Όσιος Πέτρος ο Δαμασκηνός – Η απόκτηση της αληθινής πίστεως. Η ησυχία συμφέρει περισσότερο στους εμπαθείς. Η αληθινή μετάνοια είναι μεγάλο αγαθό. Γενικές και ειδικές ευεργεσίες του Θεού. Ο Θεός τα έκανε όλα προς το συμφέρον μας. Ο λόγος του Θεού δεν είναι πολυλογία. Η σωτηρία είναι αδύνατη χωρίς ταπεινοφροσύνη. (Φιλοκαλία των Ιερών Νηπτικών, Τόμος Γ΄).

Φιλοκαλία των Ιερών Νηπτικών, Τόμος Γ΄ (σελ. 144-159).

Όσιος Πέτρος ο Δαμασκηνός

Η απόκτηση της αληθινής πίστεως

Η αληθινή πίστη είναι θεμέλιο όλων των αγαθών και θύρα των μυστηρίων του Θεού και νίκη άκοπη των εχθρών, και πιο αναγκαία από κάθε άλλη αρετή, και φτερά της προσευχής, και κατοίκηση του Θεού μέσα στην ψυχή. Γι’ αυτό όποιος ποθεί να την αποκτήσει, έχει χρέος να υπομένει κάθε δοκιμασία που θα του έρθει από τους εχθρούς και από τους πολλούς και ποικίλους λογισμούς, για τους οποίους κανείς δεν μπορεί να εννοήσει τελείως, ούτε να μιλά γι’ αυτούς, ή να τους βρει, παρά μονάχα ο εφευρέτης της κακίας διάβολος. Αλλά ας έχει θάρρος ο άνθρωπος αυτός· γιατί αν νικήσει τους πειρασμούς που έρχονται κατεπάνω του με τόση βία και συγκρατεί το νου του ώστε να μην υποχωρήσει στους λογισμούς που φυτρώνουν μέσα στην καρδιά του, θα νικήσει με μια όλα τα πάθη. Γιατί δεν είναι αυτός που νίκησε, αλλά ο Χριστός που ήρθε μέσα του με την πίστη. Γι’ αυτούς τους ανθρώπους λέει ο Χριστός ότι «όποιος έχει πίστη σαν κόκκο σιναπιού κλπ.»(Λουκ. 17,6).

Αλλά και αν ο λογισμός του εξασθενήσει και υποχωρήσει, να μη δειλιάσει, ούτε να απελπιστεί, ούτε να νομίζει ότι προέρχονται από την ψυχή του εκείνα που λέγονται από τον αρχηγό του κακού, τον διάβολο. Αλλά να πράττει με επιμέλεια και υπομονή την κατά δύναμη εργασία των αρετών και τη φύλαξη των εντολών, με ησυχία και σχολή κατά Θεόν και αποχή από εκούσιους λογισμούς, ώστε αφού κινήσει ο εχθρός κάθε μηχανή και φαντασία νύχτα και ημέρα και δει ότι δεν προσέχει στα παιχνίδια και τα σχήματα και όλα τα νοήματα με τα οποία προσπαθεί να τον τρομάξει, ενώ δεν είναι άλλο παρά ψεύτικα παιχνίδια, να βαρεθεί και να φύγει. Και αφού μάθει με την πείρα ο εργάτης των εντολών του Χριστού την αδυναμία του εχθρού, δεν φοβάται πλέον τις μηχανές του, αλλά κάνει ανεμπόδιστα ό,τι θέλει κατά το θέλημα του Θεού, γιατί με την πίστη στερεώνεται και βοηθείται από τον Θεό, στον οποίο πίστεψε, όπως είπε ο Κύριος: «Όλα είναι δυνατά σ’ όποιον πιστεύει»(Μαρκ. 9,23). Επειδή δεν είναι αυτός που πολεμά τον εχθρό, αλλά ο Θεός που φροντίζει γι’ αυτόν μέσω της πίστεως, όπως λέει και ο Προφήτης: «Έχεις τον Ύψιστο ως καταφύγιό σου κλπ.»(Ψαλμ. 90,9).

Ένας τέτοιος άνθρωπος δεν φροντίζει πλέον καθόλου για τίποτε, γιατί γνωρίζει ότι «το ιππικό ετοιμάζεται για πόλεμο, αλλά από τον Κύριο θα έρθει η νίκη»(Παροιμ. 21,31), όπως λέει ο Σολομών. Και με την πίστη έχει τόλμη και επιχειρεί τα πάντα, όπως λέει ο άγιος Ισαάκ: «Απόκτησε πίστη και με αυτή θα καταπατήσεις τους εχθρούς σου». Γιατί δε ζει σαν αυτεξούσιος, αλλά οδηγείται σαν κάποιο κτήνος από το θέλημα του Θεού, όπως λέει ο Προφήτης: «Έγινα κοντά σου όπως το κτήνος και είμαι παντοτινά μαζί σου»(Ψαλμ. 72, 22-23). «Θέλεις, —λέει στόν Θεό— να με αναπαύσεις δίνοντάς μου τη γνώση Σου; δεν αντιλέγω. Θέλεις πάλι για χάρη ταπεινώσεως να παραχωρήσεις να έχω πειρασμούς; Είμαι επίσης σύμφωνος· δεν έχω τίποτε δικό μου να κάνω. Χωρίς Εσένα ούτε θα ερχόμουν από το μηδέν στην ύπαρξη, ούτε να ζήσω, ούτε να σωθώ μπορώ. Ό,τι θέλεις, κάνε στο πλάσμα Σου. Πιστεύω ότι επειδή είσαι αγαθός, θα κάνεις αγαθά σ’ εμένα με τους τρόπους της θείας οικονομίας Σου, και αν ακόμη για το συμφέρον μου δεν τα γνωρίζω. Μα ούτε και είμαι άξιος να τα μάθω, ούτε ζητώ να τα μάθω για να έχω ανακούφιση· ίσως να μη με συμφέρει. Ούτε τολμώ να ζητήσω ελάφρυνση από κάποιο πόλεμο, μ’ όλο που είμαι αδύνατος και με καταπονούν όλα, αφού δε γνωρίζω τι με συμφέρει. Εσύ γνωρίζεις τα πάντα, και όπως γνωρίζεις, κάνε· μόνο να μην αποτύχω ό,τι και αν συμβεί, αλλά είτε θέλω, είτε δεν θέλω, σώσε με· κι αυτό πάλι αν σου αρέσει. Εγώ δεν έχω δικό μου θέλημα. Είμαι μπροστά Σου σαν άψυχος. Την ψυχή μου εμπιστεύομαι στα αμόλυντα χέρια Σου, και σ’ αυτή τη ζωή και στη μέλλουσα. Εσύ Κύριε όλα μπορείς και όλα γνωρίζεις και κάθε καλό θέλεις για όλους, και ποθείς πάντοτε τη σωτηρία μου. Και αυτό είναι φανερό από όλες τις ευεργεσίες, που έκανες και κάνεις πάντοτε σ’ εμάς κατά χάρη, φανερά και κρυφά, όσες γνωρίζουμε και όσες δεν γνωρίζουμε, και από την ακατανόητη συγκατάβασή Σου σ’ εμάς, Υιέ και Λόγε του Θεού. Εγώ όμως ποιος είμαι που τολμώ να αναφέρομαι σε Σένα, καρδιογνώστη; Αλλά τα λέω αυτά για να γνωστοποιήσω στον εαυτό μου και στους εχθρούς ότι σε Σένα καταφεύγω, το λιμάνι της σωτηρίας μου. Ιδού έμαθα από τη χάρη Σου ότι Συ είσαι ο Θεός μου, και δεν τολμώ πλέον να λέω πολλά, αλλά θέλω μόνο να παρουσιάσω μπροστά σε Σένα το νου μου αργό, κουφό και άλαλο. Όχι εγώ, η χάρη Σου εργάζεται το παν. Γιατί δεν γνωρίζω να έκανα ποτέ κανένα καλό, παρά πλήθη κακών, και γι’ αυτά πέφτω μπροστά σε Σένα με το σχήμα του δούλου, επειδή με αξίωσες να μετανοώ και επειδή είμαι δούλος Σου και παιδί της δούλης Σου(Ψαλμ.115,7). Αλλά μη με αφήσεις Κύριε μου, Κύριε Ιησού Χριστέ, Θεέ μου, να κάνω ή να λέω ή να σκέφτομαι εκείνα που δεν θέλεις, γιατί μου φτάνει το πλήθος των προηγουμένων μου αμαρτιών· όπως θέλεις, ελέησέ με. Αμάρτησα, ελέησέ με όπως γνωρίζεις. Πιστεύω Κύριε ότι ακούς την ελεεινή μου αυτή φωνή. Βοήθησέ με στην απιστία μου(Μαρκ. 9,24), Εσύ που μου χάρισες τη ζωή και με αξίωσες να είμαι Χριστιανός. Το θεωρώ πολύ μεγάλο, όπως λέει ο Ιωάννης ο Καρπάθιος *, που με κάλεσες να γίνω μοναχός και Χριστιανός. Όπως είπες, Κύριε, σε κάποιον από τους δούλους Σου: «Είναι μεγάλη τιμή σου το ότι καλείσαι με το όνομά Μου»(Ησ. 49,6). Αυτό είναι καλύτερο σε μένα από όλες τις βασιλείες της γης και του ουρανού, μόνο να μην αποτύχω να καλούμαι με το γλυκύτατο όνομά Σου. Πολυέλεε Κύριε, σε ευχαριστώ, κλπ.», όπως τα έχουμε γράψει προηγουμένως.

* Προς τους μοναχούς της Ινδίας, κεφ. 44 (Φιλοκαλία, τόμος Α΄, σελ. 338).

Όπως λοιπόν άλλα αναγνώσματα αρμόζουν στον πρακτικό και άλλα λόγια και δάκρυα και προσευχή, έτσι κι αυτή είναι διαφορετική πίστη από την πρώτη που γεννά την ησυχία. Γιατί εκείνη είναι πίστη της ακοής, ενώ αυτή είναι της θεωρίας, όπως λέει ο άγιος Ισαάκ, και η θεωρία είναι πιο σίγουρη από την ακοή. Από τη φυσική γνώση γεννιέται η πρώτη και κοινή πίστη των ορθοδόξων, από την οποία γεννιέται η κατά Θεόν σχολή, όπως είπαμε, η νηστεία, η αγρυπνία, η ανάγνωση, η ψαλμωδία, η προσευχή και η ερώτηση των εμπείρων. Και από όλα αυτά γεννιούνται οι αρετές της ψυχής, δηλαδή η φύλαξη των εντολών και η τακτοποίηση των ηθών, από τις οποίες γεννιέται η μεγάλη πίστη, η ελπίδα και η τέλεια αγάπη, που αρπάζει το νου στον Θεό, όπως είπαμε, κατά την προσευχή, όταν κανείς ενώνεται με τον Θεό νοερά, όπως λέει ο άγιος Νείλος.

Τα λόγια της προσευχής γράφτηκαν μιά φορά, για να απευθύνει πάντα την ίδια προσευχή εκείνος που θέλει να παραστήσει το νου του ακίνητο μπροστά στην Αγία και Ζωαρχική Τριάδα, πιστεύοντας ότι βλέπεται από Αυτήν, αν και είναι τελείως αδύνατο να βλέπει ο ίδιος το παραμικρό· να έχει το νου του άμορφο, ασχημάτιστο, αχρωμάτιστο, ατάραχο, απερίσπαστο, ακίνητο, άυλο, να μην βρίσκεται σε τίποτε απ’ όσα νοούνται και κατανοούνται στην κτίση, αλλά μέσα σε μια βαθιά ειρήνη και τέλεια αταραξία να συνομιλεί με τον Θεό, και να έχει μόνο την αγία μνήμη Του, μέχρις ότου φτάσει στην αρπαγή του νου και καταξιωθεί να λέει όπως πρέπει την προσευχή του Κυρίου, το Πάτερ ημών, όπως έκαναν ο άγιος Φιλήμων *, η αγία Ειρήνη, μαζί με τους αγίους Αποστόλους, τους Μάρτυρες και τους Οσίους. Τα παραπέρα είναι αυταπάτη που γίνεται από υπερηφάνεια. Γιατί το θείο είναι αόριστο και απερίγραπτο, και ο νους που συγκεντρώθηκε στον εαυτό του, έτσι πρέπει να είναι, για να αξιωθεί κατά χάρη να επιφοιτήσει επάνω του το Άγιο Πνεύμα. Γιατί, όπως λέει ο Απόστολος, δε βαδίζουμε με την αίσθηση, αλλά με την πίστη(Β΄ Κορ. 5,7). Γι’ αυτό οφείλουμε να κάνουμε πολύν καιρό στην άσκηση, για να σύρεται ο νους από την πολυκαιρία με πόθο στα θεία εξαιτίας της συνήθειας. Γιατί αν δε βρει ο νους κάτι ανώτερο από τα αισθητά πράγματα, δε στρέφει την επιθυμία του σ’ αυτό, και δεν αφήνει εκείνα που συνήθισε από την πολυκαιρία. Όπως λοιπόν οι φιλάνθρωποι και απαθείς δεν βλάπτονται πολύ από τα πράγματα του βίου, γιατί τα διευθετούν καλά, έτσι και εκείνοι που έχουν μεγάλα χαρίσματα, γιατί αποδίδουν στον Θεό τα κατορθώματά τους.

* Φιλοκαλία, τόμος Β΄, σελ. 313.

Η ησυχία συμφέρει περισσότερο στους εμπαθείς

Σε όλους συμφέρει η ησυχία και η αποφυγή των πραγμάτων και των ανθρώπων, περισσότερο όμως στους εμπαθείς και αδύνατους. Δεν μπορεί βέβαια ο νους με μόνη την πρακτική άσκηση να γίνει απαθής, αν δεν έχει διαδοχικά πολλές και πνευματικές θεωρίες. Ούτε ο περισπασμός και το να είναι κανείς προϊστάμενος άλλων περνάνε χωρίς βλάβη, αν δεν αποκτήσει κανείς πρωτύτερα απάθεια από την αποφυγή. Η μέριμνα του βίου και η σύγχυση βλάπτει συνήθως και τους τέλειους και τους απαθείς. Καμιά ωφέλεια δεν προέρχεται, όπως λέει ο Χρυσόστομος, από την εργασία του ανθρώπου, χωρίς την ουράνια βοήθεια. Ούτε πάλι η ουράνια βοήθεια έρχεται σ’ εκείνον που του λείπει η προαίρεση. Έχουμε ανάγκη και από τα δύο, και από τη θεία βοήθεια και από την ανθρώπινη εργασία, και από την πράξη και από τη γνώση, και από το φόβο και από την ελπίδα, και από το πένθος και από την παρηγορία, και από δειλία και από ταπείνωση, και από διάκριση και από αγάπη. Γι’ αυτό, λένε, όλα τα του βίου είναι διπλά: ημέρα και νύχτα, φως και σκοτάδι, υγεία και ασθένεια, αρετή και κακία, ευκολία και δυσκολία, ζωή και θάνατος. Και από τα πρώτα οι αδύνατοι να αγαπούμε τον Θεό, και από τα άλλα να αποφεύγουμε την αμαρτία από φόβο των πειρασμών. Οι δυνατοί πάλι, εξαιτίας όλων αγαπούνε σαν πατέρα τον Θεό, αναγνωρίζοντας ότι όλα είναι πολύ καλά(Γέν. 1,31) και προς το συμφέρον μας τα οικονομεί ο Θεός. Και από τα ευχάριστα εγκρατεύονται, ενώ επιθυμούν τα δύσκολα, γιατί γνωρίζουν ότι με τα πρώτα ζωογονούνται τα σώματα προς δόξαν του Ποιητή, ενώ με τα άλλα θα βοηθηθούν οι ψυχές να σωθούν, από ανέκφραστο έλεος του Θεού.

Οι άνθρωποι διακρίνονται σε τρεις πνευματικές καταστάσεις: σε δούλους, σε μισθωτούς και σε υιούς. Οι δούλοι δεν αγαπούν το αγαθό, αλλά για το φόβο των κολάσεων απέχουν από το κακό. Και αυτό, λέει ο άγιος Δωρόθεος, είναι βέβαια καλό, όχι όμως και ευάρεστο. Οι μισθωτοί αγαπούν το αγαθό και μισούν το πονηρό, αλλά με την ελπίδα να λάβουν μισθό. Οι υιοί τέλος, καθώς είναι τέλειοι, ούτε από φόβο των κολάσεων απέχουν από το πονηρό, αλλά έχουν έντονο μίσος γι’ αυτό· ούτε το καλό κάνουν με την ελπίδα να ανταμειφθούν, αλλά το λογαριάζουν σαν χρέος τους. Και αγαπούν την απάθεια, επειδή αυτή είναι μίμηση του Θεού και πρόξενος της κατοικήσεώς Του μέσα τους· μ’ αυτήν απέχουν από κάθε κακία, ακόμα και αν δεν υπάρχει καμιά απειλή. Γιατί αν κανείς δε γίνει απαθής, δεν του στέλνει ο Άγιος Θεός το Άγιο Πνεύμα, για να μην ξαναπέσει στα πάθη, συρόμενος από τη συνήθεια, οπότε γίνεται ένοχος για την επιφοίτηση του Αγίου Πνεύματος και έχει μεγαλύτερη καταδίκη. Αλλά όταν από την έξη της αρετής δεν έχει πλέον φιλία με τους εχθρούς, ούτε σύρεται από τη συνήθεια των παθών, τότε γίνεται μέτοχος της χάρης και μένει ακατάκριτος κατά την απόκτηση του χαρίσματος.

Γι’ αυτό λέει ο Ιωάννης της Κλίμακος, ότι δε μας φανερώνει ο Θεός το θέλημά Του για να μην το παρακούμε αφού το μάθουμε, και έτσι καταδικαστούμε χειρότερα· αν και σαν νήπιοι δε γνωρίζουμε την άπειρη του Θεού ευσπλαχνία προς εμάς τους αχάριστους. Εκείνος, λέει, που θέλει να μάθει το θέλημα του Θεού, έχει χρέος να πεθάνει από όλο τον κόσμο και από τα θελήματά του σχετικά με όλα τα πράγματα. Γι’ αυτό δεν πρέπει κανείς να κάνει όποιο πράγμα προκαλεί αμφιβολία, ή να το θεωρεί για καλό, εκτός αν δεν μπορεί να ζήσει ή να σωθεί χωρίς αυτό. Για να βεβαιωθεί λοιπόν τότε, χρειάζεται να ρωτήσει τους έμπειρους, με βέβαιη πίστη και προσευχή, εφόσον δεν έχει ακόμη την τέλεια απάθεια που κάνει το νου ισχυρό και ανίκητο σε κάθε καλό έργο. Ώστε ο πόλεμος είναι μεγάλος, αλλά ο άνθρωπος διατηρείται αβλαβής. Γιατί λέει ο Κύριος: «Η δύναμή μου φανερώνεται στην πληρότητά της μέσα στην αδυναμία»· και συνεχίζει ο Απόστολος: «Όταν ασθενώ, τότε είμαι δυνατός»(Β΄ Κορ. 12,9-10). Γιατί το να είναι κανείς απολέμητος, δεν είναι καλό. Όπως λέει ο Ιωάννης της Κλίμακος, οι δαίμονες πολλές φορές υποχωρούν για διάφορους λόγους, για να στήσουν στον άνθρωπο ενέδρα, ή για να τον κάνουν να υπερηφανευτεί, αφήνοντάς του την έπαρση ή κάποιο άλλο κακό, και αρκούνται σ’ αυτό, γιατί μπορεί να αναπληρώσει όλα τα άλλα πάθη.

Οι Πατέρες, όπως λέει το Γεροντικό, φύλαξαν τις εντολές, οι άλλοι ύστερα απ’ αυτούς τις έγραψαν, εμείς όμως ό,τι έγραψαν τα βάλαμε στα ντουλάπια. Ή κι αν τα διαβάζουμε, δε σχολάζουμε στο να κατανοούμε τα λεγόμενα και να τα πράττουμε, αλλά τα διαβάζουμε σαν πάρεργο, ή νομίζουμε ότι κάτι σπουδαίο κάνουμε και υπερηφανευόμαστε· αγνοούμε ότι μάλλον μας περιμένει καταδίκη, αν δε τα πράττουμε, όπως λέει ο Χρυσόστομος. Και ο Κύριος λέει: «Όποιος γνώρισε το θέλημα του Κυρίου του κλπ.»(Λουκ. 12,47). Ώστε καλή είναι η ανάγνωση και η γνώση, αλλά όταν οδηγούν σε μεγαλύτερη ταπείνωση. To ίδιο και η συμβουλή, όταν δεν εξετάζει κανείς τη ζωή του διδασκάλου, όπως λέει ο Θεολόγος: «Μη διερευνάς την αξιοπιστία αυτού που σε διδάσκει ή σου κηρύττει». Και όπως λέει ο Κύριος: «Όσα σάς λένε οι ιερείς κλπ.»(Ματθ. 23,3). Αυτός που ερωτά δε ζημιώνεται καθόλου από τα έργα εκείνου που τον διδάσκει, αλλά ούτε βέβαια και ωφελείται, αν δεν πράττει όσα διδάσκεται. Το πέρα απ’ αυτά είναι παρά φύση και αξιοκατάκριτο. Όπως λέει ο άγιος Ευστράτιος, ο Θεός σαν αγαθός και δίκαιος που είναι, με την αγαθότητά Του μας χαρίζει κάθε καλό όταν έχουμε ευγνωμοσύνη, χρησιμοποιώντας σαν αγωγό —δίκαιο τάχα— την ευχαριστία μας. Όταν όμως είμαστε αγνώμονες, τότε ξεπέφτουμε από το αγαθό, σύμφωνα με τη δίκαιη κρίση του Θεού. Ώστε η αγαθότητα και η δικαιοσύνη του Θεού προξενούν σ’ εμάς κάθε καλό όταν ενεργούμε κατά φύση· όταν όμως κάνουμε κακή χρήση, προξενούν αιώνια κόλαση.

Η αληθινή μετάνοια είναι μεγάλο αγαθό

Αν όμως θελήσει κανείς, βάζει πάλι αρχή με τη μετάνοια. «Έπεσες;» λέει κάποιος άγιος· «Σήκω. Έπεσες πάλι; Και πάλι σήκω, χωρίς να απελπίζεσαι για τη σωτηρία σου ό,τι και να γίνει. Ούτε να παραδίνεις τον εαυτό σου θεληματικά στον εχθρό· αρκεί η υπομονή σου αυτή και η αυτομεμψία για να σωθείς». «Ήμαστε, λέει ο Απόστολος, και εμείς κάποτε ανόητοι και βαδίζαμε κατά τις επιθυμίες μας κλπ.»(Τίτ. 3,3). Και συ λοιπόν μην απελπιστείς καθόλου, αγνοώντας τη βοήθεια του Θεού, γιατί μπορεί να κάνει όσα θέλει. Αλλά έλπισε σ’ Αυτόν και θα κάνει ένα από τα εξής: ή με πειρασμούς και άλλους τρόπους, που γνωρίζει Εκείνος, θα προξενήσει τη διόρθωσή σου, ή θα δεχτεί την υπομονή και την ταπείνωσή σου αντί για άλλη πνευματική εργασία, ή μέσω της ελπίδας θα βρει φιλάνθρωπα κάποιον άλλο τρόπο για να σώσει την ψυχή σου που δεν έχει παρρησία. Μονάχα μην αφήσεις το Γιατρό, γιατί τότε θα υποστείς κακώς το διπλό θάνατο, επειδή δεν γνωρίζεις τον κρυφό σκοπό του Θεού.

Όπως είπαμε για τη γνώση, έτσι θα πούμε τώρα και για την πράξη. Ανάμεσα από έξι παγίδες περνά κάθε σωματική και ψυχική πράξη: δεξιά και αριστερά, δηλαδή ανάμεσα στην υπερβολή και στην έλλειψη των κόπων πάνω και κάτω, δηλαδή ανάμεσα στην υψηλοφροσύνη και στην απόγνωση· εσωτερικά και εξωτερικά, δηλαδή ανάμεσα στην δειλία και στο θράσος, για το οποίο λέει ο Θεολόγος ότι απέχει πάρα πολύ από το θάρρος, αν και στο όνομα είναι παρόμοιο. Στο μέσον αυτών των έξι παγίδων είναι η μετρημένη εργασία που γίνεται με ταπείνωση και υπομονή. Πρέπει να θαυμάσει κανείς τον ανθρώπινο νου, πώς μεταβάλλει μέσα του όλα τα όντα όπως θέλει, αν και αυτά είναι αμετάβλητα και σε άλλους έτσι ακριβώς μένουν. Και γι’ αυτό δεν έχουμε όλοι την ίδια διάθεση για τα όντα, αλλά ο καθένας όπως θέλει μεταχειρίζεται τα πράγματα, είτε ορθά, είτε άσχημα· τα αισθητά με το έργο, τα νοητά με το λόγο και το διαλογισμό.

Σε τέσσερις, όπως νομίζω, θεωρίες, ή καταστάσεις όπως τις λέει ο Θεολόγος, κατατάσσονται όλοι οι άνθρωποι. Άλλοι είναι καλά και σ’ αυτόν τον κόσμο και στον μέλλοντα, όπως όλοι οι Άγιοι και εκείνοι που έγιναν απαθείς. Άλλοι μόνον εδώ είναι καλά, γιατί ευεργετούνται ψυχικά ή σωματικά χωρίς να το αξίζουν, επειδή δεν έχουν ευγνωμοσύνη στον Ευεργέτη, όπως ο πλούσιος της παραβολής και οι όμοιοί του. Άλλοι μόνον εδώ κολάζονται· εκείνοι δηλαδή που είναι πολύν καιρό άρρωστοι, όπως ο παράλυτος εκείνος και όσοι δέχονται αυτοπροαίρετα τους πειρασμούς ευχαριστώντας τον Θεό. Άλλοι πάλι κολάζονται και εδώ και εκεί, όπως εκείνοι που πειράζονται εξαιτίας των δικών τους θελημάτων, όπως ο Ιούδας και οι όμοιοί του. Και πάλι, τέσσερις διαθέσεις έχουν για τα αισθητά πράγματα. Άλλοι μισούν τα έργα του Θεού, όπως οι δαίμονες, και από την κακή τους προαίρεση τα κατηγορούν. Άλλοι τα αγαπούν σαν καλά, αλλά εμπαθώς, όπως τα άλογα ζώα, και δεν φροντίζουν διόλου για τη φυσική θεωρία ή την ευχαριστία του Θεού. Άλλοι, σαν άνθρωποι, σύμφωνα με τη φύση και με γνώση πνευματική και ευχαριστία τα χρησιμοποιούν όλα με εγκράτεια. Άλλοι τέλος, με τρόπο που υπερβαίνει τη φύση, σαν άγγελοι, τα θεωρούν όλα προς δόξαν του Δημιουργού και χρησιμοποιούν από αυτά μόνο τα αναγκαία για τη ζωή τους, όπως λέει ο Απόστολος(Α΄ Τιμ.6,8).

Γενικές και ειδικές ευεργεσίες του Θεού

Γι’ αυτό έχουμε χρέος να ευχαριστούμε πάντοτε τον Θεό όλοι οι άνθρωποι, για τις ευεργεσίες Του, τις γενικές και τις ειδικές, τις ψυχικές και τις σωματικές. Οι γενικές είναι τα τέσσερα στοιχεία (ο αέρας, το χώμα, το νερό και η φωτιά) και όλα όσα προέρχονται από αυτά, και όλα τα θαυμάσια και εξαίσια πράγματα του Θεού που περιέχονται στις θείες Γραφές. Οι ειδικές είναι όσα έδωσε ο Θεός ιδιαιτέρως στον καθένα· είτε πλούτο για ελεημοσύνη, είτε φτώχεια για υπομονή με ευχαριστία, είτε εξουσία για απονομή δικαιοσύνης και ενίσχυση της αρετής, είτε υποταγή και δουλεία για άμεση σωτηρία ψυχής, είτε υγεία για βοήθεια εκείνων που έχουν ανάγκη και για θεάρεστη εργασία, είτε ασθένεια για το στεφάνι της υπομονής, είτε γνώση και δύναμη για την απόκτηση αρετών, είτε αδυναμία και άγνοια για υποταγή με ησυχία και ταπείνωση και αποφυγή των πραγμάτων, είτε αθέλητη στέρηση της περιουσίας για θεληματική σωτηρία και βοήθεια προς εκείνους που δεν μπορούν να φτάσουν στην τελειότητα της ακτημοσύνης, ή τουλάχιστο για ελεημοσύνη, είτε άνεση και ευημερία, για εκούσιο αγώνα και κόπο στο στίβο των αρετών, ώστε να γίνουμε απαθείς και να σώσουμε και άλλες ψυχές, είτε πειρασμό και δυσκολία για να σωθούν και χωρίς να θέλουν όσοι δεν μπορούν να κόψουν τα θελήματά τους, ή για την τελειότητα εκείνων που μπορούν να κάνουν υπομονή με χαρά.

Όλα λοιπόν τα παραπάνω, αν και είναι αντίθετα μεταξύ τους, είναι πάρα πολύ καλά όταν αντιμετωπισθούν σωστά· όταν όμως δεν αντιμετωπισθούν όπως πρέπει, δεν είναι καλά, αλλά μάλλον βλαβερά στην ψυχή και στο σώμα. Καλύτερο από όλα είναι η υπομονή στις θλίψεις. Εκείνος που αξιώθηκε να έχει αυτό το μεγάλο χάρισμα, οφείλει να ευχαριστεί τον Θεό, γιατί ευεργετήθηκε περισσότερο από όλους· έγινε μιμητής του Χριστού και των αγίων Αποστόλων Του, των Μαρτύρων και των Οσίων, γιατί έλαβε μεγάλη δύναμη και γνώση από τον Θεό να απέχει θεληματικά από τα ευχάριστα και να επιθυμεί μάλλον τα δύσκολα με την αποκοπή των θελημάτων του και την άρνηση όσων νοημάτων δεν είναι σύμφωνα με το θέλημα του Θεού, για να κάνει και να νοεί πάντοτε τα θεάρεστα. Και όσοι αξιώθηκαν να μεταχειρισθούν τα πράγματα σύμφωνα με τη φύση τους, οφείλουν να ευχαριστούν πολύ τον Θεό με μεγάλη ταπείνωση, γιατί ελευθερώθηκαν από τα παρά φύση και την παράβαση των εντολών, με τη χάρη του Θεού. Εμείς όμως που είμαστε ακόμη εμπαθείς και κάνουμε κακή χρήση των πραγμάτων, επειδή ενεργούμε παρά φύση, έχουμε χρέος να ευχαριστούμε πολύ τον Ευεργέτη με όλη την ευγνωμοσύνη μας και να θαυμάζουμε την ανείπωτη μακροθυμία Του, γιατί αν και παρακούμε τις εντολές Του και κάνουμε κακή χρήση των πραγμάτων και αποστρεφόμαστε τις δωρεές Του, ανέχεται την αγνωμοσύνη μας και δεν παύει να μας ευεργετεί, αλλά περιμένει την επιστροφή και τη μετάνοιά μας μέχρι την τελευταία μας αναπνοή. Ώστε οφείλουμε να τον ευχαριστούμε όλοι οι άνθρωποι, όπως έχει λεχθεί: «Να ευχαριστείτε τον Θεό για το κάθε τι»(Α΄ Θεσ. 5,18). Και από αυτό θα εκπληρωθεί άλλος λόγος του Αποστόλου: «Να προσεύχεστε αδιάλειπτα»(Α΄ Θεσ. 5,17), δηλαδή το να έχουμε τη μνήμη του Θεού σε κάθε καιρό και τόπο και πράγμα. Ό,τι και να κάνει κανείς, χρωστάει να θυμάται τον Ποιητή του κάθε πράγματος. Για παράδειγμα, βλέπεις το φως, μη λησμονήσεις Εκείνον που σου το χάρισε. Βλέπεις ουρανό και γη, θάλασσα και όλα τα δημιουργήματα, θαύμασε και δόξασε τον Δημιουργό τους. Φόρεσες ρούχο, γνώριζε Εκείνον που σου το χάρισε και ύμνησε Τον που προνοεί για τη ζωή σου. Και γενικά, κάθε κίνηση να σου γίνεται αφορμή να δοξάζεις τον Θεό, και ιδού, προσεύχεσαι αδιάλειπτα. Και από όλα αυτά χαίρεται πάντοτε η ψυχή, σύμφωνα με τα λόγια του Αποστόλου(Α΄ Θεσ. 5,16). Γιατί η μνήμη του Θεού ευφραίνει την ψυχή, λέει ο άγιος Δωρόθεος, φέρνοντας μάρτυρα και τον Δαβίδ που λέει: «Σκέφτηκα τον Θεό και ένιωσα ευφροσύνη»(Ψαλμ. 76,4).

Ο Θεός τα έκανε όλα προς το συμφέρον μας

O Θεός έκανε όλα τα όντα προς ωφέλειά μας. Οι Άγγελοι μας φυλάγουν και μας διδάσκουν, οι δαίμονες μας πειράζουν για να ταπεινωνόμαστε και να καταφεύγουμε στον Θεό. Και με αυτά σωζόμαστε, και λυτρωνόμαστε από την έπαρση και την αμέλεια από το φόβο των πειρασμών. Και πάλι· από τα ευχάριστα του κόσμου, την υγεία δηλαδή, την ευημερία, τη δύναμη, την ανάπαυση, τη χαρά, το φως, τη γνώση, τον πλούτο, την προκοπή σε όλα, την ειρηνική κατάσταση, την απόλαυση της τιμής, την εξουσία, την αφθονία και όλα όσα θεωρούνται καλά σ’ αυτή τη ζωή, οδηγούμαστε σε ευχαριστία και ευγνωμοσύνη προς τον Ευεργέτη, και στο να Τον αγαπούμε και να κάνουμε το αγαθό όσο μπορούμε, ως φυσικό χρέος για τις δωρεές Του, νομίζοντας πως θα τον ανταμείψουμε τάχα με την αγαθοεργία, αν και αυτό δεν είναι δυνατόν, απλώς μεγαλώνει το χρέος. Από εκείνα τώρα που νομίζονται δυσάρεστα, όπως η ασθένεια, η δυσκολία, ο κόπος, η αδυναμία, η αθέλητη λύπη, το σκοτάδι, η άγνοια, η φτώχεια, η δυστυχία σε όλα, ο φόβος της στερήσεως, η ατιμία, η καταπόνηση, η στέρηση των αναγκαίων και όλα όσα είναι αντίθετα στα ευχάριστα που προείπαμε, φτάνουμε στην υπομονή, στην ταπείνωση και στην καλή ελπίδα για το μέλλον. Κι όχι μόνον αυτό, αλλά και στον παρόντα αιώνα μας προξενούν μεγάλη παρηγοριά. Ώστε όλα καλά τα οικονόμησε για μας ο Θεός κατά θαυμαστό τρόπο με την ανείπωτη αγαθότητά Του.

Εκείνος που θέλει να τα γνωρίζει αυτά και να τα έχει όπως πρέπει, ας αγωνίζεται να αποκτήσει τις αρετές, ώστε όλα όσα έχουμε αναφέρει, να τα δέχεται με ευχαριστία, και τα καλά και εκείνα που φαίνονται κακά, και να είναι σε όλα ατάραχος. Και όχι μόνον αυτό· αλλά και όταν οι δαίμονες του προτείνουν υπερήφανο λογισμό για να τον κάνουν να υψηλοφρονήσει, τότε να θυμάται εκείνα τα αισχρότατα που του έλεγαν πρωτύτερα και να νικά το λογισμό και να καταλήγει σε ταπείνωση. Και αντίθετα, όταν του προτείνουν οι δαίμονες κανένα αισχρότατο λογισμό, τότε να θυμάται τον υπερήφανο εκείνο λογισμό και να νικά τούτον. Ώστε με τη μνήμη να κάνει τον ένα λογισμό να νικά τον άλλο, με τη βοήθεια της χάρης. Έτσι δε φτάνει ποτέ ούτε στην απόγνωση για τα αισχρότατα, ούτε σε αλαζονεία από τη μεγάλη ιδέα για τον εαυτό του· αλλά όταν υψωθεί ο νους του, καταφεύγει στην ταπείνωση, και όταν τον ταπεινώσουν οι εχθροί, υψώνεται στον Θεό με την ελπίδα, για να μη θορυβηθεί ποτέ και πέσει, μήτε πάλι από δειλία να απελπιστεί, ως την τελευταία του αναπνοή. Και αυτή είναι η μεγάλη εργασία του μοναχού, όπως λέει το Γεροντικό. Όταν λοιπόν οι εχθροί προβάλλουν την απόγνωση, αυτός προβάλλει την ελπίδα· και όταν εκείνοι του παρουσιάζουν την αλαζονεία, αυτός αντιπροτείνει την ταπείνωση, γνωρίζοντας ότι τίποτε στο βίο αυτό δεν είναι αμετάβλητο διόλου. Όποιος υπομείνει ως το τέλος, αυτός θα σωθεί(Ματθ. 10,22).

Εκείνος όμως που θέλει να γίνονται τα πράγματα όπως του αρέσουν, δεν ξέρει που βαδίζει, αλλά είναι σαν τυφλός που τον παρασύρει κάθε άνεμος, και ό,τι του έρχεται, απ’ αυτό κυριεύεται ολότελα. Σαν δούλος φοβάται τα δυσάρεστα, και παρασύρεται σαν αιχμάλωτος από την υψηλοφροσύνη. Από τη χωρίς λόγο χαρά του νομίζει ότι έχει εκείνα, τα οποία ποτέ δεν έμαθε τι είναι και από που είναι. Κι αν λέει ότι γνωρίζει, τότε ακόμη περισσότερο τυφλώνεται· γιατί αυτό είναι συνέπεια του ότι δεν κατηγορεί τον εαυτό του. Αυτό είναι που λέγεται αυταρέσκεια και αφανής απώλεια, όπως λέει ο άγιος Μακάριος * στη διήγηση για τον μοναχό που πήγε στην απώλεια, αφού είδε την άνω Ιερουσαλήμ την ώρα που προσευχόταν μαζί με άλλους αδελφούς και αρπάχθηκε ο νους του· γιατί νόμισε ότι κατόρθωσε κάτι και όχι ότι έβαλε μεγαλύτερο χρέος. Όπως λοιπόν οι υπερβολικά εμπαθείς δε γνωρίζουν ούτε όσα είναι φανερά σε πολλούς, εξαιτίας του σκοτισμού των παθών, έτσι οι απαθείς γνωρίζουν όσα οι πολλοί αγνοούν, από την καθαρότητα του νου τους.

* Βλ. σελίδα 283, κεφ. 82.

Ο λόγος του Θεού δεν είναι πολυλογία

Ο λόγος του Θεού, λέει ο άγιος Μάξιμος *, δεν είναι πολυλογία· αλλά και αν πούμε όλοι οι άνθρωποι πολλά, τότε ένα λόγο του Θεού δεν ολοκληρώσαμε. Για παράδειγμα· είπε ο Θεός: «Να αγαπάς τον Κύριο και Θεό σου με όλη κλπ.»(Δευτ. 6,5· Ματθ. 22,37). Πόσα άραγε δεν είπαν και δεν έγραψαν οι Πατέρες, και ακόμη λένε και γράφουν, και δεν ολοκλήρωσαν το ένα αυτό ρητό; Γιατί το «με όλη την ψυχή», όπως λέει ο Μέγας Βασίλειος, είναι το να μην αγαπά κανείς τίποτε άλλο μαζί με τον Θεό. Επειδή αν αγαπά κανείς την ψυχή του, δεν αγαπά με όλη του την ψυχή τον Θεό, αλλά με τη μισή. Αν λοιπόν αγαπούμε τους εαυτούς μας και άλλα αναρίθμητα πράγματα, πώς μπορούμε να αγαπούμε τον Θεό ή πώς τολμούμε να το πούμε αυτό; Το ίδιο συμβαίνει και με την αγάπη του πλησίον. Αν δεν απορρίπτουμε την πρόσκαιρη ζωή μας, ακόμη ίσως και την μέλλουσα, για χάρη του πλησίον όπως ο Μωυσής και ο Απόστολος Παύλος, πώς μπορούμε να πούμε ότι αγαπούμε τον πλησίον μας; Ο Μωυσής είπε για το λαό στον Θεό: «Αν θέλεις να τους συγχωρήσεις τις αμαρτίες, συγχώρησέ τες. Αλλιώς, σβήσε κι εμένα από το βιβλίο της ζωής που μ’ έχεις γραμμένο»(Έξ. 32,32). Κι ο Απόστολος είπε: «Ας χωριζόμουν εγώ από τον Χριστό κλπ.»(Ρωμ. 9, 3-4). Παρακαλούσε δηλαδή να χαθεί ο ίδιος για να σωθούν οι άλλοι, οι Ισραηλίτες, που μάλιστα ζητούσαν να τον σκοτώσουν.

* Δεύτερη εκατοντάδα περί θεολογίας, κεφ. 20 (Φιλοκαλία, τόμος Β΄, σελ. 127).

Τέτοιες είναι οι ψυχές των Αγίων· αγαπούν τους εχθρούς περισσότερο από τον εαυτό τους, ώστε και στον παρόντα αιώνα και στον μέλλοντα προτιμούν σε όλα τον πλησίον και αν ακόμη από την κακή του προαίρεση είναι εχθρός τους, χωρίς να ζητούν ανταμοιβή από εκείνους που αγαπούν, αλλά χαίρονται σαν να παίρνουν όταν δίνουν τα πάντα στους άλλους, για να αρέσουν στον Ευεργέτη και να μιμηθούν όσο μπορούν τη φιλανθρωπία Του, γιατί Εκείνος είναι αγαθός προς τους αχάριστους και αμαρτωλούς(Λουκ. 6,35). Ή μάλλον, όσο περισσότερο αξιωθεί κανείς να έχει αυτά τα χαρίσματα, τόσο οφείλει να νομίζει τον εαυτό του χρεώστη απέναντι στον Θεό που τον ανύψωσε από τη γη και αξίωσε το χώμα να μιμείται εν μέρει τον Πλάστη και Θεό. Γιατί το να υπομένει κανείς τις αδικίες με χαρά και να ευεργετεί τους εχθρούς με ανεξικακία και να θυσιάζει τη ζωή του για χάρη του πλησίον και τα όμοια, είναι δώρα του Θεού και δίνονται σ’ εκείνους που έχουν την καλή διάθεση να τα δεχθούν και με επιμέλεια να τα εργάζονται και να τα φυλάγουν, όπως είπε ο Θεός στον Αδάμ(Γέν. 2,15), για να μένουν σ’ αυτούς τα δώρα με την ευγνωμοσύνη στον Ευεργέτη. Γιατί κανένα καλό δεν αποκτήσαμε ποτέ δικό μας, αλλά όλα τα αγαθά δίνονται σ’ εμάς από τον Θεό κατά χάρη, όπως το είναι από το μη ον. «Τι έχεις που δεν το έλαβες δωρεάν από τον Θεό;» λέει ο Απόστολος. Κι αφού όσα έχεις τα έλαβες από τον Θεό, γιατί καυχιέσαι σαν να μην τα έλαβες(Α΄ Κορ. 4,7), αλλά σαν να τα κατόρθωσες ο ίδιος —πράγμα αδύνατο, αφού ο Κύριος είπε: «Χωρίς εμένα δεν μπορείτε να κάνετε τίποτε»(Ιω. 15,5).

Η σωτηρία είναι αδύνατη χωρίς ταπεινοφροσύνη

Δεν ξέρω αν είναι δυνατόν, από το μεγάλο σκοτισμό των παθών να φτάσει κανείς σε τέτοια ανοησία, που να νομίσει ότι είναι ίσος με τους Αγγέλους, και μάλιστα μεγαλύτερος, από έλλειψη ταπεινοφροσύνης, αυτήν που αστόχησε ο πρώην εωσφόρος (φωτοφόρος), και χωρίς άλλη αμαρτία έγινε σκοτάδι. Λοιπόν τι μέλλει να πάθει εκείνος που δεν έχει ταπείνωση, ο θνητός, το χώμα, για να μην πω ο αμαρτωλός; Ίσως επειδή είναι τυφλός, δεν πιστεύει ότι είναι αμαρτωλός. Είναι οπωσδήποτε ανάγκη —λέει ο Χρυσόστομος— ο τέλειος άνθρωπος να γίνει ισάγγελος, όπως λέει ο Κύριος, στην ανάσταση των νεκρών βέβαια, και όχι από αυτόν τον κόσμο· αλλά ούτε τότε είπε ότι θα γίνουν άγγελοι, αλλά ισάγγελοι(Λουκ. 20,36). Γιατί, λέει, οι άνθρωποι δε θα μπορέσουν ν’ αλλάξουν τη φύση τους σε αγγελική, αλλά θα γίνουν όπως οι άγγελοι αμετάβλητοι στο αγαθό, κατά χάρη, και ελεύθεροι από κάθε ανάγκη, και θα έχουν αυτοπροαίρετη την εξουσία και ατελείωτη την ευφροσύνη και την αγάπη στον Θεό και όσα δεν είδε μάτι ανθρώπου κλπ.(Α΄ Κορ. 2,9). Εδώ είναι αδύνατο να γίνει κανείς τέλειος, απλώς δέχεται μόνο προκαταβολή των υποσχεμένων αγαθών.

Όπως όσοι δεν έχουν θεϊκά χαρίσματα οφείλουν να ταπεινωθούν ως φτωχοί, το ίδιο οφείλουν και εκείνοι που τα έχουν, γιατί τα έλαβαν από τον Θεό, για να μην καταδικαστούν για αγνωμοσύνη. Και όπως οι πλούσιοι οφείλουν να ευγνωμονούν τον Θεό για τα καλά που τους έδωσε, έτσι και οι πλούσιοι σε αρετές οφείλουν να ευχαριστούν πολύ περισσότερο.

Και όπως οφείλουν οι φτωχοί να ευχαριστούν τον Θεό και να αγαπούν εκείνους που τους ευεργετούν πλουσιοπάροχα, γιατί ευεργετούνται από αυτούς, έτσι και οι πλούσιοι πολύ περισσότερο, γιατί σώζονται και σ’ αυτόν τον κόσμο και στον μέλλοντα με την ελεημοσύνη. Γιατί χωρίς τους φτωχούς δεν μπορούν οι πλούσιοι να σωθούν, αλλά ούτε και τους πειρασμούς του πλούτου μπορούν να ξεφύγουν. Και όπως οι μαθητές οφείλουν να αγαπούν τους δασκάλους, έτσι και οι δάσκαλοι τους μαθητές, και να ομολογούν και τούτοι και εκείνοι τις ευεργεσίες του Θεού, ο οποίος δίνει σε όλους τη γνώση και κάθε άλλο αγαθό, για τα όποια χρεωστούμε όλοι πάντοτε να τον ευχαριστούμε. Πολύ περισσότερο όσοι ενισχυθήκαμε στο να επανέλθουμε στην πρώτη κατάσταση του θείου βαπτίσματος με τη μετάνοια, χωρίς την οποία κανείς δεν μπορεί να σωθεί. Γιατί ο Κύριος είπε: «Γιατί με φωνάζετε «Κύριε, Κύριε» και δεν κάνετε ότι σάς λέω;»(Λουκ. 6, 46).

Αλλά μην τυχόν κανένας ανόητος, όταν ακούσει τα λόγια αυτά του Κυρίου, νομίσει ότι αν δεν επικαλεστεί τον Κύριο, είναι ακατηγόρητος. Το αντίθετο· καταδικάζεται περισσότερο, όπως λέει ο Κύριος: «Αν αυτά κάνουν στο χλωρό ξύλο, τι θα γίνει στο ξερό;»(Λουκ. 23, 31). Και ο Σολομών λέει: «Αν μόλις σώζεται ο δίκαιος, που θα φανεί ο άδικος και αμαρτωλός;»(Παροιμ. 11, 31). Ούτε πάλι, βλέποντας ότι δυσκολεύεται από τις θείες εντολές, να απελπίζεται, και καταδικαστεί χειρότερα από τον αυτόχειρα. Αλλά μάλλον οφείλει να θαυμάσει τις θείες Γραφές και τις εντολές, πώς από δω και από κει ωθούν τον άνθρωπο προς την τελειότητα, για να μην μπορεί να ξεφύγει από το αγαθό βρίσκοντας άνεση στα χειρότερα, αλλά μόλις θελήσει να κάνει κάτι τέτοιο, βρίσκει μπροστά του όλα τα δεινά και στρέφεται στο καλό, όπως με φιλανθρωπία οικονομεί ο Θεός αξιοθαύμαστα. Αυτό για να γίνει κάθε άνθρωπος τέλειος, κατά κάποιο τρόπο και χωρίς να θέλει, αν και είναι αυτεξούσιος. Οι ευγνώμονες όμως, αγωνίζονται περισσότερο, φιλοτιμούμενοι από τις ευεργεσίες, όπως εκείνοι που πέρασαν τον ποταμό ενώ κοιμόνταν, όπως είπε ο άγιος Εφραίμ.

Γι’ αυτό, λέει ο άγιος Ισαάκ, έδωσε ο Θεός πολλούς πειρασμούς, για να τους φοβόμαστε και να καταφεύγουμε σ’ Αυτόν. Εκείνος που δεν το εννοεί αυτό αλλά από φιληδονία το κακίζει, αυτός σκότωσε τον εαυτό του και τον κατέστρεψε· αφού πήρε όπλα κατά των εχθρών, τα χρησιμοποίησε για να. σφάξει τον εαυτό του. Λέει ο Μέγας Βασίλειος ότι, όπως ο Θεός σαν αγαθός που είναι, θέλει όλους να τους ευεργετήσει, έτσι και ο διάβολος, σαν πονηρός που είναι, θέλει όλους να τους σύρει στη μοχθηρία του, αν και δεν μπορεί. Και όπως οι φιλότεκνοι γονείς συνετίζουν με απειλές τα παιδιά τους όταν κάνουν παράλογα πράγματα, ενεργώντας από στοργή προς αυτά, έτσι και ο Θεός παραχωρεί τους πειρασμούς σαν ραβδί που κάνει τους άξιους να επιστρέφουν από τα θελήματα του διαβόλου. Όποιος διστάζει να χρησιμοποιήσει το ραβδί, μισεί το παιδί του, ενώ όποιος το αγαπά, το παιδαγωγεί με επιμέλεια(Παροιμ. 13,24). Επειδή όμως εμείς που είμαστε φιλήδονοι και φίλαυτοι διατρέχουμε κίνδυνο και από τις δύο μεριές —αν και για τους φιλόθεους είναι μάλλον σωτηρία—, από τους πειρασμούς, δηλαδή, κατά παραχώρηση του Θεού, και από την έκπτωση στην απώλεια που προέρχεται από την υπερηφάνεια και την απομάκρυνση από τον Θεό, σαν υιοί που παιδαγωγούμαστε αλλά δε θανατωνόμαστε(Β΄ Κορ. 6,9), πρέπει να διαλέξουμε το ελαφρότερο. Γιατί είναι καλύτερα με την υπομονή των θλίψεων να καταφεύγουμε στον Θεό, παρά από το φόβο των κινδύνων να καταλήγουμε στην έκπτωση από Αυτόν και να πέσουμε στα χέρια του διαβόλου, με αποτέλεσμα να υποστούμε μαζί του την αιώνια έκπτωση, ή μάλλον κόλαση. Γιατί ένα από τα δύο θα γίνει, ή τους πειρασμούς θα υπομένουμε, που είναι πρόσκαιροι, ή την κόλαση που είναι αιώνια.

Τους δικαίους όμως κανένας από τους δύο κινδύνους δεν τους αγγίζει, γιατί αγαπούν με χαρά εκείνα που μας φαίνονται δύσκολα, και αγκαλιάζουν τους πειρασμούς σαν να βρήκαν ευκαιρία αιώνιου κέρδους και μένουν απλήγωτοι από αυτούς. Δεν πεθαίνει ο καθένας που του έριξαν βέλος και δεν τον πλήγωσε, αλλά εκείνος που δέχθηκε καίρια πληγή. Τι έβλαψε τον Ιώβ η πληγή; Μάλλον δεν του προξένησε στεφάνι;(Ιώβ 40, 8). Ή μήπως φόβισε ποτέ τους Αποστόλους και τους Μάρτυρες; «Χαίρονταν, λέει, γιατί αξιώθηκαν να ατιμασθούν για το όνομά Του»(Πράξ. 5, 41). Όσο περισσότερο ο νικητής πολεμείται, τόσο στεφανώνεται, και απ’ αυτό παίρνει μεγάλη χαρά. Όταν ακούσει τη φωνή της σάλπιγγας δεν τη φοβάται ως προκήρυξη σφαγής, αλλά μάλλον ευφραίνεται γιατί του προμηνύει την απονομή των στεφανιών.

Τίποτε άλλο δε βλέπουμε συνήθως να φέρνει χωρίς κόπο τη νίκη, όσο η τόλμη που συνοδεύεται από βέβαιη πίστη. Ούτε άλλο φέρνει την ήττα, όσο η φιλαυτία και η δειλία που προέρχεται από την απιστία. Ούτε υπάρχει οδηγός προς την ανδρεία, όσο η επιμέλεια και η εμπειρία. Ούτε άλλο οδηγεί στη λεπτότητα των λογισμών, όσο η ανάγνωση στην ησυχία. Ούτε άλλο προξενεί λησμοσύνη, όπως η αργία. Ούτε υπάρχει σύντομος δρόμος για την άφεση των αμαρτιών, όπως η ανεξικακία. ούτε άλλο προξενεί τη συμφιλίωση με τον Θεό από την έχθρα για τις αμαρτίες, όσο η μετάνοια και το κόψιμο της αμαρτίας. Ούτε τη σύντομη προκοπή της ψυχής, όπως το κόψιμο των θελημάτων και των νοημάτων μας. Ούτε υπάρχει μεγαλύτερο, από το να ρίξει κανείς τον εαυτό του μπροστά στον Θεό νύχτα και ημέρα και να τον παρακαλεί να γίνει το θέλημά Του σε όλα τα ζητήματα. Ούτε χειρότερο, από το να αγαπά κανείς την ανεξαρτησία και το μετεωρισμό της ψυχής και του σώματος. Κι αυτό, γιατί σ’ εμάς που αγαπούμε το αγαθό μόνο από το φόβο των κολάσεων και των πειρασμών, δε μας συμφέρει διόλου η ανεξαρτησία, αλλά ο περιορισμός και η αποφυγή των πραγμάτων, για να μπορέσουμε τουλάχιστον με την αποφυγή εκείνων που βλάπτουν την ασθένειά μας να παλεύουμε εναντίον των λογισμών.

Οι απαθείς εξουσιάζουν τα αρχοντικά πνεύματα, επειδή νίκησαν τα αισχρότατα πάθη, ενώ οι υποτακτικοί σε πνευματικό πατέρα εξουσιάζουν τα αρχόμενα πνεύματα. Γιατί, όπως λένε ο άγιος Μακάριος και ο αββάς Κρόνιος, οι δαίμονες διακρίνονται σε άρχοντες και σε αρχόμενους. Αρχοντικά πάθη είναι η κενοδοξία, η οίηση και τα όμοια· αρχόμενα είναι η γαστριμαργία, η πορνεία και τα παρόμοια.

Εκείνοι που έφτασαν στην τέλεια αγάπη έχουν εξουσία, γιατί κάνουν χωρίς βία το αγαθό και χαίρονται να το κάνουν και ποτέ δε θέλουν να το αφήσουν. Και όταν τους τύχει εμπόδιο χωρίς να θέλουν, νιώθουν σαν αυτούς που τυραννιούνται· τους έλκει τότε ο θείος πόθος και φεύγουν αμέσως στην ησυχία και την πνευματική εργασία, γιατί την έχουν απόλαυσή τους και συνήθεια. Σ’ αυτούς είναι που λένε οι Πατέρες: «Λίγο να προσεύχεσαι, λίγο να διαβάζεις, λίγο να μελετάς, λίγο να εργάζεσαι, λίγο να φυλάγεις το νου σου, και έτσι να περνάς τον καιρό σου». Τα λένε αυτά γιατί οι απαθείς εξουσιάζουν τους εαυτούς τους και δεν αιχμαλωτίζονται από κανένα θέλημα, αντίθετα απ’ ό,τι πρέπει, αλλά όταν θέλουν, συγκεντρώνουν το νου τους και διατάζουν το σώμα σαν δούλο. Εμείς όμως χρεωστούμε να είμαστε κάτω από νόμο και κανόνα, ώστε παρά τη θέλησή μας και αναγκαζόμενοι από το χρέος, να κάνουμε το αγαθό. Κι αυτό γιατί ακόμη αγαπούμε περισσότερο τα πάθη και τις ηδονές, δηλαδή την ανάπαυση του σώματος και τα θελήματά μας, και ο εχθρός οδηγεί όπου θέλει το νου μας. Επίσης και το σώμα που έχει άτακτες ορμές, κάνει ό,τι θέλει, σαν να μην έχει λογικό. και είναι εύλογο. Όπου δεν υπάρχει επιστασία από το νου, όλα γίνονται παρά το λόγο και παρά τη φύση, και όχι όπως αρμόζει σε «αληθινούς Ισραηλίτες».

Έτσι είπε ο Κύριος προς τον ζηλωτή Σίμωνα τον Κανανίτη: «Να ένας αληθινός Ισραηλίτης, χωρίς δόλο μέσα του»(Ιω. 1, 28). Με τα λόγια αυτά διακήρυττε την αρετή του Ναθαναήλ. Γιατί η λέξη Ναθαναήλ ερμηνεύεται ζήλος Θεού. Και το κύριο όνομά του ήταν Σίμων· λεγόταν Κανανίτης γιατί καταγόταν από την Κανά της Γαλιλαίας, και Ναθαναήλ πάλι, για την αρετή του· επίσης και Ισραηλίτης, που σημαίνει, νους που βλέπει τον Θεό, χωρίς κανένα δόλο. Γιατί είναι συνήθεια της Γραφής, όπως λέει ο Μέγας Βασίλειος, να ονομάζει τους ανθρώπους από την αρετή τους, παρά από τη γενιά τους. Παράδειγμα, οι κορυφαίοι των Αποστόλων Πέτρος και Παύλος: τον πρώτο ο Κύριος τον ονόμασε Πέτρο (βράχο) για τη σταθερότητά του(Μάρκ. 3, 16), ενώ ο δεύτερος που ονομαζόταν Σαύλος, δηλαδή ζάλη, μετονομάστηκε Παύλος(Πράξ. 13, 9), δηλαδή ανάπαυλα – ανάπαυση, και πολύ φυσικά· γιατί όσο τάραξε πρωτύτερα τους πιστούς, τόσο ύστερα ανέπαυσε όλων τις ψυχές με έργο και με λόγο, όπως λέει γι’ αυτόν ο Χρυσόστομος.

Κοίταξε την ευλάβεια του Αποστόλου. Θυμούμενος τον Θεό, δε δίδασκε μέχρις ότου πρόσφερε στον Θεό την ευχαριστία και υπόσχεση που χρεωστούσε(Πράξ. 18, 18), φανερώνοντας έτσι ότι από Αυτόν έχει τη γνώση και τη δύναμη· όπως είναι εύλογο, συνδύαζε την ευχή με τη νουθεσία. Και ο θεσπέσιος Λουκάς άφησε ασυμπλήρωτες τις Πράξεις των Αποστόλων όχι από αμέλεια ή άλλη ανάγκη, αλλά γιατί αποδήμησε στον Θεό. Εμείς όμως όταν αφήσουμε κάτι ατελείωτο, ενεργούμε από αμέλεια ή ανικανότητα, γιατί δεν κάνουμε το έργο του Θεού με επιμέλεια και δεν το αγαπούμε σαν κύριο έργο, αλλά το καταφρονούμε σαν πάρεργο και βαρετό, και γι’ αυτό μένουμε χωρίς προκοπή. Ή και γυρίζουμε πίσω μερικοί πολλές φορές, όπως εκείνοι που στράφηκαν πίσω και δεν ακολούθησαν πλέον τον Ιησού(Ιω. 6, 66). Αν και —όπως λέει ο Χρυσόστομος— δεν ήταν σκληρός ο λόγος όπως νόμιζαν(Ιω. 6, 60), αλλά ό,τι ειπώθηκε σ’ αυτούς τότε, αναφερόταν σε δόγματα. Όπου όμως δεν υπάρχει προαίρεση, ούτε προθυμία, και τα εύκολα τα βρίσκει κανείς δύσκολα, όπως και αντίθετα.

Πηγή : Φιλοκαλία των Ιερών Νηπτικών, μεταφρ. Αντώνιος Γαλίτης, εκδ. Το περιβόλι της Παναγίας, 1986, γ΄ τόμος, σελ. 144-159.

Σχολιάστε

Σχολιάστε

Εισάγετε τα παρακάτω στοιχεία ή επιλέξτε ένα εικονίδιο για να συνδεθείτε:

Λογότυπο WordPress.com

Σχολιάζετε χρησιμοποιώντας τον λογαριασμό WordPress.com. Αποσύνδεση /  Αλλαγή )

Φωτογραφία Twitter

Σχολιάζετε χρησιμοποιώντας τον λογαριασμό Twitter. Αποσύνδεση /  Αλλαγή )

Φωτογραφία Facebook

Σχολιάζετε χρησιμοποιώντας τον λογαριασμό Facebook. Αποσύνδεση /  Αλλαγή )

Σύνδεση με %s

Αρέσει σε %d bloggers: