Όσιος Πέτρος ο Δαμασκηνός – Βιβλίο πρώτο. Οι οκτώ νοητές θεωρίες. Η πρώτη γνώση. Η δεύτερη θεωρία. Η τρίτη θεωρία. Η τέταρτη θεωρία. Η πέμπτη γνώση. Η έκτη γνώση. Η έβδομη γνώση. Η όγδοη γνώση. (Φιλοκαλία των Ιερών Νηπτικών, Τόμος Γ΄).

Φιλοκαλία των Ιερών Νηπτικών, Τόμος Γ΄ (σελ. 98-127).

Όσιος Πέτρος ο Δαμασκηνός

Βιβλίο πρώτο Οι οκτώ νοητές θεωρίες. Η πρώτη γνώση. Η δεύτερη θεωρία. Η τρίτη θεωρία. Η τέταρτη θεωρία. Η πέμπτη γνώση. Η έκτη γνώση. Η έβδομη γνώση. Η όγδοη γνώση.

Οι οκτώ νοητές θεωρίες

Οι πνευματικές θεωρίες, όπως γνωρίζω, είναι οκτώ: οι επτά είναι αυτού του κόσμου, ενώ η όγδοη είναι εργασία του μελλοντικού, όπως λέει ο άγιος Ισαάκ.

Πρώτη λοιπόν είναι η γνώση των θλίψεων και πειρασμών του βίου, όπως λέει ο άγιος Δωρόθεος, και η λύπη για κάθε ζημία που έπαθε η ανθρώπινη φύση από την αμαρτία.

Δεύτερη, η γνώση των αμαρτιών μας και των ευεργεσιών του Θεού όπως λέει ο Ιωάννης της Κλίμακος, ο άγιος Ισαάκ και πολλοί άλλοι πατέρες.

Τρίτη, η γνώση των πριν από το θάνατο και των μετά τον θάνατο δεινών, όπως αναφέρονται μέσα στις θείες Γραφές.

Τέταρτη, η μελέτη της ζωής του Κυρίου μας Ιησού Χριστού και των μαθητών Του στον κόσμο αυτό, και των έργων και των λόγων των λοιπών αγίων μαρτύρων και οσίων πατέρων.

Πέμπτη γνώση της φύσεως και της μεταβολής των πραγμάτων, όπως λένε οι άγιοι πατέρες Γρηγόριος και Δαμασκηνός.

Έκτη, η θεωρία των όντων, δηλαδή η γνώση και προσεκτική παρατήρηση των αισθητών κτισμάτων του Θεού.

Έβδομη, η προσεκτική παρατήρηση των νοητών κτισμάτων του Θεού.

Όγδοη, η γνώση που λέγεται Θεολογία.

Αυτές λοιπόν είναι οι οκτώ θεωρίες. Οι τρείς αρμόζουν στον πρακτικό, για να μπορέσει με πολλά και πικρά δάκρυα να καθαρίσει την ψυχή του από όλα τα πάθη. Και τότε δέχεται κατά χάρη από τον Θεό και τις λοιπές. Οι άλλες πέντε αρμόζουν στον θεωρητικό, δηλαδή στο γνωστικό, γιατί φυλάει καλά και εκτελεί πάντοτε τις σωματικές πράξεις και τις ηθικές, δηλαδή τις ψυχικές. Από αυτές αξιώνεται νοερά και με ενάργεια να αισθανθεί τις πέντε τελευταίες θεωρίες. Από την πρώτη, ο πρακτικός παίρνει την αρχή της γνώσεως, και φροντίζει έκτοτε την εργασία και μελετά τα νοήματα που του δίνει η χάρη και προκόβει σ’ αυτά, μέχρις ότου φτάσει να τα οικειωθεί. Τότε επακολουθεί αυτόματα η άλλη γνώση στο νου. Το ίδιο και στις λοιπές θεωρίες. Αλλά για να ξεκαθαρίσω τα λεγόμενα, θα μιλήσω για κάθε μία θεωρία χωριστά, αν και δεν έχω τη δύναμη. Θα πω ποια είναι όσα κατανοούνται και όσα λέγονται, για να βρούμε αφορμή να μάθουμε πως πρέπει να πράττουμε, όταν η χάρη αρχίζει να ανοίγει τα μάτια της ψυχής, για να κατανοεί και να θαυμάζει από τα νοήματα και τα λόγια που να μπορούν να κάνουν κάτοικο μέσα μας το φόβο, όπως προείπαμε, δηλαδή τη συντριβή της ψυχής.

Η πρώτη γνώση

Πρώτη γνώση είναι εκείνη που μέσω της δίνονται και οι λοιπές σ’ εκείνον που έχει την προαίρεση. Εκείνος λοιπόν που θα κριθεί άξιος να φτάσει σ’ αυτήν, πρέπει να κάνει ως εξής: να καθίσει στραμμένος προς την ανατολή, όπως κάποτε ο Αδάμ, και να μελετά τα εξής: «Κάθισε ο Αδάμ τότε και έκλαψε απέναντι του Παραδείσου, χτυπώντας με τα χέρια του το πρόσωπό του, και έλεγε: «Εύσπλαχνε, σπλαχνίσου με που παραστράτησα»». Επίσης και το άλλο του Τριωδίου: «Όταν είδε ο Αδάμ τον Άγγελο που έσπρωξε κι έκλεισε την θύρα του θείου κήπου, αναστέναξε δυνατά και έλεγε: «Εύσπλαχνε, σπλαχνίσου με που παραστράτησα»». Κατόπιν κατανοώντας όσα έγιναν, αρχίζει να θρηνεί έτσι με στεναγμούς απ’ όλη την ψυχή του, και κουνώντας το κεφάλι του, λέει με πόνο καρδιάς: «Αλοίμονο σε μένα τον αμαρτωλό, τι έπαθα; Αλοίμονο, τι ήμουν και τι έγινα; Αλοίμονο, τι έχασα και τι βρήκα; Αντί τον παράδεισο, βρήκα το φθαρτό αυτόν κόσμο· αντί τον Θεό και τη συναναστροφή των Αγγέλων, βρήκα τον διάβολο και τους ακάθαρτους δαίμονες· αντί την ανάπαυση, τον κόπο· αντί την απόλαυση και τη χαρά, τη θλίψη του κόσμου και τη λύπη· αντί την ειρήνη και την ατέλειωτη ευφροσύνη, το φόβο και τα επίπονα δάκρυα· αντί την αγαθότητα και την απάθεια, την πονηρία και τα πάθη· αντί τη σοφία και την οικειότητα με τον Θεό, την αγνωσία και την εξορία· αντί την αμεριμνία και την ελευθερία, βρήκα τη γεμάτη φροντίδες ζωή και την κάκιστη δουλεία. Αλοίμονο, Αλοίμονο· πώς δημιουργήθηκα βασιλιάς και έγινα δούλος στα πάθη με την ανοησία μου! Αλοίμονο σε μένα τον άθλιο, πώς αντί τη ζωή τράβηξα κοντά μου τον θάνατο με την παρακοή! Αλοίμονο, Αλοίμονο· τι έπαθα ο ταλαίπωρος με την αστοχασιά μου! Τι να κάνω; Από εδώ είναι πόλεμοι, απ’ εκεί ταραχές· απ’ εδώ αρρώστιες κι απ’ εκεί πειρασμοί· εδώ κίνδυνοι, εκεί ναυάγια· εδώ φόβοι, εκεί λύπες· εδώ πάθη, εκεί αμαρτίες· εδώ πίκρες, εκεί στενοχώριες. Αλοίμονο σε μένα τον άθλιο, τι θα κάνω; Που να φύγω; Από παντού αδιέξοδο, όπως είπε η Σωσάννα. Τι να ζητήσω δεν ξέρω· αν ζητήσω ζωή, φοβούμαι τους πειρασμούς του βίου και τις μεταβολές του και τα συναπαντήματα.

»Βλέπω τον άγγελο σατανά, που ήταν σαν τον αυγερινό που ανατέλλει το πρωί, να γίνεται και να λέγεται διάβολος· τον πρωτόπλαστο, εξόριστο· τον Κάιν, αδελφοκτόνο· τον Χαναάν, καταραμένο· τους Σοδομίτες, καμένους με φωτιά· τον Ησαύ, έκπτωτο· τους Ισραηλίτες, να δέχονται την οργή του Θεού· τον Γιεζή και τον απόστολο Ιούδα, έκπτωτους, γιατί νοσούσαν από φιλαργυρία· τον μεγάλο προφήτη και βασιλιά, να κλαίει για δύο αμαρτήματα· τον Σολομώντα με την τόση σοφία, έκπτωτο· έναν από τους επτά διακόνους και έναν από τους σαράντα μάρτυρες, έκπτωτους. Για τον τελευταίο, λέει ο Μέγας Βασίλειος: «Με χαρά ο αρχέκακος διάβολος άρπαξε από τους δώδεκα, τον Ιούδα τον ταλαίπωρο· από την Εδέμ, τον άνθρωπο· από τους σαράντα, τον έκπτωτο». Τον οποίο πάλι θρηνεί ο ίδιος και λέει: «Ο ανόητος και αξιοθρήνητος, έχασε και την εδώ ζωή και τη μέλλουσα· γιατί, μόλις πλησίασε τη φωτιά, ξεψύχησε και πήγε στην αιώνια φωτιά». Και πολλούς άλλους αναρίθμητους βλέπω που ξέπεσαν· όχι μόνον απίστους, αλλά και πολλούς από τους πατέρες με πολλούς αγώνες.»

Και ποιος είμαι λοιπόν εγώ, ο χειρότερος, ο πιο αναίσθητος και πιο αδύνατος από όλους; Τι να ονομάσω τον εαυτό μου; Ο Αβραάμ αποκαλεί τον εαυτό του «χώμα και στάχτη»· ο Δαβίδ, «ψόφιο σκύλο και ψύλλο μεταξύ των Ισραηλιτών»· ο Σολομών, «μικρό παιδί που δεν ξεχωρίζει δεξιά ή αριστερά». Οι τρεις παίδες λένε: «Γίναμε ντροπή κι ονειδισμός»· ο προφήτης Ησαΐας λέει: «Ταλαίπωρος που είμαι!»· ο προφήτης Αββακούμ λέει: «Εγώ είμαι μικρός στην ηλικία». Ο απόστολος Παύλος λέει τον εαυτό του «πρώτο από τους αμαρτωλούς»· και όλοι οι άλλοι Άγιοι λένε ότι δεν είναι τίποτε. Εγώ λοιπόν τι θα κάνω; Που θα κρυφτώ από τις πολλές μου αμαρτίες; Τι θα γίνω εγώ που είμαι μηδέν, και χειρότερος από το μηδέν; Γιατί το μηδέν δεν αμάρτησε, ούτε ευεργετήθηκε όπως εγώ. Αλοίμονο, πώς θα περάσω τον υπόλοιπο χρόνο της ζωής μου; Πώς θα ξεφύγω τις παγίδες του διαβόλου; Οι δαίμονες είναι άγρυπνοι και άυλοι, κι ο θάνατος κοντά, κι εγώ αδύνατος. Κύριε βοήθησέ με, μην αφήσεις το πλάσμα σου να χαθεί, αφού Εσύ νοιάζεσαι για μένα τον άθλιο. Φανέρωσέ μου Κύριε, δρόμο να βαδίσω, γιατί σε Σένα ανύψωσα την ψυχή μου. Μη μ’ εγκαταλείψεις Κύριε, Θεέ μου, μην απομακρυνθείς από μένα· πλησίασε και βοήθησέ με, Κύριε της σωτηρίας μου».

Και έτσι συντρίβεται η ψυχή από αυτά τα λόγια, αν έχει κάποια αίσθηση. Κι όταν πολυκαιρίσει κανείς σ’ αυτά και αποκτήσει το θείο φόβο, αρχίζει ο νους να παρατηρεί και να μελετά τα λόγια της δεύτερης θεωρίας, τα οποία είναι τα εξής.

Η δεύτερη θεωρία

«Αλλοίμονο σε μένα τον άθλιο, τι θα κάνω; Τι θα γίνω; Πολλές οι αμαρτίες μου. Πολλές οι θείες ευεργεσίες. Πολλή η αδυναμία μου. Οι πειρασμοί πολλοί, η ραθυμία με κρατά, η λησμοσύνη με σκοτίζει και δεν με αφήνει να δω τον εαυτό μου και το πλήθος των αμαρτιών μου. Η άγνοια είναι κακή, η ενσυνείδητη παράβαση χειρότερη, η αρετή δυσκολοκατόρθωτη, τα πάθη πολλά, οι δαίμονες πανούργοι, η αμαρτία πρόχειρη, ο θάνατος κοντά, η λογοδοσία πικρή. Αλλοίμονό μου, τι θα κάνω; Που θα ξεφύγω από τον εαυτό μου; Επειδή εγώ είμαι η αιτία της απώλειά μου, Έχω τιμηθεί με το αυτεξούσιο και κανείς δεν μπορεί να με υποχρεώσει. Εγώ αμάρτησα και αμαρτάνω πάντοτε και ζω με αμέλεια για κάθε καλό έργο και κανείς δε με αναγκάζει σ’ αυτό. Ποιόν να κατηγορήσω; Ο Θεός είναι αγαθός και φιλάνθρωπος και ποθεί πάντοτε την επιστροφή σ’ Αυτόν και τη μετάνοια. Οι άγγελοι με αγαπούν και με φυλάνε. Οι άνθρωποι επίσης θέλουν την προκοπή μου. Οι δαίμονες δεν μπορούν ν’ αναγκάσουν κανένα να χαθεί χωρίς να θέλει, είτε από αμέλεια, είτε από απελπισία. Ποιος είναι λοιπόν ο αίτιος, αν όχι εγώ ο ίδιος ο ταλαίπωρος; Να, μόλις κατάλαβα ότι χάνεται η ψυχή μου, και δε θέλω να βάλω αρχή στην ευσέβεια.

Γιατί , ψυχή μου, αμελείς τον εαυτό σου; Γιατί δεν ντρέπεσαι εμπρός στον Θεό και τους αγγέλους Του που αμαρτάνεις, όπως ντρέπεσαι τους ανθρώπους; Αλλοίμονο σε μένα τον άθλιο, αλλοίμονο σε μένα που ούτε σαν άνθρωπο δεν ντρέπομαι τον Ποιητή και Κύριό μου. Γιατί εμπρός σε ένα άνθρωπο δεν μπορώ να αμαρτάνω, αλλά μεταχειρίζομαι κάθε τέχνασμα, για να δείξω ότι πράττω το καλό. Και όταν στέκομαι εμπρός στον Θεό, δεν ντρέπομαι να σκέφτομαι και να λέω πολλές φορές τα πονηρά. Τι ανόητος που είμαι! Δε φοβούμαι να κάνω το κακό ενώ με βλέπει ο Θεός, και δεν μπορώ να εξομολογηθώ τα δικά μου σ’ έναν άνθρωπο, για να διορθωθώ. Αλλοίμονό μου, αλλοίμονό μου. Γνωρίζω την κόλαση, και δε θέλω τη μετάνοια. Αγαπώ την ουράνια βασιλεία και δεν έχω την αρετή. Πιστεύω στον Θεό, και τις εντολές Του παρακούω πάντοτε. Τον διάβολο μισώ, και δεν παύω να κάνω εκείνα που του αρέσουν. Όταν προσεύχομαι με πιάνει η αμέλεια και είμαι σαν αναίσθητος. Όταν νηστεύω, υπερηφανεύομαι και καταδικάζομαι περισσότερο. Αν αγρυπνήσω, νομίζω ότι κάτι κάνω, για να πάει κι αυτό χαμένο. Όταν μελετώ, κάνω ένα από τα δύο ο αναίσθητος. Είτε επιδιώκω την πολυμάθεια από κενοδοξία, και έτσι περισσότερο σκοτίζομαι, είτε μαθαίνω αλλά δεν πράττω, και καταδικάζομαι περισσότερο. Αν ίσως σταματώ με τη χάρη του Θεού ν’ αμαρτάνω στην πράξη, δεν παύω ωστόσο ν’ αμαρτάνω με το λόγο. Αν και απ’ αυτό με σκεπάζει η χάρη του Θεού, με τους λογισμούς μου παροργίζω παντοτινά τον Θεό ο δυστυχής. Αχ, λοιπόν, τι να κάνω; Όπου πάω, βρίσκω αμαρτίες. Παντού δαίμονες. Η απελπισία χειρότερη απ’ όλα. Τον Θεό παρόργισα, επίσης λύπησα τους αγγέλους, και πολλές φορές έβλαψα και σκανδάλισα τους ανθρώπους. Ήθελα να εξαλείψω με τα δάκρυά μου το χειρόγραφο των αμαρτιών μου. Κύριε, και να σε ευαρεστήσω με τη μετάνοια την υπόλοιπη ζωή μου. Όμως ο εχθρός μ’ εξαπατά και πολεμεί την ψυχή μου. Κύριε σώσε με, πριν χαθώ ολότελα. Αμάρτησα σε σένα, τον Σωτήρα μου, όπως ο άσωτος γιός. Δέξου με, Πατέρα, μετανοιωμένο και ελέησε με, Θεέ μου. Σου κράζω, Χριστέ, Σωτήρα μου, με τα λόγια του τελώνη. Σπλαχνίσου με, όπως εκείνον, και ελέησε με, Θεέ μου. Άραγε τι είναι στο τέλος; Τι θα συμβεί; Αλλοίμονο σε μένα τον άθλιο, αλλοίμονο. Ποιος θα δώσει νερό στο κεφάλι μου, ώστε τα μάτια μου να γίνουν πηγές από δάκρυα; Ποιος θα μπορέσει να με κλάψει όσο χρειάζεται; Εγώ δεν μπορώ να το κάνω αυτό. Ελάτε τα βουνά και σκεπάστε με τον άθλιο. Αχ, τι έχω να πω; Πόσα καλά μου έκανε ο Θεός, τα οποία μόνο Εκείνος γνωρίζει, και πόσα δεινά προξένησε η αγνωμοσύνη μου! Παροργίζω πάντοτε τον Ευεργέτη με το έργο, με το λόγο, με τη διάνοια. Και όσο Εκείνος μακροθυμεί, τόσο εγώ καταφρονώ, ο ταλαίπωρος, και γίνομαι πιο αναίσθητος κι από τις άψυχες πέτρες. Δεν απελπίζομαι όμως, αλλά αναγνωρίζω τη φιλανθρωπία Σου Κύριε. Ούτε μετάνοια έχω, μα ούτε και δάκρυα. Γι’ αυτό, Σωτήρα μου σε ικετεύω, να με επιστρέψεις πριν το τέλος μου και να μου δώσεις μετάνοια για να λυτρωθώ από την κόλαση. Κύριε, Θεέ μου, μη με εγκαταλείψεις. Δεν είμαι τίποτε εμπρός Σου, αλλά όλος βουτηγμένος στην αμαρτία, και που άραγε θα μπορέσω να βρω συναίσθηση των πολλών μου αμαρτιών; Γιατί κι αυτό μονάχα, το να μην κάνω το καλό, μου προξενεί μεγάλη καταδίκη. Για μένα έκανε ο Θεός τον ουρανό και τη γη, για μένα τα τέσσερα στοιχεία και εκείνα που γίνονται απ’ αυτά, όπως λέει ο Θεολόγος Γρηγόριος. Τα υπόλοιπα δε θα τα πω, γιατί δεν είμαι άξιος να λέω τίποτε, λόγω του πλήθους των αμαρτιών μου. Γιατί, ποιος μπορεί, ακόμη κι αν αξιώθηκε να έχει αγγελικό νου, να κατανοήσει τις ευεργεσίες που έχει κάνει σε μένα ο Θεός; Και να με την αμετανοησία μου θα ξεπέσω απ’ όλες αυτές ο άθλιος».

Έτσι, όταν αυτά μελετά κανείς, έρχεται ύστερα από κάποιον καιρό στην Τρίτη γνώση, και λέει πάντοτε με θρήνους:

Η τρίτη θεωρία

«Αλοίμονο, τι αγωνία έχει η ψυχή όταν χωρίζεται από το σώμα! Αλοίμονο, πόσα δάκρυα χύνει τότε και κανείς δεν υπάρχει να την ελεήσει! Στρέφει τα μάτια προς τους αγγέλους, αλλά οι ικεσίες της μένουν χωρίς αποτέλεσμα. Απλώνει τα χέρια προς τους ανθρώπους, αλλά κανείς δεν την βοηθάει. Θρηνώ και οδύρομαι όταν συλλογιστώ το θάνατο και αντικρύσω την κατ’ εικόνα Θεού πλασμένη ωραιότητα του ανθρώπου να κείτεται στους τάφους, άμορφη, άδοξη, χωρίς κάλλος. Τι παράδοξο! Πώς έγινε αυτό το σχετικό μ’ εμάς μυστήριο; Πώς παραδοθήκαμε στη φθορά; Πώς μπήκαμε στο ζυγό του θανάτου; Πράγματι, αυτό έγινε με πρόσταξη Θεού, όπως λέει η Γραφή(Γεν. 3,19). Αχ, τι θα κάνω τότε ο πανάθλιος στην ώρα του θανάτου, όταν οι δαίμονες θα περικυκλώσουν την άθλια ψυχή μου και θα κρατούν στα χέρια τους γραμμένα τα κακά που έπραξα, συνειδητά και ασυνείδητα, με το λόγο, με το έργο, με τη διάνοια, και θα ζητούν λόγο για όλα αυτά; Αλλά, αλοίμονο, και χωρίς άλλη αμαρτία, θα καταδικαστώ βαριά για τις εντολές που δεν έπραξα, και δικαιολογημένα.

»Ταλαίπωρη ψυχή μου, πες μου τώρα, πού είναι οι υποσχέσεις που έδωσες κατά το βάπτισμα; Που είναι η συμφωνία με τον Χριστό και η απάρνηση του σατανά; Πού είναι η φύλαξη των εντολών του Θεού, πού η μίμηση του Χριστού με τις σωματικές και ψυχικές αρετές, για την οποία έλαβα το όνομα του Χριστιανού; Πού είναι και η υπόσχεση του μοναχικού σχήματος; Κι αν προφασίζεσαι ασθένεια σωματική, πού είναι η πίστη, η οποία αναθέτει όλη τη φροντίδα στον Θεό και με την οποία θα μπορούσες και όρη να μετακινήσεις, αν είχες απ’ αυτή όσο ένα κόκκο σινάπι(Ματθ. 17,20); Πού είναι η ολοκληρωτική μετάνοια που απέχει από κάθε έργο και λόγο πονηρό; Πού είναι η συντριβή της ψυχής και το υπερβολικό και ακρότατο πένθος; Πού είναι η πραότητα, η ελεημοσύνη, η καθαρότητα της καρδιάς από πονηρές σκέψεις, η γενική εγκράτεια, που συγκρατεί όλα τα μέλη του σώματος και κάθε νόημα και θέλημα που δε στρέφεται στις ανάγκες του σώματος ή τη σωτηρία της ψυχής; Πού είναι η υπομονή, η οποία υποφέρει τις διάφορες θλίψεις για τη βασιλεία των ουρανών; Πού είναι η ευχαριστία σε όλα, η αδιάλειπτη προσευχή, η μέριμνα του θανάτου, τα δάκρυα της λύπης, αφού δεν έφτασα στα δάκρυα της αγάπης; Πού η θεϊκή φρόνηση που φυλάει την ψυχή από τις παγίδες των εχθρών και αντιπάλων; Πού η σωφροσύνη που απέχει από ό,τι είναι αντίθετο στον Θεό ή απορρέει από το δικό μου θέλημα; Πού είναι η ανδρεία που υπομένει τα λυπηρά και έχει θάρρος εναντίον των εχθρών με την ελπίδα; Πού η δικαιοσύνη που αποδίδει στον καθένα το ίσο; Πού η ταπεινοφροσύνη που γνωρίζει τη δική της ασθένεια και άγνοια, και τη φιλανθρωπία του Θεού, με την οποία θα γλύτωνες από όλα τα τεχνάσματα του εχθρού; Πού είναι η απάθεια, η τέλεια αγάπη και η ειρήνη που ξεπερνά κάθε νου(Φιλιπ.4,7), με την οποία θα ονομαζόμουν υιός Θεού(Ματθ. 5,9); Όλα αυτά μπορεί να τα έχει ο άνθρωπος που θέλει, και χωρίς σωματική δύναμη, με μόνη την προαίρεσή του.»

Τι έχω τάχα να πω σ’ αυτά; Τι θα κάνω ο ταλαίπωρος; Αν και λίγο μόνο δειλιάζω από την έλλειψη πληροφορίας, επειδή έστω και λίγο αμέλησα σε κάτι οφειλόμενο που μπορούσα να πράξω, θα βρεθώ στον άδη, όπως λέει ο Μέγας Αθανάσιος. Αλοίμονο στην αθλιότητά μου! Τι προκάλεσα στον εαυτό μου, όχι μόνο με όσες αμαρτίες έκανα, αλλά μάλλον με όσες περιπτώσεις δε θέλησα να μετανοήσω; Γιατί αν μετανοούσα όπως ο άσωτος(Λουκ. 15,21), θα δεχόταν την επιστροφή μου ο φιλόστοργος Πατέρας· και αν έδειχνα ειλικρίνεια, όπως ο τελώνης(Λουκ.18,13), κατακρίνοντας μόνο τον εαυτό μου και όχι άλλον, θα έπαιρνα και εγώ την άφεση των αμαρτιών μου από τον Θεό, και μάλιστα αν Τον παρακαλούσα κι εγώ ολόψυχα, όπως εκείνος. Αλλά τώρα δε βλέπω έτσι τον εαυτό μου. Γι’ αυτό φοβούμαι ότι θα κατοικήσω στον άδη μαζί με τους δαίμονες, φοβούμαι την μέλλουσα κρίση, όπου είναι ο πύρινος ποταμός, οι θρόνοι και τα ανοιχτά βιβλία(Δαν. 7,9-10) όπου οι Άγγελοι προπορεύονται και όλο το ανθρώπινο γένος είναι παρόν, και όλα είναι γυμνά και ολοφάνερα(Εβρ. 4,13) εμπρός στον φοβερό και δίκαιο Κριτή.»

Αλοίμονο, πώς θα υποφέρω τον έλεγχο, την αγανάκτηση του φοβερού και αδέκαστου Κριτή, την συνάθροιση των αμέτρητων Αγγέλων, την απαίτηση του χρέους με φοβερές απειλές, την αμετάκλητη απόφαση, τον ακατάπαυστο θρήνο, το ανώφελο δάκρυ, το άφεγγο σκοτάδι, το ακοίμητο σκουλήκι, τη φωτιά που δε σβήνει, τις ποικίλες τιμωρίες, τον ξεπεσμό από τη βασιλεία, το χωρισμό από τους Αγίους, την απομάκρυνση από τούς Αγγέλους, την αποξένωση από τον Θεό, τη μικροψυχία, τον αιώνιο θάνατο, το φόβο, τον πόνο, τη λύπη, την ντροπή, το βασανισμό της συνειδήσεως; Αλοίμονο σε μένα τον αμαρτωλό, τι έπαθα; Γιατί χάνομαι άθλια; Έχω ακόμη καιρό για μετάνοια. Ο Κύριος με ενθαρρύνει, κι εγώ αναβάλλω; Ως πότε ψυχή μου επιμένεις στις αμαρτίες, ως πότε αναβάλλεις τη μετάνοια; Σκέψου τη μέλλουσα κρίση, φώναξε δυνατά στον Χριστό και Θεό: Καρδιογνώστη, αμάρτησα· πριν με καταδικάσεις, ελέησέ με. Στη φοβερή παρουσία Σου, Χριστέ, ας μην ακούσουμε ότι δε μας γνωρίζεις(Ματθ. 25,12)· στηρίζουμε την ελπίδα σε σένα, το Σωτήρα, αν και δεν πράττουμε τα προστάγματά Σου εξαιτίας της αμέλειάς μας. Σε παρακαλούμε όμως, λυπήσου τις ψυχές μας. Αλοίμονο μου Κύριε, γιατί σε λύπησα πολύ και δεν το συναισθάνθηκα. Αλλά η χάρη Σου με έκανε να συναισθανθώ λίγο, και απόρησα ο δυστυχής, τρόμαξε η άθλια ψυχή μου. Αλλ’ άραγε μου μένει λίγη ζωή ακόμη για να κλάψω πικρά και να πλύνω την μολυσμένη μου σάρκα και ψυχή; Ή πάλι θα πενθήσω μια ώρα και θα πάψω ξανά σαν αναίσθητος όπως πάντοτε; Άραγε τι να κάνω για να βρω πόνο ψυχής ακατάπαυστο; Να νηστέψω και ν’ αγρυπνήσω; Αλλά χωρίς ταπείνωση δεν ωφελούμαι τίποτε. Να ψάλλω και να διαβάζω μόνο με το στόμα; Αλλά τα πάθη σκότισαν το νου μου και δεν μπορώ να καταλάβω τη δύναμη των λεγομένων. Να μείνω πεσμένος πολλή ώρα μπροστά σ’ Εσένα, τον δοτήρα των αγαθών; Αλλά δεν έχω παρρησία. Απελπίστηκα από τη ζωή μου, έχασα την ψυχή μου. Κύριε, βοήθησέ με και δέξου με σαν τον τελώνη. Όπως ο άσωτος, αμάρτησα στον ουρανό και σε Σένα(Λουκ. 15,18κ΄ 21), και όπως η πόρνη που έκλαψε(Λουκ. 7, 37-38), για την οποία λέγεται στην υμνολογία: «Αυτή που ήταν σε απόγνωση εξαιτίας της ζωής της και που Εσύ τη δέχτηκες για τη μετάνοιά της, σε πλησίασε Κύριε, βαστάζοντας μύρα και λέγοντας· ‘Μη με απορρίψεις την πόρνη, Υιέ της Παρθένου· μην παραβλέψεις τα δάκρυά μου, χαρά των αγγέλων· αλλά δέξου με μετανοιωμένη, όπως δε με απώθησες όταν αμάρτησα, Κύριε, από τη μεγάλη Σου ευσπλαχνία’.» Επειδή και εγώ ο άθλιος είμαι σε απόγνωση από τις πολλές μου αμαρτίες, αλλά δεκτός χάρη στην ανέκφραστη φιλανθρωπία και το άπειρο πέλαγος των οικτιρμών Σου, όπου αφού έριξα την απόγνωση της ψυχής μου, τολμώ να συγκεντρώσω το νου μου στην άγια θύμησή Σου. Και καθώς σηκώνομαι, τουλάχιστον μια αίτηση θα κάνω με φόβο και τρόμο πολύ: να αξιωθώ και εγώ ο ανάξιος να είμαι δούλος Σου, και να έχω με τη χάρη Σου το νου μου άμορφο και ασχημάτιστο, άχρωμο και άυλο· κι όπως κάποτε ο Δανιήλ έπεσε μπροστά στον άγγελό Σου(Δαν.10,9), έτσι κι εγώ να πέφτω στα γόνατα μπροστά σε Σένα, τον μόνο Θεό και Ποιητή των όλων, ακουμπώντας στη γη τις παλάμες, και να Σου προσφέρω πρώτα ευχαριστία, έπειτα εξομολόγηση, και έτσι να αρχίσω να ζητώ το πανάγιο θέλημά Σου ο ταλαίπωρος και να αναγνωρίζω όλα τα αγαθά που έδωσες σε μένα που είμαι χώμα και σκόνη και στάχτη. Και καθώς αξιώθηκα με μόνο το νου να σταθώ εμπρός Σου, εγώ που είμαι ολόκληρος γήινος, και πιστεύοντας ότι με βλέπεις, φωνάζω με όλη μου την ψυχή και λέω:

»Κύριε πολυέλεε, σε ευχαριστώ, σε δοξάζω, σε υμνώ και σε προσκυνώ, γιατί με αξίωσες τον ανάξιο αυτή την ώρα να σε ευχαριστώ και να ακούω κάποια από τα θαύματα και τις ευεργεσίες Σου, που έκανες και κάνεις κατά χάρη σ’ εμάς· ψυχικές και σωματικές, αμέτρητες και ανεξερεύνητες, φανερές και αφανέρωτες, εκείνες που ξέρουμε κι εκείνες που δεν ξέρουμε. Ομολογώ τις δωρεές Σου, δεν κρύβω τις ευεργεσίες, κηρύττω τα ελέη Σου. Σε δοξολογώ με όλη μου την καρδιά Κύριε, Θεέ μου, και δοξάζω το όνομά Σου στον αιώνα, γιατί το έλεός Σου φάνηκε μεγάλο επάνω μου(Ψαλμ. 85, 12-13) και είναι ανέκφραστη η ανοχή και η μακροθυμία Σου για το πλήθος των ανομιών και αμαρτιών μου, των ασεβειών και πονηριών μου, όσων έκανα και κάνω πάντοτε και έμελλε να κάνω, αλλά με φύλαξε η χάρη Σου· όσων έκανα συνειδητά ή ασυνείδητα, με το λόγο, με το έργο, με τη διάνοια, που τις γνωρίζεις καρδιογνώστη Κύριε, από τη γέννησή μου μέχρι το τέλος της ζωής μου. Γι’ αυτές τολμώ ο πανάθλιος να κάνω εξομολόγηση ενώπιον Σου. Αμάρτησα, ανόμησα, ασέβησα, έπραξα το πονηρό ενώπιον Σου(Ψαλμ. 50,6) και δεν είμαι άξιος να ατενίσω και να δω το ύψος του ουρανού. Αλλά έχοντας θάρρος στην ανέκφραστη φιλανθρωπία Σου και την αγαθότητα και ευσπλαχνία Σου που υπερβαίνουν κάθε νου, πέφτω εμπρός Σου και σε ικετεύω. Ελέησέ με, Κύριε, γιατί είμαι αδύνατος(Ψαλμ. 6,3), και συγχώρεσε το πλήθος των αμαρτιών μου. Μη με αφήσεις άλλο να αμαρτήσω ή να πλανηθώ από τον ίσιο δρόμο Σου, ούτε να βλάψω, ούτε να λυπήσω κανένα. Αλλά βάλε χαλινάρι σε κάθε μου κακία και κακή συνήθεια και παράλογη ορμή της ψυχής και του σώματος και του θυμού και της επιθυμίας, και δίδαξέ με να πράττω το θέλημά Σου. Ελέησε και τους αδελφούς και πατέρες μου και όλους παντού τους μοναχούς και ιερείς, τους γονείς μου, τους αδελφούς και συγγενείς· εκείνους που μας υπηρετούν και μας υπηρέτησαν· εκείνους που προσεύχονται για μας και όσους μας έδωσαν εντολή να προσευχόμαστε γι’ αυτούς· εκείνους που μας μισούν και εκείνους που μας αγαπούν· όποιους έβλαψα ή λύπησα και όποιους μου έκαναν τα ίδια ή πρόκειται να μου κάνουν και όλους, όσοι πιστεύουν σε Σένα. Συγχώρεσε μας κάθε αμάρτημα θεληματικό και αθέλητο και φύλαξέ μας στην ζωή και στον θάνατο από τα ακάθαρτα πνεύματα και από κάθε πειρασμό και κάθε αμαρτία και πονηρία, από υπερηφάνεια και απόγνωση, από απιστία και απελπισία, από έπαρση και δειλία, από πλάνη και τυραννική διάθεση, από απάτη και παγίδα του διαβόλου. Χάρισέ μας τα συμφέροντα στις ψυχές μας, και σ’ αυτή τη ζωή και στη μέλλουσα, όπως ευαρεστείται η φιλανθρωπία Σου. Ανάπαυσε τους πατέρες και τους αδελφούς μας που έφυγαν από τη ζωή. Με τις προσευχές όλων, δείξε οίκτο στην αθλιότητά μου, σπλαχνίσου με στην απώλειά μου, κοίτα πόσο έχω καταπονηθεί απ’ όλα. Διόρθωσε τον βίο μου, κυβέρνησε με ειρήνη τη ζωή και το τέλος μου. Κάνε με τέτοιον που με θέλεις και με όποιον τρόπο θέλεις, είτε θέλω, είτε δε θέλω· μη χάσω μόνο τη θέση στα δεξιά Σου την ημέρα της κρίσεως, Κύριε Ιησού Χριστέ, Θεέ μου, και ας είμαι ο τελευταίος από τους δούλους Σου που σώζονται. Ειρήνεψε τον κόσμο Σου και ελέησε όλους όπως γνωρίζεις. Αξίωσέ με να μεταλάβω το άχραντο σώμα Σου και το τίμιο αίμα Σου για τη συγχώρηση των αμαρτιών μου, την κοινωνία του Αγίου Πνεύματος και τον αρραβώνα της αιώνιας ζωής κοντά Σου μαζί με τους εκλεκτούς Σου, με τις πρεσβείες της πανάχραντης Μητέρας Σου, των αγίων Σου επουρανίων δυνάμεων και όλων των Αγίων Σου. Γιατί Σου πρέπει να ευλογείσαι στους αιώνες των αιώνων. Αμήν. Παναγία Δέσποινα Θεοτόκε, όλες οι ουράνιες δυνάμεις των αγίων αγγέλων και αρχαγγέλων και όλοι οι Άγιοι, πρεσβεύσατε για μένα τον αμαρτωλό. Δέσποτα Θεέ, Πάτερ Παντοκράτωρ, Κύριε Υιέ Μονογενές Ιησού Χριστέ και Άγιο Πνεύμα κτλ.».

Και αμέσως στρέφεται κανείς στους λογισμούς του και λέει: «Ελάτε να προσκυνήσουμε και να προσπέσουμε στο βασιλέα μας Θεό» (τρεις φορές). Και αρχίζει τους ψαλμούς, λέγοντας σε κάθε αντίφωνο το τρισάγιο, και συγκεντρώνοντας το νου του στα λεγόμενα. Στο τέλος των σαράντα «Κύριε ελέησον» καθενός αντιφώνου κάνει προσευχή και τελειώνει προσκυνώντας με το «Αμάρτησα, Κύριε, συγχώρεσε με» (μια φορά), ενώ σηκώνεται υψώνοντας τα χέρια και λέει: «Θεέ μου σπλαχνίσου με τον αμαρτωλό»(Λουκ. 18,13) (μια φορά). Και αφού προσευχηθεί, πρέπει να λέει τη δεύτερη προσευχή, το «Δεύτε προσκυνήσωμεν» τρεις φορές και το άλλο αντίφωνο επίσης. Πλην, όσες φορές η χάρη του δίνει στην καρδιά κατάνυξη, οφείλει μάλλον να έχει το νου του μέσα στα νάματα της κατανύξεως, και αν ακόμη σταματά το στόμα να ψάλλει και αιχμαλωτίζεται η διάνοια στην καλή αιχμαλωσία της κατανύξεως, όπως λέει ο άγιος Ισαάκ. Γιατί τότε είναι καιρός του τρύγου, όχι του φυτέματος(Εκκλ. 3,2)· και γι’ αυτό οφείλει να επιμένει σ’ αυτές τις έννοιες για να κατανυχθεί πιο πολύ η καρδιά και να δώσει τον καρπό, δηλαδή τα κατά Θεόν δάκρυα. Όταν ένας λόγος σου προκαλεί κατάνυξη, λέει ο άγιος Ιωάννης της Κλίμακος, μένε σ’ αυτόν. Επειδή κάθε σωματική ενέργεια, νηστεία και αγρυπνία, ψαλμωδία και ανάγνωση, ησυχία και τα λοιπά, γίνονται για να καθαρίζεται ο νους. Ο νους όμως χωρίς πένθος δεν μπορεί να καθαριστεί, για να ενώνεται με τον Θεό μέσω της καθαρής προσευχής, που τον αρπάζει απ’ όλα τα νοήματα και τον κάνει άμορφο και ασχημάτιστο. Γιατί έτσι γίνονται καλά όσα αναφέραμε, που βέβαια είναι καλά· όπως και αντίθετα.

Κάθε πράγμα έχει ανάγκη από διάκριση για να γίνει ορθά. Χωρίς διάκριση δεν γνωρίζουμε την φύση των πραγμάτων και ίσως οι περισσότεροι σκανδαλιζόμαστε, όταν δούμε ότι αντιφάσκουν μεταξύ τους εκείνα πού λένε και εκείνα που κάνουν οι Πατέρες. Όπως για παράδειγμα· η Εκκλησία παρέλαβε να ψάλλει τροπάρια με μέλος και ύμνους πολλούς, ενώ ο άγιος Ιωάννης της Κλίμακος, εγκωμιάζοντας αυτούς που πενθούν κατά Θεόν, λέει ότι αυτοί δε θα ψάλλουν ύμνους. Και ο άγιος Ισαάκ για εκείνους που προσεύχονται καθαρά λέει ότι πολλές φορές βρίσκεται κανείς να έχει συγκεντρώσει το νου του στην προσευχή και αμέσως πέφτει αβίαστα στη γη και γονατίζει, όπως κάποτε ο προφήτης Δανιήλ(Δαν. 6,10)· έχει υψωμένα τα χέρια και τα μάτια του ατενίζουν το σταυρό του Χριστού, ενώ οι λογισμοί του μεταβάλλονται και παραλύουν τα μέλη του από τα καινούργια νοήματα που έρχονται αυτόματα στο νου του. Όμοια πάλι πολλοί από τους αγίους Πατέρες γράφουν για κάτι τέτοιους ότι όχι μόνο τους ύμνους και τις ψαλμωδίες ξεπέρασαν από την έκπληξη του νου, αλλά και αυτόν το νου τον λησμόνησαν, όπως λέει ο άγιος Νείλος. Και η Εκκλησία καλά και θεάρεστα βέβαια δέχθηκε τα άσματα και τα λοιπά τροπάρια, για την ασθένεια του νου μας· για να υμνούμε με τη γλυκύτητα της μελωδίας τον Θεό εμείς, που δεν έχουμε γνώση επειδή δε θέλουμε. Εκείνοι όμως που έχουν γνώση και εννοούν τα λεγόμενα, έρχονται σε κατάνυξη. Και σαν με σκάλα ανεβαίνουμε στο επίπεδο να έχουμε καλές έννοιες, όπως λέει ο Δαμασκηνός. Και όσο προοδεύουμε με τη συνήθεια των κατά Θεόν εννοιών, τόσο ο πόθος του Θεού μας έλκει στο να εννοούμε και να φτάσουμε να προσκυνούμε τον Πατέρα πνευματικά και αληθινά(Ιω. 4,24), όπως λέει ο Κύριος. Και ο Απόστολος λέει: «Θέλω να πω πέντε λόγια με το νου μου παρά χιλιάδες με τη γλώσσα»(Α΄ Κορ. 14,19), και πάλι: «Θέλω οι άνθρωποι σε κάθε τόπο να σηκώνουν όσια χέρια στην προσευχή, χωρίς οργή και ολιγοπιστία»(Α΄ Τιμ. 2,8). Ώστε τα άσματα και οι ψαλμωδίες είναι φάρμακα της ψυχικής μας ασθένειας, ενώ τα άλλα που είπαμε είναι τελειότητες του νου. Αυτή είναι η λύση αυτών των ζητημάτων. Γιατί όλα είναι καλά στον καιρό τους(Σ.Σειρ. 39,34), όταν όμως δεν είναι στον καιρό τους, φαίνονται σ’ εκείνους που δεν ξέρουν τον καιρό του καθενός, ότι δεν συμφωνούν μεταξύ τους· κάθε πράγμα έχει τον καιρό του(Εκκλ. 3,1), όπως λέει ο Σολομών.

Όταν όμως φτάσει κανείς σε αγαθές έννοιες, οφείλει να προσέχει με ακρίβεια να παραμένουν μέσα του οι θεωρίες αυτές, μην τυχόν από αμέλεια ή έπαρση εγκαταλειφθεί από τη χάρη, όπως λέει ο άγιος Ισαάκ. Γιατί αν πληθαίνουν στην ψυχή του ανθρώπου οι κατά Θεόν έννοιες και τον οδηγούν σε μεγαλύτερη κατάνυξη και ταπείνωση, οφείλει να ευχαριστεί πάντοτε και να ομολογεί στον Θεό τη χάρη, γιατί αξιώθηκε να μάθει αυτά, και να λογαριάζει τον εαυτό του ότι είναι ανάξιος. Αν όμως αυτές σταματήσουν και σκοτίζεται πάλι η διάνοια και αποβάλλει το φόβο και το πένθος, οφείλει να λυπηθεί πολύ και να ταπεινώσει τον εαυτό του με έργο και λόγο, ότι τον εγκατέλειψε η χάρη, για να γνωρίζει την ασθένειά του και ν’ αποκτήσει ταπείνωση και να φροντίσει για τη διόρθωσή του· όπως λέει ο Μέγας Βασίλειος, αν δεν αμελούσε κανείς το κατά Θεόν πένθος, δεν θα του έλειπαν τα δάκρυα, όταν θα τα ήθελε. Γι’ αυτό έχουμε χρέος πάντοτε να γνωρίζουμε την ασθένειά μας και τη χάρη του Θεού, και μήτε ν’ απελπιζόμαστε ό,τι και αν συμβεί, μήτε πάλι να νομίζουμε ότι είμαστε κάτι, αλλά μάλλον να ελπίζουμε πάντοτε στον Θεό με ταπείνωση. Αυτά αρμόζουν σ’ εκείνον που ζητά πολύ τα δάκρυα με έργο και λόγο, επειδή αξιώθηκε να λάβει τόσο μεγάλη χάρη, μα δε φύλαξε εκείνο που ο Θεός γνώριζε από πριν, εξαιτίας προηγούμενης ή τωρινής ή μελλοντικής αμέλειας ή επάρσεως, όπως είπαμε. Σ’ εκείνον όμως που με τη θέλησή του άφησε τα χαρίσματα αυτά, δηλαδή το πένθος και τα δάκρυα και τα φωτεινά νοήματα, τι άλλο αρμόζει, παρά το αλοίμονο; Γιατί δεν έχει ο κόσμος πιο ανόητο απ’ αυτόν, που αφού αξιώθηκε αυτά τα χαρίσματα και έμελλε από τα παρά φύση να φτάσει στα υπέρ φύση, δηλαδή στα δάκρυα της συνέσεως και της αγάπης, για τιποτένια πράγματα ή λογισμούς άσχετους και για χάρη των δικών του θελημάτων στρέφεται στην αγνωσία των ζώων, όπως ο σκύλος στον εμετό του(Β΄ Πέτρ. 2,22). Αλλά αν θέλει πάλι και σχολάσει κατά Θεόν στην ανάγνωση των θείων Γραφών με προσοχή και μέριμνα του θανάτου και φυλάξει όσο μπορεί το νου του από μάταιους λογισμούς κατά την προσευχή, θα ξαναβρεί εκείνα πού έχασε· και μάλιστα αν δε λυπάται ποτέ εναντίον κανενός, ακόμη και αν παθαίνει τα χειρότερα δεινά απ’ αυτόν, και αν δεν αφήσει κανένα να λυπηθεί εναντίον του, αλλά με όλη του τη δύναμη τον υπηρετεί με έργο και με λόγο. Τότε μάλλον περισσότερο χαίρεται ο νους, καθώς ελευθερώνεται από την ταραχή του θυμού. Και αποκτά πείρα ώστε να μην παραμελήσει ποτέ την ψυχή του, από το φόβο μήπως πάλι εγκαταλειφθεί. Και από το φόβο, δεν πέφτει σε αμαρτίες, και έχει πάντοτε τα δάκρυα της μετάνοιας και του πένθους, μέχρις ότου φτάσει στα δάκρυα της αγάπης και της χαράς και από αυτά έρθει στην ειρήνη των λογισμών με τη χάρη του Χριστού. Έτσι είναι αυτά.

Εμείς όμως οι εμπαθείς και αναίσθητοι, έχουμε χρέος να μελετούμε πάντοτε τα λόγια του πένθους και να εξετάζουμε τους εαυτούς μας κάθε μέρα, και πριν από τον ορισμένο κανόνα και κατά τη διάρκεια του και στο τέλος, είτε εργαζόμενοι οι πιο ασθενείς ακόμη για την κατά Θεόν απραξία και σχολή απ’ όλα, όπως λέει ο άγιος Ισαάκ, είτε αργοί, καθισμένοι στο ίδιο μέρος, όσοι έχουν ανύσταχτα μάτια και άγρυπνη διάνοια, όπως λέει ο άγιος Ιωάννης της Κλίμακος. Πρόσεχε να προοδεύεις για να σφιχθεί η ψυχή σου και ν’ αρχίσει να δακρύζει, όπως λέει ο άγιος Δωρόθεος. Αλλά αυτά τα είπαμε για τις τρείς προηγούμενες θεωρίες, για να καταξιωθούμε να φτάσουμε και στις υπόλοιπες, από τις οποίες ακολουθεί ευθύς αμέσως η τέταρτη θεωρία.

Η τέταρτη θεωρία

Αυτή η θεωρία είναι η κατανόηση της συγκαταβάσεως και του τρόπου της ζωής στον κόσμο του γλυκύτατου Σωτήρα μας Ιησού Χριστού, ώστε σιγά-σιγά να λησμονήσει κανείς και την τροφή του, όπως λέει ο Μέγας Βασίλειος, και όπως ακούσαμε για τον Δαβίδ ότι λησμόνησε να φάει το ψωμί του(Ψαλμ. 101, 5) (λέει ο άγιος Ιωάννης της Κλίμακος), καθώς αιχμαλωτίσθηκε η διάνοιά του από τα θαυμάσια του Θεού με μεγάλη έκπληξη. Και να απορεί κανείς πώς να ανταποδώσει τις ευεργεσίες στον Θεό, όπως λέει ο εξηγητής των ουρανίων Βασίλειος: «Τι θα ανταποδώσουμε στον Κύριο για όλα όσα μας χάρισε(Ψαλμ. 115,3); Για μας ο Θεός έγινε άνθρωπος· για την ανθρώπινη φύση που κυριεύθηκε από τη φθορά, ο Λόγος έγινε σάρκα και έμεινε ανάμεσά μας(Ιω. 1,14). Ήρθε ο Ευεργέτης προς τους αχαρίστους, ο Ελευθερωτής προς τους αιχμαλώτους, ο Ήλιος της δικαιοσύνης προς εμάς που ήμαστε στο σκοτάδι. Ο Απαθής ανέβηκε στο σταυρό, το Φως πήγε στον Άδη, η Ζωή δοκίμασε το θάνατο, Αυτός που είναι η ανάσταση όσων έχουν πέσει. Ας φωνάξουμε προς Αυτόν· Δόξα σε Σένα, Θεέ μας.» Και ο Δαμασκηνός λέει: «Έμεινε εκστατικός ο ουρανός και κατεπλάγησαν τα πέρατα της γης από το ότι ο Θεός εμφανίστηκε σωματικά στους ανθρώπους και η γαστέρα σου, Θεοτόκε, έγινε πιο ευρύχωρη από τους ουρανούς. Γι’ αυτό σε δοξάζουν τα πλήθη των Αγγέλων και των ανθρώπων.» Και αλλού: «Ένιωσε φρίκη καθένας που άκουσε την απόρρητη συγκατάβαση του Θεού, ότι ο Ύψιστος κατήλθε θεληματικά μέχρι το σημείο να λάβει σώμα και να γίνει άνθρωπος από παρθενική γαστέρα. Γι’ αυτό οι πιστοί δοξολογούμε την αμόλυντη Θεοτόκο.» «Ακούστε με, λαοί, και ελάτε ν’ ανεβούμε στο άγιο και επουράνιο όρος, να σταθούμε σαν άυλοι στην πόλη του ζώντος Θεού. Και να δούμε νοερά την άυλη θεότητα του Πατέρα και του Πνεύματος να απαστράπτει στον Μονογενή Υιό.» «Μ’ έθελξες με τον πόθο Σου, Χριστέ, και με αλλοίωσες με το θείο Σου έρωτα. Αλλά κατάκαψε με άυλη φωτιά τις αμαρτίες μου και καταξίωσέ με να χορτάσω την τρυφή που δίνεις, για να δοξολογώ όλο χαρά, Αγαθέ, τις δύο παρουσίες Σου.» «Είσαι όλος γλυκύτητα, Σωτήρα μου, είσαι όλος επιθυμία και έφεση πραγματικά ακόρεστη· όλος είσαι κάλλος υπέρτατο».

Εκείνος ο οποίος με τις σωματικές και ψυχικές αρετές έλαβε τη γνώση αυτών και των μυστηρίων που είναι κρυμμένα μέσα στα λόγια των αγίων ανδρών και των θείων Γραφών, και μάλιστα των αγίων Ευαγγελίων, αυτός δεν ησυχάζει πλέον από τον πόθο και τα πολλά δάκρυα, που τρέχουν πάντοτε αβίαστα. Εμείς όμως που ακούμε μόνο από τις Γραφές, οφείλουμε πάντοτε να σχολάζουμε και να μελετούμε, για να εντυπωθεί με την πολυκαιρία ο πόθος του Θεού μέσα στην καρδιά μας, όπως λέει ο άγιος Μάξιμος, και όπως έκαναν οι Πατέρες, πριν λάβουν την αυτόματη γνώση. Όλος ο πόθος των Μαρτύρων είχε πετάξει προς τον Κύριο μόνο και ενώθηκε μαζί Του με αγάπη και δοξολογία· όπως είπε και ο Δαμασκηνός περί των τριών παίδων: «Αψηφώντας τον κίνδυνο της ζωής τους, για χάρη των πατρώων νόμων, οι μακάριοι παίδες στη Βαβυλώνα καταφρόνησαν την παράλογη προσταγή του βασιλιά. Και μέσα στη φωτιά, η οποία δεν τους έβλαψε, έψαλλαν επάξιο ύμνο στον Θεό(Δαν. 3)». Και είναι εύλογο. Όταν κανείς αισθανθεί τα θαυμάσια του Θεού, εξίσταται τελείως και λησμονεί κι αυτή την πρόσκαιρη ζωή του, από την κατανόηση των θείων Γραφών, όπως λέει ο άγιος Ισαάκ. Όχι όπως εμείς που νιώθουμε ίσως λίγη κατάνυξη από τις Γραφές και εξαιτίας της ραθυμίας, της λησμοσύνης και της άγνοιάς μας σκοτιζόμαστε πάλι και γινόμαστε αναίσθητοι από τα πάθη μας. Γιατί όποιος με το πένθος καθαρίστηκε από τα πάθη, αυτός αισθάνεται τα μυστήρια που είναι κρυμμένα σε όλες τις Γραφές και εκπλήσσεται απ’ όλα, ιδιαίτερα μάλιστα από τα έργα και τα λόγια που αναφέρει το Ευαγγέλιο, και από το πώς η σοφία του Θεού έκανε τα δύσκολα εύκολα, ώστε σιγά – σιγά να κάνει τον άνθρωπο θεό. Τον κάνει αγαθό, ώστε να μπορεί να αγαπά και τους εχθρούς του. Τον κάνει οικτίρμονα, όπως είναι οικτίρμων ο Πατέρας(Λουκ. 6,36). Τον κάνει απαθή, ως τον απαθή Θεό. Τον κάνει να έχει κάθε αρετή και την τελειότητα, όπως τέλειος είναι ο Πατέρας(Ματθ. 5,48). Και γενικά, αυτό το άγιο βιβλίο διδάσκει τον άνθρωπο όσα πρέπουν στον Θεό, για να γίνει θέσει θεός ο άνθρωπος.

Και ποιος δε θαυμάζει το περιεχόμενο του αγίου Ευαγγελίου; Από μόνη την προαίρεση, χαρίζει κάθε ανάπαυση και σ’ αυτόν τον κόσμο και στον μέλλοντα με μεγάλη τιμή, όπως λέει ο Κύριος: «Όποιος ταπεινώνει τον εαυτό του, θα υψωθεί»(Λουκ. 18,14). Και αυτό μαρτυρείται από το ότι ο Πέτρος, αφού άφησε τα δίχτυα, έλαβε τα κλειδιά της βασιλείας των ουρανών(Ματθ. 16,19), και οι λοιποί Απόστολοι, αφού άφησαν ο καθένας κάτι μικροπράγματα, πήραν στα χέρια τους όλο τον κόσμο και σ’ αυτόν τον αιώνα, και στον μέλλοντα· πήραν αυτά, που μάτι δεν τα είδε κι αυτί δεν τ’ άκουσε και άνθρωπος δεν τα διανοήθηκε(Α΄ Κορ. 2,9). Αυτά δεν έγιναν μόνο στους Αποστόλους, αλλά και σε όλους όσοι έχουν την προαίρεση γίνονται και σήμερα, όπως λέει κάποιος από τους Πατέρες: «Αν και κοπίαζα όταν ήμουν στην έρημο, είχα ωστόσο μεγάλη ανάπαυση». Αυτό το έλεγε για την ατάραχη και αμέριμνη ζωή. Και ποιος άραγε νομίζουμε ότι έχει μεγαλύτερη ανάπαυση και τιμή, εκείνος που σχολάζει κατά Θεόν και ασχολείται με την ψυχή του, ή εκείνος που ζεί μέσα σε μέριμνες του βίου και ταραχές και δικαστήρια; Εκείνος που συνομιλεί πάντοτε με τον Θεό μέσω της μελέτης των θείων Γραφών, της απερίσπαστης προσευχής και των δακρύων, ή εκείνος που κουράζεται και ξαγρυπνά σε κλοπές και παράνομες πράξεις, στις οποίες αν αποτύχει, κερδίζει μόνο τον κόπο και ίσως και το διπλό θάνατο, το σωματικό και τον ψυχικό; Να λοιπόν ότι και τον θάνατο υποφέρουμε με μεγάλο κόπο και με ατιμία, χωρίς κέρδος. Ή μάλλον, και πολύ μεγάλη ζημία της ψυχής έπαθαν πολλές φορές κάποιοι και χάθηκαν, εννοώ ληστές, πειρατές, πόρνοι, φιλόνικοι, οι οποίοι δε θέλησαν να σωθούν με ανάπαυση, με τιμή και κέρδος της ψυχής τους. Αλλά πόσο τυφλοί είμαστε, ώστε υποφέρουμε και το θάνατο ακόμη, για να χαθούμε, ενώ για να σωθούμε, δεν αγαπούμε ούτε τη ζωή. Αλλά και θάνατο αν πρόκειται να υποστούμε για χάρη της βασιλείας των ουρανών, τι παραπάνω κάνουμε από το ληστή ή από τον τυμβωρύχο ή το στρατιώτη, που μόνο για το ψωμί τους βρίσκουν συχνά και τον τωρινό και τον μελλοντικό θάνατο; Εκτός αν ο πρώτος θάνατος γίνει για τον Χριστό, μέσω του οποίου δίνεται η βασιλεία των ουρανών σ’ όσους θέλουν· κατά μεν το παρόν νοητά, με το να καταφρονούν τα πάντα και να τα έχουν υποχείρια, καθώς και να βασιλεύουν όχι μόνο πάνω στα πράγματα, αλλά και πάνω στο σώμα, καταφρονώντας το, και πάνω στο θάνατο με το θάρρος της πίστεως· στο δε μέλλον, για να βασιλεύουν αιώνια μαζί με τον Χριστό, έχοντας και το σώμα τους, με τη χάρη της κοινής αναστάσεως. Ο θάνατος συμβαίνει και στον δίκαιο και στον αμαρτωλό, αλλά η διαφορά είναι μεγάλη. Ως θνητοί, πεθαίνουν και οι δύο και δεν είναι παράδοξο αυτό· αλλά ο αμαρτωλός χωρίς μισθό και ίσως καταδικασμένος, ενώ ο δίκαιος πεθαίνει μακάριος και τώρα και στο μέλλον. Τι σπουδαιότητα έχει ν’ αποκτά κανείς χρήματα, τα οποία και χωρίς να θέλει μέλλει να τα αφήσει, κι όχι μόνο στην ώρα του θανάτου, αλλά και πριν απ’ αυτόν πολλές φορές με μεγάλη ντροπή, κόπο και πόνο; Συμβαίνει, μερικοί και θάνατο να υποστούν για τα χρήματα, πέρα από τους αναρίθμητους πειρασμούς του πλούτου, το φόβο, θέλω να πω, τη φροντίδα, την ακατάπαυστη λύπη και ταραχή θέλοντας – μη θέλοντας.

Η αγία εντολή όμως του Ευαγγελίου ελευθερώνει τον άνθρωπο απ’ όλα αυτά και του χαρίζει κάθε αμεριμνία και αφοβία, πολλές φορές δε και ανεκλάλητη χαρά, σ’ εκείνους μάλιστα που προτιμούν θεληματικά την ακτημοσύνη. Ποιο άλλο πράγμα άραγε είναι τόσο ευχάριστο, παρά το να γίνει κανείς απαθής, να μην κυριεύεται διόλου από το θυμό ή την επιθυμία κανενός πράγματος του κόσμου; Αλλά εκείνα που οι πολλοί επιθυμούν, να τα θεωρεί μηδέν και να υψωθεί πάνω από όλα, ζώντας όπως μέσα στον Παράδεισο, ή μάλλον στον Ουρανό, ανώτερος από κάθε ανάγκη, με αμεριμνία και κατά Θεόν σχολή; Γιατί καθώς υπομένει με χαρά ό,τι του συμβεί, τον αναπαύει ό,τι γίνεται· και καθώς αγαπά τους πάντες, αγαπιέται από όλους. Και γίνεται ανώτερος απ’ όλα με το να καταφρονεί τα πάντα, και με το να μη θέλει να έχει κάτι για το οποίο άλλος μάχεται και λυπάται όταν δεν το πετυχαίνει, και κατακρίνεται ίσως όταν επιτύχει εκείνο που επιθυμεί. Εκείνος όμως που δεν ποθεί τίποτε, αυτός λυτρώνεται με την τήρηση της εντολής απ’ όλα τα δεινά αυτού του αιώνα και του μελλοντικού. Επειδή το να μη θέλει κάποιος κάτι που δεν έχει, είναι ανώτερο από κάθε ανάπαυση και πλούτο, όπως αντίθετα το να επιθυμεί κανείς κάτι που δεν έχει, είναι κόλαση πολύ μεγάλη πριν από την αιώνια κόλαση· αυτός ο άνθρωπος είναι δούλος, ακόμη και αν είναι βασιλιάς ή πλούσιος. Και τι βάρος έχουν οι εντολές του Κυρίου(Α΄ Ιω.5,3) , ώστε δεν τις κάνουμε οι άθλιοι χωρίς μισθό με μεγάλη προθυμία;

Εκείνος λοιπόν που μπόρεσε να κατανοεί εν μέρει τη χάρη του αγίου Ευαγγελίου και όσα αυτό περιέχει, δηλαδή τις πράξεις και τις διδασκαλίες του Κυρίου, τις εντολές και τα δόγματα, τις απειλές και τις υποσχέσεις, αυτός γνωρίζει τι ανεξάντλητους θησαυρούς βρήκε, αν και δεν μπορεί να τα διηγηθεί όπως πρέπει, γιατί τα ουράνια είναι ανέκφραστα. Ο Χριστός είναι κρυμμένος μέσα στο Ευαγγέλιο και εκείνος που θέλει να Τον βρει, οφείλει πρώτα να πουλήσει όλα τα υπάρχοντά του και να αγοράσει το Ευαγγέλιο, για να μπορέσει όχι μόνο να βρει τον Χριστό με την ανάγνωση, αλλά και να Τον πάρει στην ψυχή του με τη μίμηση της διαγωγής Του στον κόσμο. Γιατί εκείνος που ζητά τον Χριστό, λέει ο άγιος Μάξιμος *, δεν πρέπει να Τον ζητά έξω, αλλά μέσα του, δηλαδή να γίνει στο σώμα και στην ψυχή αναμάρτητος σαν τον Χριστό, όσο είναι δυνατό στον άνθρωπο, και να διατηρεί πάντοτε με όλη του τη δύναμη καλή τη μαρτυρία της συνειδήσεως, για να κυριαρχήσει πάνω σε κάθε θέλημά του και να το νικήσει με την καταφρόνηση, ακόμη και αν για τον κόσμο είναι φτωχός και άσημος. Ποια ωφέλεια έχει δηλαδή εκείνος που είναι τάχα βασιλιάς, μα εξουσιάζεται από το θυμό και την επιθυμία σ’ αυτόν τον κόσμο, ενώ στον μέλλοντα θα βρει την αιώνια κόλαση, αν βέβαια δε θελήσει να φυλάξει τις θείες εντολές;

* Δεύτερη εκατοντάδα περί θεολογίας, κεφ. 35 (Φιλοκαλία, τόμος Β΄, σελ.131).

Αλλά πόσο μεγάλη είναι η ανοησία μας, γιατί δεν θέλουμε με κάτι μικρά και πρόσκαιρα να αποκτήσουμε τα μεγάλα και αιώνια αγαθά, αλλά απορρίπτουμε τα αγαθά και επιθυμούμε τα αντίθετα; Τι είναι πιο λίγο από ένα ποτήρι νερό ή ένα κομμάτι ψωμί ή από την αποφυγή ενός θελήματος ή ενός μικρού νοήματός μας; Κι όμως αυτά θα μας φέρουν τη βασιλεία των ουρανών με τη χάρη Εκείνου που είπε: «Η βασιλεία του Θεού είναι μέσα σας»(Λουκ. 17,21). Γιατί δεν είναι μακριά η βασιλεία των ουρανών, ούτε έξω, αλλά μέσα μας, λέει ο Δαμασκηνός· μόνο θέλησε να κυριαρχήσεις πάνω στα πάθη σου, και αμέσως την έχεις μέσα σου με το να ζεις θεάρεστα. Αν όμως δε θέλεις, δεν έχεις τίποτε. Επειδή βασιλεία του Θεού, λένε οι Πατέρες, λέγεται η θεάρεστη ζωή και η πρώτη παρουσία του Κυρίου και η δεύτερη.

Για τη δεύτερη παρουσία του Κυρίου έχουμε γράψει προηγουμένως στα περί πένθους. Εκείνος τώρα που μέσω της χάρης κατανόησε με αίσθηση ψυχής την πρώτη παρουσία του Κυρίου, οφείλει να λέει με μεγάλο θαυμασμό: «Μέγας είσαι, Κύριε, και θαυμαστά τα έργα σου(Σ. Σειράχ 11,4) και δεν υπάρχουν λόγια να υμνηθεί το μεγαλείο Σου. Ιδού, γλυκύτατε μου Κύριε, ο δούλος Σου ενώπιον Σου άφωνος, άπρακτος, στέκομαι και περιμένω από Σένα το φωτισμό της γνώσεως. Εσύ είπες Κύριε ότι «χωρίς εμένα δεν μπορείτε να κάνετε τίποτε»(Ιω. 15,5). Συ λοιπόν δίδαξέ με για Σένα. Για τούτο τόλμησα να καθίσω στα άχραντα πόδια Σου, σαν την αδελφή του φίλου Σου Λαζάρου(Λουκ. 10,39), για ν’ ακούσω κι εγώ κάτι νοερά, αν όχι σχετικό με την ακατάληπτη θεότητά Σου, τουλάχιστον κάτι για τη σωματική Σου ζωή μέσα στον κόσμο, για να εννοήσω λίγο τα λεγόμενα μέσα στο Ευαγγέλιο της χάρης Σου. Πώς δηλαδή συναναστράφηκες ανάμεσά μας πράος και ταπεινός στην καρδιά(Ματθ. 11,29), όπως είπε το πανάγιο Σου στόμα για να τα μάθουμε αυτά εμείς από Σένα· και πώς έζησες με τόση φτώχεια Εσύ ο πλούσιος σε ευσπλαχνία(Εφ. 2,4), με κόπο και δίψα θεληματικά, Εσύ που έδωσες στη Σαμαρείτισσα το νερό της ζωής(Ιω. 4,10), όπως είπες Κύριε: «Όποιος διψά, ας με πλησιάσει και ας πιει»(Ιω. 7,37). Γιατί Συ είσαι η πηγή των ιάσεων και ποιος μπορεί να υμνεί την διαγωγή Σου στον κόσμο;

»Επειδή όμως αξίωσες εμένα το χώμα, τη στάχτη, τη σκόνη, τον παραβάτη, τον αυτοκτόνο, εμένα που πολύ σου αμάρτησα και πάντοτε αμαρτάνω, να καταλαβαίνω έστω και λίγο κάτι από τις πράξεις Σου και τα λόγια Σου και να τολμώ να σε παρακαλώ γι’ αυτά —γιατί από πίστη νομίζω ότι σε βλέπω, Εσένα τον αόρατο απ’ όλη την κτίση—, συγχώρεσε μου την τόλμη. Εσύ γνωρίζεις, καρδιογνώστη Κύριε, ότι δεν ερωτώ από περιέργεια, αλλά επειδή θέλω να μάθω πιστεύοντας ότι αν αξιωθώ τη γνώση Σου, θα μου χαρίσεις, όπως κάνεις σ’ όσους σε ποθούν, και την κατά δύναμη εργασία για να μιμηθώ την κατά σάρκα διαγωγή Σου, με την οποία κατά χάρη έχω ονομαστεί Χριστιανός. Αν και κανείς δεν μπορεί, όπως οι μαθητές Σου, να υπομένει το θάνατο για χάρη των εχθρών του, αλλ’ ούτε και να αποκτήσει τη δική Σου και τη δική τους φτώχεια και αρετή, παρά μόνο κατά ένα μέρος ο καθένας, ανάλογα με την προαίρεσή του. Γιατί κι αν κανείς κάθε μέρα πεθαίνει για χάρη Σου, ούτε έτσι μπορεί να ξεπληρώσει το χρέος. Επειδή Εσύ, Κύριε, όντας Θεός τέλειος και άνθρωπος τέλειος, πέρασες χωρίς αμαρτία τη ζωή Σου σ’ αυτόν τον κόσμο και υπέφερες τα πάντα για χάρη όλων. Εμείς όμως και αν ίσως υπομείνουμε κάτι, πάσχουμε για τον εαυτό μας και τις αμαρτίες μας. Και ποιος δε μένει εκστατικός, όταν συλλογίζεται βαθιά την ανείπωτή Σου συγκατάβαση; Ενώ είσαι Θεός ακατάληπτος, παντοδύναμος και παντοκράτωρ, και κάθεσαι πάνω στα χερουβίμ —το όνομα θα πει «σοφία που πληθαίνει»—, για χάρη μας που σε παροργίζουμε ανέκαθεν, ταπείνωσες τον εαυτό Σου, ώστε καταδέχθηκες γέννηση και ανατροφή, διωγμούς και λιθοβολισμούς, περιπαίγματα και περιγελάσματα, χτυπήματα και ραπίσματα, εμπαιγμούς και φτυσίματα, έπειτα Σταυρό και καρφιά, σπόγγο και καλάμι, ξύδι και χολή, και όσα δεν είμαι άξιος να ακούσω. Έπειτα, κεντήθηκε με λόγχη η αμόλυντη πλευρά Σου, από την οποία πήγασες για μας την αιώνια ζωή, το τίμιό Σου αίμα και το νερό.

»Υμνώ τη γέννησή Σου και Εκείνην που σε γέννησε, την οποία διατήρησες Παρθένο και μετά τη γέννησή Σου, όπως ήταν και πριν. Σε προσκυνώ σπαργανωμένο μέσα στο σπήλαιο και στην φάτνη. Σε δοξάζω, Εσένα που αναχώρησες με την Παρθένο και άχραντη Μητέρα Σου στην Αίγυπτο, και κατοίκησες στη Ναζαρέτ, και υπάκουες στους κατά σάρκα γονείς Σου, στο νομιζόμενο πατέρα Σου και στην αληθινή μητέρα Σου. Υμνώ Εσένα που βαπτίστηκες στον Ιορδάνη από τον Πρόδρομο, Κύριε, υμνώ και τον Πατέρα που σε μαρτύρησε, και το Άγιο Πνεύμα που σε φανέρωσε, και τη βάπτισή Σου, και τον βαπτιστή Ιωάννη, τον προφήτη και δούλο Σου. Σε δοξάζω που νήστεψες στην έρημο για μας και υποβλήθηκες θεληματικά σε πειρασμούς και νίκησες τον εχθρό με το σώμα που πήρες από την ανθρώπινη φύση και χαρίζεις σ’ εμάς τη νίκη κατά του εχθρού με την ανέκφραστή Σου σοφία· που ζούσες μαζί με τους μαθητές Σου, και καθάριζες λεπρούς, ανόρθωνες χωλούς, χάριζες το φως σε τυφλούς, έδινες την ακοή σε κουφούς και τη λαλιά σε άλαλους· που ευλογούσες τους άρτους, και περπατούσες πάνω στη θάλασσα σαν σε ξηρά, και δίδασκες τα πλήθη περί πράξεων και θεωριών· που μιλούσες για τον Πατέρα και το Άγιο Πνεύμα και πρόλεγες τις μέλλουσες απειλές και υποσχέσεις και έκανες όλα όσα συντελούν στη σωτηρία μας· που προλαβαίνεις αιφνιδιαστικά τον εχθρό και ξεριζώνεις τα πάθη με την πάνσοφη διδασκαλία Σου· που κάνεις σοφούς τους μωρούς, ενώ μεταβάλλεις τους πανούργους σε ασύνετους με την άπειρη σοφία Σου· που ανασταίνεις τους νεκρούς με την ανείπωτη εξουσία Σου, και βγάζεις τα δαιμόνια με εξουσία, ως Θεός των πάντων. Και όχι μόνο αυτά, αλλά δίνεις εξουσία στους δούλους Σου να κάνουν και μεγαλύτερα(Ιω. 14,12) και να θαυμάζουμε περισσότερο, όπως είπες, Κύριε. Μέγα το όνομά Σου, γιατί με τη δύναμή Σου γίνονται τα θαύματα από τους Αγίους Σου.

»Δέσποτα Κύριε Ιησού Χριστέ, Υιέ και Λόγε του Θεού, το γλυκύτατο όνομα της σωτηρίας μας, μεγάλη η δόξα Σου· μεγάλα τα έργα Σου· θαυμαστοί οι λόγοι Σου και πιο γλυκοί από το μέλι και την κηρήθρα(Ψαλμ. 18,11). Δόξα σοι Κύριε δόξα σοι. Ποιος μπορεί να δοξάζει και να υμνεί τη συγκατάβαση, την αγαθότητα, τη δύναμη, τη σοφία, τη διαγωγή Σου στον κόσμο, τη διδασκαλία Σου; Και πώς οι άγιες εντολές Σου διδάσκουν φυσικά και με ευκολία τον ενάρετο βίο; Όπως είπες Κύριε: «Συγχωρέστε, και θα συγχωρηθείτε»(Ματθ. 6,14) και: «Ζητείτε, και θα βρείτε· χτυπάτε τη θύρα, και θα σας ανοιχτεί»(Ματθ. 7,7), και: «Όσα θέλετε να σας κάνουν οι άνθρωποι, τα ίδια να κάνετε κι εσείς σ’ αυτούς»(Ματθ. 7,12). Και ποιος άραγε όταν εννοήσει τις εντολές Σου και τα λοιπά λόγια Σου δε θα εκπλαγεί κατανοώντας την άπειρη σοφία Σου;

»Σοφία του Θεού, Ζωή των πάντων, Χαρά των αγγέλων, ανέκφραστο Φως, Ανάσταση των νεκρών, καλέ Ποιμένα, που έδωσες τη ζωή Σου για χάρη των προβάτων Σου(Ιω. 10,11)! Υμνώ τη μεταμόρφωσή Σου, τη σταύρωση, την ταφή και την ανάσταση, την ανάληψη και την εγκατάσταση στα δεξιά του Θεού και Πατέρα, την έλευση του Αγίου Πνεύματος και τη δευτέρα παρουσία Σου, που θα γίνει με δύναμη και δόξα μεγάλη και ακατανόητη. Χάνω τη δύναμή μου, Κύριε, μπροστά στα θαυμαστά σου έργα και από αμηχανία θέλω να καταφύγω στη σιωπή. Αλλά τι να κάνω, δεν ξέρω. Αν σωπάσω, εκπλήττομαι, αν τολμήσω να πω τίποτε, απορώ και εξίσταμαι. Θεωρώ ανάξιο τον εαυτό μου για τον ουρανό και τη γη και άξιο για κάθε κόλαση, όχι μόνο για όσα αμάρτησα, αλλά πολύ περισσότερο για όσα έχω ευεργετηθεί από Σένα, ο αχάριστος και άθλιος. Γιατί χόρτασες την ψυχή μου με κάθε αγαθό, υπεράγαθε Κύριε. Κατανόησα εν μέρει τα έργα Σου, και η διάνοιά μου κυριεύτηκε από έκσταση(Αββακ. 3,2). Έγινα μηδέν, Κύριε, μόνο βλέποντας τα έργα Σου. Γι’ αυτό κλείνω με το χέρι μου το στόμα μου, όπως κάποτε ο Ιώβ(Ιώβ 40,4), και καταφεύγω στους Αγίους από αμηχανία ο άθλιος.

»Δέσποινα του κόσμου αγαθή, εσύ γνωρίζεις ότι δεν έχουμε παρρησία οι αμαρτωλοί εμπρός στον Θεό που γέννησες, αλλά με το δικό σου θάρρος οι δούλοι σου, πέφτουμε στα πόδια του Κυρίου με τη μεσιτεία σου, επειδή έχεις παρρησία προς τον Υιό σου και Θεό μας. Σ’ Αυτόν λοιπόν πιστεύοντας κι εγώ ο ανάξιος, σε παρακαλώ Δέσποινα, να μου χαρίσει ο Κύριος την αίσθηση των χαρισμάτων των δικών σου και των λοιπών Αγίων, και πώς παρουσιάσατε τόσες αρετές. Εσένα βέβαια, και μόνο το ότι ο Υιός του Θεού γεννήθηκε από σένα, σε μαρτύρησε ότι είσαι ανώτερη απ’ όλα τα όντα. Γιατί εσένα βρήκε κατάλυμα άξιο να κατοικήσει Εκείνος που γνωρίζει τα πάντα και πριν να γίνουν, ως ποιητής όλων, και κανείς δεν μπορεί να εξετάζει όσα αφορούν σε σένα, επειδή υπερβαίνουν τη φύση, το νου και τη σκέψη. Σε ομολογούμε Θεοτόκο στην κυριολεξία, Αγνή Παρθένε, εμείς που μέσω σου βρήκαμε τη σωτηρία, και σε δοξολογούμε μαζί με τις χορείες των αγγέλων. Γιατί, ενώ είναι αδύνατο στους ανθρώπους να δουν τον Θεό, τον Οποίο δεν τολμούν ν’ ατενίσουν ούτε τα τάγματα των αγγέλων, εντούτοις, Πάναγνη, μέσω σου παρουσιάστηκε στους ανθρώπους ο Λόγος σαρκωμένος. Δοξολογώντας Αυτόν, σε μακαρίζουμε μαζί με τις ουράνιες στρατιές. Πώς να σε ονομάσουμε, Κεχαριτωμένη; Ουρανό; κλπ. Θεοτόκε, εσύ είσαι η αληθινή κληματαριά, που βλάστησες τον καρπό της ζωής. Σε ικετεύουμε, Ένδοξη, πρέσβευε μαζί με τους Αποστόλους και όλους τους Αγίους, ώστε να ελεηθούν οι ψυχές μας, που ορθόδοξα σε ομολογούμε Θεοτόκο και σε μακαρίζουμε, εσένα την αειμακάριστη, όπως προείπες Δέσποινα(Λουκ. 1,48). Πράγματι, όλες οι γενιές θα σε μακαρίζουμε την μόνη Θεοτόκο, που είσαι «τιμιωτέρα των Χερουβίμ και ενδοξότερα ασυγκρίτως των Σεραφίμ». Αλλά επειδή δεν μπορώ να κατανοήσω ό,τι σε αφορά, θα μιλήσω με θαυμασμό για τους άλλους Αγίους.

»Πώς περνούσες, Βαπτιστή και Πρόδρομε του Κυρίου, στην έρημο; Και πώς να σε ονομάσουμε, Προφήτη; Άγγελο, Απόστολο ή Μάρτυρα; Άγγελο, γιατί έζησες σαν ασώματος. Απόστολο, γιατί σαγήνευσες τα έθνη. Μάρτυρα, γιατί αποκεφαλίστηκες για τον Χριστό. Αυτόν ικέτευε να σώσει τις ψυχές μας. Όπως λέει και ο Σολομών, η μνήμη του δικαίου συνοδεύεται από εγκώμια(Παροιμ. 10,7). Για σένα όμως είναι αρκετή η μαρτυρία του Κυρίου, Πρόδρομε, γιατί αναδείχθηκες πράγματι κλπ.

»Άγιοι Απόστολοι και μαθητές του Σωτήρα, γίνατε αυτόπτες μυστηρίων και κηρύξατε τον Αθεώρητο και Άναρχο, λέγοντας: «Εν αρχή ην ο Λόγος»(Ιω.1,1), αν και δεν κτισθήκατε πριν από τους αγγέλους, ούτε διδαχθήκατε από ανθρώπους, Αλλά από την άνω σοφία. Επειδή έχετε παρρησία προς τον Θεό, σας παρακαλούμε, πρεσβεύσετε για τη σωτηρία των ψυχών μας. Θαυμάζω την αγάπη σας για τον Θεό, όπως λένε και τα αρχαία τροπάρια: «Κύριε, επειδή οι Απόστολοί Σου σε πόθησαν ειλικρινά, θεώρησαν σκύβαλα όλα τα γήινα, για να κερδίσουν Εσένα μόνο(Φιλιπ. 3,8), και για χάρη Σου παρέδωσαν τα σώματά τους σε πληγές. Γι’ αυτό δοξάστηκαν και πρεσβεύουν για τις ψυχές μας». Πώς, Απόστολοι, ενώ ήσαστε άνθρωποι όπως εμείς και φορούσατε τη χωματένια σάρκα, παρουσιάσατε τόσες αρετές, ώστε να υπομείνετε θάνατο για τους φονευτές σας; Και πώς εσείς τόσο λίγοι κυριέψατε όλο τον κόσμο; Και απλοί και αγράμματοι εσείς, νικήσατε τους βασιλιάδες και τους άρχοντες, και μάλιστα άοπλοι και γυμνοί, και μέσω εκείνων νικήσατε τους αόρατους δαίμονες, εσείς οι φτωχοί και ντυμένοι την ανθρώπινη ασθένεια; Και τι ήταν αυτή η δύναμη, ή μάλλον η πίστη, με την οποία λάβατε τη δύναμη του Αγίου Πνεύματος, εσείς και οι άγιοι Μάρτυρες, «οι καλώς αθλήσαντες και στεφανωθέντες»; Πρεσβεύσετε προς τον Κύριο να σπλαχνιστεί τις ψυχές μας, Απόστολοι, Μάρτυρες και Προφήτες, Ιεράρχες, Όσιοι κλπ.

»Και ποιος δεν κυριεύεται από έκπληξη, βλέποντας, άγιοι Μάρτυρες, τον αγώνα τον καλό που αγωνιστήκατε; Πώς εσείς, ενώ είχατε σώμα, νικήσατε τον ασώματο εχθρό, αφού ομολογήσατε τον Χριστό και οπλιστήκατε με το σταυρό; Γι’ αυτό επάξια αναδειχθήκατε διώκτες δαιμόνων και πολέμιοι βαρβάρων. Πρεσβεύσετε ακατάπαυστα να σωθούν οι ψυχές μας. Γιατί, όπως πριν από σας οι τρεις Παίδες στη Βαβυλώνα, υποφέρατε τους αγώνες όχι με την ελπίδα της ανταποδόσεως, αλλά από αγάπη του Θεού, όπως εσείς είπατε. Δηλαδή, «και αν δε μας γλυτώσει ο Θεός, και τότε ακόμη δε θα τον αρνηθούμε». Θαυμάζω και την άκρα ταπείνωσή σας, άγιοι τρεις Παίδες, που μην έχοντας τρόπο να ευχαριστήσετε μέσα στις φλόγες, είπατε: «Δεν υπάρχει αυτό τον καιρό άρχοντας ή προφήτης ή αρχηγός· ας γίνουμε δεκτοί μόνο με τη συντριβή της ψυχής και την ταπείνωση του πνεύματος». Θαυμάζω και τη δύναμη του Θεού που εκδηλώθηκε σε σας και στον προφήτη Ηλία, όπως λέει ο Δαμασκηνός: «Από τη φλόγα πήγασες δροσιά για τους οσίους Σου Παίδες, και έκαψες την περιχυμένη με νερό θυσία του δικαίου(Γ΄Βασ. 18,38). Όλα, Χριστέ, τα ενεργείς μόνο με τη θέλησή Σου».

»Αλλά ποια να πρωτοσκεφτώ; Το περιεχόμενο του Ευαγγελίου ή τις Πράξεις των αγίων Αποστόλων; Τους άθλους των αγίων Μαρτύρων ή τους αγώνες των αγίων Πατέρων; Των παλιών ή των νέων Αγίων, ανδρών και γυναικών; τους βίους και τους λόγους όλων, ή τις ερμηνείες και τις εξηγήσεις τους; Απορώ και εξίσταμαι.

»Αλλά σε παρακαλώ, φιλάνθρωπε Κύριε, μην αφήσεις να με οδηγήσουν αυτά στην καταδίκη μου για την αναξιότητα και την αχαριστία μου με το να κατανοήσω τα τόσα μυστήριά Σου, τα οποία φανέρωσες στους Αγίους Σου και μέσω εκείνων σε μένα τον αμαρτωλό και ανάξιο δούλο Σου. Ιδού, Κύριε, ο δούλος Σου εμπρός Σου αργός από όλα και άφωνος σαν νεκρός, και δεν τολμώ να πω τίποτε ή να κοιτάξω με αναίδεια, Αλλά όπως πάντα πέφτω εμπρός Σου και από το βάθος της ψυχής μου φωνάζω και λέω: «Πολυέλεε Κύριε…» και τα υπόλοιπα της ευχής.»

Και την άλλη προσευχή και τους ψαλμούς πρέπει να επιμελείται κανείς, φυλάγοντας τα ήθη της ψυχής και του σώματος, για να φτάσει στην έξη των θείων νοημάτων, ώστε να μπορέσει να κατανοεί με πολλή αίσθηση όλα τα μυστήρια και θαυμάσια που υπάρχουν στις θείες Γραφές. Και με έκπληξη για τις δωρεές του Θεού, να φτάσει να αγαπά Αυτόν μόνο, και να υποφέρει με χαρά γι’ Αυτόν, όπως όλοι οι Άγιοι. Γιατί οι θείες Γραφές είναι γεμάτες από κάθε έκπληξη, όπως λέει ο Σολομών.

Μαζί με τα άλλα θαυμάσια του Θεού, θαυμάζω και τη δύναμή Του όπως εκδηλωνόταν στο μάννα. Αυτό δεν κρατούσε μέχρι την άλλη ημέρα, αλλά έλιωνε και γέμιζε σκουλήκια, για να μη φροντίζουν οι άπιστοι για το αύριο, η ποσότητα όμως που φυλαγόταν στη στάμνα μέσα στη σκηνή του Μαρτυρίου, έμενε πάντοτε άβλαβης(Έξ. 16,20 κ΄33). Και πάλι, στη φωτιά δεν καιγόταν, ενώ από την παραμικρή ακτίνα του ήλιου έλιωνε, για να μη μαζεύουν οι άπληστοι πάνω απ’ όσο είχαν ανάγκη. Ω του θαύματος, πώς παντού ο Θεός εργάζεται τη σωτηρία των ανθρώπων, όπως είπε ο Κύριος μιλώντας περί της θείας πρόνοιας: «Ο Πατέρας μου εξακολουθεί να εργάζεται ως τώρα, και εγώ εργάζομαι»(Ιω. 5,17).

Εκείνος λοιπόν που έχει αυτή τη θεία σχολή, διδάσκεται με αισθητά σημεία από τις θείες Γραφές, και νοερά από την πρόνοια του Θεού, και αρχίζει να βλέπει τα πράγματα κατά φύση, όπως λέει ο Γρηγόριος Νύσσης και ο Δαμασκηνός. Και δεν εξαπατάται πλέον από την εξωτερική ωραιότητα των πραγμάτων του κόσμου αυτού, δηλαδή της ομορφιάς, του πλούτου, της δόξας που φεύγει, και των ομοίων, ούτε δελεάζεται από τη σκιά που τα καλύπτει, όπως εκείνοι που είναι ακόμη εμπαθείς.

Η πέμπτη γνώση

Από αυτή την πέμπτη γνώση, που λέγεται «βουλή»(Ησ.11,2) κατά τον Προφήτη, γνωρίζει κανείς (όπως είπαμε στο τέλος των μακαρισμών), τη φύση και τη μεταβολή των αισθητών κτισμάτων, ότι από τη γη προέρχονται και στη γη πάλι επιστρέφουν, σύμφωνα με το ρητό του Εκκλησιαστή: «Ματαιότης ματαιοτήτων, τα πάντα ματαιότης»(Εκκλ.1,2). Και ο Δαμασκηνός το ίδιο λέει: «Είναι μάταια όλα τα ανθρώπινα, όσα παύουν να υπάρχουν μετά το θάνατο. Ο πλούτος δεν παραμένει, η δόξα δε μας συνοδεύει· μόλις επέλθει ο θάνατος, όλα αυτά εξαφανίζονται.» Και πάλι λέει: «Αληθινά, όλα είναι μάταια, και ο βίος μας σκιά και όνειρο. Μάταια λοιπόν ταράζεται κάθε άνθρωπος(Ψαλμ. 38,12), όπως είπε η Γραφή. Όταν κερδίσουμε τον κόσμο, τότε θα κατοικήσουμε στον τάφο, όπου είναι μαζί βασιλιάδες και φτωχοί.»

Η έκτη γνώση

Όταν αποκτήσει κανείς με την πέμπτη γνώση την έξη να μην προσκολλάται στα πράγματα, τότε του δίνεται η έκτη γνώση, η οποία λέγεται «ισχύς»(Ησ. 11,2), και αρχίζει να βλέπει με απάθεια τα κάλλη των αισθητών κτισμάτων. Γιατί υπάρχουν τριών ειδών λογισμοί: ο ανθρώπινος, ο δαιμονιώδης και ο αγγελικός. Ο ανθρώπινος είναι η απλή έννοια που έρχεται στο νου, π.χ. άνθρωπος, χρυσάφι ή κάποιο άλλο αισθητό κτίσμα. Ο δαιμονιώδης είναι σύνθετος από νόημα και πάθος. Για παράδειγμα, η έννοια «άνθρωπος», όταν συνδέεται με παράλογη φιλία, δηλαδή σχέση που δεν είναι κατά Θεόν φιλία, αλλά στοχεύει στην πορνεία· ή πάλι, με άκριτο μίσος, δηλαδή μνησικακία ή κατάκριση. Όμοια, η έννοια του χρυσού, όταν συνδέεται με τη φιλαργυρία, την κλοπή, την αρπαγή ή κάτι τέτοιο, ή όταν οδηγεί σε μίσος του χρυσού και βλασφημία εναντίον των έργων του Θεού, ώστε και με τα δύο να καταλήξει κανείς στην απώλεια. Επειδή αν δεν αγαπούμε τα πράγματα όσο τους πρέπει, αλλά τα προτιμούμε από την αγάπη του Θεού, δε διαφέρουμε καθόλου από τους ειδωλολάτρες, λέει ο άγιος Μάξιμος *. Και πάλι· αν τα μισούμε, σαν να μην έχουν γίνει πολύ καλά(Γεν. 1,31), παροργίζουμε τον Θεό. Ο αγγελικός τέλος λογισμός είναι η απαθής θεωρία των πραγμάτων, δηλαδή η αληθινή γνώση, η οποία είναι εκείνη που βρίσκεται ανάμεσα στους δύο γκρεμούς και φυλάγει το νου και χωρίζει τον ορθό σκοπό από τις έξι παγίδες που τον περικυκλώνουν. Θέλω να πώ, από τις παγίδες που είναι από πάνω, από κάτω, από δεξιά, από αριστερά, μέσα και έξω από τον ορθό σκοπό. Είναι η αληθινή γνώση που στέκεται σαν κάποιο κέντρο στο μέσο των παραπάνω έξι παγίδων, την οποία διδάσκουν οι επίγειοι άγγελοι σ’ όσους νέκρωσαν τον εαυτό τους για τον κόσμο, ώστε να γίνει ο νους τους απαθής και να βλέπει τα πράγματα όπως πρέπει. Και μήτε από πάνω να ξεπεράσει τον ορθό σκοπό με την έπαρση, νομίζοντας ότι τα εννοεί με τη δική του φρόνηση, μήτε πάλι από κάτω με την άγνοια, νομίζοντας ότι δεν μπορεί να φτάσει την τελειότητα· μήτε δεξιά με την αποστροφή και το μίσος των πραγμάτων, μήτε αριστερά με την παράλογη φιλία, δηλαδή την εμπαθή προσκόλληση· μήτε μέσα από τον ορθό σκοπό με την άγνοια γενικά και την οκνηρία, μήτε έξω απ’ αυτόν με την πολυπραγμοσύνη και την παράλογη επιμέλεια, από επιπολαιότητα και πονηρία. Αλλά να δέχεται τη γνώση με υπομονή και ταπεινοφροσύνη και αγαθή ελπίδα, η οποία πηγάζει από τη βέβαιη πίστη, για να ανυψώνεται με την μερική γνώση στο θείο έρωτα, με τη συνειδητή, λόγω αδυναμίας, άγνοια ν’ αποκτήσει ταπεινοφροσύνη, και με την επίμονη ελπίδα και πίστη να επιτύχει το σκοπό του πράγματος που ζητεί. Και μήτε να μισεί καθόλου κανένα πράγμα ως κακό, μήτε πάλι να το αγαπά παράλογα, αλλά να κατανοεί τον άνθρωπο και να θαυμάζει πως ο νους είναι εικόνα του αόρατου Θεού, και είναι απεριόριστος, παρόλο που περιορίζεται από το σώμα, όπως λέει ο Μέγας Βασίλειος. Και πως φτάνει μέχρι τα πέρατα του σχήματος, όπως ο Θεός που προνοεί για τον κόσμο. Γιατί ο νους μετασχηματίζεται σε κάθε πράγμα και βάφεται σύμφωνα με τη μορφή κάθε πράγματος που εντυπώνει. Όταν όμως καταξιωθεί να βρεθεί μέσα στον άμορφο και ασχημάτιστο Θεό, τότε κι αυτός γίνεται άμορφος και ασχημάτιστος. Έπειτα να θαυμάζει, πώς μπορεί ο νους να διατηρεί κάθε έννοια, και δεν μπορούν τα τελευταία νοήματα να αλλοιώσουν τα προηγούμενα, ούτε τα πρώτα νοήματα να φέρουν κάποια βλάβη στα τελευταία, αλλά όλα η διάνοια τα κατέχει άγρυπνα σαν θησαυρό; Και όταν θέλει ο νους φανερώνει με τη γλώσσα εκείνα που λογίζεται, όχι μόνο τα πρόσφατα, αλλά κι εκείνα που έχει αποθησαυρίσει από πολύ καιρό. Και πώς πάλι, ενώ εξέρχονται τα λόγια διαρκώς, ο νους παραμένει ίδιος και αμείωτος; Και πάλι, παρατηρώντας το σώμα, θαυμάζει πώς τα μάτια, τα αυτιά και η γλώσσα δέχονται απ’ έξω τα ερεθίσματα κατά πώς θέλει η ψυχή; Τα μάτια μέσω του φωτός, τα αυτιά μέσω του αέρα, και καμιά από τις αισθήσεις δεν παρεμποδίζει την άλλη, ούτε μπορεί να κάνει τίποτε έξω από το σκοπό της ψυχής. Και πώς το άψυχο σώμα κατά διαταγή του Θεού ενώθηκε με τη νοερή και λογική ψυχή; Η οποία δημιουργήθηκε από το Άγιο Πνεύμα, όπως λέει ο Δαμασκηνός, με το εμφύσημα(Γεν. 2,7), αν και μερικοί, επειδή έχουν άγνοια, νομίζουν ότι από την υπερούσια θεότητα προέρχεται, πράγμα αδύνατο. Ο Χρυσόστομος λέει: «Για να μη νομίζει ο ανθρώπινος νους τον εαυτό του θεό, του έδωσε ο Θεός λησμοσύνη και άγνοια, για να αποκτήσει έτσι ταπείνωση». Και πάλι: «Θέλησε ο Θεός να χωρίζει αυτή τη φυσική σύνθεση της ψυχής και του σώματος». Και όπως λέει ο Ιωάννης της Κλίμακος, η ψυχή απέρχεται ή πάνω, δηλαδή στον ουρανό, ή, αλοίμονο, κάτω στον άδη, ενώ το γήινο σώμα επιστρέφει στη γη από την οποία έχει ληφθεί. Πάλι όμως, με τη χάρη του Σωτήρα μας Ιησού Χριστού, αυτά που χωρίστηκαν, στη δευτέρα παρουσία Του ενώνονται, για να αμοιφθεί καθένας μας σύμφωνα με τα έργα του. Τι μεγάλο θαύμα! Ποιος θα σκεφτεί λίγο το μυστήριο αυτό και δε θα εκπλαγεί, που ο Θεός ανασταίνει πάλι τον άνθρωπο από τη γη ύστερα από τόσα κακά που έκανε καταφρονώντας τις εντολές Του, και που του χαρίζει την αθανασία, την οποία είχε αρχικά, μα καθώς δε φύλαξε την εντολή που τον φύλαγε από το θάνατο και τη φθορά, αλλά αυθαδίασε, τράβηξε πάνω του το θάνατο.

* Πρώτη εκατοντάδα περί αγάπης, κεφ. 7 (Φιλοκαλία, τόμος Β΄, σελ.49).

Θαυμάζοντας λοιπόν κανείς όλα αυτά σχετικά με τον άνθρωπο, που τα διδάσκεται από αγγελική επίδραση, καθώς και αλλά πολλά, κυριεύεται από έκπληξη. Και πάλι θεωρεί την ομορφιά και τη χρησιμότητα του χρυσού και θαυμάζει πώς έγινε από τη γη για μας τέτοιος που οι ασθενείς να ξοδεύουν με την ελεημοσύνη τα χρήματα, κι εκείνοι που δε θέλησαν να ελεούν, να βοηθούνται δίνοντάς τα χωρίς να θέλουν, έπειτα από κάποιους πειρασμούς, για να σωθούν, αν βέβαια υποφέρουν μ’ ευχαριστία όσα τους βρίσκουν, και έτσι να σώζονται και οι δύο. Εκείνοι πάλι που προτιμούν την ακτημοσύνη, θα στεφανωθούν, γιατί μ’ αυτό που κάνουν υπερβαίνουν τη φύση, όπως και εκείνοι που ζουν με παρθενία. Και καθώς ο χρυσός είναι φθαρτό και γήινο πράγμα, δεν πρέπει κανείς να τον προτιμά από την εντολή του Θεού· ως δημιούργημα του Θεού όμως και χρήσιμο για τη σωματική ζωή και τη σωτηρία, δεν πρέπει να αντιμετωπίζεται με μίσος, αλλά με εγκράτεια και αγάπη.

Και γενικά ο φωτιζόμενος άνθρωπος ποθεί τον Ποιητή όταν θεωρεί απαθώς το κάλλος και τη χρησιμότητα κάθε πράγματος και όταν κατανοεί τα αισθητά όλα, τα άνω και τα κάτω δημιουργήματα, δηλαδή τον ουρανό, τον ήλιο, τη σελήνη, τα άστρα, τα σύννεφα, τους ανεμοστρόβιλους, τις βροχές, το χιόνι, το χαλάζι, που το νερό παγώνει παρά τον τόσο καύσωνα, έπειτα τις βροντές, τις αστραπές, τους ανέμους, τον αέρα και την εναλλαγή τους, τις εποχές, τα χρόνια, τις ημέρες, τις νύχτες, τις ώρες, τις στιγμές, τη γη, τη θάλασσα, τα αμέτρητα κτήνη, τα τετράποδα ζώα, τα θηρία και ερπετά, τα πολλά γένη των πουλιών, τις πηγές, τους ποταμούς, τα άπειρα γένη, ήμερα και άγρια, των φυτών και των βοτάνων. Βλέπει σε όλα την τάξη, τη σταθερότητα, τα μεγέθη, τα κάλλη, το ρυθμό, τη συνάφεια, την αρμονία, τη χρησιμότητα, την ομόνοια, την ποικιλία, την τέρψη, τη στάση, την κίνηση, τα χρώματα, τα σχήματα, τα είδη, την επιστροφή πάλι σ’ αυτά και την παραμονή τους μέσα στα φθαρτά, και γενικά φέρνοντας στο νου του όλα τα αισθητά κτίσματα, εκπλήσσεται. Και θαυμάζει το Δημιουργό, πώς από την ανυπαρξία με μόνη τη διαταγή Του, δημιούργησε τα τέσσερα στοιχεία (γη, αέρα, φωτιά, νερό), και πώς ενώ είναι αντίθετα μεταξύ τους, δεν αλληλοκαταστρέφονται, και πώς από τα τέσσερα στοιχεία έκανε τα πάντα για μας. Αν και αυτά είναι μικρά σε σύγκριση με τη συγκατάβαση του Χριστού, κατά τον Θεολόγο Γρηγόριο, και με τα μέλλοντα αγαθά. Θαυμάζει επίσης, κατανοώντας με τις τέχνες την αγαθότητα και τη σοφία, τη δύναμη και την πρόνοια του Θεού που είναι κρυμμένες μέσα στα κτίσματα, όπως είπε ο ίδιος στον Ιώβ(Ιώβ 12, 13), κι έπειτα στα λόγια και στα γράμματα, πώς δηλαδή με το ασήμαντο αυτό και άψυχο μελάνι, τόσο πολλά και μεγάλα μυστήρια μας φανέρωσε με τις άγιες Γραφές. και το πιο θαυμαστό είναι ότι οι άγιοι Προφήτες και Απόστολοι με πολύ κόπο και αγάπη στον Θεό πέτυχαν τα τόσα αγαθά, ενώ εμείς τα μαθαίνουμε με μόνη την ανάγνωση. Γιατί οι Γραφές, σαν να έχουν λογικό, μας μιλούν για πολύ παράδοξα πράγματα.

Γνωρίζοντας αυτά ο φωτιζόμενος, πιστεύει ότι στην κτίση δεν είναι κανένα περιττό, ούτε κακό, αλλά εκείνα που γίνονται παρά το θείο θέλημα, ο Θεός με θαυμαστό τρόπο τα μεταβάλλει σε αγαθά. Όπως για παράδειγμα, η πτώση του διαβόλου δεν ήταν θέλημα του Θεού, αλλά να που καταλήγει προς ωφέλεια όσων σώζονται. Γιατί παραχωρεί σ’ αυτόν ο Θεός να πειράζει εκείνους που έχουν καλή προαίρεση, ανάλογα με τη δύναμη του καθενός, όπως λέει ο άγιος Ισαάκ, για να εμπαίζεται από τους ισάγγελους ανθρώπους, και να νικιέται με τη βοήθεια του Θεού, όχι μόνο από τους άνδρες, αλλά και από πάρα πολλές γυναίκες, με την υπομονή και την πίστη στον Αγωνοθέτη, από τον Οποίο παίρνουν τα στεφάνια της αφθαρσίας με τη χάρη και τη φιλανθρωπία Του. Επειδή Αυτός είναι εκείνος που νίκησε και νικά το αναίσχυντο φίδι, τον ανθρωποκτόνο διάβολο.

Εκείνος λοιπόν που πήρε από τον Θεό χάρισμα πνευματικής γνώσεως, γνωρίζει ότι όλα είναι πολύ καλά(Γεν. 1,31), ενώ εκείνος που βρίσκεται στην αρχή της θεογνωσίας, έχει χρέος να γνωρίζει με ταπείνωση ότι αγνοεί, και να λέει για κάθε τι «δεν γνωρίζω», όπως συμβουλεύει ο Χρυσόστομος. Γιατί λέει: «Αν κάποιος πει για το ύψος του ουρανού ότι είναι τόσο, κι εγώ απαντήσω ότι δεν γνωρίζω, πάντως εγώ είπα την αλήθεια· και εκείνος πλανάται νομίζοντας ότι γνωρίζει, ή δε γνωρίζει όπως πρέπει, σύμφωνα με τον Απόστολο(Α΄ Κορ. 8,2)». Γι’ αυτό οφείλουμε με βέβαιη πίστη και με ερώτηση των εμπείρων να δεχόμαστε τα δόγματα της Εκκλησίας και τις ερμηνείες των διδασκάλων, τόσο για τις θείες Γραφές, όσο και για τα αισθητά και νοητά κτίσματα, για να μην ακολουθούμε τη δική μας τάχα σοφία και πέφτουμε γρήγορα, όπως λέει ο άγιος Δωρόθεος. Σε όλα οφείλουμε να βρίσκουμε την άγνοιά μας, ώστε ζητώντας κανείς και απιστώντας στα δικά του νοήματα, να ποθεί να μάθει· και αφού βρεθεί σε απορία με πολλή γνώση, να διαπιστώσει τη δική του άγνοια με τη σοφία του Θεού. Όπως λέει ο Θεολόγος, ο νοερός νους δέχεται νοερή αίσθηση, όταν αποκαθαίρει τον εαυτό του για τον Θεό. Αλλ’ όμως οφείλουμε να έχουμε τη γνώση με περισσότερο φόβο, μήπως βρεθεί κανένα πονηρό δόγμα κρυμμένο μέσα στην ψυχή, ικανό να την κολάσει και χωρίς άλλη αμαρτία, λέει ο Μέγας Βασίλειος.

Γι’ αυτό δεν πρέπει κανείς από επιπολαιότητα ή κενόδοξη προθυμία να τρέχει πρόωρα στη θεωρία αυτή, αλλά με τάξη ας εργάζεται τις εντολές του Χριστού και τις θεωρίες που προείπαμε, χωρίς μετεωρισμούς. Και αφού ξεπλύνει την ψυχή του με την υπομονή και τα πολλά δάκρυα του φόβου και του πένθους, και φτάσει να βλέπει κατά φύση τα πράγματα, και αποκτήσει την έξη όλων αυτών, τότε έρχεται ο νους αυτόματα στη θεωρία αυτή, οδηγούμενος νοερά από τους Αγγέλους. Αν τώρα κανένας βρεθεί πιο τολμηρός και θέλει πριν από τα πρώτα να μπει στα δεύτερα, ας γνωρίζει ότι όχι μόνο δεν μπορεί να πετύχει το σκοπό του να ευαρεστήσει τον Θεό, αλλά και πολλούς πολέμους θα σηκώσει εναντίον του, και μάλιστα από τη θεωρία γύρω από τον άνθρωπο, όπως έχουμε μάθει για τον Αδάμ. Γιατί δε συμφέρει διόλου σ’ αυτούς που είναι ακόμη εμπαθείς, να κάνουν τα έργα των απαθών, η να εννοούν τα νοήματά τους, όπως στα νήπια δεν αρμόζει η στέρεη τροφή, και ας είναι πολύ ωφέλιμη στους τελείους(Εβρ. 5,14). Ο εμπαθής οφείλει με διάκριση να τα ποθεί και να απέχει, ως ανάξιος, από αυτά· και μήτε από απελπισία και οκνηρία να αποστρέφεται τη χάρη όταν έρθει, μήτε πάλι από αυθάδεια να ζητά κάτι πρόωρα. Γιατί αν ζητούμε πριν τον καιρό τους εκείνα που είναι άλλου καιρού, δε θα μπορούμε να τα βρούμε ούτε στον καιρό τους, όπως λέει ο Ιωάννης της Κλίμακος· αλλά θα πλανηθούμε και ίσως δε βρούμε διόρθωση ούτε από κάποιο άνθρωπο, ούτε από κάποια Γραφή.

Αν κανείς έχει θεάρεστο σκοπό και με ταπείνωση και υπομονή στους πειρασμούς που του έρχονται ζητήσει κάτι από απορία και πλανηθεί ίσως σ’ αυτό, ο Θεός έχει να του υποδείξει τη λύση. Και έτσι με πολλή ντροπή και χαρά γυρίζει πίσω ζητώντας την οδό των Πατέρων, γιατί εκείνο που γίνεται κατά Θεόν, και όχι για άλλο σκοπό, λέει ο Ιωάννης της Κλίμακος, λογαριάζεται για αγαθό από τη χάρη, ακόμη και αν απέχει πάρα πολύ από το να είναι καλό. Αν όμως δεν ενεργεί έτσι, ούτε έχει υπομονή και πολλή ταπείνωση, θα πάθει εκείνα που έπαθαν πολλοί και χάθηκαν με την ανοησία τους, γιατί πίστεψαν στα νοήματά τους και νόμισαν ότι μπορούν να βαδίσουν σωστά χωρίς οδηγό ή χωρίς την πείρα που προξενεί η υπομονή και η ταπείνωση. Γιατί η πείρα αυτή δεν έχει θλίψη, ούτε πειρασμό, ίσως ούτε και πόλεμο. Και αν παραχωρηθεί να πολεμηθεί λίγο, ο πειρασμός αυτός προξενεί μεγάλη χαρά και ωφέλεια στον έμπειρο, γιατί του παραχωρείται από τον Θεό για να αποκτήσει πείρα και ανδρεία κατά των εχθρών.

Σημάδια του πειρασμού αυτού είναι τα δάκρυα και η συντριβή της ψυχής ενώπιον του Θεού, η καταφυγή στην ησυχία και στον Θεό με υπομονή, η έρευνα με κόπο και πόνο των Γραφών και η από πίστη επιδίωξη του σκοπού του Θεού. Ενώ του άλλου πειρασμού σημάδι είναι η αμφιβολία για τη βοήθεια του Θεού, η ντροπή να ερωτά κανείς με ταπείνωση, η αποφυγή της ησυχίας και της αναγνώσεως και η αγάπη των συνομιλιών και του περισπασμού, με την ιδέα ότι με αυτά θα βρει ανάπαυση, πράγμα που δεν ισχύει. Αλλά μάλλον σ’ αυτό τον καιρό ριζώνουν τα πάθη και γίνονται πιο δυνατοί οι πειρασμοί και πολλαπλασιάζεται η μικροψυχία, η αχαριστία και η ακηδία, από τη μεγάλη άγνοια. Γιατί άλλοι είναι οι πειρασμοί των υιών για παιδαγώγηση και για μάθηση κάποιου μαθήματος, και άλλοι οι πειρασμοί των εχθρών για την απώλειά τους. Πολύ περισσότερο όταν εξαπατάται κανείς από την υπερηφάνεια, γιατί ο Θεός αντιτάσσεται στους υπερήφανους, ενώ στους ταπεινούς δίνει τη χάρη Του(Παροιμ. 3,34· Ιακ. 4,6).

Κάθε θλίψη που έχει υπομονή, είναι καλή και ωφέλιμη. Εκείνη που δεν έχει υπομονή, είναι αποστροφή του Θεού και ανώφελη. Αν δεν γιατρέψει κανείς τον εαυτό του με την ταπεινοφροσύνη, δεν έχει άλλο φάρμακο· γιατί ο ταπεινός, όταν του έρθει θλίψη, μέμφεται και κατηγορεί τον εαυτό του και όχι άλλον. Και απ’ αυτό, κάνει υπομονή και ζητά από τον Θεό τη λύση· και όταν έρθει η λύση, χαίρεται και υπομένει ευχαριστώντας και αποκτά πείρα απ’ αυτά και έτσι δέχεται γνώση. Και γνωρίζοντας την αδυναμία και την άγνοιά του, ζητεί με πόνο το γιατρό. Και ζητώντας, βρίσκει τη θεραπεία, όπως είπε ο ίδιος ο Χριστός(Ματθ.7,8). Και αφού βρει τη θεραπεία, ποθεί· και ποθώντας, ποθεί περισσότερο· και καθαρίζοντας τον εαυτό του κατά το δυνατόν, αγωνίζεται να ετοιμάσει τόπο στον ποθούμενο. Και Εκείνος αφού βρεί τόπο, κατοικεί εκεί, όπως λέει το Γεροντικό. Και αφού κατοικήσει, φυλάει το σπίτι Του και αρχίζει να το λαμπρύνει. Και καθώς λαμπρύνεται ο άνθρωπος, γνωρίζει· και γνωρίζοντας, γνωρίζεται, όπως λέει ο Δαμασκηνός. Αυτά λοιπόν και όσα προείπαμε και την τάξη οφείλει να φυλάει ο καθένας. Και όσα μπορεί να φτάσει, πρέπει να τα εργάζεται. Για όσα όμως δεν μπορεί να φτάσει, πρέπει σιωπηλά να ευχαριστήσει, όπως λέει ο άγιος Ισαάκ, και να μη νομίζει ότι θα μπει σ’ αυτά με αναίδεια. Γιατί λέει ο ίδιος, παίρνοντας τα λόγια από τον Σειράχ: «Όταν βρεις μέλι, φάγε μετρημένα, μήπως κορεσθείς και κάνεις εμετό»(Παροιμ. 25,16). Και όπως λέει ο Θεολόγος, η αχαλίνωτη θεωρία ίσως ωθήσει και στον γκρεμό. Αυτό είναι το να ζητά κανείς τα υπέρμετρα και να μη θέλει να πει ότι «ο Θεός τα γνωρίζει αυτά, μα εγώ ποιος είμαι;». Πρέπει επίσης να πιστεύει ότι Εκείνος που έκανε τα βουνά και τα μεγάλα κήτη, Αυτός έκανε κοίλο και το κεντρί της μέλισσας, όπως λέει ο Μέγας Βασίλειος.

Εκείνος λοιπόν που από τη σύνεση έφτασε στην ισχύ, γνωρίζει από τα αισθητά τα νοητά, και από τα ορατά και πρόσκαιρα, τα αόρατα και αιώνια. Και εννοεί με τη χάρη όσα αφορούν στις άνω δυνάμεις. Αν δηλαδή όλος ο κόσμος δεν αξίζει όσο ένας δίκαιος (όπως λέει ο Χρυσόστομος: «Σκέψου, παρακαλώ, τα τόσα έθνη και τις φυλές: ο δίκαιος είναι ανώτερος απ’ όλα»), ο άγγελος πάντως είναι ανώτερος από τον άνθρωπο, και αρκεί η θεωρία ενός αγγέλου για να προκαλέσει κάθε έκπληξη. Αρκεί να θυμηθούμε τι έπαθε ο ισάγγελος Δανιήλ όταν είδε τον άγγελο(Δαν. 10,8).

Η έβδομη γνώση

Εκείνος που αξιώθηκε την έβδομη γνώση, θαυμάζει το πλήθος των ασωμάτων δυνάμεων: τις Εξουσίες, τους Θρόνους, τις Κυριότητες, τα Σεραφίμ και Χερουβίμ, τα εννέα τάγματα που αναφέρονται σε όλες τις θείες Γραφές, και που τη φύση, την ισχύ και τις λοιπές αγαθές ιδιότητές τους τις γνωρίζει ο Θεός και ποιητής τους. Θαυμάζει και πώς στέκονται κατά την τάξη τους. Αλλά και άλλα αξιώματα έχουν οι ουράνιες στρατιές. Λέει σχετικά ο Χρυσόστομος ότι το όνομα «Κύριος Σαββαώθ»(Ησ. 6,3) ερμηνεύεται «Κύριος των στρατιών των δυνάμεων». Και πως αυτές οι στρατιές μεταδίδουν το φωτισμό μεταξύ τους. Οι Άγγελοι, λένε, φωτίζουν τους ανθρώπους και φωτίζονται από τους Αρχαγγέλους, και οι Αρχάγγελοι από τις Αρχές. και έτσι κάθε τάγμα δέχεται από άλλο τάγμα το φωτισμό και τη γνώση. Θαυμάζει πάλι πώς το ανθρώπινο γένος είναι το ένα πρόβατο, λένε, που χάθηκε εξαιτίας του και όχι εξαιτίας του Θεού, ενώ των Αγγέλων τα τάγματα είναι τα ενενήντα εννέα πρόβατα(Ματθ. 18,12). Και κατανοώντας τη σοφία και τη δύναμη του Δημιουργού, θαυμάζει, πώς έκανε τόσα πλήθη, με μόνη τη διαταγή Του; Και πρώτα, όπως λέει ο Θεολόγος, φέρνει στο νου του τις αγγελικές δυνάμεις. Και αφού περάσει νοερά μέσα από το καταπέτασμα, γίνεται άυλος, όπως λέει ο άγιος Ισαάκ. Γιατί ο έξω ναός είναι τύπος αυτού του κόσμου, το καταπέτασμα είναι τύπος του στερεώματος του ουρανού, ενώ τα άγια των αγίων είναι τύπος των υπερκοσμίων, όπου οι ασώματοι και άυλοι υμνούν ακατάπαυστα τον Θεό και τον παρακαλούν για μας, κατά τον Μέγα Αθανάσιο. Και έτσι ο άνθρωπος αυτός φτάνει στην ειρήνη των λογισμών και γίνεται υιός του Θεού κατά χάρη, και γνωρίζει τα μυστήρια που είναι κρυμμένα μέσα στις θείες Γραφές, όπως λέει ο Δαμασκηνός: «Σχίστηκε το άγιο καταπέτασμα του ναού κατά τη σταύρωση του Δημιουργού(Ματθ. 27,51) για να φανερώσει στους πιστούς την αλήθεια που ήταν κρυμμένη στο γράμμα. Γι’ αυτό οι πιστοί αναφωνούν: Σου πρέπει να ευλογείσαι, Θεέ των πατέρων μας». Και όπως λέει ο άγιος Κοσμάς ο Μελωδός: «Ο πρώτος άνθρωπος αφού έφαγε από τον καρπό του ξύλου, έγινε φθαρτός(Γέν. 3, 17-19). Γιατί αφού καταδικάστηκε σε ατιμότατο θάνατο, μετέδωσε σε όλο το ανθρώπινο γένος τον θάνατο σαν μολυσματική ασθένεια. Αλλά τώρα που εμείς οι θνητοί βρήκαμε ανάκληση της καταδικαστικής αποφάσεως με το ξύλο του σταυρού, κράζουμε: Υπερύμνητε κλπ.».

Η όγδοη γνώση

Από αυτή την όγδοη γνώση ο άνθρωπος ανυψώνεται στη θεωρία του Θεού με τη δεύτερη, την καθαρή προσευχή, δηλαδή αυτή που αρμόζει στον θεωρητικό. Ώστε μέσα σ’ αυτή την ορμητική κίνηση της προσευχής αρπάζεται ο νους από τον θείο πόθο και δεν γνωρίζει πλέον τίποτε απ’ αυτόν τον κόσμο, όπως λένε οι άγιοι Μάξιμος και Δαμασκηνός. Και δε λησμονεί ο νους μόνο όλα τ’ άλλα, αλλά και τον εαυτό του. Γιατί, όπως λέει ο άγιος Νείλος, όσο ακόμη ο νους καταλαβαίνει τον εαυτό του, δεν είναι στον Θεό μόνο, αλλά και στον εαυτό του. Τότε λοιπόν, όπως λέει ο άγιος Μάξιμος, δέχεται φανερώσεις περί του Θεού και γίνεται θεολόγος, γιατί αξιώθηκε την επιφοίτηση του Αγίου Πνεύματος.

Ακούγοντας τώρα περί Θεού, να μη νομίσει κανείς από άγνοια ότι ο Θεός είναι εκείνα που θεωρούμε περί Αυτού, δηλαδή αγαθότητα, χρηστότητα, δικαιοσύνη, αγιασμός, φως, πυρ, ουσία, φύση, δύναμη, σοφία και τα όμοια, λέει ο Μέγας Διονύσιος· αλλά ούτε και όσα ο νους μπορεί να περιλάβει. Γιατί το θείο είναι αόριστο και απερίγραπτο και δεν θεολογείται όπως πράγματι είναι, αλλά με βάση όσα θεωρούνται γύρω απ’ αυτό, όπως λέει ο Μέγας Διονύσιος προς τον άγιο Τιμόθεο, παίρνοντας τη μαρτυρία από τον άγιο Ιερόθεο. Πιο σωστό μάλλον είναι να πούμε ότι θεολογείται από το ακατάληπτο, το ανεξιχνίαστο, το ανερμήνευτο και όσα δεν μπορούν να το ορίσουν. Γιατί ο Θεός είναι πάνω από κάθε νου και έννοια και γνωστός μόνο στον εαυτό Του, Θεός ένας, τρισυπόστατος, άναρχος, ατελεύτητος, υπεράγαθος, υπερύμνητος. Και εκείνα που λέγονται περί Αυτού από την θεία Γραφή, από έλλειψη γνώσεως λέγονται, για να μάθουμε ότι υπάρχει Θεός, και όχι τι είναι Αυτός, επειδή είναι ακατάληπτος σε κάθε λογική και νοερή φύση.

Ομοίως πρέπει να θαυμάζουμε και τη σάρκωση του Υιού του Θεού και την υποστατική ένωση, όπως λέει ο άγιος Κύριλλος, και πως η θεότητά Του ενώθηκε με τη σάρκα που πήρε από μας, κατά το Μέγα Βασίλειο. Επειδή όπως ενώνεται ο σίδηρος με τη φωτιά όταν πυρακτωθεί, έτσι είναι η ένωση αυτή, για να γνωρίσουμε τον ένα Χριστό με δύο φύσεις, όπως είπε ο Δαμασκηνός προς την Θεοτόκο: «Με μία υπόσταση και δύο φύσεις γέννησες Πανάμωμε, τον σαρκωμένο Θεό, στον Οποίο όλοι ψάλλουμε: Σου πρέπει να ευλογείσαι, Θεέ μας». Και πάλι: «Ο Απεριόριστος, παραμένοντας αμετάβλητος, ενώθηκε υποστατικά με τη σάρκα μέσα στη μήτρα σου, Παναγία, επειδή είναι εύσπλαχνος, ο μόνος ευλογημένος».

Πηγή : Φιλοκαλία των Ιερών Νηπτικών, μεταφρ. Αντώνιος Γαλίτης, εκδ. Το περιβόλι της Παναγίας, 1986, γ΄ τόμος, σελ. 98-127.

Σχολιάστε

Σχολιάστε

Εισάγετε τα παρακάτω στοιχεία ή επιλέξτε ένα εικονίδιο για να συνδεθείτε:

Λογότυπο WordPress.com

Σχολιάζετε χρησιμοποιώντας τον λογαριασμό WordPress.com. Αποσύνδεση /  Αλλαγή )

Φωτογραφία Twitter

Σχολιάζετε χρησιμοποιώντας τον λογαριασμό Twitter. Αποσύνδεση /  Αλλαγή )

Φωτογραφία Facebook

Σχολιάζετε χρησιμοποιώντας τον λογαριασμό Facebook. Αποσύνδεση /  Αλλαγή )

Σύνδεση με %s

Αρέσει σε %d bloggers: