Όσιος Ιωάννης ο Σιναΐτης – Κλίμαξ. 7. Περί του χαροποιού πένθους.

Μπορείτε να διαβάσετε το υπόλοιπο βιβλίο εδώ : Όσιος Ιωάννης ο Σιναΐτης. Κλίμαξ.


Κ Λ Ι Μ Α Ξ

Λ Ο Γ Ο Σ   Ε Β Δ Ο Μ Ο Σ

7. Περί του χαροποιού πένθους

1. Το κατά Θεόν πένθος είναι η σκυθρωπότητα της ψυχής, η διάθεση της πονεμένης καρδιάς, η οποία δεν παύει να ζητά με πάθος εκείνο για το οποίο είναι διψασμένη. Και όσο δεν το κατορθώνει, τόσο περισσότερο κοπιάζει και το κυνηγά και τρέχει πίσω του με οδυνηρό κλάμα.

2. Ας το χαρακτηρίσουμε και έτσι: Πένθος είναι ένα χρυσό καρφί της ψυχής. Το καρφί αυτό απογυμνώθηκε από κάθε γήινη προσήλωση και σχέση, και καρφώθηκε από την ευλογημένη λύπη (στην πόρτα) της καρδιάς για να την φρουρεί.

3. Κατάνυξη είναι ένας συνεχής βασανισμός της συνειδήσεως, ο οποίος με την νοερά εξομολόγηση κατορθώνει να δροσίζει την φλογισμένη καρδιά.

4. Εξομολόγηση σημαίνει το να λησμονούμε την ίδια την φύση μας. Κάποιος εξ αιτίας της «λησμονούσε ακόμη να φάει τον άρτο του» (Ψαλμ. Ρα΄ 5).

5. Μετάνοια είναι το να στερηθείς κάθε σωματική παρηγοριά, χωρίς καθόλου να λυπηθείς.

6. Χαρακτηριστικό εκείνων πού προόδευσαν κάπως στο μακάριο πένθος είναι η εγκράτεια και η σιωπή των χειλέων.

Εκείνων πού προόδευσαν περισσότερο, η αοργησία και η αμνησικακία.

Και αυτών πού έφθασαν στην τελειότητα, η ταπεινοφροσύνη, η δίψα της ατιμίας*, η εκούσια πείνα των ακουσίων θλίψεων, το ότι δεν κατακρίνουν τους αμαρτάνοντες, και το ότι αισθάνονται υπερβολική συμπάθεια προς αυτούς.

* ατιμία, ως αρετή: το να μη επιζητεί κανείς τιμές, το να δέχεται ύβρεις και περιφρονήσεις,

Ευπρόσδεκτοι ενώπιον του Θεού οι πρώτοι. Αξιέπαινοι οι δεύτεροι. Μακάριοι όμως οι τελευταίοι πού πεινούν για θλίψη και διψούν για ατιμία. Διότι αυτοί θα χορτάσουν από τροφή πού δεν χορταίνεται.

7. Όταν κατακτήσεις το πένθος, κράτα το με όλη τη δύναμη σου. Διότι προτού αποκτηθεί μόνιμα και οριστικά, χάνεται εύκολα από τους θορύβους και τις μέριμνες του σώματος και την καλοπέραση, και μάλιστα από την πολυλογία και την αστειολογία, και διαλύεται όπως το κερί από την φωτιά.

8. Ανώτερη από το βάπτισμα αποδεικνύεται η μετά το βάπτισμα πηγή των δακρύων (της μετανοίας), αν και είναι κάπως τολμηρό αυτό που λέω. Διότι εκείνο μας καθαρίζει από τα προηγούμενα μας κακά, ενώ τούτο, το βάπτισμα των δακρύων, από τα μετέπειτα. Και το πρώτο, εφ΄ όσον το λάβαμε όλοι στην νηπιακή ηλικία, το μολύναμε. Ενώ με το δεύτερο καθαρίζουμε πάλι και το πρώτο. Και εάν η φιλανθρωπία του Θεού δεν το είχε χαρίσει αυτό στους ανθρώπους, οι σωζόμενοι θα ήταν πράγματι σπάνιοι και δυσεύρετοι.

9. Οι στεναγμοί και η κατήφεια φωνάζουν δυνατά προς τον Κύριο. Τα δάκρυα πού προέρχονται από φόβο μεσιτεύουν. Και τα δάκρυα πού προέρχονται από την παναγία αγάπη μας φανερώνουν ότι η ικεσία μας έγινε δεκτή.

10. Αφού τίποτε δεν ταιριάζει τόσο με την ταπεινοφροσύνη, όσο το πένθος, και τίποτε πάντως δεν είναι τόσο πολύ αντίθετο της, όσο το γέλιο.

11. Να κρατάς σφικτά την μακαρία χαρμολύπη, η οποία προέρχεται από την ευλογημένη κατάνυξη∙ και ακατάπαυστα να την καλλιεργείς μέχρις ότου σε ανυψώσει από τα γήινα και σε παρουσιάσει καθαρό εμπρός στον Χριστό.

12. Ακατάπαυστα να αναπαριστάνεις μέσα σου και να περιεργάζεσαι την άβυσσο του σκοτεινού πυρός, τους άσπλαχνους υπηρέτες, τον Κριτή πού δεν θα συμπαθεί και δεν θα συγχωρεί πλέον, το απέραντο χάος με τις καταχθόνιες φλόγες, το οδυνηρό κατέβασμα στα χάσματα και στους υπογείους και φοβερούς τόπους… και όλες τις παρόμοιες εικόνες. Έτσι από τον πολύ τρόμο θα εξαφανισθεί από μέσα μας η λαγνεία* και θα ενωθεί η ψυχή μας με την άφθαρτη αγνεία. Δηλαδή θα δεχθεί μέσα μας το άφθαρτο πυρ της αγνείας, το κατά πολύ λαμπρότερο (από το πυρ των κολάσεων και) του πένθους.

* λαγνεία, σαρκική ακολασία.

13. Στάσου έντρομος όταν προσεύχεσαι και ικετεύεις τον Θεό, σαν τον κατάδικο εμπρός στον δικαστή, ώστε και με την εξωτερική εμφάνιση και με την εσωτερική στάσι να σβήσεις τον θυμό του δικαίου Κριτή. Διότι δεν αντέχει να παραβλέπει την ψυχή εκείνη, η οποία σαν την χήρα της παραβολής ίσταται εμπρός Του γεμάτη οδύνη και κουράζει τον Ακούραστο (πρβλ.. Λουκ. Ιη΄ 1-8).

14. Σε όποιον απέκτησε το χάρισμα του εσωτερικού δακρύου, ο κάθε τόπος είναι κατάλληλος για πένθος. Αυτός όμως που ασκεί ακόμη το εξωτερικό δάκρυ, ας μην παύσει να ερευνά και να ευρίσκει τους καταλλήλους τόπους και τρόπους.

15. Ο κρυμμένος θησαυρός είναι περισσότερο ασφαλισμένος από τον εκτεθειμένο στην αγορά. Βάσει αυτής της εικόνας ας κατανοήσουμε και το προηγούμενο.

16. Μην συμπεριφέρεσαι σαν εκείνους πού μετά την ταφή των νεκρών τους άλλοτε θρηνούν γι΄ αυτούς και άλλοτε (στα νεκρόδειπνα τρώγουν, πίνουν και) μεθούν. Αλλά να μοιάσεις με τους καταδίκους στα μεταλλεία πού τους μαστιγώνουν κάθε ώρα οι δήμιοι.

17. Εκείνος που άλλοτε επιδίδεται στο πένθος και άλλοτε στην τρυφή και στα γέλια μοιάζει μ΄ εκείνον πού διώχνει τον «κύνα*» της φιληδονίας πετροβολώντας τον με ψωμί. Έτσι εξωτερικά φαίνεται ότι τον διώχνει, ενώ στην πραγματικότητα τον προσκαλεί κοντά του.

* κύων, σκύλος. Μεταφορικά δαίμονας, (πρβλ. εκφράσεις: δίωκε τον κύνα, απώθου τον κύνα, τον κύνα της φιληδονίας λιθάζων)

18. Να είσαι «σύννους*». Να είσαι αφιλένδεικτος, (να μην αγαπάς δηλαδή να επιδεικνύεσαι). Να παρατηρείς την καρδιά σου και να είσαι στραμμένος προς αυτήν σάν μέσα σε κάποια έκσταση, διότι οι δαίμονες φοβούνται την «σύννοια», όπως οι κλέπτες τους σκύλους.

*σύννους, αυτός που έχει σύννοια, δηλ. περίσκεψη, βαθιά σκέψη, συγκέντρωση του νου.

19. Δεν είναι εδώ, αγαπητοί μου, ο γάμος στον οποίο έχουμε προσκληθεί. Οπωσδήποτε λοιπόν Εκείνος πού μας κάλεσε εδώ, μας κάλεσε για να πενθήσουμε τους εαυτούς μας.

20. Μερικοί, ενώ δακρύζουν, δεν δείχνουν καμμία προσπάθεια, ώστε να καλλιεργήσουν, κατά την ευλογημένη εκείνη ώρα, την σκέψη η οποία προκάλεσε το δάκρυ, αλλά άκαιρα και άστοχα την αντιπαρέρχονται. Και δεν συλλογίζονται ότι δάκρυ χωρίς αιτία και χωρίς έννοια δεν έχει θέση στα λογικά πλάσματα, αλλά μόνο στα άλογα. Το δάκρυ γεννάται από ορισμένες σκέψεις. Και οι σκέψεις έχουν ως πατέρα τον λογικό νου.

21. Η κατάκλιση σου στο κρεββάτι, ας σου είναι προτύπωση της κατακλίσεως σου στον τάφο, και τότε θα κοιμηθείς λιγότερο. Και αυτή η απόλαυση του φαγητού στην τράπεζα, ας σου υπενθυμίζει το θλιβερό εκείνο φαγητό πού θα κάνουν τα σκουλήκια το σώμα σου, και τότε λιγότερο θα φας. Και όταν πίνεις νερό, να μή λησμονείς την δίψα στην φλόγα της κολάσεως, οπότε θα περιορίσεις οπωσδήποτε την φυσική σου επιθυμία.

Και όταν ο Γέροντας μας προσφέρει την τιμημένη ατιμία, την επίπληξη και την επιτίμηση, ας σκεφθούμε την φοβερή απόφαση του Κριτή, και τότε την παράλογη εκείνη λύπη και την πικρία πού εισχωρεί μέσα μας θα την κατασφάξουμε σαν με δίστομη μάχαιρα με την πραότητα και την υπομονή.

22. «Με την πάροδο του χρόνου -λέει ο Ιώβ (ιδ΄ 11)- σπανίζεται η θάλασσα» (χάνει δηλαδή τα νερά της και αποσύρεται βαθύτερα από την παραλία). Κατά παρόμοιο τρόπο, με την πάροδο του χρόνου και την υπομονή, ολίγον κατ΄ ολίγον εμφυτεύονται και τελειοποιούνται μέσα μας τα προηγούμενα.

23. Η μνήμη του αιωνίου πυρός ας κοιμηθεί κάθε βράδυ μαζί σου και ας ξυπνήσει πάλι μαζί σου. Με τον τρόπο αυτό δεν θα σε κυριεύσει ποτέ η ραθυμία στον καιρό της ψαλμωδίας.

24. Ας σε παρακινεί τουλάχιστον στην άσκηση του πένθους το μαύρο σου ένδυμα. Όλοι βέβαια όσοι θρηνούν νεκρούς, φορούν μαύρα. Εάν λοιπόν μέχρι τώρα δεν πενθείς, ας πενθείς για τον λόγο αυτό, (για το ότι δηλαδή φοράς μαύρα). Εάν όμως πενθείς, να αυξήσεις το πένθος σου και τον θρήνο, διότι εξ αιτίας των αμαρτιών σου άφησες την άνετη ζωή και αναγκάστηκες να ασπαστείς τον σκληρό (και πένθιμο μοναχικό) βίο.

25. Όπως σε όλα τα άλλα, έτσι και στην περίπτωση των δακρύων, ο καλός και δίκαιος Κριτής μας λαμβάνει υπ΄ όψη Του και την φυσική προδιάθεση και δύναμη του καθενός. Είδα μικρές σταγόνες να χύνονται με πόνο σαν αίμα. Και είδα βρύσες δακρύων πού έτρεχαν χωρίς δυσκολία. Εγώ τουλάχιστον βαθμολόγησα τους αγωνιστές ανάλογα με τον πόνο και όχι με το ποσό των δακρύων. Και ο Θεός νομίζω παρόμοια θα τους έκρινε.

26. Σε όσους πενθούν δεν αρμόζει να θεολογούν, διότι η θεολογία συνήθως διασκορπίζει το πένθος τους. Επειδή εκείνος πού θεολογεί είναι σαν να κάθεται σε διδασκαλικό θρόνο, ενώ εκείνος πού πενθεί «επί κοπρίας και σάκκου». Και αυτό νομίζω ότι εννοούσε ο Δαβίδ, ο οποίος, αν και σοφός και διδάσκαλος, όταν θρηνούσε για τις αμαρτίες του, απαντούσε σ΄ εκείνους πού τον παρακαλούσαν να ψάλει: «Πώς άσομαι την ωδήν Κυρίου επί γής αλλοτρίας; δηλαδή στην γη της εμπαθείας;» (πρβλ. Ψαλμ. Ρλστ΄ 4).

27. Μερικά από τα κτίσματα είναι αυτο-κίνητα και μερικά ετερο-κίνητα. Το ίδιο συμβαίνει και στην κατάνυξη, (άλλοτε δηλαδή έρχεται μόνη της και άλλοτε με την δική μας προσπάθεια και βία). Όταν, χωρίς καμμία δική μας προσπάθεια και ενέργεια, κατανυχθεί η ψυχή μας και υγρανθεί και μαλακώσει από τα δάκρυα, ας τρέξουμε (να αρπάξουμε την ευκαιρία). Διότι αυτό σημαίνει ότι ο Κύριος μας επισκέφθηκε απρόσκλητος και μας έδωσε το σφουγγάρι της θεάρεστης λύπης και το δροσιστικό ύδωρ των ευλαβικών δακρύων, για να εξαλείψουμε το χειρόγραφο των αμαρτιών μας. Αυτή την κατάσταση φύλαξε την σαν κόρη οφθαλμού, μέχρις ότου υποχωρήσει, διότι είναι περισσότερο δυνατή και αποτελεσματική σε σύγκριση με εκείνη που δημιουργείται από τον δικό μας ζήλο και αγώνα.

28. Δεν κατέκτησε το κάλλος του πένθους εκείνος που πενθεί όταν θέλει, αλλά εκείνος πού πενθεί για τον λόγο που θέλει. Ούτε αυτός πού πενθεί για ότι θέλει, αλλά αυτός που πενθεί όπως ο Θεός θέλει.

29. Πολλές φορές το κατά Θεόν πένθος, αναμειγνύεται με το άχαρο δάκρυ της κενοδοξίας. Αυτό θα το αναγνωρίσουμε με τρόπο επιτυχή και ευσεβή, όταν συλλάβουμε τον εαυτό μας να πενθεί και συγχρόνως να ενεργεί με (κακότητα και) πονηρία.

30. Κατάνυξη στην κυριολεξία σημαίνει να έχει ο μοναχός στην ψυχή του αμετεώριστη* οδύνη, χωρίς να επιτρέπει στον εαυτό του καμμία παρηγοριά. Το μόνο πού συλλογίζεται συνεχώς είναι η αναχώρηση του από την ζωή αυτή. Και εκείνο πού περιμένει σαν δροσιστικό ύδωρ είναι η παρηγοριά του Θεού, ο οποίος «παρηγορεί τους ταπεινούς» (Β΄ Κορ. ζ΄ 6) μοναχούς.

* αμετεώριστος, εκείνος που δεν αιωρείται εδώ κι εκεί, που δεν μετακινείται, ο σταθερός.

31. Όσοι απέκτησαν με πραγματική καρδιακή συναίσθηση το πένθος, μίσησαν ακόμη και αυτήν την ζωή τους, σαν αιτία κόπων και δακρύων και πόνων. Το δε σώμα τους το αποστραφήκαν σαν εχθρό.

32. Όταν, σε όσους φαίνονται ότι πενθούν κατά Θεόν, διακρίνουμε οργή η υπερηφάνεια, ας θεωρήσουμε ότι τα δάκρυα τους προέρχονται από δαιμονικά πάθη, διότι «ποία κοινωνία -λέει η Γραφή- φωτί προς σκότος»; (Β΄ Κορ. Στ΄ 14).

33. Γέννημα της νοθευμένης κατάνυξης είναι η οίηση, ενώ της επαινετής η παράκληση. Όπως η φωτιά καίει και εξαφανίζει την «καλαμιά», έτσι και το αγνό δάκρυ εξαφανίζει κάθε εξωτερική και εσωτερική ακαθαρσία.

34. Ο περί των δακρύων λόγος, από πολλούς Πατέρες χαρακτηρίζεται ασαφής κάπως, σκοτεινός και δυσερμήνευτος, και μάλιστα όταν πρόκειται για δάκρυα των αρχαρίων. Πολλές και διάφορες, λένε, είναι οι αιτίες πού τα γεννούν. Προέρχονται δηλαδή, από την ιδιοσυγκρασία, από την χάρη του Θεού, από θλίψη δαιμονική, από θλίψη θεάρεστη, από κενοδοξία, από πορνεία, από αγάπη, από μνήμη θανάτου και από πολλά άλλα.

35. Με φόβο Θεού ας δοκιμάσουμε και ας διακρίνουμε τα ιδιώματα όλων αυτών των δακρύων. Και ας φροντίσουμε να καλλιεργούμε τα καθαρά και άδολα δάκρυα πού προέρχονται από την μνήμη του θανάτου μας. Σ΄ αυτά τα δάκρυα δεν έχει θέση ούτε η οίηση ούτε η κλοπή (από τον διάβολο), αλλά μάλλον η κάθαρση, η πρόοδος στην αγάπη του Θεού, το πλύσιμο από τις αμαρτίες και η απάθεια.

36. Το να αρχίσει κάποιος πού πενθεί με επαινετά δάκρυα και να καταλήξει σε άσχημα, δεν είναι και τόσο περίεργο. Το να αρχίσει όμως με δάκρυα που προέρχονται από τα πάθη ή έστω από την φυσική ιδιοσυγκρασία, και να τα μεταποιήσει σε πνευματικά, είναι πράγματι κάτι το αξιέπαινο. Αυτό το ζήτημα το γνωρίζουν πολύ καλά όσοι ρέπουν προς την κενοδοξία.

37. Μην εμπιστεύεσαι στις πηγές των δακρύων σου πριν από την τελεία κάθαρση. Δεν μπορούμε να παραδεχθούμε ως καλό τον οίνο πού μόλις μετά το πατητήρι τον βάλαμε στα βαρέλια. Όλα βέβαια τα κατά Θεόν δάκρυα μας είναι ωφέλιμα. Κανείς δεν έχει αντίρρησή σ΄ αυτό. Ποια όμως είναι η ωφέλειά τους, θα το γνωρίσουμε στην ώρα του θανάτου μας.

38. Όποιος περνά την ζωή του συνεχώς με το κατά Θεόν πένθος, δεν παύει από του να εορτάζει καθημερινά. Εκείνον όμως πού συνεχώς πανηγυρίζει υλικά και σωματικά, τον περιμένει το αιώνιο πένθος.

39. Δεν μπορεί να έχουν χαρές οι κατάδικοι των φυλακών. Ούτε οι πραγματικοί μοναχοί πανηγύρια. Γι΄ αυτό ίσως εκείνος ο καλλίπενθος* έλεγε με στεναγμό: «Εξάγαγε έκ φυλακής την ψυχήν μου (Ψαλμ. ρμα΄ 8), για να ευφρανθώ στο άρρητο και απερίγραπτο φως σου».

* καλλίπενθος, εκείνος που πενθεί κατά τρόπο αρεστό στον Θεό.

40. Να γίνεις σαν βασιλιάς στην καρδιά σου, καθισμένος στον υψηλό θρόνο της ταπεινοφροσύνης. Να διατάζεις το γέλιο να απομακρυνθεί, και αμέσως να απομακρύνεται∙ το κλάμα να έλθει, και αμέσως να έρχεται∙ και στον δούλο μας, το σώμα, πού είναι συγχρόνως και τύραννος, να επιτελέσει κάποιο έργο και αμέσως να το επιτελεί (πρβλ. Ματθ. Η΄ 9).

41. Όποιος φόρεσε το μακάριο και χαριτωμένο πένθος σαν νυμφική διπλοΐδα, αυτός γνώρισε τον «πνευματικό γέλωτα» της ψυχής. Ποιος είναι άραγε ο μοναχός αυτός πού δαπάνησε τόσο θεάρεστα τον καιρό του στην μοναχική ζωή, ώστε ούτε μία ημέρα, ούτε μία ώρα, ούτε μία στιγμή, να μην την ξόδεψε επιζήμια, αλλά την προσέφερε στον Κύριο, με την σκέψη ότι είναι αδύνατον την ίδια ημέρα να την συναντήσει δύο φορές στη ζωή του.

42. Μακάριος είναι ο μοναχός πού έφθασε στο σημείο να αντικρύζει με τα μάτια της ψυχής τις αγγελικές δυνάμεις. Άπτωτος όμως είναι ο μοναχός πού ακατάπαυστα βρέχει το πρόσωπό του με την ροή των δακρύων του, πού αναβλύζουν από τους οφθαλμούς του, με την μνήμη του θανάτου και των αμαρτιών του. Δεν δυσκολεύομαι μάλιστα να πιστέψω, ότι από την δεύτερη αυτή κατάσταση διάβηκε η πρώτη.

43. Συνάντησα μερικούς επαίτες και φτωχούς πού δεν είχαν ντροπή και που με μερικά αστεία έκαναν και τις καρδιές των βασιλέων να καμφθούν και να τους συμπαθήσουν. Και συνάντησα πάλι ανθρώπους φτωχούς από αρετές, οι οποίοι χρησιμοποίησαν όχι αστεία, αλλά λόγια ταπεινώσεως και σκοτεινής απογνώσεως βγαλμένα από το βάθος της απελπισμένης καρδιάς τους. Με τα λόγια αυτά, χωρίς ντροπή και με επιμονή, ανέκραζαν προς τον επουράνιο Βασιλέα και κατόρθωσαν με την βία τους να παραβιάσουν την απαραβίαστη θεϊκή φύση και ευσπλαχνία.

44. Εκείνος που υπερηφανεύεται μέσα του για τα δάκρυά του και κατακρίνει με τον νου του όσους δεν δακρύζουν, μοιάζει μ΄ εκείνον ο οποίος ζήτησε από τον βασιλέα όπλο εναντίον των εχθρών του και μ΄ αυτό φόνευσε τον εαυτό του.

45. Ο Θεός, αγαπητοί μου, δεν έχει ανάγκη από δάκρυα, ούτε επιθυμεί να πενθεί ο άνθρωπος από την οδύνη της καρδιάς του, αλλά μάλλον να τον βλέπει να αγάλλεται και να ευθυμεί εσωτερικά από την αγάπη του προς Αυτόν.

46. Θανάτωσε την αμαρτία, και τότε θα είναι περιττά τα δάκρυα της οδύνης στους οφθαλμούς σου. Όπου δεν υπάρχει πληγή, δεν χρειάζεται νυστέρι. Στον Αδάμ πριν από την παράβαση δεν υπήρχαν δάκρυα, όπως ακριβώς και (στους δίκαιους) μετά την ανάσταση των νεκρών, εφ΄ όσον θα έχη καταργηθεί η αμαρτία και «θα έχει εξαφανισθεί η οδύνη, η λύπη και ο στεναγμός» (Ησ. Λε΄ 10).

47. Είδα σε μερικούς πένθος. Είδα και άλλους οι οποίοι πενθούσαν, διότι δεν είχαν πένθος, οι οποίοι, μολονότι στην πραγματικότητα έχουν πένθος, ζουν σαν να μην έχουν, και με την καλή αυτή άγνοια παραμένουν ασφαλισμένοι (από τον δαίμονα της κενοδοξίας). Και γι΄ αυτούς μάλλον έχει λεχθεί στην Γραφή: «Κύριος σοφοί τυφλούς» (Ψαλμ. Ρμε΄ 8).

48. Πολλές φορές, συνήθως στους πιο επιπόλαιους, και τα δάκρυα προκαλούν έπαρση. Γι΄ αυτό και σε μερικούς δεν δίδονται, ώστε με την στέρηση και την αναζήτηση τους να ελεεινολογούν τους εαυτούς τους και να τους καταδικάζουν, γεμάτοι στεναγμούς και κατήφεια και λύπη ψυχής και βαθειά σκυθρωπότητα και αμηχανία. Και έτσι αναπληρώνεται χωρίς κίνδυνο η έλλειψη του πένθους, έστω και αν αυτοί νομίζουν ότι δεν έχουν κανένα συμφέρον από αυτά.

49. Εάν προσέξουμε, θα αντιληφθούμε τους δαίμονες να μας πολεμούν με έναν γελοίο τρόπο: Όταν είμαστε χορτασμένοι, μας δημιουργούν κατάνυξη, και αντιθέτως, όταν νηστεύουμε, μας σκληρύνουν. Αυτό το κάνουν για να μας εξαπατήσουν με τα νοθευμένα δάκρυα, κι έτσι να μας ρίξουν στην τρυφή*, πού είναι η μητέρα των παθών. Δεν πρέπει λοιπόν να τους ακούμε, αλλά μάλλον να κάνουμε το αντίθετο.

* τρυφή, τρυφές, πλούσιες και ηδυπαθείς υλικές απολαύσεις.

50. Εγώ, καθώς σκέπτομαι την ποιότητα της κατανύξεως, μένω έκθαμβος. Πώς αυτό πού ονομάζεται πένθος και λύπη είναι συμπλεγμένο με την χαρά και την ευφροσύνη, όπως το μέλι με το κερί! Και τι διδασκόμαστε από αυτό; Ότι η κατάνυξη είναι καθ΄ εαυτό δώρο του Κυρίου. Και στην ψυχή πού κατανύσσεται υπάρχει μία αληθινή ηδονή, διότι ο ίδιος ο Θεός με μυστικό τρόπο παρηγορεί τους «συντετριμμένους τη καρδία».

Για να αποκτήσουμε γνήσιο και καθαρό πένθος και οδύνη ωφέλιμη, (αφού και τα αντίθετα διδάσκουν), ας ακούσουμε μια ψυχωφελή και πολύ αξιοθρήνητη διήγηση:

Έμενε εδώ κάποιος μοναχός Στέφανος, ο οποίος είχε ασπαστεί την ερημική και ησυχαστική ζωή. Αγωνίσθηκε πολλά έτη στην μοναχική παλαίστρα. Ήταν στολισμένος με νηστείες, και ιδιαιτέρως με δάκρυα και με άλλα ενάρετα κατορθώματα. Είχε το κελλί του στην κατάβαση του αγίου τούτου όρους, (κάτω από την Αγία Κορυφή), στο σημείο πού ευρίσκεται το σπήλαιο του Προφήτου Ηλία.

Αυτός λοιπόν ο αείμνηστος για πιο ακριβή και κοπιαστική μετάνοια και άσκηση, πήγε στον τόπο όπου έμεναν οι αναχωρητές, που ονομάζεται Σίδδης. Παρέμεινε εκεί μερικά χρόνια με υπερβολικές στερήσεις και σκληρή άσκηση, εφ΄ όσον ο τόπος ήταν «απαράκλητος*» και αδιάβατος σχεδόν από ανθρώπους – απείχε περίπου εβδομήντα μίλια από το κάστρο. Έπειτα, γύρω στο τέλος της ζωής του, ανεβαίνει ο γέροντας αυτός στο κελλί του, κάτω από την Αγία Κορυφή. Είχε μάλιστα και δύο υποτακτικούς από την Παλαιστίνη πολύ ευλαβείς, οι οποίοι και του φύλαγαν το κελλί πριν επιστρέψει.

* απαράκλητος, στερημένος παρηγοριάς, αναψυχής, ανέσεως.

Αφού πέρασαν λίγες ημέρες έπεσε σε ασθένεια, με την οποία και τελείωσε την ζωή του. Την παραμονή του θανάτου του, περιέπεσε σε έκσταση και με τα μάτια ανοικτά παρατηρούσε δεξιά και αριστερά της κλίνης του. Σαν να τον ανέκριναν κάποιοι, απαντούσε -τον άκουγαν όλοι οι παρευρισκόμενοι- και άλλοτε έλεγε:
– «Ναι, πράγματι, αληθινά, πλην όμως νήστεψα τόσα έτη γι΄ αυτό». Άλλοτε:
– «Όχι. Είναι ψέμα. Αυτό δεν το έκανα». Έπειτα από λίγο:
– «Αυτό ναι, αληθινά το έπραξα, αλλά έκλαψα, έκανα διακονήματα αγάπης». Και πάλι:
– «Αληθινά με κατηγορείτε». Μερικές φορές για ορισμένα απαντούσε:
– «Ναι, αληθινά, ναι. Γι΄ αυτά δεν έχω τι να απολογηθώ. Ο Θεός είναι ελεήμων».

Ήταν αλήθεια ένα θέαμα φρικτό και φοβερό. Ένα δικαστήριο αόρατο και χωρίς έλεος. Και το φοβερότερο, ότι τον κατηγορούσαν και για πράγματα πού δεν είχε διαπράξει. Ο ησυχαστής αυτός και αναχωρητής για ορισμένα πταίσματα του – αλλοίμονο! – έλεγε: –

– «Γι΄ αυτά δεν έχω τι να πω». Και είχε σαράντα περίπου έτη μοναχός, χωρίς να του λείπει και το δάκρυ!

Αλλοίμονο! Και πάλι αλλοίμονο! Πού ήταν τότε η φωνή εκείνη του προφήτη Ιεζεκιήλ, για να τους πει «Εν ώ εύρω σε, εκεί και κρίνω σε, είπεν ο Θεός» (πρβλ. Ιεζ. λγ΄ 12-16). Αλλά δεν κατόρθωσε να χρησιμοποιήσει μία τέτοια απολογία. Γιατί άραγε; Άγνωστο. Ας έχει δόξα ο Θεός, ο μόνος που γνωρίζει. (Ας σημειωθεί και τούτο): Ο μοναχός αυτός -μου το διηγήθηκαν αψευδείς μάρτυρες- στην έρημο (είχε τόσο χάρη), ώστε να τρέφει με τα χέρια του και λεοπάρδαλη.

Και ενώ συνεχιζόταν η αυστηρή αυτή δικαστική ανάκριση, αποχωρίστηκε το σώμα του, χωρίς να αφήσει καμμία ένδειξη για την κρίση ή το πόρισμα ή την απόφαση και το τέλος της δίκης.

51. Η χήρα που έχασε τον άνδρα της και έμεινε με το μονάκριβο παιδί της, αυτό έχει σαν μόνη παρηγοριά της μετά τον Κύριο. Παρόμοια και για την ψυχή που αμάρτησε δεν υπάρχει άλλη καμμία παρηγοριά την ώρα του θανάτου εκτός από τους κόπους του λαιμού, (την νηστεία δηλαδή), και τα δάκρυα. Όσοι πενθούν έτσι, δεν θα ψάλουν ποτέ, ούτε θα ξεσπάσουν σε αλαλαγμούς ύμνων, διότι όλα αυτά αφανίζουν το πένθος. Εάν επιχειρείς με αυτά να αποκτήσεις το πένθος, γνώριζε ότι βρίσκεσαι μακρυά από τον σκοπό σου. Διότι πένθος σημαίνει συνεχής και μονιμοποιημένη κατάσταση πόνου σε μία φλογισμένη (από θεϊκή αγάπη) ψυχή.

Σε πολλούς το πένθος υπήρξε πρόδρομος της μακάριας απάθειας, διότι προευτρέπισε την ψυχή και σάρωσε και έκαψε το υλικό των αμαρτιών και των παθών.

52. Κάποιος «δόκιμος εργάτης» του επαινετού αυτού πένθους μου ανέφερε το εξής: «Πολλές φορές πού πήγαινα να παρασυρθώ στην κενοδοξία ή στην οργή ή στην γαστριμαργία, διαμαρτυρόταν μέσα μου ο λογισμός του πένθους και μου ψιθύριζε: «Μην κενοδοξήσεις, γιατί σε εγκαταλείπω». Παρόμοια και για τα άλλα πάθη. Και εγώ του απαντούσα: «Δεν θα σε παρακούσω μέχρις ότου με οδηγήσεις εμπρός στον Χριστό».

53. Η άβυσσος του πένθους αντικρύζει την (εκ μέρους του Θεού) παράκληση. Και η καθαρότητα της καρδίας δέχεται την (θεία) έλλαμψη. Έ λ λ α μ ψ η σημαίνει απερίγραπτη ενέργεια, η οποία κατανοείται χωρίς να κατανοείται και βλέπεται χωρίς να βλέπεται. Π α ρ ά κ λ η σ η σημαίνει ανάψυξη της ψυχής ενός πονεμένου ανθρώπου, ο οποίος σαν νήπιο την ώρα αυτή και κλαυθμυρίζει μέσα του και φωνάζει χαρούμενα. Α ν τ ί λ η ψ η σημαίνει ανανέωση της ψυχής πού κατέπεσε από την λύπη, με θαυμαστή μεταβολή των δακρύων του πόνου σε δάκρυα ανώδυνα.

54. Τα δάκρυα του θανάτου γεννούν τον φόβο. Ο φόβος γεννά την αφοβία, και έτσι προβάλλει η χαρά. Και όταν λήξει η χαρά πού δεν λήγει, προβάλλει το άνθος της ευλογημένης αγάπης.

55. Όταν έρχεται στην ψυχή σου χαρά, να την διώχνεις με το χέρι της ταπεινοφροσύνης. Διότι δεν πρέπει να είσαι «ευπαράδεκτος», μήπως και αντί βοσκό υποδεχτείς λύκο.

56. Μη βιάζεσαι να φθάσεις την θεωρία, ενώ δεν ήλθε ακόμη η ώρα της. Άφησε καλύτερα να κυνηγήσει εκείνη και να φθάσει το κάλλος της ταπεινώσεως σου, οπότε και θα ενωθεί μαζί σου με αιώνιο πάναγνο γάμο.

57. Στις αρχές, καθώς το νήπιο αντικρύζει τον πατέρα του, γεμίζει όλο από χαρά. Όταν όμως ο πατέρας απουσιάσει ορισμένο καιρό σκόπιμα και έπειτα επιστρέψει, τότε το παιδί είναι γεμάτο και από χαρά και από λύπη. Από χαρά, διότι είδε αυτόν που ποθούσε, και από λύπη, διότι τόσο καιρό στερήθηκε την καλλονή του προσώπου του.

58. Μερικές φορές κρύβεται η μητέρα από το βρέφος της, και ενώ αυτό την αναζητεί κλαίγοντας, εκείνη χαίρεται. Μ΄ αυτόν τον τρόπο το μαθαίνει να προσκολλάται πάντοτε κοντά της, και αναφλέγει έντονα την αγάπη και το φίλτρο που έχει γι΄ αυτήν. (Αυτά έχουν κάποιο μυστικό νόημα). «Ο έχων ώτα ακούειν, ακουέτω» (Ματθ. ια΄ 15), λέγει ο Κύριος [1].

59. Εκείνος που άκουσε την καταδικαστική απόφαση του θανάτου του, δεν θα ενδιαφερθεί πλέον για προγραμματισμούς θεατρικών παραστάσεων. Και εκείνος που πενθεί πραγματικά, δεν θα σκεφτεί ποτέ την τρυφή, ή την δόξα, ή τον θυμό και την έξαψη της οργής.

60. Πένθος σημαίνει μονιμοποιημένη κατάσταση οδύνης στην ψυχή που μετανοεί. Η οδύνη αυτή γεννά καθημερινά οδύνη επάνω στην οδύνη, σαν γυναίκα «τίκτουσα και ωδίνουσα».

61. Ο Κύριος είναι δίκαιος και όσιος. Και σε όποιον ασκείται κανονικά στην ησυχία, ανάλογα του χαρίζει κατάνυξη. Και όποιον ασκείται στην υποταγή κανονικά, κάθε ημέρα τον ευφραίνει. Όποιος όμως δεν ζει καθαρά και ανόθευτα, την μία από τις δύο αυτές ασκήσεις, στερείται το πένθος.

62. Διώξε τον εκείνον τον «κύνα» που πλησιάζει, όταν πενθείς υπερβολικά για τις αμαρτίες σου, και σου ψιθυρίζει ότι ο Θεός είναι άσπλαχνος και ασυμπαθής. Διότι, εάν προσέξεις την τακτική του, θα διαπιστώσεις, ότι πριν από την αμαρτία, σου παρουσιάζει τον Θεό ευσπλαχνικό και συγχωρητικό.

63. Η επίμονη απασχόληση και άσκηση (στο πένθος) δημιουργεί την συνεχή καλλιέργειά του. Η συνεχής καλλιέργεια οδηγεί στην γεύση του. Και εκείνο που γευόμαστε και συναισθανόμαστε, την αξία του, είναι δύσκολο να μας το αφαιρέσουν.

64. Οσοδήποτε υψηλή και αν είναι η ασκητική μας ζωή, εάν δεν υπάρχει πόνος στην καρδιά μας, αποβαίνει νοθευμένη και ανωφελής.

65. Πρέπει, πρέπει οπωσδήποτε, για να το πω έτσι, όσοι μολύνθηκαν και μετά το βάπτισμα, να αφαιρέσουν την πίσσα από τα χέρια τους, με φωτιά και με λάδι, με την ακατάπαυστη δηλαδή φλόγα της καρδιάς τους και με το λάδι της θεϊκής ευσπλαχνίας.

66. Είδα εγώ σε μερικούς ένα ακρότατο όριο πένθους. Να βγάζουν δηλαδή από το στόμα τους αίμα, πού προερχόταν από την πικραμένη και πληγωμένη καρδιά τους. Και θυμήθηκα τα λόγια του Ψαλμωδού: «Επλήγην ωσεί χόρτος και εξηράνθη η καρδιά μου» (Ψαλμ. Ρα΄ 5).

67. Τα δάκρυα του φόβου (του Θεού) περιέχουν μέσα τους τον τρόμο και την προφύλαξη. Τα δάκρυα όμως της αγάπης, πριν από την κατάκτηση της τέλειας αγάπης, είναι κάπως εκτεθειμένα σε κίνδυνο, εκτός εάν το ευλογημένο πυρ της αγάπης τον καιρό της ενεργείας του πυρακτώσει πολύ την καρδιά. Είναι δε αξιοθαύμαστο, ότι τα δάκρυα του φόβου, ο οποίος είναι ταπεινότερο και κατώτερο πράγμα, είναι ασφαλέστερα στον καιρό τους από τα δάκρυα της αγάπης.

68. Υπάρχουν ουσίες που ξεραίνουν τις πηγές των δακρύων μας, και άλλες πού επί πλέον δημιουργούν μέσα στις πηγές βόρβορο και γεννούν θηρία. Και παράδειγμα του ενός είναι ο Λώτ πού συνευρέθη παράνομα με τις θυγατέρες του, ενώ του άλλου ο διάβολος πού ξέπεσε από την αγγελική του κατάσταση [2].

69. Είναι μεγάλη η κακία των εχθρών μας: Τις μητέρες των αρετών τις μετατρέπουν σε μητέρες κακιών! Και τις αιτίες της ταπεινώσεως τις κάνουν αιτίες υπερηφάνειας.

70. Πολλές φορές οδηγεί τον νου μας σε κατάνυξη και η τοποθεσία που μένουμε και η θέα που έχει. Ας σε πείσουν γι΄ αυτό ο Κύριος, ο Ηλίας και ο Ιωάννης, οι οποίοι προσεύχονταν κατά μόνας (σε διαλεγμένους ερημικούς τόπους).

71. Συνάντησα πολλές φορές μέσα στον θόρυβο των πόλεων δάκρυα. (Προέρχονταν από δαιμονική συνεργία). Ήταν για να μας σπρώξουν προς τον κόσμο, με την ιδέα ότι δεν βλαπτόμαστε καθόλου από τον θόρυβο. Σ΄ αυτό αποσκοπούσαν οι πονηροί δαίμονες.

72. Ένας λόγος πολλές φορές υπήρξε ικανός να διασκορπίσει το πένθος. Είναι δε αξιοθαύμαστο, εάν ένας λόγος μπόρεσε να το συγκεντρώσει πάλι.

73. Δεν θα κατηγορηθούμε, αγαπητοί μου, δεν θα κατηγορηθούμε την ώρα του θανάτου μας, γιατί δεν θαυματουργήσαμε ή γιατί δεν θεολογήσαμε ή γιατί δεν γίναμε θεωρητικοί. Οπωσδήποτε όμως θα δώσουμε λόγο στον Θεό, γιατί δεν πενθήσαμε συνεχώς.

Βαθμίδα έβδομη! Όποιος αξιώθηκε να την ανεβεί, ας βοηθήσει κι εμένα. Διότι αυτός πλέον βοηθήθηκε, αφού με την έβδομη βαθμίδα έπλυνε τις κηλίδες της παρούσας ζωής.

[1] Ως μητέρα θα νοηθεί η χάρη του Αγίου Πνεύματος. Εδώ έχομε εμφανή επίδραση των ομιλιών του Μακαρίου του Αιγυπτίου, όπου συχνά γίνεται λόγος για την επουράνια μητέρα, την χάρη δηλαδή του Πνεύματος: «Αί ψυχαί αί έν τη νηπιότητι του κόσμου τυγχάνουσαι και υπό των παθών συνεχόμεναι… την επουράνιον μητέρα, το Πνεύμα το Άγιον, κλαυθμώ και βοή ζητούσαι επί μηδενί επαναπαυόμεναι του κόσμου τούτου…» (ομιλ. 84).

[2] Παλαιός σχολιαστής σημειώνει: «Ύλες πού ξεραίνουν τις πηγές των δακρύων είναι ο οίνος, όταν πίνεται χωρίς μέτρο», όπως συνέβη στην περίπτωσι του Λώτ (Γεν. ιθ΄ 30-36). Και συμπληρώνει: «Άλλες ύλες, ας τις πούμε έτσι, είναι, νομίζω, η εξουσία και η υπερβολική τιμή. Αυτές προκαλούν την υπερηφάνεια με την οποία ξέπεσε ο διάβολος».


Όσιος Ιωάννης ο Σιναΐτης. Κλίμαξ.
Εκδ. Ιερά Μονή Παρακλήτου. Ωρωπός.


Σχολιάστε

Σχολιάστε