Α΄ Από τον βίο του Μεγάλου Αντωνίου
Ο Άγιος Αντώνιος έλεγε προς τους μαθητές του, για να μην αμελούμε και να μη υποχωρούμε προ της ασκήσεως, είναι καλό να μελετούμε πάντοτε το ρητό του Αποστόλου που λέει: καθημερινά πεθαίνω, »καθ’ ημέραν αποθνήσκω». Διότι εάν και ημείς διάγουμε τον βίο μας ως αποθνήσκοντες καθημερινώς, ασφαλώς δεν θα αμαρτήσουμε.
Αυτό δε που σας προτείνω, θα το πραγματοποιήσουμε κατά τον εξής τρόπο, κατά την καθημερινή μας αφύπνιση εκ του ύπνου, ας νομίζουμε ότι δεν εγερθήκαμε εκ της κλίνης και πεθάναμε, εφ’ όσον άλλωστε και η ζωή μας, εκ φύσεως, είναι αγνώστου διαρκείας και τέλους και καθημερινώς μετριέται από την θεία πρόνοια.
Όταν σκεπτόμαστε κατά τον τρόπο αυτό, ούτε θα αμαρτήσουμε, ούτε τίποτε θα επιθυμήσουμε, ούτε θα μνησικακούμε εναντίον των άλλων, ούτε θα αποκτήσουμε υλικούς θησαυρούς επάνω στην γη· αλλ’ ως αναμένοντες καθημερινώς τον θάνατο, θα γίνουμε ακτήμονες και θα συγχωρήσουμε όλα τα σφάλματα στους αδελφούς μας.
Επί πλέον ούτε γυναίκα θα επιθυμήσουμε, ούτε θα θελήσουμε να απολαύσουμε καμμίαν άλλην ρυπαρή ηδονή, αλλά μετά βδελυγμίας θα τα αποστραφούμε όλα αυτά, ως παρερχόμενα ταχύτατα, ζώντες διαρκώς με την αγωνία του θανάτου και προβλέποντες πάντοτε την ημέρα της κρίσεως.
Διότι πάντοτε ο μεγαλύτερος φόβος του απροσδόκητου θανάτου και η αγωνία για τα αναμενόμενα βάσανα εκ της αμαρτίας, διαλύουν ευκόλως το απατηλό της ηδονής και ανεγείρουν την ψυχή, οσάκις παρεκκλίνει προς το κακό.
Β΄ Από τον βίο του Άγιου Ιωάννη του ελεήμονος
Ο Μέγας Ιωάννης, ο Πατριάρχης της Εκκλησίας της Αλεξανδρείας, για να χαράξει βαθιά στο μυαλό του τη μνήμη του θανάτου και να την βλέπει πάντοτε ζωηρά με τα μάτια της ψυχής του, τι κάνει; Διατάζει να χτίσουν τον τάφο του, να μη τον τελειώσουν όμως, αλλά να τον αφήσουν μισοτελειωμένο.
Έπειτα δίνει εντολή σ’ αυτούς, που ασχολούνταν με την κατασκευή του τάφου του, οσάκις επιτελείτο επίσημος εορτή, να έρχονται εμπρός σε όλους που συνέρχονταν για την εορτή, και να του λένε δυνατά: Ο τάφος σου, Δέσποτα, είναι μισοτελειωμένος ακόμη επίτρεψε μας λοιπόν να τον τελειώσουμε, διότι είναι άγνωστο σε ποια ώρα επέρχεται, ως κλέπτης, ο θάνατος.
Γ΄ Από το Γεροντικό
1. Ο Αββάς Αγάθων είπε, ότι ο Μοναχός πρέπει ανά πάσα στιγμή να έχει τον νου του στο φοβερόν κριτήριο του Θεού, δηλαδή την Δευτέρα του Χριστού Παρουσία.
2. Στα μέρη του Ιορδάνη ζούσε, κατά τους χρόνους εκείνους, ένας Αναχωρητής, ο οποίος επί πολλά έτη αγωνιζόταν. Αυτός προστατευόμενος από την σκέπη του Θεού δεν θιγόταν από τας προσβολές του εχθρού, αλλά παρέμενε σχεδόν ανενόχλητος από τον πόλεμο του διαβόλου. Γι’ αυτό εμπρός εις εκείνους που τον επισκέπτονταν, χάριν πνευματικής ωφελείας, περιφρονούσε τον σατανά και τον ειρωνευόταν λέγοντας στους επισκέπτες του· τίποτε δεν είναι, ούτε μπορεί να κάνει κάτι εις βάρος των αγωνιστών, εκτός εάν βρει όμοιους του σε ρυπαρότητα, που παραμένουν διαρκώς δούλοι της αμαρτίας αυτούς τότε τους αδυνατίζει τελείως.
Όλα αυτά τα έλεγε βεβαίως, διότι δεν αντιλαμβανόταν την εις αυτόν δωρεάν της Θείας Χάριτος, η οποία δεν επέτρεπε στον σατανά να τον πειράξει.
Όταν λοιπόν πλησίαζε το τέλος του, εμφανίζεται ενώπιον του, κατά παραχώρηση Θεού, όφθαλμοφανώς ο διάβολος και του λέει:
– Τι σου έχω κάνει, Αββά; μήπως καθόλου σε ενόχλησα;
Ο αναχωρητής τον έφτυσε αμέσως στο πρόσωπο και επανέλαβε τα ίδια λόγια και στο τέλος πρόσθεσε:
– Πήγαινε οπίσω μου, σατανά, διότι τίποτε δεν μπορείς να κάνεις εις βάρος των δούλων του Χριστού.
– Καλά – καλά, απάντησε εκ δευτέρου ο σατανάς. Μη λησμονείς όμως, ότι έχεις να ζήσεις ακόμη άλλα σαράντα χρόνια, τί λες λοιπόν μέσα στα τόσα χρόνια δεν θα βρω μίαν ώρα, για να σε ρίξω;
Μετά τους λόγους αυτούς εξαφανίστηκε ο σατανάς. Εν τω μεταξύ όμως έσπειρε στην διάνοια του αναχωρητή τα σπέρματα του κακού. Έτσι ο αναχωρητής άρχισε αμέσως να παλεύει με τους λογισμούς του και να λέει από μέσα του: Τόσα χρόνια έχω που ταλαιπωρούμαι σ’ αυτή την έρημο και ακόμη άλλα σαράντα χρόνια ζωής μου έχει ο Θεός; Θα αναχωρήσω λοιπόν διά τον κόσμο, για να δω τους συγγενείς και τους γνωστούς μου και αφού παραμείνω κοντά τους μερικά έτη, επιστρέφω και πάλι σ’ αυτή την έρημο, για να συνεχίσω την άσκηση.
Όπως δε σκέφθηκε, έτσι και ενέργησε, αμέσως βγήκε από το κελλί του και βάδιζε προς την πόλη. Ως τόσο όμως ο φιλάνθρωπος Θεός δεν θέλησε να χαθούν οι κόποι του. Έτσι πριν ακόμη απομακρυνθεί από το κελλί του, έστειλε ένα Άγγελο Του, για να τον βοηθήσει. Όταν συναντήθηκαν, του λέει ο Άγγελος:
– Πού πηγαίνεις, Αββά;
– Στην πόλη, απάντησε ο αναχωρητής.
– Ξαναγύρισε στο κελλί σου, επανέλαβε πάλι ο Άγγελος, και σε τίποτε δεν θα σε ξαναενοχλήσει πλέον ο σατανάς, ο οποίος, έχε το υπ’ όψιν σου, κατόρθωσε να σε εμπαίξει.
Ο Αναχωρητής συνήλθε από τους λόγους του Αγγέλου και επέστρεψε στο κελλί του αφού δε έζησε τρείς ημέρας ακόμη, αναπαύθηκε εν Κυρίω.
3. Ένας Γέρων Ασκητής είπε ότι, καθώς εργάζομαι και κατεβάζω το αδράχτι, πριν το ανεβάσω, φέρνω εμπρός στα μάτια μου τον θάνατο. Ο ίδιος πάλι είπε, ότι ο άνθρωπος, ο οποίος κάθε στιγμή φέρνει στον νου του τον θάνατο, θα κατορθώσει να νικήσει την ολιγοψυχία.
4. Ένας Γέρων έλεγε, ότι σε κάθε έργο, που πρόκειται να επιτελέσει ο άνθρωπος, να λέει προς τον εαυτό του: Εάν αυτή την στιγμή με επισκεφθεί ο Θεός, τι θα γίνει; Πρόσεξε τι θα σου απαντήσει ο λογισμός. Εάν σε κατακρίνει γι’ αυτό που σκέπτεσαι να κάνεις, να το απορρίψεις αμέσως και να αναλάβεις την πραγματοποίηση άλλου, ώστε με θάρρος να το ολοκληρώσεις.
Διότι ο εργάτης του αγαθού και της αρετής θα πρέπει ανά πάσα στιγμή να είναι έτοιμος να πορευθεί προς την οδό της αιωνιότητας, είτε κάθεται στο κελλί του και εκτελεί το εργόχειρο του, είτε βαδίζει στον δρόμο. Γι’ αυτό και συ, είτε εργάζεσαι, είτε βαδίζεις, είτε τρως, να λες πάντοτε στον εαυτό σου: Εάν τώρα δα μας καλέσει, ώ ψυχή μου, ο Θεός, τι θα γίνει; Πρόσεξε δε τι θα σου απαντήσει ή συνείδηση σου και πραγματοποίησε γρήγορα αυτό που θα σου υποδείξει.
Και εάν θέλεις και πάλι να μάθεις αν έγινε έλεος σε σένα, ρώτησε και πάλι την συνείδηση σου και μη σταματήσεις να την ρωτάς, έως ότου η καρδία σου δεχθεί την πληροφορία της Χάριτος και η συνείδηση σου σου πει: Πιστεύουμε στους οικτιρμούς του Θεού, ότι οπωσδήποτε θα μάς ελεήσει.
Πρόσεχε όμως τις κινήσεις της καρδιάς σου, μήπως η συνείδηση σου, σού λέει τον λόγο με κάποιον δισταγμό. Εάν δε υπάρχει και μία τρίχα δυσπιστίας, ότι κατέστης άξιος της ευσπλαχνίας του Θεού, τότε ασφαλώς βρίσκεται πολύ μακράν από σένα το έλεος του Θεού.
5. Ο Αββάς Αρσένιος, όταν επρόκειτο να πεθάνει, μόλις πλησίαζε η ώρα του θανάτου, δάκρυσε καθώς τον είδαν οι αδελφοί και πατέρες να κλαίει, του λένε:
– Και σύ, πάτερ, φοβάσαι, τον θάνατο;
– Ειλικρινά σας λέω, απάντησε εκείνος, πώς ο φόβος που αισθάνομαι τώρα, ουδέποτε, αφ’ ότου έγινα Μοναχός, με εγκατέλειψε. Μόλις δε τελείωσε τις λέξεις αυτές εκοιμήθη.