Καλή ἡ νηστεία, καλὴ ἐπίσης καὶ ἡ μελέτη τῶν Γραφῶν· μὲ τὸν ὅρο ὅμως νὰ θέτεις σ ̓ ἐφαρμογὴ ἐκεῖνα πού διαβάζεις. Διότι, ὅταν μελετᾶς τὴ Γραφὴ καὶ δὲν κάνεις ἐκεῖνα ποὺ διαβάζεις, παίρνεις κρίμα, κι ἐφόδιο σου γίνεται τὸ διάβασμα γιὰ τὴν κόλαση. Οὐ γὰρ οἱ ἀκροαταὶ τοῦ νόμου, λέγει ὁ Παῦλος, δίκαιοι παρὰ τῷ Θεῷ, ἀλλ ̓ οἱ ποιηταί τοῦ νόμου δικαιωθήσονται. Καὶ ὁ ἴδιος ὁ Κύριος λέγει· Εἰ μὴ ἦλθον καὶ ἐλάλησα αὐτοῖς, ἁμαρτίαν οὐκ εἶχον νῦν δὲ πρόφασιν οὐκ ἔχουσι περί τῆς ἁμαρτίας αὐτῶν. Μακάριος ἐκεῖνος ποὺ μιλάει σὲ αὐτιά ἀκουόντων, ὅταν μάλιστα αὐτοὶ καταβάλλουν τὸν τόκο· καὶ τόκος εἶναι ἡ ὑπακοὴ καὶ ἡ ἐκπλήρωση τῶν ἐντολῶν τοῦ Θεοῦ, καθὼς λέγει ὁ Κύριος· Κἀγὼ ἐλθών ἀπήτησα ἂν τὸ ἐμὸν σὺν τόκῳ.
Τί λοιπὸν συγκόμισες, ἀδελφέ μου, ἀπὸ τὴ νηστεία ; Διότι καὶ ὁ γεωργός γι ̓ αὐτὸ σπέρνει, γιὰ νὰ θερίσει, κι οἱ πραγματευτάδες γι ̓ αὐτὸ γυρίζουν ἀπὸ τόπο σὲ τόπο, γιὰ νὰ συνάζουν χρήματα, κι ὁ πλοίαρχος γι’ αὐτὸ σχίζει τὰ πέλαγα, γιὰ νὰ γεμίσει τὸ ἀμπάρι. Μὴ μοῦ πεῖς ὅτι· τόσες μέρες νήστεψα, τὸ καὶ τὸ δὲν ἔφαγα, κρασὶ δὲν ἤπια, στὰ λουτρά δὲν πῆγα. ̓Ἀλλά δεῖξε μου ἄν, ἐνῶ ἤσουν ὀξύθυμος, ἔγινες πρᾶος, κι ἂν ἔγινες φιλάνθρωπος ἐνῶ ἤσουν πετρόκαρδος. Ἄν μεθᾶς μὲ τὴν ὀργή, τί βασανίζεις τὸ στομάχι σου; Ἄν φωλιάζει μέσα σου ὁ φθόνος κι ἡ πλεονεξία, τί ὠφέλεια ἔχεις ποὺ πίνεις μονάχα νερό; Δὲν σ ̓ ἐρωτῶ λοιπὸν τί λογῆς τραπέζι στρώνεις, ἀλλ ̓ ἂν ἄλλαξες ψυχή. Ἄν ἡ δέσποινα ἡ ψυχή, λέω πορνεύει, τί μαστιγώνεις τὴν ὑπηρέτρια, ποὺ εἶναι ἡ κοιλιά; Ἄν ἡ ψυχὴ γλιστρᾶ στὸ κακό, τί παιδεύεις τὸ σῶμα ;