας. Την ίδια στιγμή όμως, τον κτύπησε ο δαίμονας, τον έριξε κάτω και τον σπάραξε.

Ένας περαστικός τους συμβούλεψε να τρέξουν στο μοναστήρι και να προσπέσουν στον άγιο, θυμίζοντάς τους πως ο Ευθύμιος, παντοτινός προστάτης της μονής του, δεν έστεργε ν’ αφήσει τον καθένα να την αδικεί ατιμώρητα.

Οι μοναχοί μόλις άκουσαν το γεγονός οδήγησαν τον δαιμονισμένο, που όπως έμαθαν ύστερα ήταν νεοφερμένος στις Παρεμβολές και δεν είχε ακόμα βαφτιστεί, στο κοιμητήριο και τον ακούμπησαν πάνω στην λάρνακα του οσίου. Αμέσως ο άγιος του Θεού θαυματούργησε καθάρισε τον άνθρωπο από την ενέργεια του δαίμονα και συγχρόνως του φώτισε το νου, ώστε πολύ σύντομα κι αφού κατηχήθηκε, βαφτίστηκε και μπήκε στο λιμάνι της Εκκλησίας.


Schwartz, Eduard, Kyrillos von Skythopolis (Texte und Untersuchungen, τόμ. 49, τεύχος 2), Leipzig 1939, σελ. 18-25 και 75.


Νερό από την έρημο.
Συλλογή κειμένων και σχόλια: Ηλία Βουλγαράκη. Απόδοση στα νεοελληνικά: Κωστή Κυριακίδη.
Αποστολική Διακονία, εκδ. Β΄ 1996.


Επόμενο άρθρο
Σχολιάστε

Σχολιάστε