Ο αββάς Βασίλειος, ο πρεσβύτερος και αναχωρητής, ο οποίος είχε γίνει μοναχός στη Νέα Λαύρα, μας διηγήθηκε ότι είχε ακούσει από κάποιους φιλοχρίστους το ακόλουθο θαύμα.
Σε κάποια πολυάνθρωπη κωμόπολη της Παλαιστίνης κατοικούσαν Χριστιανοί και Εβραίοι και είχαν πολλά ζώα. Είχαν δε την εξής πατροπαράδοτη συνήθεια: Καθημερινά συνάθροιζαν την αυγή τα ζώα στην είσοδο της κωμοπόλεως και ο καθένας έστελνε μαζί με τα ζώα του τον γιο του ή τον δούλο του. Αυτοί έπαιρναν τα ζώα και τροφές για τον εαυτό τους, πήγαιναν στην εξοχή κι εκεί έμεναν μέχρι το βράδυ, οπότε τα έφερναν πίσω καθώς έδυε ο ήλιος.
Μία ημέρα λοιπόν που είχαν πάει στην βοσκή ως συνήθως, συγκεντρώθηκαν την ώρα του φαγητού, και τα παιδιά των Χριστιανών είπαν μεταξύ τους:
– «Ελάτε να κάνουμε την Θεία Λειτουργία, όπως κάνουν οι κληρικοί στην εκκλησία».