Μόλις ὅμως ἀποσκίρτησε ὁ νοῦς τῶν ἀνθρώπων ἀπὸ τὸν Θεό, ἀρχίσαν οἱ ἄνθρωποι νὰ καταπίπτουν κατὰ τὴν σκέψη καὶ τὴν κρίση. Κατὰ πρῶτον, τὴν τιμὴν ποὺ ἀνήκει στὸν Θεὸ τὴν ἀπέδωσαν στὸν οὐρανό, στὸν ἥλιον, στὴ σελήνη καὶ στὰ ἄστρα, πιστεύοντας ὅτι ἐκεῖνα ὄχι μόνον εἶναι θεοὶ, ἀλλά εἶναι καὶ αἱ αἰτίες ποὺ προεκάλεσαν τὰ ἄλλα ποὺ εἶναι μετὰ ἀπὸ αὐτά.
Ἔπειτα κατεβαίνοντας ἀκόμη περισσότερο στίς σκοτεινές σκέψεις, ὀνόμασαν θεοὺς τὸν αἰθέρα, τὸν ἀέρα, καὶ ὅσα εὑρίσκονται ἐντὸς τοῦ ἀέρος. Προκόπτοντας στὰ κακά, ἤδη ἐξύμνησαν ὡς θεοὺς καὶ τὰ στοιχεῖα καὶ τὰ ἀρχικὰ συστατικὰ τῶν σωμάτων, δηλαδὴ τὴν θερμή, τὴν ψυχρή, τὴν ξηρή καὶ τὴν ὑγρή οὐσία [1].
“Ὅπως δὲ αὐτοὶ ποὺ ἔπεσαν τελείως, ἕρπουν στὴν γῆ σὰν τὰ σαλιγκάρια στὸ χῶμα, ἔτσι οἱ ἀσεβέστατοι ἄνθρωποι, ἀφοῦ ἔπεσαν καὶ κατακρημνίσθηκαν ἀπὸ τὴν παράσταση ποὺ εἶχαν περὶ Θεοῦ, ἐν συνεχείᾳ τοποθέτησαν στὴν θέση τοῦ Θεοῦ ἀνθρώπους καὶ ἀγάλματα ἀνθρώπων εἴτε ζωντανῶν [2] εἴτε καὶ νεκρῶν [3].
Καὶ σκεπτόμενοι καὶ ἐπινοοῦντας ἀκόμη χειρότερα, ἀπέδωσαν τὸ θεῖο καὶ ὑπερκόσμιο ὄνομα τοῦ Θεοῦ σέ λίθους, ξύλα καὶ ἑρπετά, σε ζῶα ὑδρόβια καὶ τῆς ξηρᾶς, καὶ στὰ ἄγρια καὶ ἄλογα ζῶα καὶ ἀποδίδουν σ’ αὐτὰ κάθε τιμὴ ἡ ὁποία ἁρμόζει στὸν Θεὸ καὶ ἀποστρέφονται τὸν ἀληθινὸ καὶ πράγματι ὑπάρχοντα Θεό, τὸν Πατέρα τοῦ Χριστοῦ.
Εἴθε νὰ ἔμενε μέχρι σ’ αὐτά ἡ τόλμη τῶν ἀφρόνων καὶ νὰ μὴ ἀναμειγνυόταν μὲ τίς ἀσέβειες, προχωρῶντας ἀκόμη περισσότερο. Διότι τόσο πολὺ κατέπεσαν μερικοὶ ὡς πρὸς τὴν σκέψη καὶ σκοτίσθησαν ὡς πρὸς τὸν νοῦ, ὥστε καὶ αὐτὰ τὰ ὁποῖα οὐδόλως καὶ κατ᾽ οὐδένα τρόπον ὑπάρχουν, οὔτε φαίνονται μεταξὺ τῶν δημιουργημάτων, καὶ αὐτὰ τὰ ἐπινόησαν καὶ τὰ θεοποίησαν.
Ἀφοῦ λοιπὸν ἀνέμειξαν λογικὰ καὶ μὴ λογικὰ καὶ συνέπλεξαν πράγματα ἀνόμοια κατὰ τὴν φύση τους, τὰ λατρεύουν ὡς θεούς. Τέτοιοι εἶναι οἱ κυνοκέφαλοι καὶ ὀφιοκέφαλοι καὶ ὀνοκέφαλοι [4] θεοὶ τῶν Αἰγυπτίων καὶ ὁ κριοκέφαλος [5] τῶν Λιβύων.
Ἄλλοι δὲ ἀφοῦ διαχώρισαν σε ἰδιαίτερα κομμάτια τὰ μέλη τοῦ σώματος, κεφαλή, ὦμο, χέρι, καὶ πόδι [6], ἀνύψωσαν τὸ καθένα σε Θεὸν καὶ τὰ θεοποίησαν, σὰν νὰ μὴ τοὺς ἦταν ἀρκετὸ νὰ λατρεύουν γενικά ὅλο μαζὶ τὸ σῶμα.
Ἄλλοι δὲ ἐπαυξάνοντας ἀκόμη περισσότερον τὴν ἀσέβειαν, θεοποίησαν καὶ προσκυνοῦν τὴν ἡδονὴ καὶ τὴν ἐπιθυμία ποὺ εἶναι ἡ αἰτία τῆς ἐφευρέσεως τους καὶ τῆς κακίας τους. Τέτοιοι θεοὶ σ’ αὐτοὺς εἶναι ὁ Ἔρωτας [7] καὶ ἡ ᾿Ἀφροδίτῃ [8] τῆς Πάφου.
Καὶ ἄλλοι ἀπὸ αὐτούς, σὰν νὰ φιλοδοξοῦσαν γιὰ τὰ χειρότερα, τόλμησαν νὰ ἀνυψώσουν σέ θεοὺς καὶ τοὺς ἄρχοντες τους ἢ καὶ τοὺς νεαροὺς ἐρωμένους [9] τῶν ἀρχόντων, εἴτε πρὸς τιμὴν τῶν ἀρχόντων, εἴτε ἐπειδὴ φοβοῦνταν τὴν τυραννικὴ ἐξουσίαν τους, ὅπως στὴν Κρήτη ὁ περιβόητος ἐκεῖ Ζεύς [10], καὶ ὁ ἐν Ἀρκαδίᾳ Ἔρμης [11], καὶ στοὺς ᾿Ινδοὺς ὁ Διόνυσος [12], στοὺς Αἰγυπτίους ἡ Ίσις καὶ ὁ Όσιρις [13] καὶ ὁ Ὧρος [14] καὶ τώρα ὁ Αντίνοος [15], ὁ ἐρωμένος τοῦ βασιλιά τῶν Ῥωμαίων Ἀδριανοῦ [16]. Αὐτὸν τὸν προσκυνοῦν ἂν καὶ γνωρίζουν ὅτι εἶναι ἄνθρωπος καὶ μάλιστα ἄνθρωπος ὄχι σεμνὸς ἀλλὰ γεμᾶτος ἀσέλγεια, διότι φοβοῦνται αὐτὸν ποὺ διέταξε νὰ τὸν λατρεύουν.
Διότι ὅταν ὁ Ἀδριανὸς ἐπισκέφθηκε τὴν χώρα τῶν Αἰγυπτίων καὶ πέθανε ὁ Αντίνοος, ποὺ ἱκανοποιοῦσε τὸ πάθος του, διέταξε νὰ τὸν λατρεύουν. Καὶ αὐτὸς μὲν ἦταν ἐρωτευμένος μὲ τὸν νεαρὸ καὶ μετὰ τὸν θάνατο, ἐμεῖς ὅμως ἔχουμε μία μαρτυρία ἐναντίον του καὶ ἕνα παράδειγμα ἐναντίον πάσης εἰδωλολατρίας, ὅτι δηλαδὴ οἱ ἄνθρωποι τὴν ἐφηῦραν, ὄχι γι᾽ ἄλλο τίποτε ἀλλὰ γιὰ τὰ πάθη ἐκείνων ποὺ τὴν ἔπλασαν, ὅπως καὶ ἡ σοφία τοῦ Θεοῦ πρὸ πολλοῦ μαρτύρησε λέγουσα᾽ «Ἀρχή τῆς πορνείας ἡ ἐπινόηση τῶν εἰδώλων» [Ἀρχή πορνείας ἐπίνοια εἰδώλων] (Σοφ. Σολ. 14, 12).
Καὶ μὴν ἀπορήσεις μήτε νὰ νομίσεις ὅτι αὐτὸ ποὺ λέω εἶναι ἀναξιόπιστο, ἀφοῦ καὶ πρὶν ἀπ᾽ ὀλίγον καιρὸ ἢ ἴσως καὶ μέχρι τῶν ἡμερῶν μας ἡ σύγκλητος τῶν Ρωμαίων [17] τοὺς βασιλεῖς ποὺ βασίλευσαν σ’ αὐτοὺς ἀπὸ ἀρχαιοτάτων χρόνων, ἢ ὅλους ἢ ὅσους θέλουν καὶ κρίνουν αὐτοί, τοὺς ἀναγορεύουν θεούς, καὶ νομοθετοῦν νὰ λατρεύωνται ὡς θεοί [18]. Καὶ ὅσους μὲν μισοῦν, τοὺς κηρύσσουν φύσει ἐχθρούς τους καὶ τοὺς ὀνομάζουν ἀνθρώπους, ὅσους δὲ συμπαθοῦν, γι’ αὐτοὺς διατάζουν νὰ λατρεύονται, διότι ἀναδείχθηκαν δῆθεν ἄνδρες ἀγαθοί. Λὲς καὶ ἔχουν τὴν ἐξουσία νὰ διορίζουν θεούς, ἐνῷ οἱ ἴδιοι εἶναι ἄνθρωποι καὶ δὲν ἀρνοῦνται ὅτι εἶναι θνητοί. Θὰ ἔπρεπε ὅμως ἐφ᾽ ὅσον ἀναδεικνύουν θεούς, νὰ εἶναι θεοὶ περισσότερον οἱ ἴδιοι.
Διότι ὁ τεχνίτης πρέπει νὰ εἶναι ἀνώτερος ἀπὸ τὸ κατασκεύασμα, καὶ ὁ ἐκφέρων κρίσιν ἀναγκαστικά ἐξουσιάζει αὐτὸ περὶ τοῦ ὁποίου ἐκφέρει τὴν κρίση, καὶ αὐτὸς ποὺ προσφέρει, ὁπωσδήποτε χαρίζει αὐτὸ ποὺ ἔχει. Ὅπως ἀναμφιβόλως καὶ κάθε βασιλιάς χαρίζει μὲν αὐτὸ ποὺ ἔχει, εἶναι δὲ ἰσχυρότερος καὶ μεγαλύτερος ἀπὸ ἐκείνους ποὺ λαμβάνουν. Ἐφ’ ὅσον λοιπὸν ἀποφαίνονται ὅτι εἶναι θεοὶ ἐκεῖνοι τοὺς ὁποίους αὐτοὶ κρίνουν, ἔπρεπε πρῶτα νὰ εἶναι καὶ οἱ ἴδιοι θεοί.
Ἀλλά τὸ ἀξιοθαύμαστον εἶναι τὸ ἐξῆς: ὅτι μὲ τὸ νὰ πεθαίνουν αὐτοὶ ὡς ἄνθρωποι, ἀποδεικνύουν ὅτι εἶναι ἄκυρη ἡ ἀπόφασίς τους, γιά ὅσους οἱ ἴδιοι ἔχουν ἀναδείξει θεούς.
[1] Ἐννοεῖ τὰ τέσσερα στοιχεῖα τῆς ὕλης κατὰ τὴν ἀντίληψη τῶν ἀρχαίων, δηλαδή, πῦρ, ἀέρα, γῆ καὶ ὕδωρ. Πρόκειται γιά τή θεωρία τοῦ Ἐμπεδοκλῆ τοῦ ᾿Ακραγαντίνου. Βλ. Διογένους Λαερτίου, Βίοι φιλοσόφων. 8, 16. Καὶ Μεγάλου Βασιλείου, ᾿Ἑξαήμερος , 28.
[2] Ἄνθρωποι ποὺ λατρεύθηκαν ὡς θεοί, ἐνῷ ἀκόμη ἐζοῦσαν, εἶναι οἵ Καίσαρες τῆς Ρώμης’ αὐτοὺς ἐννοεῖ ὁ Μέγας Ἀθανάσιος. Βλ. Καὶ § 9.
[3] Ἄνθρωποι ποὺ θεοποιήθησαν μετὰ τὸν θάνατο τους ὑπῆρξαν πολλοί, κυρίως δὲ οἱ λεγόμενοι ἥρωες, Ἡρακλῆς, ᾿Αρισταῖος, ᾿Αχιλλέας, κλπ.
[4]. «Οἱ παρ᾽ Αἰγυπτίοις κυνοκέφαλοι καὶ ὀφιοκέφαλοι καὶ ὀνοκέφαλοι». ΟΙ Αἰγύπτιοι ταυτίζοντας τοὺς θεούς τους μὲ διάφορα κτήνη, τους παρίσταναν μὲ κεφαλές βοὸς ἢ ἀγελάδος, ἐλάφου, ὄνου, λέοντος, κάπρου, κριοῦ, κυνός, ἴβιδος, ἱέρακος, ὄφεως, κλπ, Η Ίσιδα π.χ. παριστανόταν ἀγελαδοκέφαλη, ὁ Άπις ταυροκέφαλος, ὁ Άνουβις κυνοκέφαλος (σῴζεται ἄγαλμα), ὁ Ἄμμων κριοκέφαλος, ὁ Ὦρος ἱερακοκέφαλος. Διόδωρος Σικ., Ἰστ. Βιβλ. Ι,18,1. Φίλων, Δέκ. λόγ., 76-80. Minucius Felix, Oct. 28, Εὐσέβιος Καισαρίας Εὐαγγελική προπαρασκευή 3, 13, 2.
[5] Λιβύη οἱ ἀρχαῖοι ἔλεγαν ὅλη τὴν Ἀφρική, γνώριζαν δὲ τὴν βόρεια ἤπειρο τὴν βρεχόμενη ἀπό τή Μεσόγειο. Λίβυες ἔλεγαν τοὺς καὶ σήμερα ὁμοίως λεγομένους. Ο Ἄμμων ἦταν γιὰ μὲν τοὺς Αἰγυπτίους ἕνας ἐκ τῶν θεῶν, λατρευθεὶς κάποτε καὶ ὡς ὁ ὕψιστος ἀλλ᾽ ἔπειτα παραμεληθείς, γιὰ δὲ τοὺς Λίβυες ὁ ὕψιστος τῶν θεῶν. Ταυτιζόταν μὲ τὸν Δία τῶν Ἑλλήνων. Ἦταν προσωποποίηση τοῦ ἡλίου καὶ παριστανόταν κριόμορφος, Κατὰ τοὺς ἀλεξανδρινοὺς χρόνους λεγόταν Ζεὺς Ἄμμων. Ὁ Μέγας᾿Ἀλέξανδρος εἶπε στοὺς Λίβυες ὅτι εἶναι γιός του, καὶ γι’ αὐτό παριστάνεται σε νομίσματα μὲ κέρατα κριοῦ. Ἄμμων εἶναι τὸ ὄνομα του ἐξελληνισμένο᾽ τὸ καθαυτὸ ἀφρικανικό του εἶναι ᾿Αμοῦν, Βραδύτερα τὸ ὄνομα δινόταν καὶ σε ἀνθρώπους. Ο Μέγας Ἀθανάσιος π.χ. ἔγραψε μίαν ἐπιστολὴνπρὸς μοναχὸ λεγόμενο ᾿Αμοῦν. Ὁ Πλούταρχος σχετικά λέει: «Ἔτι δὲ τῶν πολλῶν νομιζόντων ἴδιον παρ᾽ Αἰγυπτίοις ὄνομα τοῦ Διὸς εἶναι τὸ ᾿Αμοῦν (ὃ παράγοντες ἡμεῖς Ἄμμωνα λέγομεν), … Διὸ τὸν πρῶτον θεὸν τῷ παντὶ τὸν αὐτὸν νομίζουσιν ὡς ἀφανῇ καὶ κεκρυμμένον ὄντα, προσκαλούμενοι καὶ παρακαλοῦντες ἐμφανῆ γενέσθαι, καὶ δῆλον αὐτοῖς ᾿Αμοῦν λέγουσι» Περὶ Ἴσιδος καὶ ᾿Οσίριδος, 9. Καὶ Cicero. Nat. Deor.. 1, 29 (82).
[6] Οἱ Αἰγύπτιοι ὄχι μόνον κτήνη ἀλλὰ καὶ μέλη κτηνῶν λάτρευαν ὡς θεούς, π.χ. κέρατα βοός, πτερύγια ἰχθύος, πέλματα, κλπ. Αὐτό ἀναφέρει καὶ ὁ ᾿Αλεξανδρεὺς ᾿Ιουδαῖος Φίλων, Δέκ. Λόγ., 19,
[7] Κατὰ τὸν Ἡσίοδο (Θεογονία, 116-130) ὁ Ἔρωτας εἶναι ἕνας ἀπὸ τοὺς ἀρχαιοτέρους θεούς. Χάος, Γῆ, Οὐρανός, Ἔρως, λέγονται οἱ πρῶτοι. Αὐτοί γέννησαν τὴν γενιά τοῦ Κρόνου, καὶ ἡ γενιὰ τοῦ Κρόνου τὴν γενιά τοῦ Δία. Κατὰ τοὺς κλασσικοὺς καὶ ἑλληνιστικοὺς χρόνους ὁ Ἔρωτας ἐμυθολογεῖτο ὡς υἱὸς τῆς ᾿Ἀφροδίτης ἀπό τόν Ἄρη ἢ ἀπό τον Ἔρμη, καὶ παριστανόταν νήπιος, πτερωτὸς καὶ τοξοφόρος.
[8] «Η ἐν Πάφῳ Ἀφροδίτη»: σφαλερῶς στὴν ΒΕΠ γράφεται «ἡ ἐν Πάρῳ…». Η ’Ἀφροδίτη ὡς κοινὴ λέξη «ἀφροδίτῃ» σημαίνει τὴν γενετήσια ὁρμὴ καὶ ἡδονή. Αὐτῆς προσωποποίηση εἶναι ἡ θεὰ Ἀφροδίτη. Ἦταν θεὰ τῆς πορνείας. Ἦταν ἡ κυριώτερη θήλεια θεὰ προερχόμενη ἐξ Ἀνατολῆς, ὅπου εἶχε διάφορα ὀνόματα (᾿Αστάρτη, Κυβέλη, κλπ.). Οἱ Ἕλληνες τὴν γνώρισαν ἀπὸ τοὺς Προέλληνες ἰδίως τῆς Κύπρου. Πανάρχαιο κέντρο τῆς λατρείας της ὑπῆρξε ἡ Πάφος τῆς Κύπρου, ὅπου μυθολογεῖται ὅτι ἐξῆλθε ἐκ τῶν κυμάτων. Γι’ αὐτό λέγεται καὶ Κύπρις. Βλ. Ὁμήρου Ἰλιάδα Θ 362-3: καὶ Ὁμηρικὸ ὕμνο εἰς ᾿Αφροδ., 56-59. Ὅτι σημαίνει τὸ κοινὸ «ἀφροδίτη» γιὰ τὰ ζῶα, σημαίνει καὶ τὸ «κύπρις» ὡς κοινὴ λέξη γιὰ τὰ φυτά. Η λατρεία τῆς Ἀφροδίτης ἦταν ὀργιαστικὴ καὶ πορνική. Ἡ ἰδία ἡ πορνεία ἦτο ἡ κυριωτέρη λατρευτικὴ πρᾶξη τῆς θρησκείας της. Ὁ Κλήμης ᾿Αλεξανδρεὺς καὶ ὁ Εὐσέβιος Καισαρείας μαρτυροῦν ὅτι κατὰ τίς πορνικὰς τελετές της οἱ λάτρεις προσέφεραν στόν ναό της νόμισμα ποὺ ἐθεωρεῖτο ὡς μίσθωμα πόρνης. Κλήμης ᾿Αλεξανδρεύς, Προτρ., 2 ΒΕΠ 7, 24. Εὐσέβιος Καισαρείας, Εὐαγγελική προπαρασκευή 2, 3, 15.
[9] «Παῖδας» ἐδῶ δὲν λέει τοὺς υἱοὺς οὔτε τοὺς δούλους. Η λέξη ἦταν ὄρος σημαίνων τοὺς ἄρρενες ἐρωμένους ἀνδρῶν, δηλαδὴ νεαροὺς παθητικοὺς κίναιδους, Ὡς γνωστὸν μία ἀπὸ τὰς φοβερές καὶ γενικές μάστιγες τῆς ἀρχαιότητος ὑπῆρξε ὁ ἐπίσημος κιναιδισμός.
[10] «Ὁ ἐν Κρήτῃ περιβόητος Ζεύς». Ὁ ὕψιστος θεὸς τῶν Ἑλλήνων, θεὸς τοῦ οὐρανοῦ καὶ τοῦ ἡλίου, καὶ ὁ ὕψιστος θεὸς τῶν Προελλήνων, ὁ οποίος λατρευόταν κυρίως στήν Κρήτῃ, ταυτίσθησαν σε ἕνα πρόσωπο. Αὐτὸ φαίνεται καὶ ἀπὸ τὴν κλίση τοῦ ὀνόματος (Ζεύς, Διός, …), ὅπου στὴν πραγματικότητα πρόκειται περὶ δύο διαφόρων ὀνομάτων. Ὁ ἐν Κρήτῃ Ζεὺς εἶχε ὀργιαστικές ἀνήθικες τελετές. ᾿Εμυθολογεῖτο ὅτι ἡ Ρέα γέννησε τὸν Δία στήν Κρήτῃ καὶ τὸν ἔκρυβε σέ σπήλαιο Κρητικοῦ ὄρους, γιὰ νὰ μὴ τὸν φάει ὁ Κρόνος. ᾿Εμυθολογεῖτο ἐπίσης ὅτι πέθανε καὶ τάφηκε ὁ Ζεὺς στήν Κρήτῃ.᾿Ησιόδου, Θεογονία 453-506.
[11] Ὁ Ἑρμῆς λατρευόταν κυρίως στήν Ἀρκαδία, ὅπου ἐμυθολογεῖτο ὅτι γεννήθηκε ὡς γόνος μοιχείας τοῦ Διὸς καὶ τῆς Μαίας. Ὁλόκληρος ὁ μῦθος τῆς γεννήσεως του καὶ ἀναδείξεως του ἐκτίθεται στὸν ‘Ὁμηρικὸ ὕμνο στόν Ἑρμῆ (στίχοι 580). Ἦταν θεὸς τῆς κλοπῆς, τοῦ ψεύδους, τοῦ ἐμπορίου, τῶν γραμμάτων, καὶ τῆς συνοδεύσεως τῶν ψυχῶν στόν ἄδη.
[12] Διόνυσος, καρπὸς μοιχείας τοῦ Διὸς καὶ τῆς Σεμέλης, ἐμυθολογεῖτο ὡς θεὸς τοῦ οἴνου, τῆς μέθης, καὶ τοῦ παθητικοῦ κιναιδισμοῦ. Κλήμης ᾿Αλεξανδρεύς, Προτρ., 2 ΒΕΠ. 7, 33: 36, Ἐμυθολογεῖτο ὅτι ἔδρασε καὶ εἰς τὴν Ἰνδία, ὅπου καὶ λατρευόταν, ᾿Αρριανοῦ, ᾿Ινδική, 5, 8:-9: 7,4.-.8,1: 9, 9-10.
[13] Ὁ Ὄσιρις καὶ ἡ Ίσιδα, ζεῦγος θεῶν τῆς Αἰγυπτιακῆς εἰδωλολατρίας. Εἶχαν ἀνηθίκες ὀργιαστικές τελετές. Ὑπῆρχε ἐποχὴ ποὺ θεωροῦνταν οἱ ὕψιστοι τῶν θεῶν, ὅπως καὶ ἐπὶ Μεγάλου Ἀθανασίου. Ἐμυθολογεῖτο ὅτι ἦταν ἀδελφοὶ ὁ Όσιρις, ἡ Ίσιδα, καὶ ὁ Τυφώνας, ὁ δὲ Ὄσιρις καὶ ἡ Ἴσιδα ἦσαν καὶ σύζυγοι. Κατ’ ἄλλον μῦθο ἡ Ἴσιδα δημιούργησε τὸν σύζυγο της Ὄσιρη. Ὁ Τυφὼνας φόνευσε τὸν Ὄσιρη, καὶ ἀφοῦ τον τεμάχισε, τά μὲν 26 τεμάχια ἔδωσε στοὺς 26 συνεργάτες τοῦ φόνου, τὸ δὲ μόριο του ἔριξε στὸν Νεῖλο. Η Ἴσιδα κατ᾽ ἄλλον μῦθο βρῆκε τὰ τεμάχια καὶ τὰ συναρμολόγησε καὶ τόν ἀνέστησε, Κατ᾽ ἄλλον δὲ συνεπλήρωσε στό κάθε τεμάχιο μὲ κερί ὁλόκληρο σῶμα καὶ παρέδωσε τὰ 26 σώματα σε 26 ἱερεῖς της νὰ τὰ κηδεύσουν καὶ νὰ τὰ λατρεύουν, ἡ ἰδία δὲ ἐπιδόθηκε στὴν ἀναζήτηση τοῦ ἀπολεσθέντος μορίου. Στὸ τελευταῖο αὐτό στρεφόταν ὅλη ἡ ὀργιαστικὴ λατρεία τῶν δύο θεῶν. Ἦταν δὲ θεοὶ τῶν νεκρῶν, θεοὶ τοῦ ἡλίου, θεοὶ τῆς γονιμότητος καὶ τῆς ἀναβλαστήσεως καὶ τῆς πορνείας ὅπως ἡ ᾿Αφροδίτη. Η Ίσιδα ἐθεωρεῖτο ὡς ἡ μεγάλῃ μητέρα θεὰ. Πάντοτε δὲ στίς ὀργιαστικές θρησκεῖες τῶν πολὺ ξεπεσμένων λαῶν τὴν θέση τοῦ ὑψίστου θεοῦ κατεῖχε θήλεια θεά. Διόδωρος Σικ., Ἰστ. βιβλ. 1, 21-27. Πλούταρχος, Περὶ Ἴσ. καὶ Ὀσίρ., 12.
[14] Ὁ Ώρος, θεὸς τῶν Αἰγυπτίων, φερόταν ὡς υἱὸς τοῦ ΄Οσιρη καὶ τῆς Ἴσιδος, Ταυτιζόταν καὶ μὲ τὸν Ἑρμῆ ὡς ψυχοπομπός, καὶ μὲ τὸν ᾿Απόλλωνα (Ὠραπόλλων). Διόδωρος Σικ. 1, 27, 4. Πλούταρχος, Περὶ Ίσ. Καὶ Ὀσίρ. 12.
[15] Ὁ ᾿Αντίνοος ἦταν ἔφηβος καὶ «παιδικὸς» τοῦ Ἀδριανοῦ. «Παιδικὸς» σημαίνει κίναιδος, ἐρωμένος ἄρρενος ἐραστή. Ὅταν σέ ἕνα ταξίδι τῶν δύο στὴν Αἴγυπτο πέθανε ὁ ᾿Αντίνοος, ὁ Ἀδριανὸς ἦταν τόσον ἀπαρηγόρητος γιὰ τὸν κίναιδο του, ὥστε τὸν ἀναγόρευσε θεό, ἔδωσε τὸ ὄνομά του σέ ἕνα ἀστέρα τοῦ οὐρανοῦ, ἵδρυσε πρὸς τιμήν του τὴν ᾿Αντινοόπολη, ἵδρυσε θρησκεία στὸ ὄνομά του, τῆς ὁποίας οἱ ὀπαδοί λέγονταν φιλαντίνοοι, ἵδρυσε ναοὺς καὶ ἱερατεῖο, καθώρισε λατρεία του, ἔστησε πολλὰ ἀγάλματά του (ἐκ τῶν ὁποίων ἕνα σώζεται), καὶ διέταξε νὰ λατρεύεται σέ ὅλη τὴν αὐτοκρατορία ὡς θεός. ᾿Ἐκτός ἀπὸ τὸν ᾿Ἀθανάσιο ἀναφέρουν τὸ γεγονὸς λεπτομερέστερα ὁ Θεόφιλος Ἀντιοχείας, σχεδὸν σύγχρονος τῶν γεγονότων (Πρὸς Αὐτόλ. 2, 8), ὁ Κλήμης ᾿Αλεξανδρεύς, (Προτρ., 4 ΒΕΠ 7, 42), ὁ ᾿Ωριγένης (Κέλσ. 3, 36: 8, 9). Ὁ Ὠριγένης ἐλέγχει τὸν εἰδωλολάτρη Κέλσο γιὰ τὸ αἶσχος αὐτὸ στὸ ὁποῖο λατρεύουν.
[16] Ὁ Ἀδριανός, αὐτοκράτωρας τῆς Ρώμης βασιλεύσας κατὰ τὰ ἔτη 111-138 μ.χ. Ὑπῆρξε διώκτης τῶν Χριστιανῶν. Αὐτὸς κατέστρεψε καὶ τὴν Ἱερουσαλὴμ γιὰ δεύτερη φορὰ (135 μ.Χ.). Στὴν ἱστορία φέρεται ὡς φίλος τῶν γραμμάτων καὶ τῶν εἰρηνικῶν ἔργων.
[17] «Ρωμαίων σύγκλητος». Η ρωμαϊκὴ γερουσία ἢ «σύγκλητος βουλὴ» ἀποτελεῖτο ἀνέκαθεν ἀπὸ τοὺς πατρικίους, ὅλους δηλαδὴ τοὺς ἀρχηγοὺς τῶν εὐγενῶν οἴκων. Πρὸ τοῦ αὐτοκρατορικοῦ πολιτεύματος ἦταν ἡ ἀνωτάτη ἐξουσία τοῦ κράτους, ᾿Ἐπί αὐτοκρατόρων ἦταν ἄλλοτε ἴση πρὸς τὸν αὐτοκράτορα καὶ ἄλλοτε δεύτερη. Ἀπ’ αὐτήν προέρχονταν καὶ ἀναγορεύονταν οἱ αὐτοκράτορες.
[18] Μετὰ τὸν θάνατο κάθε αὐτοκράτορα, ἡ σύγκλητος τοὺς ἀναγόρευε θεούς, ἢ μᾶλλον, ἐπειδὴ ἐν ζωῇ ἤδη λατρεύονταν ὅλοι ὡς θεοί, ἡ σύγκλητος ἀποφάσιζε ἂν καὶ μετὰ τὸν θάνατόν τους θὰ συνεχίσουν νὰ εἶναι θεοί. Ὅσους ἡ σύγκλητος ευνοούσε τοὺς «ἀποθέωνε», καὶ ὅσους μισοῦσε τοὺς
«ξεθέωνεν. Τὸ εἰδωλολατρικὸ αὐτὸ ἔθιμο εἰσπήδησε καὶ στοὺς παπικοὺς, ὅπου κάθε πάπας μετὰ τὸν θάνατο του καὶ ἀνεξαρτήτως τοῦ βίου του ἀναγορεύεται ἅγιος. Η θεοποίηση συνεχίζεται σ’ αὐτούς σάν ἀξιοποίηση. Κάθε δὲ αὐτοκράτορας ἐν ζωῇ λεγόταν «Κύριος» μὲ τὴν ἔννοια ποὺ ἔχει ἡ λέξη ὡς ὄνομα τοῦ Θεοῦ. Οἱ Χριστιανοὶ οὐδέποτε δέν δέχονταν νὰ ποῦν «Κύριος» γιὰ τὸν Καίσαρα, καὶ γι’ αὐτό πολλές φορές μαρτύρησαν. Γι’ αὐτὴν τὴν αἰτία φονεύθηκε καὶ ὁ Πολύκαρπος Σμύρνης. Οἱ δήμιοί του τὸν πίεζαν νά πεῖ «Κύριος Καῖσαρ», ἀλλ᾽ αὐτὸς δὲν δέχθηκε προτιμήσας τὸν θάνατον. Μαρτύριο Πολυκάρπου 8, 2.
Έλληνες Πατέρες της Εκκλησίας (ΕΠΕ). Πατερικές εκδόσεις «Γρηγόριος ο Παλαμάς». Θεσσαλονίκη, 1973.