Λένε γιὰ τὸν μακάριο Ἀντώνιο, ὅτι ποτέ δὲν σκέφθηκε νὰ κάνει κάτι, πού νὰ ὠφελεῖ τὸν ἑαυτὸ του περισσότερο ἀπὸ τὸν πλησίον του. Κι αὐτό, γιατί πίστευε πὼς τὸ κέρδος τοῦ πλησίον του εἶναι γι’ αὐτὸν ἄριστη ἐργασία.
Καὶ πάλι εἶπαν γιὰ τὸν ἀββᾶ Ἀγάθωνα, ὅτι ἔλεγε πὼς «ἤθελα νὰ βρῶ ἕνα λεπρὸ καὶ νὰ πάρω τὸ σῶμα του καὶ νὰ τοῦ δώσω τὸ δικό μου».
Εἶδες τέλεια ἀγάπη; Καὶ πάλι, ἂν εἶχε κάποιο πράγμα χρήσιμο, δὲν ἄντεχε νὰ μὴν ἀναπαύσει μ’ αὐτὸ τὸν πλησίον του. Εἶχε κάποτε μιά σμίλη γιὰ νὰ κόβει τὶς πέτρες. Ἦρθε λοιπὸν ἕνας ἀδελφὸς κοντά του καί, ἐπειδὴ τὴν εἶδε καὶ τὴ θέλησε, δὲν τὸν ἄφησε νὰ βγεῖ ἀπὸ τὸ κελλὶ του χωρὶς αὐτή.